Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 1998
7:15 π.μ.
 Για την «Αλέξια»

Διασχίζοντας έναν κάμπο που αχνίζει, μία διαδρομή μέσα από το υγρό σκούρο καφέ των χωραφιών και τις γκρίζες σιλουέτες των λόφων. Κινηματογραφικό τοπίο, «Αγγελοπουλικό». Κοιτώντας αριστερά από το απέναντι παράθυρο βλέπω να ξεπροβάλλει σιγά - σιγά ένας κατακόκκινος ήλιος.
Το «Χαράματα πως σ’ αγαπώ» παίρνει τώρα μία ουσιαστική μορφή.
Ευκαιρία για ανασυγκρότηση συναισθημάτων, για μία πιο ορθολογιστική βλέψη της όλης κατάστασης. Συνδρομητής σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα η ποίηση, ποιος άλλος ;
Κομμάτια απ’ ότι διάβαζα και αντέγραφα για σένα.
«Δε θα  ‘μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
αλλ’ είναι θρίαμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.»
{ Κατερίνα Αγγελάκη, Ο Θρίαμβος Της Σταθερής Απώλειας }
Η Απώλεια της «Αλέξιας» σκαρφαλωμένης στη μπανιέρα να μου ψιθυρίζει «Πάρα πολύ. . .». Ο Θρίαμβος της «Αλέξιας» να μου λέει «Κοίτα! Κοίταξε το ΘΑΥΜΑ ! που γίνεται εκεί κάτω. . .»
Εκείνη την εβδομάδα που έλειπες, κρατούσες κάθε βράδυ αγκαλιά την ψυχή μου
-τουλάχιστον εγώ έτσι ένιωθα -
Και εγώ κρατούσα σφιχτά το χέρι σου και στριμωχνόμουν στο στήθος σου ν’ ακούσω την καρδιά σου.
Την καρδούλα που έπαψε πια να χτυπά με το ρυθμό της αγάπης.
Ελπίζω να τον ξαναβρεί.
Όσο για την δική μου, μαζεύει τα κομμάτια της και προσπαθεί να κλείσει τις ρωγμές γιατί φυσάει βοριάς και παγώνει.
« Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού
γένους ανυπεράσπιστου. . .»
{ Κική Δημουλά, Ο Πληθυντικός Αριθμός }
Ανυπεράσπιστος «Αλέξια» ο έρωτας, έτσι ακριβώς τον νιώθω. Μπορεί να  Δονκοιχοτίζω δε λέω, αλλά είναι όμορφο να τον υπερασπίζεσαι, έστω και σε μία απέλπιδα «μάχη». Να υπερασπίζεσαι όλες τις στιγμές του έρωτα σου, και τις όμορφες μα και τις άσχημες, με την ίδια αγάπη.
Η νύχτα το βράδυ της Τρίτης είχε μία τέλεια σιωπή, ένα απόλυτο σκοτάδι. Είχε όμως και μία κραυγή, ένα τεράστιο «Μη» που ακουγόταν μόνο στο δικό μου κόσμο,
«Μή Αλέξια . . .»   φώναζα, ούρλιαζα. Δεν είχε συμβεί ποτέ πριν.
Ο «θαυματουργός» καναπές δεν στάθηκε ικανός να σιωπήσει αυτή τη κραυγή, μάταια ξάπλωνα και προσπαθούσα να σε νιώσω, να νιώσω την αγκαλιά σου.
« Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από εδώ και πέρα.»
{ Κική Δημουλά, Ο Πληθυντικός Αριθμός }

Άραγε «Αλέξια», πως θα ‘ρχεσαι στις νύχτες μου από εδώ και πέρα ;
Σαν αεράκι ανοιξιάτικο γεμάτο αρώματα λουλουδιών ;
Σαν φθινοπωρινή γλυκιά βροχή ;
Σαν παγωμένη ανάσα άγριου μυθικού πουλιού ;
Πως ;
Όπως και να ‘ρχεσαι εγώ θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω, για να σ΄ αγγίξω.
«Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ’ το σκοτάδι.»
{ Θανάσης Κωσταβάρας, Η Αγάπη Δεν Είναι Ζάλη}

