Το μάθημα αυτό έχει τους εξής
στόχους:
·
Την
εισαγωγή στις βασικές ιδέες της ομάδας των συγγραφέων και συγγραμμάτων, γνωστών
με τον όρο «Διαφωτισμός».
·
Την
απόδειξη της κεντρικότητας του κοινωνικού στη σκέψη του Διαφωτισμού.
·
Την
παρουσίαση των βασικών ιδεών της Διαφωτιστικής κοινωνιολογίας και της
κοινωνικής επιστήμης.
·
Την
παρουσίαση της θέσης ότι ο Διαφωτισμός αποτελεί την κρίσιμη καμπή στην
ανθρώπινη σκέψη για την κοινωνία – ότι παρήγαγε έναν καινούριο ποιοτικά τρόπο
σκέψης που ενδιαφερόταν για την εφαρμογή της λογικής, της εμπειρίας και του
πειράματος πάνω στο φυσικό και κοινωνικό κόσμο.
Το
χαρακτηριστικό στοιχείο της περιόδου της Αναγέννησης, που διαδέχθηκε το
Μεσαίωνα, ήταν η κατ’ αρχήν αναγέννηση του κριτικού πνεύματος με συνέπειες την
διανοητική χειραφέτηση και τον διαχωρισμό του θείου από το ανθρώπινο.
Στην αρχή της διανοητικής πορείας προς την ανάπτυξη
των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών βρίσκουμε τον Νικολό Μακιαβέλι, ο οποίος
διώχνει τη μεταφυσική και την ηθική από τις κοινωνικές επιστήμες, αποκόβει την
πολιτική επιστήμη από την θεολογία. Στο βιβλίο του «Ο Ηγεμόνας» καθιερώνει την θετικιστική
πολιτική επιστήμη, αντικαθιστώντας τον καθαρό συλλογισμό με την άμεση
παρατήρηση. Κατ’ αυτόν, η μελέτη της πολιτικής οφείλει να στηρίζεται στην παρατήρηση,
στην σύγκριση και στην επαγωγή. Αυτό σημαίνει ότι από τη μελέτη
μιας σειράς γεγονότων ανακαλύπτουμε σχέσεις, σταθερές και σημασιακές
αλληλουχίες, και προβαίνουμε κατόπιν στη διατύπωση γενικεύσεων και
κοινωνιολογικών νόμων. Ο Βαρόνος
ντε Μοντεσκιέ, με τη σειρά του, στο βιβλίο του Το πνεύμα των νόμων
θεωρεί ότι κάθε νόμος έχει τη δική του αιτία ύπαρξης, την οποία βρίσκει μέσα
στο πλαίσιο (πολιτικό καθεστώς, κλίμα, θρησκεία, γεωγραφία κλπ.) ή στη σχέση
του με τους άλλους υπάρχοντες νόμους. Κατ’ αυτόν το κράτος είναι μια πραγματική
ολότητα, μια δομή της οποίας οι θεσμοί, οι νόμοι και τα έθιμα δεν
αποτελούν τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα της εσωτερικής ενότητάς του. Έτσι, ο
Μοντεσκιέ είναι ο πρώτος που εισήγαγε στο επιστημονικό λεξιλόγιο τις έννοιες
του κοινωνικού συστήματος» και της κοινωνικής δομής. Απέδειξε ότι
η κοινωνική επιστήμη μπορεί να συσταθεί γιατί τα κοινωνικά γεγονότα συνδέονται
μεταξύ τους με αντικειμενικούς δεσμούς, δηλαδή μέσω αιτιακών νόμων οι οποίοι
ερμηνεύουν, συνδέουν και συντονίζουν τα κοινωνικά γεγονότα. Πώς μελετάμε την
πολιτική κατά Μοντεσκιέ; Εγκαταλείπουμε την εκ των
προτέρων (a priori) συλλογιστική υπέρ της παρατήρησης των γεγονότων και
συμπεριφερόμαστε ως μάρτυρες που διαπιστώνουμε γεγονότα και όχι ως ηθικολόγοι
για να εκφέρουμε αξιολογικές κρίσεις διατυπωμένες από πριν. O Αλέξις ντε Τοκβίλ στο έργο
του Δημοκρατία στην Αμερική – του οποίου η προβληματική παραμένει
επίκαιρη στις μέρες μας – μιλάει για τη «μελέτη των πολιτικών αποτελεσμάτων της
κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης». Τόνισε ότι η βασικότερη
αξία του σύγχρονου κόσμου είναι η ελευθερία (liberty) και προέβλεψε την εξαφάνιση
των κοινωνικών τάξεων στις ΗΠΑ. Στο δεύτερο μεγάλο βιβλίο του L’ Ancien Régime et la Révolution, ο ντε
Τοκβίλ μελετώντας την παρακμή της αριστοκρατίας από κοινωνιολογική σκοπιά,
έδωσε έμφαση σε δύο σημεία: στην έννοια της συνέχειας στις επαναστάσεις και
στην ανθεκτικότητα του συγκεντρωτισμού και της ταξικής σύγκρουσης.Ο Κλοντ Ανρί ντε Σεν Σιμόν
τόνισε με τη σειρά του ότι «η ιστορία είναι μια κοινωνική φυσική», για να
ακολουθήσει ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, ο οποίος θεώρησε ότι η «κοινωνική επιστήμη»
οφείλει να αποκαλύπτει πάντοτε τις καινούργιες αντινομίες και αντιφάσεις που
αναδύονται μέσα στην κοινωνία. Στη
σειρά των στοχαστών που ακολουθούσαν αυτή τη θεωρία περί αντιθέσεων, ήρθε να
προστεθεί ο Καρλ Μαρξ και να προσφέρει μια νέα αντίληψη για τα κοινωνικά
πράγματα. Η συμβολή του χαρακτηρίστηκε από την ανάμειξη της διαλεκτικής
φιλοσοφίας της ιστορίας του Χέγκελ με την αγγλική πολιτική οικονομία των Σμιθ
και Ρικάρντο και το γαλλικό σοσιαλισμό (Σεν Σιμόν, Φουριέ, Προυντόν, Μπλανκί,
Λουί Μπλαν κα). Δημιούργησε
μια συνολική σύνθεση και ενσωμάτωση των επιμέρους κοινωνικών εκδηλώσεων μέσα
στα συνολικά τους πλαίσια, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την διατύπωση μιας
πρότασης επιστημονικής ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας και της
ιστορίας. Για να δώσει απάντηση στο ερώτημά του «Αφού οι άνθρωποι δεν
επιτρέπεται να σκέφτονται ελεύθερα για την χημεία και τη βιολογία, γιατί να
σκέφτονται ελεύθερα για την πολιτική φιλοσοφία;» ο Αύγουστος Κοντ επινόησε τον
όρο «κοινωνική φυσική» για να καταλήξει το 1839 στον ελληνο-λατινικό όρο sociologie (κοινωνιολογία) ώστε να γίνει
αντιληπτό ότι μελετά την κοινωνική πραγματικότητα όπως άλλοι μελετούν την φυσική
πραγματικότητα. Είναι, ουσιαστικά, ο
ιδρυτής του θετικισμού, δηλαδή ενός φιλοσοφικού συστήματος σκέψης που θεωρεί
ότι ο στόχος της γνώσης πρέπει να είναι απλώς να περιγράφει τα φαινόμενα που
βιώνουμε και όχι να ερευνά την ύπαρξή τους. Επεδίωξε να εφαρμόσει τις μεθόδους
της παρατήρησης και του πειράματος. Πίστευε ότι η κοινωνιολογία πρέπει να είναι
«αντικειμενική» και «θετική» μελέτη του συνόλου των θεμελιωδών νόμων που
ισχύουν στα κοινωνικά φαινόμενα. Επιστήμη κατ’ αυτόν σήμαινε πρόβλεψη και η
πρόβλεψη μπορούσε να ωθήσει στη δράση. Πίστευε στην πρόοδο της ανθρωπότητας
προς ένα ανώτερο κράτος πολιτισμού με τα μέσα της ίδιας της επιστήμης της
κοινωνιολογίας.
