ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 

Εις την ώρα, που σκιασμένος,

και παράξενα ντυμένος,

βγαίνει ο κλέφτης για να κλέψει,

κι ο φονιάς για να φονέψει, -

σ' άλλους τόπους εννοώ

κλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ -

είδα έν όνειρο μουρλό,

και θα το διηγηθώ.

Μες στο νου μου η ψεσινή,

η περίφημη θανή,

μίαν εντύπωση είχε αφήσει,

που ο καιρός δε θα τη σβήσει.

Και στον ύπν' ο λογισμός μου

την ξανάφερεν ομπρός μου.

Στ' όνειρό μου αγροίκαα πάλι

τον παπά Τσετσέ να ψάλλει,

με την τάξη τ'ς Εκκλησίας.

Όμως έκαν' εξ αιτίας

του όνειρού μου του μουρλού,

τη φωνή του κουνουπιού.

Πλήθος έβλεπα λαμπάδες,

και καπίτολα. Οι παπάδες,

τα φελόνια φορεμένα,

ποιος καινούργια, ποιος σχισμένα,

σοβαρά περιπατώντας,

τη λιρώνα μελετώντας,

ξαστοχούν τον πεθαμένο,

κι έχουν το κερί σβησμένο.

Έκαναν φωνές και γέλια

τα παιδιά με τα βατσέλια.

Κι ο καπνός του μισχολίβανου

από τα λιβανιστήρια

έμπαινε στα παρεθύρια.

Πολλοί άνθρωποι ακολουθούσαν,

και περίλυπα ετηρούσαν,

γέρνοντας τες κεφαλές τους,

και μιλώντας για δουλειές τους.

Αλλά στα καμπαναρία

δεν είν' τέτοια αδιαφορία.

Οι καμπάνες πλερωμένες,

έκαναν σα βουρλισμένες.

Κι αφού είδα, ένα προς ένα,

ούλα εκειά, πούχα ιδωμένα,

τρέχει τ' όνειρο και μπαίνει

μέσα στη Φανερωμένη.

Ήτανε στην εκκλησία

λίγο φως και πολλή ερμία.

Και κοντά στο ξυλοκρέββατο

ξάφνου αγροίκησα να βγει

ένα σκούξιμο μακρύ.

Ότι ελόγιασα πως θάναι

από τόσους ένας κάνε,

που ελυπήθηκε και σκούζει…

να σου ο ίσκιος του Κουτούζη!

Καθώς πάντα εσυνηθούσε,

όμορφα ρούχα φορούσε,

κι έδειχνε καμαρωτά,

το καπέλλο του στραβά.

Εις το πονηρό του χείλο,

πώσκιαζεν οχτρό και φίλο,

έβλεπα με θαυμασμό,

πούχε ακόμα το πικρό,

το συνηθισμένο γέλιο,

ξαστοχώντας το Βαγγέλιο.

Ετριγύρισε κομμάτι

εις του Χάρου το κρεββάτι.

Αλλά βλέποντας εκεί

το καπέλο, το σπαθί,

πουν σημεία της αρχοντιάς,

εσταμάτησ' ο παπάς.

Και καλά κοιτάζοντάς τα,

κι όμορφα σηκώνοντάς τα,

εις την κάσσα τα χτυπάει,

και τ' ακόλουθ' αρχινάει,

το κορμί του συχνοσειώντας,

και τα λόγια αργοπορώντας:

"Καλά κάμαν και στα βάλανε

εδώ πάνου, όταν σ' εβγάλανε!

Μα το ναις, οπού σου πρέπει,

εις την υστερή σου σκέπη,

μπρος στον κόσμο να κρατείς

τα σημάδια της τιμής!

Μ' αυτά τα ίδια εγώ σε είδα

που κυρίευες την πατρίδα.

Το θυμούμαι ωιμένανε!…

Επειδή δε μ' απομένανε,

εκαθόμουνα ο φτωχός

εις την γάτα μου ομπρός,

κάνοντάς της χάιδια χίλια,

και σαν ν' άκουε της εμίλεια:

Μωρή γάτα, τι σου φαίνουνται

τέτοια πράματα: Απομένουνται;

Ναν' ο Γιάννης εις το σπίτι,

με τον άλλο ξεκληρίτη,

στην καθίγλα να προσμένουν

ούλους τα' άρχοντες, που μπαίνουν,

και ξανοίγουν, ενώ σκύφτουνε

με τα ταπεινά κεφάλια,

πλεζονιές και κατρογυάλια;

Νιάι μου, να σε χαρώ,

έχω πίκρα και καημό

να τους βλέπω, τσου καημένους,

κυριακάτικα ντυμένους,

στες καθίγλες να καθίζουν

και τα ρούχα τους να χρίζουν! -

Τέτοια τση λεγα. Αλλά τώρα,

οπού σ' εύρηκε η κακηώρα,

πες, ποια στόματα σ' εκράξαν,

και ποια στήθη αναστενάξαν;

Αν δε σ' έκλαψαν, εγώ

σαν παπάς τσους συχωρώ.