Και την ημέρα «Αλέξια», πως θα είσαι άραγε ;
Διάφανη σα κρύσταλλο ;
Θα σε κοιτάζω και το βλέμμα μου θα σε διαπερνά και θα χάνεται στο άπειρο ;
Θα σου λέω «σ’ αγαπώ» και εσύ θα κοιτάς την πόρτα ;
Θα σου λέω «μου λείπεις» και ‘συ θα διπλώνεις σφιχτά τα χέρια σου στο στήθος ;
Θα ξαναλέω με αγωνία «Αλέξια» σ’ αγαπώ» και εσύ θα έχεις το βλέμμα του αιχμάλωτου, του παιδιού που το ‘χουν κλειδωμένο ;
Ή θα υψώνεις τον υπέροχο λαιμό σου για να συναντήσω τα χείλια σου ;
Τα λατρεμένα χείλια σου, τα κοφτερά σα λεπίδες χείλια σου.
Και η ανάσα σου ; Η ανάσα σου «Αλέξια» θα είναι ερωτική ;
Τα μάτια σου ; Η απέραντη αυτή θάλασσα του σκοταδιού που θα με ταξιδέψει ; Θα με λικνίζει σε ήρεμα νερά ή ναυαγό θα με δέρνει στα βράχια ;
Θα με πλησιάζει σε πανέμορφες ακτές μόνο για τις θέλω πιο πολύ αλλά ποτέ δεν θα με αφήνει στην αγκαλιά τους ;
Τίποτα τελικά δε θα χαθεί «Αλέξια».
Στο τέλος όλα θα αθροιστούν και θα καταγραφούν στην ψυχή μας.
Και εγώ «Αλέξια» θα παραμείνω μόνος μου, να συνομιλώ με τον εαυτό μου, απωθημένος σε μια γωνιά αφού κανείς δεν θα με καταλαβαίνει και αφού για όλους οι λέξεις θα ‘χουν από καιρό ξεφτίσει και το μόνο που θα τους νοιάζει θα είναι οι έγνοιες της καθημερινής μονοδιάστατης ζωής τους που σε κύκλους θα φθείρει και τον χρόνο και την ψυχή τους.
Εγώ θα παραμείνω μόνος μου να τραγουδώ για τον έρωτα και την αγάπη που θα με πονάνε αλλά και θα με σώζουν από τη φθορά, που θα ποτίζουν το δένδρο που έχουμε στη ψυχή μας για να ανθίζει όνειρα, άνθη χωρίς καρπό.
Στάλα -στάλα «Αλέξια».
Σε ήξερα παιδί και σ’ αγάπησα γυναίκα «Αλέξια».
Φοβόμουνα να πώ και τ’ όνομά σου και τώρα το φωνάζω.
Σ’ αγαπώ «Αλέξια» σ’ αγαπώ.
Και την ανάσα σου όταν κάναμε έρωτα θα την θυμάμαι πάντα.
Και τα δάχτυλά σου στο λαιμό μου θα τα θυμάμαι πάντα.
Η αναμονή με πεθαίνει μωρό μου.
 

