ΜΟΝΑΞΙΑ

 

Μεσάνυχτα, και λείπετε, αδερφούλες μου.

Σαλεύει θλιβερό το κυπαρίσσι.

Τις κάμαρες θ' ανοίξω που στοιχειώσανε,

τ' αγέρι κι η νυχτιά ναν τις γιομίσει.

 

Ανε με πάρει ο ύπνος, μέσα στ' όνειρο

θα'ρθει κάποια από σας να με ξυπνήσει.

Που πήγατε, αδερφούλες μου, κι απόμεινα

μονάχη μες στο σπίτι μας και ξένη;

 

Στην άρπα, που ενοστάλγησε τα δάχτυλα,

η αράχνη τον καημό μου τον υφαίνει.

Τα χέρια μου όπως δένω κι όπως θλίβομαι,

με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει.

 

Τι να φταιξα και ασπρίζουν στο τρισκόταδο,

σαν τάφοι, τ' αδειανά σας τα κρεβάτια;

Ποτέ του γυρισμού το γλυκοτράγουδο,

ποτέ δε θαν το πουν τα σκαλοπάτια;

 

Πως ξεχειλά σα δάκρυον, αδερφούλες μου,

η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια!

 

******