Πασχαλινό

Δευτέρα 22, του Μάρτη του 99...
«Αρχή της 'Ανοιξης» μου είπες και μου ευχήθηκες «καλή άνοιξη»
(το "φίλε" ήρθε μετά).
Τώρα που το σκέφτομαι δε φταις εσύ.
Η γλώσσα σου φταίει.
Αυτός ο τρομοκράτης που πυροβολεί αδέσποτες λέξεις κι όποιον πάρει ο χάρος.
Εσύ πως ήσουνα εχθρός μου δεν το ήξερες.
Πόσο μάλλον εγώ.
Οι λέξεις σου, το είπαν.
Αυτές οι ίδιες λέξεις που ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν.
Μιλώντας εσύ μεγαλοπιανόταν η Ματαιοπονία και νόμιζε πως είναι Έρωτας.
Κι ο καημένος ο  Έρωτας ξεπούλησε -λόγω αναδουλειάς- τη ψυχή του, το σεισμό του σ’ εκείνες.
Κι έτσι ήρθε στην επιφάνεια το ότι δεν μ’ αγαπούσες.
Από τις λέξεις σου.
Τις λέξεις που ηχούσαν άλλοτε παράταιρες, άλλοτε άστοχες και που πολλές φορές σαν σειρήνες οδηγούσαν την αγάπη πάνω σε βράχια.
Γι αυτό και η σπείρα σου πρέπει.
Για την ασυνέχεια και το ατέρμονο του λόγου σου.
Και δεν χαριζόταν σε κανέναν (οι λέξεις σου) ούτε καν σε αθώους.
Μπορώ να πω ότι όσο πιο ανύποπτο και ανυπεράσπιστο το θύμα τόσο το καλύτερο.
Κι εσύ το θεωρούσες φλερτ, καμάκι, ότι σου την πέφτουν δηλαδή.
Που νά ‘ξερες !
Οι άνθρωποι έπεφταν εκτελεσμένοι απ’ το 45άρι των χειλιών σου και οι τυχόν επιζώντες δέχονταν χαριστική βολή.
Ακλόνητο άλλοθι η ερυθρίαση του προσώπου σου.
Η έλξη της σχηματιζόμενης αθωότητας του χαμαιλέοντα.
Γι αυτό και των πράξεων σου δεν υπήρχε ίχνος.
'Αφαντη.
Κι εγώ αν είχα το ελεύθερο να είμαι εικόνα κατ’ ομοίωση της νεότητας μου,
το ίδιο θα έκανα.
Αλλά εγώ ο ΧΑΖΟΣ έκανα ασφάλεια αγάπης σε νεοσύστατα ποιήματα, σε νεογέννητα αισθήματα, σε άδολα όνειρα.
Κι ασφάλιζα τη δολοφόνο φωνή σου για ασημένια μελωδία.
Με νότες χαραγμένες από τα χείλια σου στα χείλια μου.
Κι ας ακουγόταν η μελωδία σαν θόρυβος στους υπόλοιπους.
____

Τι κι αν εσχίσθη των ονείρων το καταπέτασμα ;
Τι κι αν των αισθημάτων στρατιαί εξεπλήττοντο ;
Σταύρωσον, σταύρωσον  αλαλάζουν οι λέξεις σου.

Δεν με άκουσες.
Σου φώναζα να τ’ αφήσεις όπως είναι.
Όπως τα παραλάβαμε.
Τι σε φόβιζε ;
Αλλά εσύ έκανες τον ήλιο σου ακάνθινο στέφανο, επί της κεφαλής μου.
Να μη γλιτώσει τίποτα.
'Αρον, άρον η εγκατάλειψή σου.
Και τα καρφιά τα έμπηγες μέχρι τα άκρα του πόνου.
Και το «πάντα»   το βάφτισες «στιγμές». Έτσι εύκολα...
Σαν να έλεγες: «Στιγμές. . .σ’ αγαπάω. . .πάντα. . .»
Έραβες και έκοβες για σου βγεί. Τι ;
Τι είναι η ραπτική ;
Τέχνασμα για ν’ αγαπάμε ;
___

