ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
τον άντρα, που τρέχει με κόπους
της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
και ο Φθόνος του στέκει ζερβά,
με μάτια, με χείλη πικρά.
Αλλ' όποτε η μοίρα του γράψει
τον δρόμον του κόσμου να πάψει,
η Δόξα καθίζει μονάχη
στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
και ο Φθόνος αλλού περπατεί.
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
η Δόξα λαμπράδες γιομάτη.
Κλεισμένο για πάντα το μάτι,
οπούχε πολέμου φωτιά. -
Ελάτε ν' ακούστε, παιδιά!
Σοφοί λεξιθήρες μακρύα,
μη λάχη σας βλάψω τ' αυτία.
Τρεχάτε στα μνήματα μέσα,
και ψάλτε με λόγια τρελλά -
ελάτε ν' ακούστε, παιδιά!
Το λείψανο, πούχε γλυτώσει
ο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,
εγύριζε οπίσω την ώρα
που πέφτει στην όψι της γης
το φως το γλυκό της αυγής.
Εβγήκαν μαζί της θλιμμένης
Τρωάδας απ' όλα τα μέρη
γυναίκες, παιδάκια και γέροι,
θρηνώντας, να ιδούν το κορμί
που χάνει γι' αυτούς την ψυχή.
Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα
απάνου στου Μάρκου το σώμα.
Απέθαν' απέθαν' ο Μάρκος.
Μια θλίψη, μια άκρα βοή,
και θρήνος και κλάψα πολλή.
Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,
του κόσμου την ύστερη μέρα,
παντού στον καινούργιον αέρα.
Παρόμοια στους τάφους θα εμβεί
να κάμει καθένας να εβγεί.