ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

 

     Ξεκινώντας μια κουβέντα για την παγκοσμιοποίηση οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε το περιεχόμενο του όρου και τη χρήση του. Ο χαρακτηρισμός ενός οικουμενικού πολιτικοοικονομικού συστήματος πάνω σε κοινές βάσεις και προοπτικές, κοινά οράματα, οργάνωση και προσδοκίες δεν αποτελεί κάτι απαραίτητα δυσοίωνο και αρνητικό. Είναι ξεκάθαρο αντίθετα πως η συνεργασία και η αλληλεγγύη του λαών σε πολλαπλά επίπεδα προτείνουν μια αρχή διεθνισμού με δικαιοσύνη και ισότητα.

     Όλως αντιθέτως όμως, στη μορφή τις σύγχρονης παγκοσμιοποίησης δεσπόζουν τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος. Απαραίτητη συνθήκη για την ανάλυση της παγκοσμιοποίησης ως πολιτικό οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο είναι η σχέση της με τη νέα τάξη πραγμάτων. Είναι η εξέταση και η ανάλυση της σχέσης της κυρίως υπό το πρίσμα του ιμπεριαλισμού όπως το έθεσε ο Λένιν.  Σίγουρα, στις μέρες μας αναφερόμαστε σε ένα καθαρά οικονομικό φαινόμενο που αναπτύσσεται ιδιαίτερα μετά την ανατροπή της ΕΣΣΔ με ραγδαίους ρυθμούς και καταστρεπτικές επιπτώσεις για τους λαούς.

     Με λίγα λόγια, η εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης στην ουσία της ταυτίζεται και αποτελεί επέκταση (ή έναν πιο εύηχο τρόπο περιγραφής) των ιμπεριαλιστικών τάσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Είναι ένας εύσχημος τρόπος άσκησης ελέγχου των ιμπεριαλιστών και τρόπος ανάδειξής τους σε κυρίαρχους μέσα στο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό.

    Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, εντάσσονται κυρίως οι οικονομικές ενοποιήσεις και οι κοινές πολιτικές σε βασικούς τομείς δραστηριοτήτων. Αποτέλεσμα των κινήσεων για την οικονομική παγκοσμιοποίηση συνιστούν δέσμες μέτρων οι οποίες «δένουν» άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα και απροκάλυπτα εθνικές πολιτικές με τα συμφέροντα των δυνατών. Σε επίπεδο ευρωπαϊκό, είναι εύκολο λόγου χάρη να διαπιστώσει κανείς πόσο ελεύθερα μπορούν να διαμορφωθούν με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας οι πολιτικές του υπουργείου εθνικής οικονομίας και της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας όταν η Ελλάδας δεμένη στο άρμα της ΕΕ και της ΟΝΕ δεσμεύεται να την ακολουθεί πιστά. Δια του λόγου, τω αληθές βρίσκεται το σύμφωνο σταθερότητας το οποίο δεσμεύει πλήρως τη δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας, ενώ παράλληλα μέσα από την ΟΝΕ δεσμεύεται η ΚτΕ σε πλήρη υποταγή της νομισματικής πολιτικής (αυξομείωση επιτοκίων , πολιτικές πληθωρισμού) στις επιταγές της ΕΕ. Το αδιέξοδο είναι άμεσο και απόλυτα ορατό όταν ένα τέτοιο «σχήμα» πανευρωποίησης της οικονομικής κατάστασης δεν μπορεί να προβλέψει τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση που ΕΕ βρίσκεται σε οικονομική ύφεση, ενώ η Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη χώρα σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου. Τα μέτρα που παίρνονται για την αντιμετώπιση της ύφεσης ή της κρίσης σε Γαλλία και Γερμανία (μείωση επιτοκίων κτλ) εφαρμόζονται κα ισχύουν και σε περιοχές όπως Ελλάδα οι οποίες έχουν ανάγκη από διαφορετικά μέτρα λόγω των διαφορετικών οικονομικών συνθηκών. Μπορεί δηλαδή σε μια τέτοια  περίπτωση μία περιοχή ενός ευρύτερου κρατικού ή ομόσπονδου παγκοσμιοποιημένου μορφώματος να παρομοιαστεί με έναν υγιή άνθρωπο που χρησιμοποιεί φάρμακα για μια ιδιαίτερα δύσκολα ιάσιμη ασθένεια. Επίσης, οι δέσμες των κοινών μέτρων  μπορούν να αποβούν μοιραίες για την εργατική τάξη όπως έγινε και γίνεται με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) όπου ο καθορισμός τιμών και ποσοτήτων παραγωγής από την ευρωπαϊκή ένωση σε συνδυασμό με την επιβολή προστίμων στις επιχορηγήσεις έπληξαν ανεπανόρθωτα τα αγροτικά νοικοκυριά. Βεβαίως, πάλι στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης κάθε αντίσταση στην ευρωπαϊκή πολιτική τιμωρείται και καταδικάζεται εν τη γένεση της όπως οι ποικίλων μορφών κινητοποιήσεις των αγροτών.