Σου το ’χα πει ότι μετακομίζω.
Εσύ εκεί, επέμενες πως συγκατοικούμε ακόμη.
Ενώ με κενό το διαμέρισμα ο μόνος χώρος που μοιραζόμασταν ήταν πια
το κουδούνι της εισόδου.
Και να κάτι κούτες τα αισθήματα.
Να κρέμονται από μέσα οι ομφάλιοι λώροι των «σ’ αγαπάω» σου και να μπερδεύονται στα πόδια μου.
Κι εγώ -χωρίς ανελκυστήρα- να γκρεμοτσακίζομαι στις σκάλες.
Να κουβαλάω, ν’ αδειάζω κατ’ εντολή το χώρο σου.
Κι ήτανε λίγες οι ζημιές.
Σπάσανε κάποιες στιγμές μεταχειρισμένες, κάποια λόγια έπεφταν στα πόδια μου και τα κλώτσαγα να γίνουν θρύψαλα.
Σκόνταψα σε μία Μπάρμπι που ήθελε να μεγαλώσει σώνει και καλά, και νόμιζε πως κάτι κίτρινες κορδέλες φτάνουν - αρκούν.
Κάποια Αγάπη-πλειμομπίλ  σαν πειρατικό καράβι, σκόρπισε στο πάτωμα.
Μάζευα και κάτι παρατημένα πράγματα μη τα πατήσει ο επόμενος ένοικος και σπάσουν.
Μέχρι και κάτι μικρές μαύρες μπίλιες, που μην έχοντας μέρος  να τις κρατάω, τις έβαλα στο στόμα μου. Και τότε κατάλαβα πως ήτανε πιπέρι.
Μαύρο πιπέρι!
Πιπέρι-πιπέρι στο στόμα, στα κακά λόγια του αποχαιρετισμού.
Το μόνο που άφησα πίσω ήταν η αντοχή. Η υπεράνθρωπη αντοχή σε σχήμα Ωμέγα.
Τώρα που άδειασε ο χώρος σου, λέω να μείνω λίγο ακόμα.
Μήπως ξαναβρέξει λίγη αγάπη, για να σε ξεπλύνω και να σ’ αποθέσω ολόλευκη σε τάφο λαξευτό.
Κι εκεί να κλείσεις καλά.
Για να φυλάγεσαι.
Και πριν πας για ύπνο μαντάλωνε παράθυρα, σύρτωνε πόρτες.
Κι επειδή μήτε το ένα σου μα μήτε και το άλλο σου πλευρό κλειδώνει, σύρε τραπέζια, ντουλάπες, μπουφέ, κομοδίνο, τηλεόραση, ότι τέλος πάντων βρείς πρόχειρο, και φρακάρισέ τα.
Γιατί έχει συμβεί, πριν ληφθούν όλα αυτά τα μέτρα, να ξυπνάς το πρωί πεσμένος στο πάτωμα με μπλάβο στις γροθιές το μάτι του ονείρου.
___

Κι ο θρόνος πλάι σου θα παραμένει εσαεί άδειος.
Κι ας είναι κάποιος, όποτε, το έτερον ήμισυ της δόξας σου.
Απ’ τη στιγμή που την ονειρεύτηκες την θέλεις μόνο δική σου.
Κι όλα τα δαχτυλίδια-υποσχέσεις θα παραμένουν πάντα ορφανά.
Και σε όποιο χέρι θα απλώνεις απρόσωπα, για να το φιλήσουν, θα φοράς πάντα μονόπτερο.
Διακριτικό της μοναρχίας σου.
Εξαίσιο δαχτυλίδι.
Δολοπλόκο.
Κούφιο κάτω από τη πέτρα, με θήκη εγγύς για το δηλητήριο.
Γιατί να πικραθώ ;
Αφού η κάθε αγάπη, πάντα έχει κάπου κρυμμένο το φαρμάκι.
Αλίμονο σ’ όποιον δεν ξέρει.
Εσύ βέβαια θα χαίρεσαι την στιγμιαία δόξα του « Ave Regina»!
Αλλά από μέσα θα σε τρώει πάντα, μήπως είναι θνητό το «ζήτω» ;
Παρ’ όλα αυτά θα συνεχίζεις να σκαρφαλώνεις στην αυτάρκειά σου.
Αλλά ας μη γελιόμαστε όμοιά μου
Αύταρκες είναι μόνο το μάταιο.
___

Πάλι τσιγκουνεύεσαι ;
'Αντε κερνάω εγώ, το αίμα.
Επειδή θυμάμαι,
επειδή δεν ξεχνάω ότι δεν μου ζητούν να τους το αποδείξω.
Μόνο
κατάλαβέ το.
Οι άνθρωποι δεν είναι για πέταμα,
μη τους παραχώνεις.
Μιά ιδέα φουκαριάρικης αγάπης είσαι
δεν είσαι ο Ύψιστος.
Εγώ μαζί σου δεν είχα μέλλον.
Δεν θα χρειασθεί ποτέ να κρατηθώ επάνω σου.
Να πιστέψω και να βρεθώ στο κενό.
Ευτυχώς με είχες σε δίαιτα «πήγαινε -έλα».
Πρόλαβα έτσι και είδα πως τον δικό μου θρόνο (ναι αυτόν που δεν είχα)
τον καλόβλεπε η δίκή σου αράχνη.
Στεγνή η αλήθεια.
Εγώ προτιμούσα ευθανασία
Εσύ πάλι εκτέλεση.
Εγώ σου μαγείρευα «Δείπνους μυστικούς»
κι εσύ χόρταινες με φαστφουντάδικα φιλιά.
Μήπως φταίει ότι σου ένιπτα τα πόδια με Αγάπης φιλιά ;
Μπα δε νομίζω.
Τρεις φορές που τα ρώτησα το αρνήθηκαν.
Και τις τρεις απάντησαν : «Ουκ οίδα τον Αντώνη»
Απλά ποδόλουτρα λοιπόν ;
Μη ψάχνεσαι.
Και να ήθελε να σου πει όλη την αλήθεια η αιτία,
είναι καταπαγωμένο το νερό.
Ρίξε λοιπόν πρόχειρα για απόψε
όλη την ευθύνη στο δόλιο φιλί που σου ‘στειλε μια νοσταλγία.
«Φιλήματι δολίω παρεδόθη τοις ανόμοις»

Κλείσε  καλά._


πίσω