Από τα παραπάνω, συμπεραίνουμε
ότι μια σειρά διακεκριμένων στοχαστών που ακολούθησαν τους δρόμους που άνοιξε η
Αναγέννηση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα καθιέρωσαν ένα μοντέρνο
τρόπο συλλογισμού για την κοινωνία την οποία αντιλαμβάνονταν ως κάτι πιο πάνω
από το άτομο, δηλαδή την κοινωνία ως κοινωνικό γεγονός, sui generis. Επρόκειτο για την ιδέα μιας κοινωνίας που αλλάζει
και εξελίσσεται, ιδέα την οποία ασπάζονταν όλοι οι θεωρητικοί του Διαφωτισμού,
που συνέβαλαν στο να αρχίσουν οι άνθρωποι να σκέφτονται με όρους μιας ανοιχτής
και συνεχώς αναδιαμορφούμενης κοινωνίας. Απόδειξη των δυνατοτήτων αυτών των ιδεών
ήταν η έκρηξη της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και της
Αγροτικής και της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η ενασχόληση των φιλοσόφων του
Διαφωτισμού με την κοινωνία και τις μορφές της, αν μιλούσαμε με σημερινούς
όρους, θα είχε ως συνέπεια το χαρακτηρισμό τους ως κοινωνιολόγων και όχι ως
φιλοσόφων. Οι Σεν Σιμόν και Κόντ και οι κοινωνιολογικές τους ανησυχίες άνοιξαν
το δρόμο στην μοντέρνα κοινωνιολογία με κύριο, αλλά όχι μοναδικό, θεράποντά της
τον Εμίλ Ντυρκέμ. Ο τρόπος σκέψης τους χαρακτηρίστηκε ως «κριτικός
ορθολογισμός» γιατί συνδύαζε την εφαρμογή του Λόγου στα κοινωνικά, πολιτικά και
οικονομικά προβλήματα με ένα ενδιαφέρον για την πρόοδο και την
απελευθέρωση/χειραφέτηση των ανθρώπων. Αμφισβητεί, μ’ άλλα λόγια, και επικρίνει
την υπάρχουσα κατάσταση, το κυρίαρχο κάθε φορά στάτους-κβο. Στην περίπτωση των
Σεν Σιμόν και Κοντ, ο «κριτικός ορθολογισμός» γίνεται «θετικισμός», δηλαδή τάση
για τη συγκρότηση μιας παγκόσμιας επιστήμης ενάντια στην προκατάληψη, στην
άγνοια και τη μισαλλοδοξία, με την εφαρμογή της λογικής και του μετριασμού της
μέσω της εμπειρίας και του πειράματος. Αυτό έκανε στην ουσία και ο ίδιος ο Μαρξ
στο μέτρο που ως το 1845 δεχόταν έντονες επιρροές από τις βασικές ιδέες του
Διαφωτισμού.
Ποιες είναι οι βασικές
ιδέες του Διαφωτισμού;
Κατ’ αρχήν, αποτελούν ένα
«παράδειγμα», δηλαδή μια σειρά αλληλοσυνδεόμενων ιδεών, αξιών, αρχών και
γεγονότων που παρέχουν μια εικόνα και μια άποψη για τον κόσμο, τόσο τον φυσικό
όσο και τον κοινωνικό. Δίχως να θεωρείται πως δεν υπάρχουν αντιφατικά στοιχεία
στο σύνολο αυτών των ιδεών – όπως εξάλλου σε όλα τα πνευματικά κινήματα έτσι
και στο Διαφωτισμό υπήρχαν διαφορετικών προελεύσεων άνθρωποι – όλοι οι
φιλόσοφοι θα συμφωνούσαν με τα εξής:
1.
Λόγος. Έχει την πρωτοκαθεδρία μαζί με
τον ορθολογισμό ως τρόπος οργάνωσης της γνώσης. Η ορθολογική έννοια του Λόγου
είναι η διαδικασία της λογικής σκέψης, βασισμένη σε σαφείς έμφυτες ιδέες
ανεξάρτητες οπό την εμπειρία που μπορούν να εξηγηθούν σε οποιονδήποτε
σκεπτόμενο άνθρωπο (Ντεκάρτ, Πασκάλ). Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού προχώρησαν
παραπέρα συνδυάζοντας τον ορθολογισμό με τον «εμπειρισμό».
2.
Εμπειρισμός. Ο Λόγος και η γνώση του
φυσικού και του κοινωνικού κόσμου βασίζεται στα εμπειρικά δεδομένα που μπορούν
να γίνονται αντιληπτά από όλους τους ανθρώπους μέσω των αισθητηρίων οργάνων
τους.
3.
Επιστήμη. Η επιστημονική γνώση με βάση
την πειραματική μέθοδο διευρύνει όλη την ανθρώπινη γνώση.
4.
Οικουμενικότητα (καθολικότητα). Ο Λόγος
και η επιστήμη μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση. Η επιστήμη, ειδικά,
παρέχει γενικούς νόμους που διέπουν όλο το σύμπαν χωρίς καμία εξαίρεση.
5.
Πρόοδος. Η φυσική και η κοινωνική
κατάσταση των ανθρώπων μπορεί να βελτιωθεί με την εφαρμογή της Επιστήμης και
της Λογικής κι έτσι να αυξάνονται διαρκώς η ευτυχία και η ευημερία.
6.
Ατομικισμός. Το άτομο αποτελεί την αρχή
όλης της γνώσης και δράσης μη υποκείμενο σε ανώτερη εξουσία. Επομένως η
κοινωνία είναι το άθροισμα, ή και το γινόμενο, της σκέψης και της δράσης ενός
μεγάλου αριθμού ατόμων.
7.
Ανεξιθρησκία. Όλοι οι άνθρωποι είναι, κατ’
ουσίαν, ίδιοι παρά τις διάφορες θρησκευτικές ή ηθικές πεποιθήσεις τους. Οι
δοξασίες άλλων πολιτισμών δεν είναι εκ φύσεως κατώτερες από αυτές του
ευρωπαϊκού χριστιανισμού.
8.
Ελευθερία. Αντίθεση στους παραδοσιακούς
και φεουδαρχικούς περιορισμούς στις πεποιθήσεις, στο εμπόριο, στην επικοινωνία,
στην κοινωνική αλληλεπίδραση, στη σεξουαλικότητα και την ιδιοκτησία (όμως
εκείνη την εποχή η πλειονότητα των φιλοσόφων δεν επέκτεινε την ιδέα της
ελευθερίες στις γυναίκες καθώς και στα κατώτερα λαϊκά στρώματα).
9.
Ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης. Τα βασικά
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης είναι παντού και πάντοτε τα
ίδια.
10.
Υλισμός. Η αντίθεση των φιλοσόφων στην
παραδοσιακή θρησκευτική εξουσία δήλωνε την ανάγκη λαϊκής γνώσης απαλλαγμένης
από θρησκευτικές ορθοδοξίες.
Τι ήταν,
λοιπόν ο Διαφωτισμός;
1.
Ένα
χαρακτηριστικό σύμπλεγμα ιδεών (όπως αυτό στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου).
2.
Ένα
πνευματικό κίνημα.
3.
Μια ομάδα
ή δίκτυο ομοϊδεατών διανοούμενων.
4.
Μια ομάδα
καθιερωμένων κέντρων όπου συναθροίζονταν διανοούμενοι – Παρίσι, Εδιμβούργο,
Γλασκόβη, Λονδίνο, κτλ).
5.
Μια
εκδοτική βιομηχανία και το αναγνωστικό κοινό της.
6.
Μια
διανοητική μόδα.
7.
Ένα
σύστημα πεποιθήσεων, μια κοσμοθεωρία, ή Zeitgeist (το πνεύμα της εποχής).
8.
Μια
ιστορία και μια γεωγραφία.
Αρχικά, μπορούμε να πούμε ότι ο
Διαφωτισμός ήταν ένα πλαίσιο ιδεών που συγκρούονται με τις κατεστημένες
αντιλήψεις της παραδοσιακής κοσμοθεωρίας η οποία κυριαρχείται από τον
Χριστιανισμό. Οι νέες ιδέες επεκτάθηκαν σ’ όλους τους τομείς της γνώσης και
επέφεραν μια σειρά πολιτισμικών καινοτομιών σε πεδία όπως η ζωγραφική, η
μουσική, η αρχιτεκτονική, η γεωργία, οι κατασκευές, ο τρόπος διεξαγωγής του
πολέμου κ.ο.κ. Το ότι ο Λόγος και η Επιστήμη αποτέλεσαν τη βάση του σχεδίου του
Διαφωτισμού δεν σημαίνει ότι ήταν στο πρόγραμμα η επαγγελματοποιημένη επιστήμη
και ο διαχωρισμός της γνώσης σε αυστηρά καθορισμένα πεδία, αλλά οποιοσδήποτε
μορφωμένος άνθρωπος θα μπορούσε κατ’ αρχήν να γνωρίζει τα πάντα. Επί της
ουσίας, όμως, ο Διαφωτισμός, έστω και αθέλητα, είχε ως αποτέλεσμα αυτήν ακριβώς
τη διαδικασία, δηλαδή τη δημιουργία εξειδικευμένων επιστημονικών κλάδων υπό την
εποπτεία πιστοποιημένων ειδικών-εμπειρογνωμόνων. Η επιστήμη παρήγαγε
εξειδικευμένες γλώσσες και ορολογίες, που γίνονταν ολοένα και πιο περίπλοκες
και, κατά συνέπεια, απρόσιτες ακόμη και στον πιο πεφωτισμένο ευγενή-φιλόσοφο.
