Κύριε Σημίτη και κύριε Παπαντωνίου: Το Ελληνικό Χρηματιστήριο εξακολουθεί να καθρεπτίζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας;

 

 

     Σε μείζον οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα έχει αναχθεί η κάθοδος και η ύφεση του ελληνικού χρηματιστηρίου που μέσα σε ένα έτος και μερικούς μήνες επαληθεύοντας το νόμο των επιχειρηματικών κύκλων κατάφερε να επαναφέρει μετά την «ξέφρενη» άνοδο την ισορροπία στην ελληνική χρηματαγορά με τον γενικό δείκτη να περιστρέφεται στα επίπεδα των ημερών του 1997.

     Η υποχώρηση των δεικτών (Γενικός Δείκτης –58%, Παράλληλη Αγορά -80%, Τραπεζικός Κλάδος -46% κτλ.) κατάφερε να μετατρέψει τα χαμόγελα της συντριπτικής –αν όχι της απόλυτης- πλειοψηφίας των επενδυτών που έσπευσαν να εγγραφούν στα κατάστιχα του καπιταλιστικού συστήματος ποντάροντας μάλιστα υπέρ του φιλελευθερισμού θυσίες μιας ζωής, σε ανησυχία, οργή, αγανάκτηση και απογοήτευση. Η αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας και η υποκρισία της ελληνικής κυβέρνησης κατάφεραν με απόλυτα «συντονισμένες» κινήσεις να χαθούν μέσα σε 15 μήνες 30 περίπου τρισεκατομμύρια δραχμές (το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας μόλις που υπερβαίνει τα 40 τρις)  γυρίζοντας –αν μη τι άλλο- την ελληνική παραγωγική οικονομία ένα έτος πίσω! Όσοι έσπευσαν να δηλώσουν το παρόν στο ξεπούλημα κάθε δημόσιας επιχείρησης –πρώην κοινής ωφελείας- ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, ΚΑΕ, ΕΛΠΕ, και πολλών άλλων εταιριών που με συγχωνεύσεις και εξαγορές, αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων, και στρατηγικούς επενδυτές εξασφάλισαν την είσοδό τους στη Σοφοκλέους και πείστηκαν από τη φούσκα του γρήγορου κέρδους, θυμήθηκαν για μια ακόμα φορά πως στον καπιταλισμό ότι ανεβαίνει – κατεβαίνει. Και αφήνει πίσω,  τους άνεργους που προκύπτουν από τις «ενώσεις» των επιχειρήσεων και από τις προσπάθειες μεγιστοποίησης του κέρδους.

     Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός που προσωπικά εξυμνούσε «την άνοδο της ελληνικής χρηματαγοράς που καθρεπτίζει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας», παρέσυραν περίπου 1.200.000 ελληνικά νοικοκυριά να συμμετάσχουν στο στοίχημα που έχασε ο κ. Σημίτης αλλά πλήρωσαν εν τέλει οι ευκολόπιστοι που σαγηνεύτηκαν από την ασύστολη κερδοσκοπία, δηλαδή το μόνο «όραμα» της κυβέρνησης. Και κανείς από αυτούς που πρόσφατα δημιούργησαν και σύλλογο «κατεστραμμένων από το ΧΑΑ» δεν θα πρέπει να λησμονήσει τις τηλεοπτικές διαφημίσεις του Οκτωβρίου του 1998, όταν με αφορμή τις ευρωεκλογές το ΠΑΣΟΚ είχε εντάξει και την άνοδο του Χρηματιστηρίου στον εξωραϊσμό της εικόνας του κυβερνώντος κόμματος. Κι ούτε ένας δεν θα πρέπει να ξεχάσει της προ ενός μηνός δηλώσεις του –πρώην πλέον- υπουργού οικονομικών και εθνικής οικονομίας Γ. Παπαντωνίου αλλά και τις παράλληλες –τραγικές-  δηλώσεις του Σημίτη που έσπευσαν σε ερώτηση δημοσιογράφων να τονίσουν πως αν οι έλληνες δεν ήθελαν να χάσουν, ας μην έπαιζαν.

