Διαβάζοντας

 

Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα (2002) Το φύλο της δημοκρατίας: Ιδιότητα του πολίτη, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα.

 

Σύμφωνα με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση το 30% των υποψηφίων δημοτικών και νομαρχιακών συμβούλων πρέπει να είναι γυναίκες. Πρόκειται για μια καθαρή πολιτική νίκη του φεμινιστικού κινήματος ή μήπως υπάρχουν και άλλες όψεις του ζητήματος που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιηθεί και που μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο στο χειραφετητικό αγώνα των γυναικών για την πλήρη ισότητα των δύο φύλων; Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει σ’ αυτή τη μελέτη η καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθήνας Μ. Παντελίδου, στην Ελλάδα «οι γυναίκες δεν υπερέχουν αριθμητικά στην τοπική αυτοδιοίκηση σε σχέση με την κεντρική πολιτική εξουσία: Στους 900 εκλεγμένους δημάρχους του 1998 οι 14 μόνο ήταν γυναίκες (λιγότερες από 1,6%) και στους 54 νομάρχες οι δύο (3,7%). Παράλληλα παρατηρούμε ότι οι συνενώσεις δεν ευνόησαν τη γυναικεία παρουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση, μάλλον το αντίθετο συνέβη.» Συνεπώς, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν προηγήθηκε ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα που να είναι σε θέση να ανατρέψει την παγιωμένη κατάσταση, η δε πρόσφατη εκλογή της Ν. Μητσοτάκη και της Φ. Γεννηματά, στο Δήμο και στην Υπερνομαρχία αντίστοιχα, δεν αλλάζει τίποτε ουσιαστικά.

 

Η Μ. Παντελίδου θέτει ένα μεγάλο στόχο για τη φεμινιστική θεωρία: τη διαμόρφωση και επεξεργασία τόσο μιας προβληματικής για τις γυναικείες διεκδικήσεις που θα τις εντάσσει σε μια συνολική ριζοσπαστική θεώρηση και στρατηγική για την κατάργηση του υπάρχοντος συστήματος σχέσεων των δύο φύλων ως κεντρικής εξουσιαστικής δομής, όσο και μια νέα αντίληψη για τον οικουμενικό χαρακτήρα της ιδιότητας του πολίτη που να υπερβαίνει την «ψευτοοικουμενικότητα» του φιλελεύθερου ατομικισμού όπου ο πολίτης προσλαμβάνεται απλώς ως φορέας δικαιωμάτων, και έτσι να περιλαμβάνει πραγματικά όλους και όλες τους πολίτες της δημοκρατίας. Έτσι, η προσπάθεια της Μ. Παντελίδου αποσκοπεί στην υλοποίηση δύο στόχων: αφενός να συνεισφέρει τις απόψεις της στο δημόσιο θεωρητικό διάλογο για τις προοπτικές της δημοκρατίας με σημείο αναφοράς την κρίσιμη σχέση της με το φύλο ως θεσμοθετημένης διάκρισης, και αφετέρου, να παρέμβει σ’ έναν πολιτικά επίκαιρο διάλογο σχετικά με τους τρόπους, την πολιτική και τις πολεμικές καταπολέμησης της γυναικείας πολιτικής υποτέλειας, καθώς και σχετικά με τις ιδεολογικές συνιστώσες και συνδηλώσεις των πολιτικών αυτών. Έτσι, η συζήτηση για την πολιτική «υποαντιπροσώπευση» των γυναικών πρέπει να μπει στο δρόμο της αναζήτησης της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα σε μια συγκεκριμένη δημοκρατική κοινωνία υπερβαίνοντας το εικονικό «εκσυγχρονιστικό» αίτημα των ποσοστώσεων.

Θανάσης Αλεξίου, (2002) Εργασία, εκπαίδευση και κοινωνικές τάξεις: Το ιστορικό-θεωρητικό πλαίσιο, Εκδόσεις Παπαζήζη, Αθήνα.

 

Ο καθηγητής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Θανάσης Αλεξίου στο δικό του βιβλίο αναφέρεται στο (αιώνιο) πρόβλημα του ντετερμινιστικού τρόπου προσέγγισης των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στην εργασία και στην κοινωνία. Αυτή η προσέγγιση είναι χαρακτηριστική ορισμένων, κυρίαρχων σήμερα, θεωριών, όπως ο «μεταβιομηχανισμός, ο «μεταφορντισμός» η «μετανεωτερικότητα» και άλλες θεωρίες περί «μετά». Ο Θ. Αλεξίου θεωρεί ότι αυτές οι θεωρίες δεν κατορθώνουν να εντοπίσουν τις δομικές διαμορφώσεις που προκάλεσαν και προκαλούν ακόμη τις αλλαγές αυτές και απομονώνουν τις αιτίες από τις συνέπειες. Ως αποτέλεσμα εμφανίζονται και διαιωνίζονται εννοιολογικά χάσματα και ασυνέχειες.

