ΝΟΗΣΗ, ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΟΝΗ
Πώς να τα βάλεις σε τάξη τα σύννεφα
όταν θέλουν να βρέξουν σκέψεις;
Απλώνεις το έρκος να περιφράξεις
τις αλέες του λογισμού μα,
εκείνες γεννάνε δραπέτες ίσκιους.
Περιπλέκεις τα διάπυρα κιγκλιδώματα,
στρεβλώνεις τους πίρους ασφαλείας,
υψώνεις τοίχους από γρανίτη,
σκάβεις τάφρους στα σύνορά σου-τίποτα.

Λίγο στο λίγο, σταλιά τη σταλιά
βρίσκουν το πέρασμα στο νοτερό
μπετόν αρμέ του νου σου και γλιστράνε.
Στην αρχή κατηφορίζουν αργά,
λικνίζονται σαν οδαλίσκες που
τέρπουν τον σουλτάνο θυμό σου.
Μα γρήγορα κατρακυλάνε ορμητικά,
καταρράχτες που χύνονται με βρυχηθμούς
στα πολυδαίδαλα κανάλια του μυαλού-κενό.

Αλήτισσα νόηση, πλανεύτρα παλιόγρια,
ρουφιάνα, σπιούνα, έχιδνα φαρμακερή,
ξεσκεπάστρα των μικρών και μεγάλων θαυμάτων.
Οδηγείς, χωρίς να το ξέρεις,
το υποζύγιο κάθε επιθυμίας.
Αδειάζεις τα κάστρα της καρδιάς
από τα φαντάσματα των πτώσεων και
ξαναστρώνεις τα ματωμένα χαλιά
αφού καθαρίσεις προσεκτικά τις κηλίδες-πέφτω.

Τώρα κοιτάζεις από ψηλά
όσα είχες δει από κάτω
κι είναι ένα μυστήριο ταξίδι που
κάνουν βλέμμα και πνεύμα μαζί.
Πράγμα περίεργο κάπως
να αντικρίζεις τα ίδια τοπία.
Ακατανόητο και τρυφερό συνάμα
να αγαπάς το ίδιο παράξενα όσα
από κοντά γνώρισες και πίστεψες-πετάω.

Λένε πως η καρδιά ήτανε μια πλανεμένη κόρη
από κάποιο λιμοκοντόρο που τον φωνάζανε νου
και κατοικούσε σε αγοριών και κοριτσιών γιατάκια.
Μα, η αλήθεια που θα σου πω να μείνει μεταξύ μας.
Ο νους ήταν εκείνος που πλανεύτηκε
γιατί δεν είχε άρματα, άοπλος πήγαινε στις μάχες και
μ' ανοιχτό πουκάμισο στο στήθος.
Έτσι, η παμπόνηρη καρδιά βρήκε την ευκαιρία
και τον σαiτεψε μια ξάστερη βραδιά του Μάη-πάω.

Αγάπη των αέναων πολέμων, τι τα γυρεύεις;
Οι σκέψεις έχουν ανοίξει πανιά,
πάνε όμορφα στης εποχής τη ρότα.
Ψάχνουν κάβο απάνεμο, με δέστρες και
χρυσοκόκκινη ψιλή αμμουδιά των πελάγων.
Αλλά ποτέ δεν θα πάψουν να έρχονται εκείνοι
οι άγριοι άνεμοι του πρώτου φόβου σου και
να σε παίρνουν στους ώμους τους για ταξίδι
στων αγαπημένων διαδρομών την άγια άνοιξη-θέλω.
27 Οκτωβρίου 2000
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