ΜΙΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Ήταν μεσημεράκι όταν η Ελενίτσα έφτανε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Σε λιγότερο από μια ώρα το τρένο της μεγάλης φυγής ξεκινούσε για τον πολυπόθητο προορισμό. Έριξε μια ματιά στη βαλίτσα της, μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες για μια καινούρια ζωή. Επιτέλους, θα άφηνε τη μιζέρια και τη ρουτίνα της καθημερινότητας, η πρωτεύουσα την καλούσε γεμάτη υποσχέσεις και της έκλεινε πονηρά το μάτι.
Βυθισμένη μέσα στις σκέψεις της, ούτε που κατάλαβε για πότε το τρένο άρχισε να κυλά στις ράγες οδηγώντας την προς το αταξίδευτο όνειρο. Οι ώρες άρχισαν να μετράνε ανάποδα, όλα τώρα της φαίνονταν μικρά κι ασήμαντα. Ένα μόνο είχε αξία. Ο προορισμός. Έτσι απορροφημένη όπως ήταν, δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία στη διαδρομή. Μόνο αναπολούσε κάποιες τελευταίες κουβέντες της μάνας και μερικών φίλων της:

"Πρόσεχε Ελενίτσα", της είχαν πει, "η πρωτεύουσα τρώει τα νέα παιδιά".

Αλλά, τι μπορούσαν να ξέρουν αυτοί; Άλλωστε δεν είχαν πάει ποτέ.
Της φάνηκε τόσο ξαφνικό όταν κατάλαβε το τρένο να σταματάει, που νόμισε πως είχε κάνει λάθος. Κοίταξε από το παράθυρο. Θεέ μου, τι πανδαιμόνιο. Πού βρέθηκε όλος αυτός ο κόσμος; Σχεδόν σπρωγμένη από τους υπόλοιπους επιβάτες, ένιωσε τον εαυτό της να κατρακυλάει στη σκάλα του βαγονιού και παραλίγο να σωριαστεί στο χαλικόστρωτο δίπλα από τις ράγες. Μετά βίας, κουβαλώντας την τεράστια βαλίτσα της και το καλάθι της μαμάς με το κολατσιό για το δρόμο, κατάφερε να διανύσει την απόσταση μέχρι την αίθουσα αναμονής του τεράστιου σταθμού. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της και προσπάθησε να συνέλθει. Έκπληκτη άκουσε τη γλυκιά φωνή του ευγενικού νεαρού να της λέει:

"Θα μπορούσα να σας βοηθήσω δεσποινίς; Δεν φαίνεστε να είστε από τα μέρη μας".

Του χαμογέλασε αμήχανα και σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό της η τελευταία συμβουλή της μαμάς της:

"Να μην εμπιστεύεσαι τους άγνωστους στην πρωτεύουσα. Η πολιτεία είναι μια ζούγκλα".

"Ζούγκλα;", σκέφτηκε, "μα ο νεαρός είναι τόσο ευγενικός".

Εκείνος είχε πάρει ήδη το θάρρος από μόνος του και είχε καθίσει δίπλα της.

"Περιμένετε κανέναν;", τη ρώτησε, "έχω το αυτοκίνητο έξω και μπορώ να σας πάω όπου θέλετε".

Όπου ήθελε, αλλά πού ήθελε; Εδώ ήταν το δύσκολο. Έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα.

"Σας είναι εύκολο να με πάτε να βρω ένα ξενοδοχείο;", ρώτησε χωρίς να το καλοσκεφτεί.

"Με μεγάλη μου χαρά δεσποινίς μου", είπε ο νεαρός και σήκωσε τη βαριά βαλίτσα...

...Έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε. Η Ελενίτσα τώρα λέγεται Helen και διευθύνει μια τεράστια επιχείρηση. Αντικείμενό της είναι η
"επαγγελματική αποκατάσταση" νεαρών ατόμων που καταφθάνουν από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Έχει προσλάβει νεαρούς και νεαρές οι οποίοι κάθονται στο σταθμό των τρένων και των λεωφορείων και περιμένουν κάθε φορά την άφιξη των επαρχιωτόπαιδων με τις φουσκωμένες από όνειρα βαλίτσες. Τα ποσοστά είναι πολύ καλά και φτάνουν για να ζει η Helen πλουσιοπάροχα και να μπορεί να στέλνει και δυο δεκάρες στην άρρωστη μάνα της. Άλλωστε έχει ήσυχη τη συνείδησή της, δεν κάνει δα και κανένα έγκλημα. Αντίθετα, βοηθάει τόσα νέα παιδιά να βρουν το δρόμο τους, όταν έρχονται άγνωστοι μέσα σε άγνωστους και ψάχνουν σαν χαμένοι μια χαραμάδα φως μέσα στη θεοσκότεινη πολιτεία. Αυτό ακριβώς το φως τους παρέχει. Έναντι αμοιβής βέβαια, αλλά τι είναι αυτό που δεν έχει μια αμοιβή, μια αξία, στην εποχή μας; Η Ελενίτσα πέθανε εκείνο το βράδυ στο σταθμό των τρένων. Των τρένων δίχως προορισμό. Εκεί γεννήθηκε και η Helen. Ακριβώς προϊόν αυτής της τερατογεννημένης πρωτεύουσας. Τα όνειρα έγιναν δροσοσταλίδες που κύλησαν και χάθηκαν από τις άκρες των φύλλων και οι φιλοδοξίες ενσαρκώθηκαν μέσα από τους κάλπικους ήχους μιας μουσικής που δεν βρέθηκαν ποτέ όργανα να την παίξουν.
Και ο αιώνας του μαύρου ξεκίνησε καλπάζοντας για την Καππαδοκία. Έφερνε μαζί του όλα τα γκρίζα εκείνα σύννεφα που δεν προμήνυαν τίποτα περισσότερο από αυτό που καρτερούσαν όλοι. Μια νέα εποχή γεμάτη φόβους, γεμάτη απειλή. Και κάθε καινούρια Ελένη έμοιαζε τώρα να βρίσκει το δρόμο της...
13 Οκτωβρίου 1998
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