 

Ο συγγραφέας επανέφερε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου την θεωρία περί αντικειμενικής υπόστασης των τάξεων και αφού την επεξεργάστηκε κριτικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «απαξίωση της εργατικής δύναμης (ανεργία, υποαπασχόλησης κλπ) ή η κοινωνική έκπτωση του υποκείμενου φορέα της εργατικής δύναμης (φτώχεια, περιθωριοποίηση) αποτελεί γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού κοινό ενδεχόμενο, το οποίο δύναται να ενσκήψει ανά πάσα στιγμή.» Εν τούτοις, «όλα αυτά τα κοινά στοιχεία που προσιδιάζουν στη σημερινή εργατική τάξη, αποτελούσαν και θα αποτελούν διαχρονικά δομικά χαρακτηριστικά, με διαφοροποιήσεις στη μορφή (μορφή εργασίας ή απασχόλησης) μιας κοινωνικής τάξης, η οποία συγκροτείται γύρω από έναν τρόπο εργασίας που οργανώνεται καπιταλιστικά. Δεν είναι, επομένως, ούτε η υποκειμενική αντίληψη του ατόμου ούτε οι πολιτισμικές συμπεριφορές ούτε το επίπεδο μισθών αλλά ούτε και οι συνθήκες και οι μορφές εργασίας το κριτήριο ένταξης των ατόμων στη μία ή στην άλλη κοινωνική τάξη. Είναι, όμως, οι αντικειμενικές συνθήκες που προσδιορίζονται από τη μορφή αξιοποίησης του κεφαλαίου και από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.»

 

Η εργασία του Θ. Αλεξίου κινείται σε δύο επίπεδα. Από τη μια σ’ ένα ιστορικό-θεωρητικό επίπεδο που αποσαφηνίζει τις έννοιες με τις οποίες προσεγγίζει την εργασία, την εκπαίδευση και τη δόμηση των  κοινωνικών τάξεων, και από την άλλη σ’ ένα κοινωνιολογικό επίπεδο, συνδέει τις έννοιες αυτές με τον προσδιορισμό διεργασιών και αλλαγών στην εργασία και στην παραγωγή, που διαμορφώνουν την κοινωνική δομή (συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, συνεχής εμφάνιση νέων μεσαίων στρωμάτων) και αντανακλώνται στην υπερδομή (εκπαιδευτική πολιτική, τρόποι ζωής, μορφές δράσης κ.ο.κ.).

 

Θανάσης Τσακίρης

E-mail: tsakthan@compulink.gr

http://dimotika.snn.gr

Διαβάζοντας…

 

Στη μνήμη του Βαγγέλη Τσακίρη

 

 

Συλλογικό έργο: ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ: ιστορικός τόπος, τόμος Α΄, Αθήνα, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2002           

 

Τον Ιανουάριο του 1950 σε ένα πολυσέλιδο εικονογραφημένο φυλλάδιο της κυβέρνησης Αλ. Διομήδη - ήταν η κυβέρνηση που ολοκλήρωσε τη στρατιωτική νίκη των αστικών καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων σε βάρος του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού – εκθειαζόταν το κολαστήριο της Μακρονήσου ως «πατριωτικόν Πανεπιστήμιον» και αποσκοπούσε στο να καθησυχάσει τους φόβους της δημοκρατικής κοινής γνώμης της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής ότι εδημιουργείτο ένα «νέο Νταχάου». Με μοναδικό αντίστοιχό της στη Μαλαισία, η «στρατιωτική μονάδα ειδικής αποστολής» της Μακρονήσου αποτέλεσε το μοναδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης σε χώρα του «ελεύθερου κόσμου» του δυτικού καπιταλισμού - πλην της βάσης των ΗΠΑ στο Γκουντάναμο υπόό τις ειδικές σημερινές συνθήκες.

 

Το κολαστήριο άρχισε να λειτουργεί την άνοιξη του 1947 επί «κυβέρνησης ευρύτερης συνεργασίας» των δεξιών και κεντρώων δυνάμεων υπό την πρωθυπουργία του εξωκοινοβουλευτικού Δ. Μάξιμου, ενώ θεσμική υπόσταση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απέκτησε τον Οκτώβριο του 1949 (ψήφισμα ΟΓ/1949 περί «Οργανισμού Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου») επί κυβέρνησης Διομήδη.