Ω! φωνάξετε, Καιροί,

που τον είδετε κριτή,

τι καλό ’χει γεναμένο,

κι ευθύς φεύγω και σωπαίνω!

Έτσι λέοντας μεγαλώνει

τη φωνή του και θυμώνει.

Μα καλό ναι πλούσιος νάσαι,

και ποτέ να μη θυμάσαι,

πως στους δρόμους αϊλογάνε

κάποιοι μαύροι που πεινάνε;

Όταν έπλασαν τα χέρια,

που σκορπήσανε τ' αστέρια,

του θνητού τα σωθικά,

και τα πλάσανε καλά,

πρώτ' απ' όλα τ' άλλα πάθια

τσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια.

Και την έδιωξες εσύ,

σαν την χήρα τη φτωχή,

απ' τη νιότη σου την πρώτη,

για να βάλεις τη Σκληρότη.

Αυτή σώλεε να ζητάς

το ψωμί της φτωχουλιάς,

και το διάφορο να θες

τρεις και τέσσερις φορές.

Κι ο φτωχός, απορημένος,

σ' εσ' ερχότουν τρομαγμένος,

για να πει με το θλιμμένο

χείλο: τώχω πλερωμένο!

και στα πόδια σου να ρίξει

κλάψες μύριες, και να δείξει

τ' αχαμνά τα γερατειά του,

τη γυναίκα, τα παιδιά του,

και του ρούχου τα ξεσκλίδια.

Και του αμόλαες κερατίδια!

Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,

για σαράντα πέντε χρόνους,

παντελώς δεν είναι θάμα,

μήτε αλλόκοτο το πράμα,

αν εσύ φθάσεις να κρύψεις,

απ' τους φόβους για να λείψεις,

το σωρό του χρυσαφιού σου

και στες τράβες του σπιτιού σου.

Μα της φτώχειας η κατάρα,

δυστυχόταατη τρομάρα,

θα πλακώσει την ψυχή σου

σαν η πλάκα το κορμί σου.

Κοίτα αν είναι Δικαιοσύνη

εκεί πάνου, για να κρίνει!

Δεν ηθέλησε ν' αφήσει

το κορμί σου να ψοφήσει

εισέ δρόμο ή σε καλύβα,

μα στην κάμαρη του Σκλίβα!

Εκεί σώμενε να φθάσεις,

και το λογικό να χάσεις, -

το παλιό το σπίτι αφίνοντας,

εις τ' οποίο κάποιος εμπήκε,

που πουλιό του δεν εβγήκε.

Σκάψε, Ρώμα, για να ιδείς

μη τα κόκκαλά του βρεις. -

Εκεί, ενώ σ' αυτό το σπίτι

εκοπίαζες με τη μύτη,

κάνοντας σαν τα παιδάκια,

όταν φτειάνουν φυσουνάκια,

σου σηκώναν κάποιοι τσάφοι

το κλεμμένο το χρυσάφι.

Εκεί εστέκαν, ενώ σώβγαινε

του θανάτου ο γογγυσμός,

τον αγροίκουναν, κι ετρέμανε

μη δεν ήτανε ο στερνός.

Κάνε εμπόρειες απ' το βιό σου,

έπειτ' απ' το θάνατό σου

και της φτωχουλιάς ν' αφήσεις,

και τα στόματα να κλείσεις.

Αλλά ο Διάολος εφάνηκε

στο πλευρό σου αδερφικάτα,

όταν έγραφες τη διάτα.

Και το χέρι σου τηρώντας,

και σκληρά χαμογελώντας,

ετραγούδουνε: Ω φτωχοί,

που γυρεύετε ψωμί,

κάθε λύπη τώρα αφήστε,

και σε λίγο θα πλουτήστε.

Γραικοί σκλάβοι, ακαρτερείτε.

Γιατ' ευθύς θα λυτρωθείτε.

Τες καδίνες θα πετάξτε,

εις τη Ζάκυνθο ν' αράξτε,

εις το μνήμα του να ορμήστε,

και την πλάκα να φιλήστε. -

Κι έτσι μ' όλο σου τ' ασήμι,

μνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι.

Όπως έζησες πεθαίνεις,

κι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις,

με ξεμυτερά τα νύχια,

μαθημένα στα προστύχια.

Θέλω να σε ιδώ, σκυλί!"

Κι έτσι λέοντας, το σπαθί,

το καπέλλο, του πετάει,

και στην κάσσα ευθύς χουμάει.

Ο παπάς εκεί γυρμένος,

και στα χείλη του αφρισμένος,

πολεμάει να την ανοίξει.

Κι ότι αρχίνησε να τρίξει,

εγώ πώλεια μην ορμήσει,

και το λείψανο χτυπήσει,

τρέχω γλήγορα κοντά,

για να πω: μωρέ παπά!

Είναι ο μαύρος πεθαμένος!

Αλλά εξύπνησα ιδρωμένος.