     Μέλημα της παγκοσμιοποίησης συγχρόνως, αποτελεί αναμφίβολα η εξεύρεση φτηνότερων τρόπων παραγωγής. Η ένταξη σε ευρύτερα σύνολα όπως στην ΕΕ χωρών με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ή η μεταφορά (παγκοσμιοποίηση) των βιομηχανικών μονάδων των ΗΠΑ στο νοτιοανατολικό τόξο της Ασίας πρέπει να τονιστεί πως δεν έγιναν για λόγους ανθρωπιστικούς ή για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιοχών. Σε καμία περίπτωση δεν στάθηκε ως γνώμονας για την αξιολόγηση επενδυτικών σχεδίων η βελτίωση των συνθηκών ζωής σε αυτές τις περιοχές ούτε βέβαια παρατηρήθηκε ακόμα και μετά από δεκαετίες εκμετάλλευσης αύξηση του βιοτικού επιπέδου σε κάποια από αυτές τις χώρες. Αντίθετα παρατηρήθηκε κατακόρυφη μείωση των πραγματικών μισθών και έντονη εκμετάλλευση της εργασίας και ειδικά της παιδικής, εν’ ονόματι των κερδών των πολυεθνικών ή των παγκόσμιων επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης εγκαταστάθηκαν στις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη όπου μπορούσαν να λυμαίνονται –κυριολεκτικά- της εργασίας των ντόπιων οι οποίοι παρήγαγαν τα μέγιστα και δεν εισέπρατταν στον εργατικό μισθό τους ούτε το 10% της προστιθέμενης αξίας σε αρκετές περιπτώσεις. Παγκοσμιοποίηση γι’ αυτούς σήμαινε ένα καπιταλιστικό σύστημα το οποίο όντας χρεοκοπημένο έσερνε τους πολίτες τους μέσα από την ανεργία της ανύπαρκτη κοινωνική μέριμνα και την κρατική αδιαφορία στον μονόδρομο της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από τους πολυεθνικούς (κυρίως αμερικάνικους) κολοσσούς. Και μάλλον έτσι ήταν και έτσι είναι.

     Άλλωστε πρωταρχικό θέμα σε ολόκληρη την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος από τους εμπνευστές του μαρξισμού όσο και από τους μετέπειτα θεωρητικούς του, αναδείχθηκε το θέμα της εργασίας. Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η λέξη δικαιοσύνη απουσιάζει εντελώς και κάνει όσο ποτέ επίκαιρα τα ζητήματα της δίκαιης εργασίας και της δίκαιης αμοιβής. Ξεκινώντας, από την οικονομική θεωρία όπου όλα είναι σε εισαγωγικά «δίκαια», «ιδανικά» και προπάντων «ισορροπημένα» πρέπει να κατανοήσουμε πως όλη αυτή η τελειότητα της μικροοικονομίας και της μακροοικονομίας οφείλεται σε προϋποθέσεις που απέχουν μακράν από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πάγια, ικανή και αναγκαία συνθήκη για τον προσδιορισμό της εργασίας και μάλιστα της δίκαιας εργασίας θεωρείται η διαπραγμάτευση από την αόρατη χείρα του Smith μεταξύ των όσων ζητούν και προσφέρουν εργασία. Σε ιδανικές συνθήκες καταλήγουν οι καπιταλιστές ο εργάτης προσφέρει την εργασία του σε μία αμοιβή και ο εργοδότης αμείβει ανάλογα με τα δικά του κριτήρια την συγκεκριμένη εργασία. Εφόσον το σύστημα λέγεται φιλελεύθερο (στις διάφορες εκδόσεις του) είναι ηλίου φαεινότερο πως αν ο εργοδότης δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του εργαζομένου και δεν προσφέρει τον απαιτούμενο μισθό ο εργάτης δεν δέχεται να προσφέρει την εργασία του.

     ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ, προϋποθέτει και την συνθήκη πως ο εργάτης μπορεί να επιβιώσει και χωρίς να πωλεί την εργασία του για ένα χρονικό διάστημα έως ότου να γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις του, ή να βρει μία εργασία η οποία θα πληροί τις οικονομικές προδιαγραφές του. Η προϋπόθεση αυτή στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο φαντάζει πλήρως εξωπραγματική. Η διαπραγματευτική δύναμη του εργάτη που πεινάει, που ζει  στην εξαθλίωση, που επιβιώνει κάτω από τα όρια της φτώχειας είναι μηδενική. Δεν είναι καν ελάχιστη. Οι 1,2 δις άνθρωποι που ζουν με ένα δολάριο την ημέρα αποτελούν την πιο εύκολη λεία για της πολυεθνικές του μονοπωλιακού ιμπεριαλισμού. Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν την επιλογή της εργασίας για ένα πιάτο φαγητού καθημερινά (όχι δύο, ένα) και την επιλογή του θανάτου από ασιτία τι διεκδικήσεις μπορούν να ορθώσουν απέναντι στο κεφάλαιο; Τι διαπραγματεύσεις θα εγείρουν απέναντι στον κόσμο του κεφαλαίου που στα όρια της παγκοσμιοποίησης μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταφέρει χρηματοοικονομικές και παραγωγικές επενδύσεις και να κάνει με απόλυτα κριτήρια επιλογή του προσωπικού; Τι περιθώριο συνδικαλιστικών και άλλων ελευθεριών αφήνεται όταν τα δυσθεώρητα ποσοστά ανεργίας σε ολόκληρο τον κόσμο δίνουν το πλεονέκτημα στο κεφάλαιο να αντικαθιστά όποτε επιθυμεί τους αγωνιστές εργαζόμενους, φιμώνοντας την φωνή της εργατικής τάξης;

     Κατά τα άλλα, η πολιτική οικονομία θέτει υποδείγματα και προσπαθεί να πείσει και να περιγράψει συστήματα και οικονομικά υποδείγματα τα οποία λειτουργούν άψογα και βρίσκονται σε ισορροπία. Θέτει ως θεμέλιο και διδάσκεται ως σήμα κατατεθέν των μορφών αγοράς ο τέλειος ανταγωνισμός, την ίδια στιγμή που φαινόμενα όπως η παγκοσμιοποίηση των αγορών τείνουν να μετατρέψουν τις ολιγοπωλειακές αγορές σε μονοπώλια και αυξάνουν κατακόρυφα τις συγκεντρώσεις των κλάδων εξαγοράζοντας – συγχωνεύοντας και κλείνοντας επιχειρήσεις με στόχο την επικράτηση και την αύξηση του μεριδίου αγοράς. Το κόστος όμως, αυτών των κινήσεων που αποφέρουν κέρδη και κάνουν τους ισχυρούς παίχτες ενός παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος ακόμα ισχυρότερους (ισοπεδώνοντας  την ισότητα της διανομής του εισοδήματος) το επωμίζεται με άμεσο τρόπο η εργατική τάξη.  (βλέπε παράρτημα 1) Επίσης είναι προφανές πως καμία από τις περισσότερες προϋποθέσεις των οικονομικών μοντέλων του καπιταλισμού και κατ’ επέκταση ή μάλλον κατ’ ουσία του ιμπεριαλισμού πάνω στον οποία θεμελιώνεται  η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να σταθεί. Κατόπιν τούτου όμως, κατά την γνώμη τους ο σοσιαλισμός χαρακτηρίζεται από ουτοπικά χαρακτηριστικά…