Έτσι, η κοσμική διανοητική ζωή πέρασε στη δικαιοδοσία μιας ορισμένης κοινωνικά
και οικονομικά ομάδας.
Ο όρος Διαφωτισμός αναφέρεται κυρίως σε μια περίοδο της
ευρωπαϊκής διανοητικής ιστορίας που περιλαμβανόταν στα όρια του 18ου
αιώνα. Οι φιλόσοφοι είναι ως επί το πλείστον Γάλλοι αλλά διαθέτουν
προκεχωρημένα φυλάκια σε όλες τις χώρες. Είναι στην ουσία οι άνθρωποι των
γραμμάτων και των τεχνών που είναι και ελεύθεροι στοχαστές. Θεωρούν τους
εαυτούς τους κοσμοπολίτες και τίθενται στην υπηρεσία του συνόλου της
ανθρωπότητας θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη χώρα ή τη φατρία. Ο Διαφωτισμός ήταν
το έργο τριών αλληλοκαλυπτόμενων και συχνά συνδεδεμένων γενεών φιλοσόφων. Οι
πρώτοι από αυτούς, που αντιπροσωπεύτηκαν από το Βολταίρο (1694-1778) και τον
Μοντεσκιέ (1689-1755), γεννήθηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 17ου
αιώνα. Οι ιδέες τους ήταν έντονα επηρεασμένες από τα γραπτά του Άγγλου
πολιτικού φιλοσόφου Τζων Λοκ (1632-1704) και του επιστήμονα Ισαάκ Νεύτωνα
(1642-1727), των οποίων το έργο ήταν φρέσκο και αμφιλεγόμενο όσο και οι δύο φιλόσοφοι
ήταν ακόμα νέοι. Η δεύτερη γενιά περιλαμβάνει άνδρες σαν τον Ντέιβιντ Χιουμ
(1711-76), τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712-78), τον Ντενίς Ντιντερό (1713-84) και τον
Ζαν Ντ’ Αλαμπέρ (1717-83) που συνδύασαν τον κοσμικό αντικληρικισμό και το ενδιαφέρον
των προκατόχων τους για την επιστημονική μέθοδο, δηλαδή σε «μια συναφή,
σύγχρονη άποψη του κόσμου». Η τρίτη γενιά αντιπροσωπεύεται από τον Εμμάνουελ
Καντ (1724-1804), τον Άνταν Σμιθ (1723-90), την Αν Ρομπέρ Τυγκώ (1727-81), το
μαρκήσιο ντε Κοντορσέ (1743-94) και τον Αδάμ Φέργκιουσον (1723-1816). Το
επίτευγμά της ήταν η περαιτέρω ανάπτυξη της κοσμοθεωρίας του Διαφωτισμού σε μια
σειρά πιο εξειδικευμένων πρώιμων επιστημών : επιστημολογία, οικονομικά,
κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, νομική μεταρρύθμιση. Είναι o Καντ αυτός στον
οποίο οφείλουμε το σλόγκαν του Διαφωτισμού –sapere aude (τόλμησε να
μάθεις) – το οποίο συνοψίζει τον ουσιαστικά αντιεκκλησιαστικό του χαρακτήρα.
Επρόκειτο για μια εποχή που δεν είχε απόλυτα ενιαίο χαρακτήρα, δεν εξελίχθηκε
γραμμικά αλλά εμπεριείχε αντιφάσεις, αντιθέσεις και πισωγυρίσματα. Εξάλλου ούτε
οι ίδιοι οι φιλόσοφοι θεωρούσαν ότι ζούσαν σε μια «φωτισμένη εποχή». Στο
τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, άρχισε να υποχωρεί η νέα
«ορθοδοξία» του Διαφωτισμού και να αντιμετωπίζει το νέο κίνημα του Ρομαντισμού
που έδινε μεγαλύτερη έμφαση στο αίσθημα και στο συναίσθημα παρά στη λογική.
όμως, ο Διαφωτισμός συνέχισε να επεκτείνεται και να ασκεί μεγάλη επιρροή στις
εξελίξεις και στο κίνημα κατά του «παλαιού καθεστώτος» στη Γαλλία.
Παρ’ όλο που ο Διαφωτισμός δεν υπήρξε θεσμοποιημένο
εγχείρημα, έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια μεγάλου αριθμού φιλοσόφων ώστε να
συγγραφεί η «Εγκυκλοπαίδεια» Η γαλλική γλώσσα, που ήταν κατά την εποχή εκείνη η
διεθνής γλώσσα της επιστήμης και της πολιτικής, βοήθησε στην λαμπρή επιτυχία
της «εγκυκλοπαίδειας». Παράλληλα με το εγχείρημα αυτό, ή μάλλον πρωτύτερα από
αυτό, συγκροτήθηκαν τα πρώτα σύγχρονα ιδρύματα που ήταν αφιερωμένα στην μελέτη
των τεχνών και των επιστημών: η Γαλλική Ακαδημία και η Βασιλική Εταιρεία του
Λονδίνου. Η ρήξη των μελών τους με την κατεστημένη εξουσία, το θρησκευτικό
δογματισμό και τον μυστικισμό ήταν σαφής και έντονη, γιατί στήριζαν τη γνώση
πάνω στην εμπειρία. Έτσι, η «Εγκυκλοπαίδεια» και οι άλλοι θεσμοί συνέβαλαν στην
εμπέδωση της επιστήμης ως ανώτατη μορφή γνώσης επειδή φαινόταν να δημιουργεί
ασφαλείς αλήθειες με βάση την παρατήρηση και το πείραμα. Ήταν τέτοια η
εμπιστοσύνη στην επιστημονική μέθοδο ώστε πίστευαν ότι ήταν δύναμη διαφωτισμού
και προόδου που δεν υπήρχε κανένα πεδίο στο οποίο να μην μπορούσε να
εφαρμοστεί. Όπως, έλεγε ο Εμμάνουελ Καντ στον ορισμό του για τον Διαφωτισμό, «ο
άνθρωπος συνειδητοποιεί τις δυνατότητές του μέσω της χρήσης του μυαλού του».
Παράδοση και νεωτερικότητα
Η επίθεση των φιλοσόφων του Διαφωτισμού κατά της
θρησκευτικής απολυτότητας ήταν γενική. Αμφισβήτησαν τα βασικά στοιχεία των
θρησκευτικών κοσμοθεωριών και το ρόλο του κλήρου ως φύλακα και διαβιβαστή της
γνώσης, επιθυμώντας να επαναπροσδιορίσουν τη σημαντική κοινωνική γνώση, να την
απεγκλωβίσουν από τη θρησκευτική σφαίρα και να της προσδώσουν νόημα και
συνάφεια. Ο θρησκευτικός λόγος χρησιμοποιείτο για την αιτιολόγηση της
απολυταρχικής εξουσίας, ιδίως των κεντροευρωπαϊκών ηγεμόνων, των Γάλλων
μοναρχών και των τσάρων της Ρωσίας (καθώς και από τους απογόνους της δυναστείας
του Ανοβέρου για τη διεκδίκηση του βρετανικού θρόνου). Οι φιλόσοφοι του
Διαφωτισμού δεν τηρούσαν ενιαία στάση. Άλλοι ήταν σαφέστατα αντίπαλοι του
«δεσποτισμού», άλλοι ήταν διφορούμενοι και άλλοι, όπως οι Βολταίρος και
Ντιντερό, ήταν απολογητές του Μεγάλου Φρειδερίκου της Πρωσίας και της Μεγάλης
Αικατερίνης της Ρωσίας.
