ΚΑΠΕΤΑΝ ΟΔΥΣΣΕΑΣ (ΕΛΥΤΗΣ)
"Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να 'ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο. Στην τσέπη μου έναν Οδηγό. Τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο.
...............
Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυχίες και τ' αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπορος να μάθω τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο"
Ο μικρός ναυτίλος
"Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις. Του χαμού πάντοτε είναι ιδιοκτήτης ο καιρός, κι εμείς σχεδόν σοφοί αλλ' ως γέροντες, που ο ύπνος μας μαθαίνει ολόκληρους απ' έξω. Μας αποστηθίζει. Το εικοσιτετράωρό μας είναι μια συνεχής ανάκριση. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει τίποτε. Καθε καθρέφτης έχει κι από 'να δικό του είδωλο που, μόλις πάω να κοιταχτώ, με αλλοιώνει. Κατά λάθος μαθαίνει κανείς και μυστικά που περνούν γι' αλήθεια. Μολονότι τόσο εκτεθειμένη στο φως δεν ξεβάφει"
Εκ του πλησίον
"Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας
Θύσσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου
Στην δική σας πόλη έχω ζήσει κι εγώ
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα
Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και
Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά
Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό
Έτσι της αύριον η αύρα πνέει
Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό"
Δυτικά της λύπης
"Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα
Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε  όλο καπνούς δίχως να προχωράνε
Και παντού στις βρύσες και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα το κορίτσι μου στον όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα φτερά σαν πεταλούδα
Πάτερ ημών
Μ' ένα τίποτα έζησα.
Μ' ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα να μ' έλεγαν τρελό
πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος"
Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
"Όχι σαν τους άλλους. Μοναδικός ακόμη και στον τρόπο που μοίραζε αγάπες κι εχθρότητες στον ίδιο υπερθετικό. Από ευγενές κοίτασμα ο ίδιος, ούτε που του πέρασε ποτέ απ' το νου πως ένας διαφορετικός τρόπος ζωής μπορούσε να υπάρξει. Στις δύσκολες στιγμές που συνέπεσε να περάσουμε του εστάθηκα μία φορά και μου εστάθηκε δέκα. Τέτοιας καρδιάς μόνον οι άνθρωποι των άκρων γίνονται, και ήταν των άκρων.
Γι' αυτό και, πάνω στη φόρα που έπαιρνε για να κυριαρχήσει στα πράγματα, κόπηκε πολλές φορές μέχρις αίματος, και πάνω στο μέταλλο, και πάνω στο κρύσταλλο, που ενίοτε και κατά καιρούς ήμασταν εμείς οι άλλοι. Πολλές φορές έδειχνε πως ήξερε να φιλιώνει με τον εχθρό και ν' αντιμάχεται το φίλο του, να χάνει γενναιόδωρα, και ας είναι καλά η ζημία. Το θέμα γι' αυτόν ήταν να διευθετεί σωστά τον κίνδυνο και να αδιαφορεί για τις εκάστοτε προκλήσεις των καιρών.
Στο βάθος δεν βρισκόταν ένας άνθρωπος που να του μοιάζει. Και σ'αυτό μοιάζαμε"
2 Χ 7 ε
"Επειδή κάτι το γαιώδες και ορθογωνίζον υποκειμαίνεται κάτω απ' τ' Αντιληπτά.
Μ' αόρατα δάχτυλα μας εγγίζει τον νου ο έξω κόσμος. Ακούμε σαν να βλέπουμε, βλέπουμε σαν ν' ακούμε. Αδειάζουν τ' αντικείμενα κι απομένουν σκέτες γραμμές με σοφία χαραγμένες"
Ελύτης 92
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΟΡΕΣΤΗΣ (ΛΑΣΚΟΣ)
2