     Σε όλη αυτή την ανάλυση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο ρόλος διεθνών οργανισμών οι οποίοι κηδεμονεύουν την παγκοσμιοποίηση και φροντίζουν συνεχώς για την ορθή λειτουργία της παγκοσμιοποιημένη οικονομίας. Πρωταγωνιστικό ρόλο κυρίως σε οικονομικό επίπεδο διαδραματίζουν τα πασίγνωστα ιδρύματα του ΔΝΤ και της παγκόσμιας τράπεζας. Εδώ καταρχάς πρέπει να τονιστεί πως σε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ ο ρόλος των αμερικανών είναι η λήψη των αποφάσεων. Ωστόσο, ενώ στον ΟΗΕ μέχρι πρότινος οι αποφάσεις λαμβάνονταν από το σύνολο των χωρών που συμμετείχαν στα διάφορα τμήματα του οργανισμού (π.χ. συμβούλιο ασφαλείας) στο ΔΝΤ όπου οι ΗΠΑ και ΕΕ κατέχουν το 50% (20% και 30% αντίστοιχα)   του κεφαλαίου (και του δικαιώματος ψήφου) του μπορούν να αποφασίσουν για όλα τα ζητήματα του ταμείου και να τα προσαρμόσουν στα συμφέροντα της οικονομικής ή της εξωτερικής τους πολιτικής. Μέσα σε αυτά το οικονομικά και διπλωματικά όρια και σε αυτό το πλέγμα των διεθνών «κανόνων» διεξάγονται οι δραστηριότητες μέσα στον κόσμο του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και της παγκοσμιοποίησης.

     Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ασκούνται από τα όργανα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους και τρόπους επιβολής των αποφάσεών τους ώστε να επιτυγχάνονται σε κάθε περίπτωση οι στόχοι που επιλέγουν οι ισχυροί  της παγκοσμιοποίησης. Και μόνιμος φρουρός της συστράτευσης των καπιταλιστικών – αστικών δυνάμεων ενάντια στην εργατική τάξη όλου του κόσμου αποτελούν οι ένοπλες δυνάμεις των 19 χωρών μελών του ΝΑΤΟ. Επίσης η παγκοσμιοποίηση πετυχαίνει και εξοικειώνει τους λαούς με κοινές «προσπάθειες» έτσι ώστε να θεωρούνται φυσιολογικές αντιδράσεις και θεμιτές όσες αναλαμβάνονται από δύο η περισσότερα κράτη. Σε αυτά τα παγκοσμιοποιημένα  πλαίσια αποφασίστηκε και διεξάγεται ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που αποτελεί να όχι έναν παγκόσμιο πολυετή πόλεμο ένα σαφώς «παγκοσμιοποιημένο» πόλεμο. Μια διαρκή πολεμική σύναξη σε ένα θέατρο πολέμου που περιοδεύει στον άξονα του κακού και προσπαθεί να καταστείλει κάθε καθεστώς το οποίο εναντιώνεται στην παγκόσμια προσπάθεια των ΗΠΑ και εν μέρει της ΕΕ για πλήρη και αποδοτική εκμετάλλευση κάθε κοινωνίας σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη και αν βρίσκεται. Σήμερα πλέον που τίθενται, όχι στα γειτονικά κράτη ή σε κράτη που βρίσκονται σε άμεση διένεξη με τις ΗΠΑ αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο (παγκοσμιοποίηση) το ερώτημα «ή με το ΝΑΤΟ ή με τους τρομοκράτες» γίνεται εμφανής ο ρόλος της παγκοσμιοποίησης αλλά και των υποκινητών της και αυτών που καρπώνονται τα κέρδη της και την ευλογούν.