Κοινωνικές τάξεις και κοινωνική δομή
Παρά τον αντικληρικαλισμό και
τον αντιθρησκευτικό ριζοσπαστικό τους λόγο, οι περισσότεροι φιλόσοφοι του
Διαφωτισμού ήταν λιγότερο ανατρεπτικοί έως συντηρητικοί όσον αφορά την
κοινωνική δομή, αντανακλώντας έτσι την ίδια την κοινωνική τους θέση που ήταν
στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνικής ιεραρχίας. Μόνο κατά τις παραμονές της
Γαλλικής Επανάσταση εμφανίστηκε μια τάση που ήθελε να εκλαϊκεύσει τις ιδέες του
Διαφωτισμού. Αυτή η ομάδα αποτελείτο από ημερομίσθιους δημοσιογράφους και
συγγραφείς προερχόμενους από τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης που
προμήθευαν τον αυξανόμενο αριθμό λαϊκών εφημερίδων με μια μίξη σκανδαλολογιών
και απλοποιημένων ιδεών του Διαφωτισμού. Το κοινό τους ήταν οι απαξιωμένες και
χωρίς ιδιόκτητη περιουσία κατώτερες-μεσαίες τάξεις στις οποίες δεν είχε τίποτα
να προσφέρει πλέον η παραδοσιακή κοινωνική δομή. Η δομή αυτή στηριζόταν στην
ιδιοκτησία της γης και στην ακίνητη περιουσία. Οι άρχουσες κοινωνικές ομάδες
αποτελούνταν από τους ευγενείς γαιοκτήμονες (η δεσπόζουσα άρχουσα τάξη), τους
παραδοσιακούς επαγγελματίες (δικηγόροι, κληρικοί, κρατικοί αξιωματούχοι κ.α.)
και από ένα πολυάριθμο στρώμα μικρογαιοκτημόνων και καλλιεργητών που συνήθως
είχαν χαμηλά εισοδήματα αλλά αρκετή μόρφωση ώστε να έχουν στο πλαίσιό τους
πολλούς συγγραφείς – αποδεκτό επάγγελμα – που «στελέχωσαν» το κίνημα του
Διαφωτισμού. Υπήρχε μια ανερχόμενη και αναπτυσσόμενη «νέα» μεσαία τάξη που
ασχολείτο με νέες μορφές κατασκευών και εμπορίου, όπως επίσης και η παραδοσιακή
τάξη των εμπόρων του φεουδαρχισμού, που περιελάμβανε τον αρκετά μεγάλο αριθμό
των αστικών τεχνιτών – από τους εύπορους χρυσοχόους, αρωματοποιούς ή ράφτες που
εργάζονταν για την αριστοκρατία, μέχρι και μια ποικιλία τυπογράφων, επιπλοποιών
ή αμαξοποιών, έως τους ταπεινούς υποδηματοποιούς και οικοδόμους. Κάτω από την
αστική μεσαία τάξη υπήρχε μια μεγάλη τάξη υπηρετών, και μια μικρή αστική
εργατική τάξη, που συμπληρωνόταν ημερησίως ή εποχιακώς από μεροκαματιάρηδες της
επαρχίας. Χωριάτες ή αγρότες αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού –
στη Γαλλία στα μέσα του 18ου αιώνα αναλογούσε στα δεκαοκτώ από τα
είκοσι εκατομμύρια του πληθυσμού. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα αυτές οι
κοινωνικές ομάδες παρουσιάζονταν ως οι τρεις «Τάξεις» - ο Κλήρος, η
Αριστοκρατία και η «Τρίτη Τάξη», που περιελάμβανε όλους τους άλλους, από τον
πλουσιότερο αστό μέχρι το φτωχότερο χωριάτη. Μερικοί φιλόσοφοι
προέρχονταν από τη Δεύτερη Τάξη, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί ήταν λιγότερο
ανατρεπτικοί απέναντι στην παραδοσιακή κοινωνική τάξη απ’ ότι στην
εκκλησιαστική. Για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της Ευρώπης του 18ου
αιώνα, ο Διαφωτισμός προφανώς δεν είχε και πολλά να προσφέρει. Ο Voltaire
αρεσκόταν να περιγράφει τους χωριάτες με λέξεις που τους τοποθετούσαν ελάχιστα
πιο πάνω από τα ζώα του αγρού, με σκοπό να κριτικάρει το είδος του κοινωνικού
συστήματος που υποβίβαζε τους ανθρώπους σε τέτοιο επίπεδο άγνοιας και
κτηνωδίας. Εν τούτοις, δεν έδειξε και μεγάλο ενδιαφέρον για την κατάργηση των
κοινωνικών διακρίσεων. Στην πραγματικότητα, λίγοι από τους φιλοσόφους
ενδιαφέρθηκαν για τη ουσιαστικότερη συμμετοχή της μεγάλης μάζας στη
διακυβέρνηση της κοινωνίας, αφού κυρίως ευνοούσαν ένα σύστημα παρόμοιο με την
Μεγάλης Βρετανίας, όπου η πολιτική εξουσία αποδιδόταν στους ιδιοκτήτες κι όχι
παραπέρα.
Σίγουρα ο Διαφωτισμός διέδωσε
τις έννοιες της ισότητας, της (περιορισμένης) δημοκρατίας και της χειραφέτησης.
Όμως, στις κοινωνίες στις οποίες άνθισε, τα επαναστατικά, σε τελευταία ανάλυση,
νοήματά του δεν αγκαλιάστηκαν (ή δεν προορίζονταν εξαρχής) από τη μάζα των
φτωχών και αμόρφωτων ανθρώπων. Επιπροσθέτως, οι άρχουσες ελίτ ιδιαίτερα, είδαν
τις ιδέες του Διαφωτισμού ως απειλή για την καθεστηκυία τάξη. Επειδή τη
διέκριναν σε συγκεκριμένα επικίνδυνα και επαναστατικά στοιχεία, και η κοσμική
και η θρησκευτική εξουσία προσπάθησαν να περιορίσουν την εξάπλωση της
κουλτούρας του Διαφωτισμού. Μολαταύτα, ακόμη και οι ίδιοι οι φιλόσοφοι
αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήταν στασιαστές ή επαναστάτες. Πίστευαν ότι η
πρόοδος θα ερχόταν μέσα από την υπάρχουσα κατάσταση μέσω της διάδοσης των ιδεών
τους σε ανθρώπους με επιρροή. Όπως είπε κάποτε ο Diderot, ο σκοπός τους ήταν να
«αλλάξουν το γενικό τρόπο σκέψης», και ήταν επαναστατικός μόνο στο βαθμό που
επεδίωκε «την επανάσταση στο μυαλό των ανθρώπων».
Ο Διαφωτισμός και οι γυναίκες
με τα σαλόνια
Ο Διαφωτισμός ουσιαστικά
προωθήθηκε από μια ελίτ διανοούμενων ανδρών. Οι γυναίκες εμφανίζονταν είτε ως
σιωπηλοί παραστάτες στα διανοητικά εγχειρήματα των γνωστότερων από τις ίδιες
συνεργατών τους (ο Βολταίρος περνούσε αρκετό καιρό κάνοντας πειράματα με τη
βοήθεια της ερωμένης του μαντάμ Ντυ Σατελέ ενώ οι περισσότερες από τις
πληροφορίες μας για την κοινωνία των διανοουμένων της εποχής προέρχεται από την
πλούσια αλληλογραφία του Ντιντερό με την ερωμένη του, Σοφί Βολάντ), ή (συχνά ως
ευφυέστατες) οικοδέσποινες καλλιτεχνικών σαλονιών και χοροεσπερίδων όπου
συναντιόντουσαν οι φιλόσοφοι και άλλα μέλη των καλλιεργημένων ελίτ.
Ο θεσμός των σαλονιών είχε
ξεκινήσει το 17ο αιώνα στο Παρίσι, κι ήταν επινόηση της Μαρκησίας
ντυ Ραμπουιγιέ το 1623, η οποία είχε δημιουργήσει «ένα χώρο όπου ταλαντούχες
και μορφωμένες γυναίκες μπορούσαν να συναναστραφούν με άνδρες ως ίσες
πνευματικά, κι όχι ως εξαιρετικά προικισμένες περιπτώσεις». Αλλά το σαλόνι αποδείχθηκε
μάλλον δίκοπο μαχαίρι για την αναγνώριση των γυναικείων δικαιωμάτων. Μολονότι
σε κάποια από τα σαλόνια που μιμήθηκαν αυτά της μαντάμ ντυ Ραμπουιγιέ
προΐσταντο γυναίκες που αρνούνταν, όπως και η ίδια, να συνάψουν ερωτικό δεσμό,
με σκοπό να είναι ελεύθερες για ένα ρόλο διαφορετικό από αυτό της συζύγου ή της
μαιτρέσσας, πολλά από τα σαλόνια ήταν το θέατρο για δεσμούς ταλαντούχων ή
τιτλούχων ανδρών και διανοούμενων γυναικών, με συνέπεια να πληγεί η φήμη όλων
των salonières (αθώων ή όχι). Εικάζετο ότι οι σχέσεις μεταξύ
ανδρών και γυναικών, όσο πνευματικές ή καλλιτεχνικές κι αν φαίνονταν, δεν θα
μπορούσαν να παραμείνουν πλατωνικές.
