Καρφώνω επιδέξια φοβάμαι. Ανάβω ήλιους, σβήνω φεγγάρια, σκοτώνω καιρούς. Αναρριχιέμαι σε κήπους κρεμαστούς κεντώντας στις πέργκολες τα χαρτογραφημένα σχέδιά μου. Μια σειρά καρποί από αστέρια. Κίτρινα, κόκκινα, μενεξελιά, γαλάζια. Μα, ποιος μπορεί να οσμιστεί πελάγη και σύννεφα; Ύστερα πάλι είναι και 'κείνα τα βαθυγάλανα μεσοκύματα που μου ραντίζουν το μέτωπο. Κάθε έξι τέτοια μια ανάσα κοντύτερα στο Σέλας των παγετώνων. Βόρειο χειμάδι ταξιδευτών. Κροταλίζουν οι σκέψεις μου και γίνονται αντιληπτές. Τις ανακαλώ στην τάξη και δεν με ακούνε. Κι εγώ συνεχίζω να καρφώνω. Μια σφυριά, δυο σφυριές. Μεγαλώνει ο θόρυβος και μου σκεπάζει το θρόισμα των βημάτων της άνοιξης. Εκείνη, παρ' ότι κοντοστάθηκε και με κοίταξε-μπορεί και να μου έγνεψε-απομακρύνεται σπέρνοντας τους λειμώνες. Λουλουδιάζοντας τα παρτέρια. Αλλά απομακρύνεται. Σεμίραμις, βασίλισσα της Ασσυρίας και των κρεμαστών κήπων της Βαβυλώνας που πάνω τους αναρριχήθηκα, πάψε να προστατεύεις τα άδυτα. Έτσι κι αλλιώς άδυτα θα παραμείνουν για τους κοινούς θνητούς. Κρύψε τον άνεμο του ολέθρου στις σκοτεινές σου κατακόμβες. Ελευθέρωσε την ενάλια πνοή. Ταξιδεύω. Να με θυμάσαι... |