ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ
(ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ)
Ο βαθύς λόγος

"Ανέβηκα-φίλος
ανήφορων-όλες
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου:
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου!"
Αλαφροΐσκιωτος
Χριστός λυόμενος ή ο θάνατος του Διγενή

"Κι έπειτα γίνηκε σιωπή.
Κανείς δεν είχε τι να πει...
Μα ακούονταν σιγανές λαλιές,
σα να τιτίβιζαν φωλιές
μέσ' από δάση...

Μα ο Μιχαήλ, που 'χε καρδιά
σαν τα λιοντάρια ή τα παιδιά,
χρόνο το χρόνο,
σε κάποια λόγια δολερά
πίστη χαρίζει και φτερά,
και το μισό του δίνει θρόνο...
Κι ας ρώταγαν πολλοί
"σε ποιον;",
παίρναν' απάντηση κρυφή:
"Στο δολοφόνο!""
Ραψωδίες του Ιόνιου
IV

"Κράτα το χέρι μου, σε λίγο θα διαβούμε
τον κάβο, που η βοή του αχολογάει μακράθε
σαν ένας κόσμος πα' στα βράχια του να καταλύεται!
Μα Εσύ, το χέρι κράτα μου σφιχτά, ως να νιώσεις
της καρδιάς μου το χτύπο ν' ανεβαίνει
μέσ' απ' τις φλέβες Σου ώσμε της ψυχής Σου
τα βάθη, και το πέλαο να δαμάζει
όπου η αχτή του είν' άσπρα κόκαλα γιομάτη!
Κράτα σφιχτά το χέρι μου και νιώσε
το θεοτικό προαίσθημα να υψώνει
το μυστικό του κύμα απάνω απ' όλα,
και μή με λόγια ή με έννοια το μποδίζεις,
αλλά το νου Σου ακούμπαγε στο νου μου,
σα σύννεφα που, το 'να πλάι απ' τ' άλλο
ως ακουμπάνε, μιά αστραπή τα σμίγει
μες σ' ένα φως θαμπωτικό κι αμέσως
έτσι σμιχτά τά υψώνει ως την πηγή τους!...

Κράτα το χέρι μου σφιχτά, αν είν' αλήθεια
εκείθε λαχταράς να προσδιαβούμε
απ' τα πικρά τα μέτρα των ανθρώπων,
στου Ρυθμού την κορφήν, οπού 'ναι η ίδια
του κίνδυνου η κορφή, το διαβασίδι
του ίδιου του Θανάτου, απ' όπου αρχίζει
-ώ θεοτικό προμήνυμα-η μεγάλη
της λευτεριάς η θάλασσα, που μόνη
κυλάει τρανά, πλατιά, τα σμάραγδά της
προς τον ύστατο πόλο!
Ω, μην αφήνεις
το χέρι μου, Σ' το δέομαι, μην τ' αφήνεις!"
2