     Είδαμε τον κ. Σημίτη να μιλά προεκλογικά (Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2000) σαν εκπρόσωπος Χρηματιστηριακής εταιρίας προβλέποντας κέρδη και νέα «ράλλυ ανόδου» στο ΧΑΑ, με στόχο να εξαπολύσει νέα επίθεση ψηφοθηρίας στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Και μάλλον το πίστευε και ο ίδιος αρκετά, αφού το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης «συμβούλευσε» το Δ.Σ. της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (και άλλων τραπεζών προσκείμενων στην κυβερνητική γραμμή)  να προχωρήσει σε «στήριξη» του Γενικού Δείκτη Τιμών αγοράζοντας μετοχές αξίας 35 δις δραχμών, μετοχές που ήδη έχουν απολέσει το 50% της αρχικής τους αξίας. Εκεί μάλλον οφείλονται οι παγκόσμιες ιδιαιτερότητες της ελληνικής χρηματαγοράς κατά τις μέρες εκείνες όπου ο Γενικός Δείκτης και τα Blue chips ανέβαιναν (έστω οριακά), ενώ το υπόλοιπο ταμπλό κατέρρεε με απώλειες που θύμιζαν  χρηματιστηριακά κραχ. Μετά τα αγρομέτοχα και τα αμοιβαία κεφάλαια, μπήκαν στη ζωή μας και τα ΠΑΣΟΚόχαρτα (έννοια ευρέως διαδεδομένη στον Τύπο κατά την περίοδο του Απριλίου 2000), μετοχές που στήριζαν οι δημόσιες τράπεζες προσπαθώντας να κάνουν λήφτινκ στη βιτρίνα της Σοφοκλέους ενόψει εκλογών. Ενώ τους προηγούμενους μήνες, όταν χάνονταν περιουσίες στα απανωτά limit down της πλειοψηφίας των μετοχικών τίτλων ο κύριος Παπαντωνίου απαγγέλλοντας τον ύμνο του ελεύθερου μηχανισμού της αγοράς υπογράμμιζε πως οι αγορές λειτουργούν καλύτερα χωρίς κρατικές παρεμβάσεις!!! Όταν όμως έφτασαν τα ζόρια τον Απρίλιο του 2000…

     Θύματα όλης αυτής της εφιαλτικής ιστορίας αποτελούν το ένα εκατομμύριο ελληνικά νοικοκυριά τα οποία είδαν τις αποταμιεύσεις τους να εξανεμίζονται σε μία αγορά που κατά συρροή και εξακολούθηση χειραγωγήθηκε από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, σε συνεργασία με έλληνες και ξένους θεσμικούς. Πολλοί αναλυτές αναφέρουν ότι οι ξένοι θεσμικοί προσπάθησαν μετά την «κρίση της βότκας» και την «Ασιατική Γρίπη» να βγάλουν «τα σπασμένα» σε μια συντονισμένη κίνηση ανοδικής χειραγώγησης του ελληνικού χρηματιστηρίου. Αυτοί, καθώς και εγχώριοι θεσμικοί επενδυτές έκαναν τη δουλειά τους καταγράφοντας στα χαρτοφυλάκια τους κέρδη –με μετριοπαθείς εκτιμήσεις- άνω του 200% κατά τα έτη 1998-1999. Εκείνοι όμως, οι κύριοι εκπρόσωποι  του κεφαλαίου, όταν ολοκλήρωσαν το σκοπό τους αποχώρησαν μαζί με τα κέρδη τους αφήνοντας την αγορά με τα εκατομμύρια των ελλήνων μικροεπενδυτών να καταστρέφονται στη δίνη της έλλειψης ρευστότητας και την μιζέρια, αυτονόητη συνέπεια του καπιταλισμού για τις λαϊκές μάζες. Όταν το παιχνίδι τελείωσε, με την αποχώρηση των μεγαλοκαρχαριών, ούτε οι απανωτές μειώσεις επιτοκίων, ούτε η πτώση του πληθωρισμού, ούτε «οι ρυθμοί ανάπτυξης»,  ούτε οι αναβάθμιση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, ούτε η είσοδο στην ΟΝΕ κατάφεραν να ανακόψουν την κατακόρυφη πτώση όλων των κλάδων. Αυτό καθιστά εμφανές, πως το ανοδικό ξέσπασμα που είδε η ελληνική κοινωνία δεν ήταν παρά ένα στημένο παιχνίδι. Και σαν παιχνίδι είχε την μεριά των κερδισμένων και την μεριά των χαμένων: Το σίγουρο πάντως είναι πως η Morgan Stanley, η S&P, η SSB και πολλοί δυνάστες του πλούτου κέρδισαν.

     Οι χαμένοι της υπόθεσης για μια ακόμα φορά ήταν μάλλον οι Έλληνες μικρομεσαίοι, όσοι από τα λαϊκά στρώματα παρασύρθηκαν και ακολούθησαν ένα ακόμα τέχνασμα της αστικής τάξης σε μια ακόμα προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τις αποταμιεύεις και τις περιουσίες των πολιτών για να τις μεταβιβάσει στις επιχειρήσεις και την πλουτοκρατία του διεθνούς επενδυτικού τζετ – σετ. Και αυτό δεν ήταν, παρά μόνο μια ακόμα επιβεβαίωση της άνισης αντιμετώπισης και της εκμετάλλευσης  που επιβάλλει σε κάθε βήμα της η καπιταλιστική κοινωνία και οικονομία…