Διαφωτισμός, επιστήμη και
πρόοδος
Για τους διανοούμενους του
Διαφωτισμού, η επιστήμη ήταν η επιτομή ενός πεφωτισμένου Λόγου. Ήταν και τα δύο
οχήματα τα οποία – μαζί – μπορούσαν να μεταφέρουν την ανθρώπινη κοινωνία
μπροστά και πιο ψηλά, προς μια περισσότερο διαφωτισμένη και προοδευτική κατάσταση.
Οι θεμελιώδεις έννοιες της κοινωνικής επιστήμης
ήταν στενά δεμένες με την έννοια της προόδου του Διαφωτισμού. Θεωρούσαν
πως μέσω της εφαρμογής γνώσεων λογικών και βασιζόμενων στην εμπειρία, θα
μπορούσαν να δημιουργηθούν κοινωνικοί θεσμοί που θα έκαναν τους ανθρώπους πιο
ευτυχείς και θα τους ελευθέρωναν από τη σκληρότητα, την αδικία και το
δεσποτισμό
Η διάδοση του Διαφωτισμού
Ωστόσο, ο Διαφωτισμός δεν ήταν
απλά μια σειρά ιδεών. Βοήθησε στη δημιουργία νέων κοσμικών διανοούμενων, και να
δώσει στο ρόλο τους μια κοινωνική και πολιτιστική βάση, ανεξάρτητη από
παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η Εκκλησία. Επίσης αντιπροσώπευε μια σπουδαία
πολιτιστική και κοινωνική αλλαγή στον τρόπο με τον οποία δημιουργούνταν και
διαδίδονταν οι ιδέες. Ήταν ένα αληθινά σύγχρονο πνευματικό κίνημα, με την
έννοια ότι η διάδοσή του στηριζόταν στην δημιουργία κοσμικών και
διαπολιτισμικών μορφών επικοινωνίας. Ο Διαφωτισμός σφυρηλάτησε τις πνευματικές
συνθήκες στις οποίες η εφαρμογή της λογικής σε πρακτικά θέματα θα μπορούσε να
ανθίσει – κυρίως, μέσω της οικοδόμησης μοντέρνων θεσμών όπως η επιστημονική
ακαδημία, τα λόγια περιοδικά, και το συνέδριο. Ακόμη, βοήθησε στην εδραίωση
ενός μοντέρνου «κοινού» για κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές και
επιστημονικές ιδέες, προετοιμάζοντας έτσι τις συνθήκες στις οποίες μια τάξη
διανοούμενων θα μπορούσε να ζήσει γράφοντας γι’ αυτές. Η περίπτωση της Γαλλίας, κέντρου της
ευρωπαϊκής πολιτιστικής και πνευματικής ζωής, αποδεικνύει πολύ καλά αυτήν την
«έκρηξη» νέων μορφών επικοινωνίας. Κατά το δέκατο όγδοο αιώνα εμφανίστηκε και
διασκορπίστηκε σε όλη την Ευρώπη ένα διογκούμενο κύμα περιοδικών, που
ασχολιόταν με λογοτεχνικά ζητήματα,
νέα, τέχνη, επιστήμη, θεολογία, φιλοσοφία, νομικά και άλλα θέματα σύγχρονου
ενδιαφέροντος.
Η πρόσβαση σε βιβλία και περιοδικά διευκολύνθηκε
για τους φτωχούς, μέσω της γρήγορης ανάπτυξης μετά τα μέσα του αιώνα, των
δανειστικών βιβλιοθηκών και αναγνωστήριων που είχαν κόστος συμμετοχής περίπου
ίσο με μια συνδρομή σε μια εφημερίδα. Κάποιες από τις βιβλιοθήκες αυτές δεν
είχαν χώρους για συζητήσεις, όμως οι τελευταίες γίνονταν κυρίως σε ένα
διαφορετικό αλλά δημοφιλή χώρο, τη φιλολογική λέσχη. Είχαν βιβλιοθήκες όπου
μπορούσε κανείς να διαβάσει εφημερίδες, ταυτόχρονα, όμως, διοργάνωναν δημόσιες
συνεδρίες όπου τα μέλη μπορούσαν να διαβάσουν τα δικά τους έργα ή να συζητήσουν
τα θέματα της ημέρας. Διοργάνωναν
διαγωνισμούς δοκιμίων, δημόσιες διαλέξεις και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις και
ήταν δημοφιλείς σε όλες τις μορφωμένες τάξεις της Γαλλίας.
Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο,
για τους φιλοσόφους, όπως και για τους αναγνώστες των έργων τους, στον
τομέα της διαφωτισμένης σκέψης δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή μεταξύ των
επιστημών που μελετούσαν το φυσικό και κοινωνικό κόσμο. Οι επιπτώσεις στην
εμφάνιση της κοινωνιολογίας και άλλων κοινωνικών επιστημών είναι εξαιρετικής
σημασίας. Μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να διαφαίνεται το
χάσμα μεταξύ φυσικών και κοινωνικών επιστημών, που επικυρώθηκε από το μεγάλο
μεθοδολογικό ζήτημα που έκανε θραύση στη Γερμανία από το 1880, και στράφηκε στο
ερώτημα αν οι επιστήμες που μελετούν την ιστορία, την κοινωνία και τον
πολιτισμό μοιράζονται τις ίδιες επιστημονικές μεθόδους με αυτές που μελετούν
την ύλη.
Το μακροχρόνιο φλερτ των φιλοσόφων
με την επιστήμη ήταν σημαντικό για την εμφάνιση της κοινωνικής επιστήμης.
Οι αρχέτυπες κοινωνικές επιστήμες απαιτούσαν δύο βασικούς όρους για να
αναπτύξουν συνεκτικά πεδία μελέτης και μεθόδους έρευνας, που τους άντλησαν από
το παράδειγμα των φυσικών επιστημών: το νατουραλισμό και τον έλεγχο
της προκατάληψης. Ο νατουραλισμός, η ιδέα ότι η αλληλουχία αιτίου και
αιτιατού στο φυσικό κόσμο (και όχι στον πνευματικό ή μεταφυσικό) εξηγεί πλήρως
τα κοινωνικά φαινόμενα, δημιουργήθηκε από την εμμονή του Διαφωτισμού στην
επιστημονική μέθοδο. Ο έλεγχος της προκατάληψης είναι απαραίτητος στις
κοινωνικές επιστήμες για να μην επηρεάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής
μελέτης από αδικαιολόγητες κρίσεις
βάσει αξιών. Είναι αμφισβητήσιμο το πόσο μπορεί να εξαλειφθεί τελείως η
προκατάληψη από την επιλογή του πεδίου έρευνας, είναι όμως ξεκάθαρο ότι στην αξιολόγηση
ή ανάλυση των ενδείξεων και δεδομένων ο κοινωνικός μελετητής πρέπει να μην
αφήσει τις προκαταλήψεις του να επηρεάσουν τα αποτελέσματα. Οι φιλόσοφοι – παρ’
όλο που σε πολλές περιπτώσεις ήταν θύματα της προκατάληψης τους στην εργασία
τους-ήθελαν να επαληθεύσουν τις θεωρίες τους με τα γεγονότα κι όχι με τις
αξίες. Η παρουσία αυτών των δύο συνθηκών στο διανοητικό κλίμα του Διαφωτισμού
γονιμοποίησε την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών, αλλά δημιούργησε και πολλές
φιλοσοφικές δυσκολίες που έμειναν ουσιαστικά άλυτες.
Η έμφαση των φιλοσόφων στον
ορθολογισμό, στον εμπειρισμό και τον ανθρωπισμό ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό
υπαίτια για την ύπαρξη δύο ξεχωριστών χαρακτηριστικών στην εργασία τους πάνω
στις νέες κοινωνικές επιστήμες:
1.
τη χρήση επιστημονικών
μεθόδων για την δικαιολόγηση της αναμόρφωσης των κοινωνικών θεσμών, και
2.
τον πολιτισμικό σχετικισμό: την
συνειδητοποίηση, από πολλούς φιλοσόφους, ότι η Ευρωπαϊκή κοινωνία στην
οποία ζούσαν δεν αντιπροσώπευε την καλύτερη ή πιο ανεπτυγμένη μορφή κοινωνικής
οργάνωσης.
