ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΣΤΗΣ (ΠΑΛΑΜΑΣ)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΑΜΠΡΟΣ (ΠΟΡΦΥΡΑΣ)
Αγορά

"Πάντα διψάς-όπως διψάει το πρωτοβρόχι
Στεγνή καλοκαιριά-το βλογημένο σπίτι,
Και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
Αγάπης κι αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.

Διψάς και το καράβι που το πέλαο το 'χει
Κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη
Κι είναι μεστή η ζωή του μ' όλο τον πλανήτη.
Και το καράβι και το σπίτι σου είπαν:
"Όχι!".

Μήτε η παράμερη ευτυχιά που δε σαλεύει,
Μήτε η ζωή π' όλο και νέα ψυχή της βάνει
Κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.

Μόνο τ' αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει.
Σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
Ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου"
Ο ποιητής

"Μόνος. Έν' άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος, μ' αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ' αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ' έδειξε κάποιος.-Νάτος!-Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάδια... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά 'βάλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυο Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τα 'σπερνα στο διάβα μου και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ' εκεί βασίλεια, κ' εκεί πέρα
παλάτια κ' εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα"
Ρόδου μοσκοβόλημα

"Εφέτος άγρια μ' έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ' ηύρε χωρίς νιάτα,
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού
μου δάκρυσαν τα μάτια"
2