ΘΑΛΑΣΣΑ

 

Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο

θανάσιμο πάθος, δε θα γαληνέψουν.

 

Τα σύννεφα γιγάντια φαντάζουν κι ασημένια

στο μολυβένιον ουρανό

σαν τα χτυπά του ήλιου το φως. Σαν τα χτυπά ο αγέρας

φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

 

Κι είναι θερίο η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα

δίνει της - μπλάβο εκεί μακριά,

πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο -

κάποια παράξενη θωριά.

 

Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,

πέρα, απ' του πέλαου τα φαρδιά,

τα φέρνει ο ρήγας ο βοριάς, μπατσίζουνε τα βράχια,

μπατσίζουνε την αμμουδιά.

 

Τις βάρκες, τις ψαρόβαρκες ο φόβος κυβερνήτης

μες στο λιμάνι τις κρατεί.

Μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια

μ' ένα χρυσόνειρο δετή.

 

Σα γλάρος μαυροφτέρουγος πετά η ψυχή μου, σμίγει

με την ψυχούλα του νερού

και τηνε πάει ο άνεμος και τηνε πάει το κύμα

κι είναι παιχνίδι του καιρού.

 

Κι ενώ πονώ τον πόνο σου και πάω προς το βυθό σου

και χάνομαι με τον αφρό,

ύστερα, στο γαλήνεμα, την ηλιακή χαρά σου,

θάλασσα, δε θαν τη χαρώ.

 

Μα το φιλί τους θάνατος, κι ο θάνατος τραγούδι.

Σα σπουν τα κύματα, οι αφροί,

πάντα πριχού να σβήσουνε, γλυκά θα μουρμουρίσουν

πόσο η θανή τους είν' πικρή.

 

Και τα Χανιά, στη θάλασσα την ανεμοδαρμένη,

σα γλώσσα απλώνουνε παχιά

το κάστρο τους, περίποιγμα, θαρρείς, στην τρικυμία

και καταφρόνια στα στοιχειά.

 

Του κάστρου το περίπαιγμα κι η καταφρόνια ανάβουν

του Ποσειδώνα το θυμό.

Να, το νερό σηκώνεται, και στα ψηλά μουράγια

ξεσπάει, δεν έχει τελειωμό.

 

******