Για το πρώτο, ενδείξεις
δίδονται από την εξάπλωση της πεποίθησης ανάμεσα στους φιλοσόφους, ότι η
επιστημονική γνώση των ανθρώπινων σχέσεων μπορεί να εφαρμοστεί απ’ ευθείας για
την αναμόρφωση των ανθρώπινων θεσμών. Πιστεύοντας, κατά το Βολταίρο, ότι
οι άνθρωποι διαφθείρονταν από «άσχημα πρότυπα, κακή μόρφωση και άδικους
νόμους», οι φιλόσοφοι στηρίζονταν στις λειτουργίες της ίδιας της γνώσης ως παράγοντα
κοινωνικής αλλαγής. Η φυσική αθωότητα του ανθρώπου και η εξάρτησή του από την
ωρίμανσή του θα παρείχε το υλικό, σε συνδυασμό με την αντικειμενική γνώση, για
να αποτινάξει τις κακές επιδράσεις. Ο Ντιντερό έγραψε ένα έργο Est-il Bon? Est-il Méchant? (Είναι καλός ή είναι κακός;), το οποίο συνοψίζει
τον νεωτερικό τρόπο σκέψης με τον οποίο αντιμετωπίζονταν τα ερωτήματα
που αφορούσαν την ανθρώπινη ηθική από το Διαφωτισμό: σαν προβλήματα που
επιλύονταν με την διανοητική έρευνα
παρά με την επιβολή μιας εξωτερικής εξουσίας.
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό των νέων κοινωνικών επιστημών
ήταν η νέα τους τάση προς τον πολιτιστικό σχετικισμό: η ιδέα ότι δεν υπήρχε
ένας μόνο πολιτισμός, σίγουρα όχι ο Χριστιανικός, που θα μπορούσε να θέσει το
μέτρο της τελειότητας μέσω του οποίου θα έκρινε τους υπόλοιπους. Αυτή η τάση
δεν ήταν σε καμία περίπτωση καθολική μεταξύ των φιλοσόφων, ήταν όμως ένα
ισχυρό χαρακτηριστικό της προσέγγισης που εξετάζουμε με τον Γαλλικό Διαφωτισμό.
Οι Σκοτσέζοι του Διαφωτισμού (ειδικά ο Χιουμ, ο Σμιθ και ο Φέργκιουσον) ήταν
προσκολλημένοι σε ένα μοντέλο ανθρώπινης ανάπτυξης, στο οποίο η ευρωπαϊκή
κοινωνία φαινόταν να είναι πιο ανεπτυγμένη.
Οι Γάλλοι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν
συχνά λογοτεχνικά τεχνάσματα για να κριτικάρουν μια άποψη της ευρωπαϊκής
κοινωνίας με την οποία διαφωνούσαν μέσω μιας εξιστόρησης γραμμένης από κάποιον
που στην εποχή τους εθεωρείτο ως «βάρβαρος» μη-ευρωπαίος. Οι Περσικές
Επιστολές του Μοντεσκιέ , μια κριτική της απόλυτης μοναρχίας όπως την
ασκούσαν ο Λουδοβίκος ΙΔ’ και ΙΕ’ είναι κλασικό έργο αυτού του είδους.
Φαινομενικά γραμμένο από έναν Πέρση ταξιδευτή, ανατρέπει την κλασική δυτική
αντίληψη ότι ο δεσποτισμός ασκείται μόνο στην Ανατολή.
Οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν
πολύ αν και κάπως άκριτα τις αναφορές ταξιδευτών, εξερευνητών ή ακόμη και
ιεραποστόλων, για ξένες χώρες και διαφορετικούς πολιτισμούς. Έθεσαν τις
αναφορές αυτές στην υπηρεσία των σημαντικών τους ισχυρισμών ότι η ανθρώπινη
φύση ήταν κατά βάση ομοιογενής, διαφέροντας μόνο σε σχέση με τις τοπικές
καταστάσεις και ιδιαίτερες περιστάσεις, που ποίκιλαν από τις οικολογικές μέχρι
τις πολιτικές. Όπως το έθεσε ο Μοντεσκιέ, «δεν θα πρέπει κανείς να είναι
επικριτικός με τις συνήθειες των άλλων λαών, αλλά θα πρέπει να προσπαθεί να
τους κατανοήσει στα πλαίσια των περιστάσεών τους, και μετά να χρησιμοποιήσει
την γνώση αυτή για να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του». Μολονότι ήταν λίγο
εύπιστοι απέναντι στη χρήση των ιστοριών των πιο αμφιλεγόμενων από αυτούς τους
ταξιδιώτες, το παθιασμένο ενδιαφέρον των φιλοσόφων για άλλους πολιτισμούς ήταν
ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη ενός βασικού συστατικού της κοινωνικής
επιστήμης: διαπολιτισμική σύγκριση. Γιατί είναι ένα κεντρικό μεθοδολογικό
αξίωμα των κοινωνικών επιστημών ότι οι θεωρίες και οι υποθέσεις πρέπει να
διατυπώνονται με τέτοιον τρόπο που να επιτρέπει τη χρησιμοποίηση τους σε
συγκριτικές μελέτες. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε αυτόν τον πολιτισμικό
σχετικισμό από την πεποίθηση που εξετάζουμε: την ιδέα ότι η εφαρμογή της
επιστήμης και της διαφωτισμένης σκέψης για τη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου θα
έκανε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στις οποίες ζούσαν οι φιλόσοφοι, τις
προηγμένες του κόσμου. Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι οι βασικές
πνευματικές μορφές του Διαφωτισμού ήταν αντίθετες προς την κατάκτηση ξένων
πολιτισμών και ιδιαίτερα, την υποδούλωση των πληθυσμών τους.
Στη στάση του απέναντι στους
άλλους πολιτισμούς γίνονται πιο φανερές όλες οι αντιφάσεις και οι ανακολουθίες
του Διαφωτισμού. Αρκετοί Γάλλοι φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν το παράδειγμα ξένων
πολιτισμών για να τονίσουν τη «βαρβαρότητα» του Γαλλικού κράτους. Κάποιοι, όπως
ο Ρουσσώ χρησιμοποίησαν το παράδειγμα της «απολίτιστης κοινωνίας» για να
καταδείξουν πως ο πολιτισμός κάνει τους ανθρώπους να ανατρέπουν το φυσικό τους
ανθρωπισμό και να δημιουργούν ανισότητες. Η ιδέα του «ευγενούς αγρίου», η
αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι καλός από την φύση του και γίνεται κακός από την
κοινωνία, ταιριάζει πολύ στην Διαφωτιστική άποψη για την ομοιομορφία της
ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα, ο Σκοτσέζικος Διαφωτισμός ανέπτυξε μερικά κλιμακωτά
μοντέλα των ιστορικών βημάτων μέσω των οποίων, υπέθεταν ότι η ανθρώπινη
κοινωνία είχε εξελιχθεί. Αυτά τα μοντέλα έθεταν τυπικά την Σκοτσέζικη κοινωνία
του 18ου αιώνα στην κορυφή της ανθρώπινης εξέλιξης, με τις
«απολίτιστες» ή «βάρβαρες» κοινωνίες
που ανακαλύφθηκαν από την αποικιακή εξερεύνηση στην Αμερική και αλλού στον
αντίποδα της κλίμακας.
Η απλή περιέργεια, ο
σκεπτικισμός και η πεποίθηση ότι οι επιστημονικές αρχές μπορούν να εφαρμοστούν
στα ανθρώπινα ζητήματα δεν ήταν αρκετά. Ο ξεχωριστός χαρακτήρας των αναδυόμενων
κοινωνικών επιστημών δόθηκε από την δέσμευση των εισηγητών τους στην κοινωνική
αλλαγή, σε μια μεταμόρφωση των ανθρώπινων υποθέσεων μέσω της ανάπτυξης της
κατανόησης του ανθρώπου για τον εαυτό του.
Διαφωτισμός,
επανάσταση και αναμόρφωση
Κατά την εμφάνιση των μοντέρνων
κοινωνιών, οι κοινωνικές και πολιτικές μεταμορφώσεις που έλαβαν χώρα στις
επαναστάσεις του 1776 και 1789, την Αμερικανική και την Γαλλική, μοιάζουν στενά
συνδεδεμένες. Γενικά παρουσιάζονται ως το κατώφλι μεταξύ της παραδοσιακής και
μοντέρνας κοινωνίας, συμβολίζοντας το τέλος του φεουδαρχισμού και
απολυταρχισμού, και την άνοδο της μπουρζουαζίας ως κυρίαρχης τάξης στην καπιταλιστική
κοινωνία, αλλά και ως μεγάλα βήματα στους δρόμους τόσο της φιλελεύθερης
δημοκρατίας όσο και του ολοκληρωτισμού. Ποια, όμως είναι η ακριβής φύση της
σχέσης του Διαφωτισμού και της Αμερικανικής και Γαλλικής Επανάστασης; Το
ενδιαφέρον μας στρέφεται περισσότερο στην επίδραση αυτών των επαναστάσεων στην
εμφάνιση της κοινωνιολογίας και των άλλων κοινωνικών επιστημών ως καθιερωμένων
επιστημονικών τομέων.
