ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΙΔΩΛΟ |
Πρώτο μέρος Ο Αντρέας πηγαινοερχόταν σαν το θηρίο στο κλουβί του. Έφτανε μπροστά στον καθρέφτη, έριχνε μια ματιά μέσα κι αμέσως αποτραβούσε το πρόσωπό του τρομαγμένος. Ένιωθε μια έντονη τάση να ξεράσει πάνω του, να τον φτύσει, να πετάξει κάποιο βαρύ αντικείμενο και να τον σπάσει σε χίλια κομμάτια. Μετά άλλαζε κατεύθυνση και τραβούσε γραμμή για την κουζίνα. Άνοιγε το ψυγείο, έπαιρνε μια μπύρα και την κατέβαζε σχεδόν μονορούφι. Η διαδικασία αυτή είχε επαναληφθεί πολλές φορές στη διάρκεια της μέρας. Ύστερα τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο, την γύρισε ανάποδα, με τη ράχη προς το σώμα του κι αφού κάθισε σταυρώνοντας τα χέρια κι ακουμπώντας πάνω τους το πηγούνι του, βάλθηκε να χαζεύει τους περαστικούς. "Ευτυχισμένα ανθρωπάκια", μονολόγησε. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει, παρόλο που του άρεσε από μικρό παιδί να ψυχογραφεί τους ανθρώπους, ποιο ήταν εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που διακρίνει ορισμένους από αυτούς ώστε να μπορούν να αντιλαμβάνονται πολλά πράγματα πριν να χρειαστεί κάποιος να τους τα εξηγήσει. Να ήταν αυτό που ονομάζεται "έκτη αίσθηση;". Κι αν ναι, πώς γίνεται να το διαθέτουν ορισμένοι μόνο και να καταντάει τόσο βασανιστικό για τον εαυτό τους ώστε να παρακαλάνε με όλη τους την ψυχή να μπορούσαν να το αποβάλλουν; Αν εκείνοι που δεν το διαθέτουν το αποκαλούν χάρισμα ίσως θα έπρεπε να ζητήσουν τη γνώμη του. Βέβαια, έχει και την αστεία του πλευρά το όλο ζήτημα. Κι αυτή εστιάζεται ακριβώς πάνω σε όσους δεν διαθέτουν αυτή την ιερή πληγή. Μαθημένοι σε ένα τρόπο ζωής που περνάει μέσα από διαδικασίες που στοιχειοθετούν τρόπους εύρεσης και γωνίες σκόπευσης απώτερων στόχων, με όποιο αντάλλαγμα κι αν απαιτεί αυτό, θεωρούν όλους τους ανθρώπους "συνηθισμένους" και κατά συνέπεια "εύκολους", καταναλώσιμους και προσπελάσιμους και με αγέρωχη περπατησιά δοκιμάζουν να περάσουν πάνω από το, κατά τη λαθεμένη εκτίμησή τους, σε κατάσταση νάρκωσης κουφάρι τους, αδιαφορώντας για την πιθανότητα να έχουν πέσει τελείως έξω στις εκτιμήσεις τους και για το ενδεχόμενο να ξυπνήσει ξαφνικά και να τους αρπάξει από το πόδι. Τα δεδομένα είναι εκείνα που σκοτώνουν τις σχέσεις των ανθρώπων. Ό,τι τείνει να θεωρηθεί ως μη διαφοροποιήσιμο και συνεπώς ασφαλές, είναι και εκείνο που από την απώλειά του πρέπει με περισσότερη φροντίδα να προστατευτούμε. Τέτοιες σκέψεις ανεβοκατέβαιναν στο μυαλό του Αντρέα και φουρτούνιαζαν τα κύματα της ψυχής του. Κάτι ένιωθε να υπάρχει που δεν μπορούσε να προσδιορίσει επακριβώς αλλά στεκόταν ικανό να του αναστατώσει τα εσώψυχα. Αυτό το καταραμένο χάρισμα, όπως το αποκαλούσαν όσοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη φθοροποιό δράση του. Ήταν δύσκολος άνθρωπος ο Αντρέας, ασυμβίβαστος με τα ήρεμα και τα απλά, ανήσυχος σε βαθμό που όσοι νόμιζαν ότι τον ήξεραν να τον χαρακτηρίζουν ιδιόρρυθμο. Πολλές φορές οι φίλοι του συνήθιζαν να του λένε να μη στέκεται τόσο πολύ σε λεπτομέρειες, να μη τα ψηλαφίζει με τέτοια σχολαστικότητα όλα. Να είναι πιο χαλαρός και πιο συγκαταβατικός με τους ανθρώπους. Μα εκείνος δεν άκουγε παρά μόνο την από μέσα φωνή που τον καλούσε να παραμείνει "ιδιαίτερος" και παράξενος, να μη πάψει να περνάει από φιλτράρισμα κάθε άνθρωπο, κάθε λέξη, κατάσταση, συμπεριφορά, γεγονός, συναίσθημα. Αναρωτήθηκε πολλές φορές μήπως είχε καταντήσει μια κινούμενη κρεατομηχανή που μέσα της αλέθονταν οι στιγμές της ζωής του κι ύστερα έπαιρνε κι αυτόν ακόμα τον κιμά των στιγμών και τον έπλαθε σε μικρά στρογγυλά κεφτεδάκια που τα τηγάνιζε για να τα εξαγνίσει και στο τέλος τάιζε μ' αυτά την ύπαρξή του. Ξαφνικά πετάχτηκε από την καρέκλα σαν ελατήριο και με μεγάλες δρασκελιές έφτασε μπροστά στον καθρέφτη του χωλ και στάθηκε μπροστά του. "Εδώ σε θέλω μεγάλε", άρχισε να λέει απευθυνόμενος στο είδωλό του, "θα παίξουμε ένα παιχνίδι οι δυο μας. Ένα παιχνίδι αντοχής, ένα παιχνίδι για γερά νεύρα να δούμε ποιος θα αντέξει ως το τέλος. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι. Αυτό βέβαια είναι αλήθεια αλλά το ξέρουμε μόνο εμείς. Και για να ξεχωρίζουμε ο ένας τον άλλο θα σε σκιαγραφήσω". Έτρεξε στο συρτάρι του γραφείου του, πήρε μια χοντρή κόκκινη κηρομπογιά και γύρισε γρήγορα μπροστά στον καθρέφτη. Πλησίασε κοντά μέχρι που ακούμπησε το σώμα του πάνω στο παγωμένο κρύσταλλο κι άρχισε να ξεπατικώνει με την κηρομπογιά το περίγραμμά του πάνω στο γυαλί. "Αυτό ήταν", είπε μόλις τελείωσε. Στάθηκε μερικά βήματα μακριά και συνέχισε: "Και τώρα αρχίζουμε. Κάνω την πρώτη ερώτηση και μου απαντάς. Τι σε έπιασε πάλι σήμερα και έχεις αυτό το κατσούφικο ύφος; Έγινε τίποτα περίεργο; Σε πείραξε κανείς;". Έκανε ένα βήμα μπροστά πλησιάζοντας περισσότερο τον καθρέφτη και αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του απάντησε: Για να διαβάσεις τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα πάτησε εδώ: |
29 Νοεμβρίου 2000 |
![]() |
![]() |