Βαρέθηκες μωράκι μου ή ακόμη ;
Και να που η φωνή σου ανοίγει τα σύννεφα μου.
Έχεις παρατηρήσει ποτέ πως διαπερνά το φως του ήλιου τα σύννεφα όταν βρει κάπου διέξοδο ; Έτσι έρχεται και η δική σου φωνή, το δικό σου «πολύ», απρόσμενο και τόσο ευχάριστο, σχεδόν λυτρωτικό.
Σίγουρα τα σύννεφα θα ξαναμαζευτούν αλλά και πάλι ο «ήλιος σου» θα με ζεστάνει.
«Αλέξια», «Αλέξια» μικρή γλυκιά μου ερ. . ..
Ανεξάντλητη μωρό μου η αγάπη μου για σένα και τα φεγγάρια πάντα κόκκινα μωρό μου. Μικρή μου «Αλέξια» οι μέρες χωρίς εσένα περνούν και όσα βλέπω γύρω μου, μου θυμίζουν εσένα, κι όλα τ’ αγαπώ!
Μη μου σβήνεις τις στιγμές με λόγια, μη μου πυρώνεις τις ουλές που άφησε ο έρωτας μας. Τις θέλω νωπές, ανοιχτές, να πονούν.
Δεν το ένιωθες και ‘συ όταν γινόταν ; -αυτό που ονόμασες θαύμα ;-. Αυτή τη γυναίκα αγαπώ, την αγαπώ πολύ. Δεν μου είπες ποτέ αν ήταν φανερό στα μάτια μου εκείνο το βράδυ. Αλλά πρέπει να το είδες, πρέπει να το ένιωσες και εσύ.
Σ’ αγαπώ «Αλέξια» σ’ αγαπώ.
Κι όταν καθόσουνα επάνω μου και δάγκωνα τα μαλλιά σου, τότε ζούσα «Αλέξια»,  τότε πέταγα, τίναζα τα φτερά μου «Αλέξια».
«Εγώ είμαι της θύελλας
γι’ αυτό σ’ αγαπώ
είμαι της λαίλαπας
γι’ αυτό σ’ αγαπώ»
{ Έκτωρ Κακναβάτος, Του Έρωτα}
Πέρασε ήδη μία εβδομάδα «Αλέξια» (μου) χωρίς να χαθώ στο βουητό του βυθού σου, μη μου θυμώνεις που το αποζητώ, ποιος γυμνός στον χιονιά δεν θέλει την ζεστασιά και την θαλπωρή. Μου λείπεις μωρό μου, δεν προφταίνω να πιω από την πηγή σου και χάνεται. Και έτσι μένω πάντα με τα χείλη διψασμένα, σαν οδοιπόρος στην έρημο που όλο νομίζει πως φτάνει στην όαση μα πάντα σφάλλει. Και όταν επιτέλους τη βρει, του λένε : «περιμένετε τη σειρά σας» ή «δεν έχετε κάνει κράτηση λυπούμεθα αλλά δυστυχώς είμαστε πλήρεις». Και έτσι ο χρόνος κυλάει απελπισμένα.
Πότε θα σε χαρώ μωρό μου ανάμεσα σε λευκά σεντόνια ;
Πότε θα δω την ομορφιά σου να ηρεμεί ναι να ηρεμεί να γαληνεύει ;
Εσύ να κοιμάσαι και ΄γω να γλιστρώ απαλά στο αλαβάστρινο κοχύλι σου και να ακούω τον ήχο των κυμάτων.
Να μη σαλεύεις μωρό μου και εγώ να σε φιλώ παντού και «εκείνη» να στάζει μέλι μωρό μου.
Συγχώρεσε με που τα λέω έτσι αλλά κάποτε πρέπει να τα πώ. Να πώ πόσο μα πόσο πολύ σε θέλω.
Πόσο πολύ θέλω να μετρώ με τα δάχτυλα μου τις αποστάσεις του κορμιού σου, από το ένα σημαδάκι μέχρι το επόμενο και να καταγράφω το δικό μου οδοιπορικό πάνω στο υπέροχο κορμάκι σου.
Σ’ αγαπώ «Αλέξια» σ’ αγαπώ.
Μη μου θυμώνεις δεν είμαι κακός μωράκι μου, ίσως λίγο ανυπόμονος αλλά θέλω να μάθω. Να μάθω να σ’ αγαπώ χωρίς να φοβάμαι την επόμενη δύσκολη στιγμή.
Να σ’ αγαπώ χωρίς σκιές, μόνο με φώς.
Μου λείπεις «Αλέξια».


πίσω