Η Αμερικάνική Επανάσταση και ο
Πόλεμος της Ανεξαρτησίας που την ακολούθησε (1776-83) φάνηκαν να αποδεικνύουν
πως μια καινούρια Δημοκρατία μπορούσε να δημιουργηθεί, πως ήταν δυνατό να
νικήσει μια παντοδύναμη μοναρχία και να συμπυκνώσει τις ιδέες του
Διαφωτισμού. Πολλές από τις κεντρικές μορφές της νεοσύστατης Αμερικανικής
Δημοκρατίας – ο Τόμας Τζέφερσον, o Μπέντζαμιν Φράνκλιν, o Τζων Άνταμς, και o
Αλεξάντερ Χάμιλτον- ήταν φιλόσοφοι υπό
την έννοια της συμμετοχής τους σε έναν ευρύτερο κύκλο διανοούμενων που
συνδέονταν με τις βασικές φυσιογνωμίες του Διαφωτισμού. Το Σύνταγμα της
Δημοκρατίας διατήρησε άσβεστες στη μνήμη αρκετές από τις αρχές του Διαφωτισμού:
την ομοιομορφία της ανθρώπινης φύσης (ισότητα), την ανεξιθρησκία, την ελευθερία
της σκέψης και της έκφρασης, το διαχωρισμό των εξουσιών. Όφειλε πολλά στις
ιδέες του Μοντεσκιέ για την κοινωνική βάση της πολιτικής τάξης, στον Χιουμ για
την ιδέα της οικουμενικότητας της ανθρώπινης φύσης, και στο ενδιαφέρον του
Βολταίρου για την ελευθερία της σκέψης. Όμως, όπως τα περισσότερα προϊόντα του
Διαφωτισμού είχε και την σκοτεινή του πλευρά: η δουλεία, κατά παράδοξο τρόπο,
παρέμεινε νόμιμη (ο ίδιος ο Τζέφερσον ήταν ιδιοκτήτης φυτείας και δούλων).
Η επιτυχία της Αμερικανικής
Επανάστασης εμψύχωσε τους Γάλλους που επιθυμούσαν το τέλος του «δεσποτισμού»
της απολυταρχικής μοναρχίας στην Ευρώπη. Η γενική πεποίθηση της εποχής ήταν ότι
η Γαλλική Επανάσταση σε ένα βαθμό αποτελούσε υποπροϊόν των επικίνδυνων ιδεών
που υποστήριζαν οι φιλόσοφοι.
Εν τούτοις, οι φιλόσοφοι
πίστευαν κατά κύριο λόγο ότι η πρόοδος θα προέκυπτε μέσα από την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση. Ο
Ντιντερό κάποτε είπε ότι ο στόχος τους ήταν επαναστατικός μόνο στο βαθμό που
επεδίωκε την επανάσταση στο μυαλό των ανθρώπων. Πράγματι, ο Βολταίρος πίστευε
στην αναγκαιότητα των απόλυτων μοναρχών επειδή, κατά τη γνώμη του, ήταν οι
μόνοι που είχαν τη δύναμη να εξαλείψουν εντελώς τους θεσμούς και τους
απηρχαιωμένους νόμους που κρατούσαν τον κόσμο σε κατάσταση άγνοιας και
δεισιδαιμονίας.
Στη Βρετανία, o Έντμουντ Μπέρκ
(1729-97), ένας πολιτικός θεωρητικός των Συντηρητικών, παρουσίασε μια
σημαίνουσα συντηρητική ερμηνεία του Διαφωτισμού, παρουσιάζοντας τον σαν μια
πνευματική και φιλοσοφική συνομωσία, την οποία υπέθαλπε μια «μυστική ομάδα
λόγιων», και που απεργαζόταν την
καταστροφή του Χριστιανισμού, και στην πορεία, την πτώση του γαλλικού
κράτους. Για να υποστηρίξει την άποψή του χρησιμοποίησε το παράδειγμα της
βαυαρικής ομάδας διανοούμενων που είχαν επηρεαστεί από το Διαφωτισμό- των Illuminati-
και που επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τη μασονία για να καταρρίψουν την
κυβέρνηση του γερμανικού πριγκιπάτου που κυριαρχούνταν από την Εκκλησία.
Στο έργο του Σκέψεις πάνω
στη Γαλλική Επανάσταση , ο Μπερκ επέρριπτε κατηγορηματικά την ευθύνη για
την Επανάσταση στο κατώφλι των φιλοσόφων. Είπε στους Γάλλους ότι δεν
υπήρχε τίποτα ουσιαστικά εσφαλμένο στο παλαιό καθεστώς και πως δεν χρειαζόταν να καταλύσουν την
μοναρχία. Ο Τόμας Πέιν (1737-1809) μεταξύ άλλων, αντιπαρατάχθηκε σθεναρά στις
ιδέες του Μπερκ, με το βιβλίο του Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου , ένα
ισχυρό όπλο για την δημοκρατική πλευρά, το οποίο διακήρυσσε ότι οι Γάλλοι
δημιουργούσαν ένα νέο σύνταγμα βασισμένο στη σκέψη του Διαφωτισμού -
ορθολογιστικό, δίκαιο, στηριγμένο στους φυσικούς νόμους και τις επιστημονικές αρχές. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο
συνδέθηκε στενά με έναν ευρύτερο πολιτικό αγώνα για την κοινοβουλευτική
αναμόρφωση της Αγγλίας, και συνεχίστηκε μέχρι το 1800 περίπου. Μολονότι οι
ιδέες του Πέιν άσκησαν μεγάλη επιρροή στη Βρετανία, στην Ευρώπη το επιχείρημα
του Μπερκ ότι οι κοινωνίες έσφαλαν όταν εγκατέλειψαν την κληρονομιά τους και
τις καθιερωμένες παραδόσεις άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή - ειδικά ανάμεσα στις
καλλιεργημένες και άρχουσες ελίτ που πίστευαν ότι το παράδειγμα της Γαλλικής
Επανάστασης απειλούσε τα δικά τους κεκτημένα δικαιώματα.
Από μια έννοια, οι φιλόσοφοι ήταν οι βασικοί παράγοντες στην Γαλλική
Επανάσταση. Όπως έκανε σαφές ο Σορέλ και πολλοί ιστορικοί από τότε, οι συνθήκες
για την επανάσταση υπήρχαν τουλάχιστον από την βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ’.
Μόνο η αισιοδοξία ότι ο διάδοχος του θα επανόρθωνε, απόρροια της υπολειμματικής
νομιμότητας της μοναρχίας για τους περισσότερους Γάλλους, καθυστέρησε τα
γεγονότα που τελικά συνέβησαν το 1789. Παρά τις διαμαρτυρίες των φιλοσόφων για
το αντίθετο, ο Διαφωτισμός ήταν μια ριζοσπαστική δύναμη που υπέσκαψε τη
νομιμότητα του παλαιού καθεστώτος. Ο κυριότερος παράγοντας γι’ αυτό ήταν η
δημοτικότητα της σκέψης του Διαφωτισμού ανάμεσα στις μορφωμένες ελίτ.. Η έξωση
των Ιησουϊτών το 1764, ως αποτέλεσμα της διαμάχης του τάγματος με το Γαλλικό Parlements (που έπληξε σοβαρά το εκπαιδευτικό σύστημα,
καθώς το ένα τέταρτο των γαλλικών κολεγίων διοικούνταν από τους
Ιησουίτες) έδωσε επίσης ώθηση στο αυξανόμενο κύμα του αθεϊσμού και των
απαιτήσεων για μεγαλύτερη θρησκευτική ανοχή, το οποίο πήγαζε σε μεγάλο βαθμό
από τους φιλοσόφους. Η ίδια η Εκκλησία προσπάθησε να αναχαιτίσει αυτό το
κύμα δημοσιεύοντας ανασκευές πράξεων φιλοσοφικής ασέβειας, και τοποθετώντας
ευσεβείς λαϊκούς σε θέσεις εξουσίας για να σταματήσει τη διχόνοια,
πετυχαίνοντας, φυσικά, μόνο την ενθάρρυνση της ευρύτερης συζήτησης για τα
κεντρικά θέματα της σκέψης του Διαφωτισμού.