     Νωπά είναι ακόμα τα παραδείγματα του Ιράκ ως η αρχική πράξη του δράματος της στρατιωτικής επιβολής των επιταγών της παγκοσμιοποίησης όπως και στη συνέχεια με τις επεμβάσεις του ΟΗΕ και των αμερικανών στη Σομαλία, στην Σερβία και στο Αφγανιστάν. Και εδώ πρέπει να γίνει σαφές πως οι πόλεμοι, αποτελούν και τη διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης. Λόγου χάρη, στη Σερβία του Μιλόσεβιτς ήταν αδύνατον να διατεθούν προϊόντα μεγάλων πολυεθνικών λόγω του κομμουνιστικού συστήματος. Οι αρχηγοί της νέας τάξης πραγμάτων (δηλαδή οι αστοί που βρίσκονται πίσω από τις κυβερνήσεις των αστικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων)  ο οποίοι «έβλεπαν» μια νέα αγορά για τα προϊόντα τους προσπάθησαν και κατάφεραν να αλώσουν το καθεστώς, να ανατρέψουν τον κομμουνισμό και να διεισδύσουν σε μία ακόμα νέα αγορά. Μία προσπάθεια που κόστισε πέρα από δις δολάρια λόγω των καταστροφών των νατοϊκών βομβαρδισμών και την ανάληψη των έργων υποδομής και ανάπτυξης από Αμερικανικές Ευρωπαϊκές και ελληνικές εταιρίες (όπως ο πόλεμος στο Ιράκ με 1.500.000 νεκρούς, το σύνδρομο του κόλπου).

     Συγχρόνως, πρόσφατα γίναμε μάρτυρες της χρησιμοποίησης των Ο.Α. στο παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης με σκοπό την ακόμα μεγαλύτερη αλλοίωση της Κίνας και της διενέργειας μεταρρυθμίσεων ώστε το παγκόσμιο κεφάλαιο να εκμεταλλευθεί την αγορά του ενός δις κινέζων καταναλωτών. Σε μια Κίνα όπου ο δρόμος των διαρθρωτικών αλλαγών έχει ανοίξει και μάλιστα παρατηρούμε και αντιδράσεις δημοσιογράφων και άλλων φορέων που ζητούν άμεση στροφή προς την ανοιχτή αγορά ώστε να μην μποϊκοτάρουν το καθεστώς ή τους Ολυμπιακούς του Πεκίνο το 2008.

      Ακόμα, προσωποποίηση της παγκοσμιοποίησης θεωρούνται πλέον όλα τα κορυφαία αθλητικά γεγονότα με επιστέγασμα αυτών τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα ο μηχανοκίνητος αθλητισμός και κάθε μορφής άθλημα που αναφέρεται και περιλαμβάνει αθλητές πολλών χωρών εμπίπτει σε μια πολυδάπανη προσπάθεια διαφήμισης των αστικών μονοπωλίων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων που συνεπάγεται κάθε φορά κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων. (Μια εταιρία που δεν είναι πολυεθνική άλλωστε δεν την συμφέρει να διαφημιστεί σε διεθνείς διοργανώσεις) Με την εμπειρία της προετοιμασίας των αγώνων του 2004 στην Αθήνα  φαίνεται πως για τη διεξαγωγή των αγώνων αυξάνεται η φορολογία, μειώνονται οι δαπάνες για κοινωνικούς σκοπούς, παιδεία (βιβλία στα Πανεπιστήμια, σίτιση, στέγαση  κτλ), καταργείται το οχτάωρο λόγο καθυστερήσεων των διαγραμμάτων περάτωσης των τεχνικών έργων και της ανάγκης διπλής εργατικής προσφοράς από τους εργαζόμενους στις εγκαταστάσεις. Παράλληλα, ενεργοποιούνται και δυνάμεις «εθελοντισμού» που προσφέρουν ουσιαστικά την εργασία τους δωρεάν, αποτέλεσμα το οικονομικό αντίτιμο της εργασίας τους να μεταφέρεται αυτούσιο στα κέρδη των αστών.