Η Γαλλική Επανάσταση έγινε
ευκαιρία για τους φωτισμένους ανθρώπους να επιφέρουν μια πιο λογική, δίκαιη και
ανθρωπιστική οργάνωση των υποθέσεων της ανθρωπότητας. Η Εθνοσυνέλευση, που
εξαπέλυσε την επανάσταση το 1789, περιελάμβανε την αφρόκρεμα των διανοούμενων
της χώρας, οι οποίοι συνειδητά θεωρούσαν τους εαυτούς τους προϊόντα και όργανα
του θριάμβου του Διαφωτισμού. Σε όλη τη Γαλλία, άνθρωποι του ίδιου υπόβαθρου,
ενώνονταν μαζί τους εμπνευσμένοι από τα ίδια ιδανικά. Το επαναστατικό σύνταγμα
που παρουσίασε η Εθνοσυνέλευση το 1791 ήταν απ’ ευθείας βασισμένο σε ιδέες που
διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στο Πνεύμα του Νόμου του Μοντεσκιέ, ειδικά
σε αυτές που σχετίζονταν με το διαχωρισμό των εξουσιών σε εκτελεστική,
νομοθετική και δικαστική. Θα ήταν παραπλανητικό να θεωρήσουμε την Γαλλική
Επανάσταση ως τίποτα άλλο πέρα από την πραγματοποίηση των πνευματικών αρχών του
Διαφωτισμού. Σύμφωνα με ένα μετριοπαθή μοναρχικό «δεν ήταν η επιρροή των ιδεών
που οδήγησε στην επανάσταση, αλλά αντίθετα, η επανάσταση που προσέδωσε υπόσταση
στην επιρροή τους». Η Γαλλική Επανάσταση ως ένα κοινωνικο-πολιτικό γεγονός
βρίσκεται στην απαρχή του μοντέρνου κόσμου και ο κόσμος αυτός είναι ίσως
ακατανόητος χωρίς αυτήν, γιατί μεταμόρφωσε την άποψη των ανθρώπων για τη φύση
και οργάνωση της κοινωνίας. Αν κοιτάξουμε πέρα από τους κύριους αρχιτέκτονες
της Επανάστασης εκείνης, και αναρωτηθούμε από πού πήγαζε η δική τους άποψη, θα
οδηγηθούμε ξανά στις μορφές του Διαφωτισμού.
Η επίδραση του Διαφωτισμού
φαίνεται πιο καθαρά στα πεδία του αστικού δικαίου, του κοινοβουλευτικού ελέγχου
της φορολογίας, των ελευθεριών του τύπου και του ατόμου, της ανεξιθρησκίας, και
της πλήρους εξάλειψης των φεουδαρχικών νόμων και υποχρεώσεων («προνόμιο»). Οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι «οι
άνθρωποι θα ήταν πιο ευτυχισμένοι και αξιοπρεπείς αν οι κοινωνικοί θεσμοί
καθορίζονταν από τη λογική ή την επιστήμη, παρά από τη συνήθεια. Αυτό
συνοδευόταν από την υπόθεση ότι οι άνθρωποι είχαν αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα,
όπως την απεριόριστη ελευθερία της πρόσβασης σε πληροφορίες, την ελευθερία του
λόγου, την ελευθερία από την αυθαίρετη σύλληψη και την ελευθερία της
οικονομικής δραστηριότητας. Όλα μαζί, φαίνονται σαν προσπάθεια της Επανάστασης
να θεσμοθετήσει ένα μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής
ισότητας μέσα στο κράτος, να αντιμετωπίσει τη φυσική ανισότητα των ανθρώπων, η
οποία υποστήριζε όλο το διαπλεκόμενο νομικό, φορολογικό σύστημα και την τοπική
αυτοδιοίκηση του παλαιού καθεστώτος. Παρ’ όλα αυτά, στα πρώτα τουλάχιστον
στάδια, η ιδέα της ισότητας ήταν περιορισμένη, και όχι τόσο ριζοσπαστική όσο
φαινόταν. Αυτό που ζητούσαν οι επαναστάτες του 1789-91 ήταν να δοθεί μια
ευκαιρία από τη Γαλλική κοινωνία σ’ αυτούς- που ήταν ουσιαστικά οι μορφωμένοι,
καλλιεργημένοι «κύριοι», από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές του Διαφωτισμού- οι
οποίοι μέχρι τότε ήταν αποκλεισμένοι από την εξουσία και την επιρροή. Από
πολλές απόψεις ήθελαν μια κοινωνία σαν και αυτήν της Αγγλίας, όπου μια
περιορισμένη δημοκρατία ήταν επιτρεπτή.
Η Επανάσταση πήρε άλλη τροπή
μετά το 1792, μπαίνοντας καθαρά σε μια δεύτερη φάση όπου γινόταν πιο
ριζοσπαστική και ταυτόχρονα πιο όμοια προς την κοινωνία του Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ
εμφάνισε στα έργα του μια εκδοχή κοινωνικού συμβολαίου εμπνευσμένη από τους
Χομπς και Λοκ αλλά ταυτόχρονα ριζικά διαφορετική. Απέναντι στο κράτος του Θεού
και την ελέω Θεού μοναρχία όλοι αντιπαρέθεταν την έννοια του κοινωνικού
συμβολαίου μεταξύ πολιτών και κράτους. Κατά τον Ρουσσώ οι άνθρωποι παραιτήθηκαν
από την αρχική τους ελευθερία για να δημιουργήσουν μια κοινωνία ακριβώς για να
διασφαλίζουν ακόμη περισσότερο τα φυσικά τους δικαιώματα. Ο αντικειμενικός
αυτός σκοπός θα επιτυγχανόταν με τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου που
δέσμευε τους ανθρώπους σαν άτομα απέναντι στη «γενική θέληση» της κοινωνίας
τους. Αντίθετα με τον Λοκ, ο Ρουσσώ δεν καθιστούσε την κυβέρνηση συμβαλλόμενο
στο συμβόλαιο, ούτε και η κυβέρνηση βρισκόταν, όπως στη λογική του Χομπς,
υπεράνω του συμβολαίου. Κατά τον Ρουσσώ, αντιθέτως, ο λαός ήταν κυρίαρχος και η
γενική θέλησή του είναι νόμος, έτσι ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να αλλάζει είτε
τη μορφή της κυβέρνησης είτε τους ηγέτες του.
Η Δημοκρατία είχε εμπλακεί σε
έναν πόλεμο με διάφορα απολυταρχικά ή μοναρχικά κράτη στα σύνορά της και
εσωτερικά με αυτούς που όλο και περισσότερο αντιδρούσαν στις δημοκρατικές και
ολοκληρωτικές κατευθύνσεις τις οποίες άρχισαν να ακολουθούν οι θεσμοί της.
Ασχολείτο όλο και λιγότερο με τις βασικές αρχές των φιλοσόφων, και
πλησίασε περισσότερο στο πνεύμα των ιδεών του Ρουσσώ, με τη Δημοκρατία να
παριστάνεται ως ένα είδος Ιδανικής Πολιτείας, και την κοινωνία σαν ένα μέσο
ενίσχυσης της ηθικής των μελών της. Η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ το 1793 και
η Τρομοκρατία, που εξαπολύθηκε εναντίον πολλών υποστηρικτών της επανάστασης του
1789, ήταν απόδειξη για πολλούς εκτός Γαλλίας ότι ο Διαφωτισμός δημιούργησε ένα
τέρας. Πολλοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι – ανάμεσα τους κι ο Καντ – ένιωθαν
αποτροπιασμό από τη βία της Επανάστασης και τον αυξανόμενο πολεμοχαρή εθνικισμό
της Γαλλίας.
Η πιο πρόσφατη ιστορία της Επανάστασης, και η μεταμόρφωσή
της σε ένα νέο είδος απολυταρχισμού υπό τον Ναπολέοντα, επιτάχυνε την
απομάκρυνση από τα ιδανικά του Διαφωτισμού. Μονάχα τα μέτρα εκείνα που
προωθούσαν την εθνική αποδοτικότητα (π.χ. το εσωτερικό ελεύθερο εμπόριο, η
τεχνική μόρφωση) παρέμειναν. Οι βασικές ελευθερίες, όπως η ελευθερία του τύπου
και η ελευθερία από την αυθαίρετη σύλληψη, αναστάλθηκαν. Ο Διαφωτισμός ως
δύναμη προόδου και πνευματικής αλλαγής έφθασε στο τέλος του. Εν τούτοις, οι
διανοητικές αρχές που θεμελίωσε στην καλλιεργημένη ελίτ επιβίωσαν και έγιναν η
βάση για νέους στοχασμούς πάνω στην οργάνωση της μετα-επαναστατικής κοινωνίας.
Προτάσεις
για μελέτη:
E-mail: tsakthan@compulink.gr
Δικτυακός τόπος http://www.geocities.com/homo_politicus/index.html
Επίσης μπορείτε έναντι μικρού αντιτίμου να διαβάσετε χιλιάδες
βιβλία στο δικτυακό τόπο