 

Δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές πέρασαν από το Μακρονήσι. Πολλοί ήταν νέοι που αρνούνταν να σηκώσουν όπλο κατά των συντρόφων τους του Δ.Σ., άλλοι αφοπλισμένοι, και φυλακισμένοι ουσιαστικά για λόγους προληπτικούς και άλλοι για να «αναμορφωθούν». Όλοι αυτοί αποτέλεσαν «τα τρία ιδιότυπα Τάγματα των Σκαπανέων».

 

Μέχρι σήμερα δεν έχει γραφτεί παρά ένα μικρό μόνο μέρος της ιστορίας αυτών των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, από τους οποίους άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι δολοφονήθηκαν ή πέθαναν από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες, και άλλοι (οι περισσότεροι) επέζησαν αποδεικνύοντας ότι, ακόμη και υπό τέτοιες φοβερές και τρομερές συνθήκες, όσοι θεωρούσαν ότι ο σοσιαλισμός - η «ενεργητική ουτοπία», κατά τον Zigmund Baumann – θα μπορούσε μια μέρα να πραγματοποιηθεί με την ασίγαστη πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της αναδείκνυαν αντοχές που δεν ταίριαζαν σε συνηθισμένους ανθρώπους. Ανάμεσα στις εκδόσεις που αναφέρονται στο Μακρονήσι και στο καθεστώς του διακρίνουμε, μεταξύ άλλων, μαρτυρίες, όπως το βιβλίο του Ν. Μάργαρη Η ιστορία της Μακρονήσου και του Ε. Μαχαίρα Πίσω από το γαλανόλευκο παραπέτασμα, καθώς και συλλογικούς επιστημονικούς τόμους, όπως αυτόν των Σ. Μπουρνάζου και Τ. Σακελλαρόπουλου Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Εκείνο που έλειπε ήταν μια συλλογική δουλειά καταγραφής ατομικών μαρτυριών για τα χρόνια εκείνα. Την πρωτοβουλία να συγκεντρωθούν αυτές οι ατομικές μαρτυρίες όσο ακόμη ήταν ζωντανοί οι «Μακρονησιώτες» ανέλαβε ο παλαίμαχος κομμουνιστής Διονύσης Γεωργάτος. Εκτός από τον ίδιο, στη συγγραφή των κειμένων του Α΄ τόμου συνέβαλαν οι: Βαγγέλης Τσακίρης, Κοσμάς Φουντουκίδης, Σωτήρης Κωστόπουλος, Βασίλης Ζωγράφος, Γ. Ραφαηλίδης, Αριστοτέλης Λαμπρούλης, Αργύρης Μπάρας, Νίκος Τερζόγλου, Νίκος Βασιλάκης, Βασίλης Βενετσανόπουλος, Πατρίκιος Αποστολάκος, Λεόντιος Παππάς, Νίκος Μανδράκος, Γ. Τσιφογιανέας, Παρίσης Κατσαρός, Νίκος Παπαδόπουλος, Κώστας Παλαιολόγος, Ντίνος Ζήκος, Γιώργης Χατζηπέτρου, Νίκος Χατζηγιαννάκης, Τάσος Ρασσιάς, Τάσος Δανιήλ, Τάκης Σταθάτος, Βασίλης Σακέτας, Νίκος Μαλάμογλου, Αντώνης Σωτηρόπουλος, Σεραφείμ Καρασάββας, Τάκης Παππάς και άλλοι αγωνιστές. Την επιμέλεια του τόμου έκανε ο Βασίλης Λάζαρης. Το σημερινό ΚΚΕ συνέβαλε σ’ αυτή την προσπάθεια, όπως επισημαίνει ο Δ. Γεωργάτος, και «είναι φυσικό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κρατουμένων αγωνιστών, ήταν μέλη και στελέχη του ΚΚΕ». Παρά την κριτική που πρέπει να ασκήσει ο/η αναγνώστης/τρια στον πρόλογο της Α. Παπαρήγα και στο κείμενο του Μ. Μαΐλη (π.χ. στην εξιστόρηση της διαδρομής από το Δεκέμβρη του ’44 ως τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου δεν αναφέρεται πουθενά ο ρόλος του πρωτοκαπετάνιου Άρη Βελουχιώτη, ισοπεδώνονται όλες οι μη κομματικές δυνάμεις και παράγοντες, αγνοούνται οι τροτσκιστές που πήραν μέρος στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, η λογική ότι «για όλα φταίει ο αντίπαλος και οι ‘οππορτουνιστές’ στο κόμμα»), δεν παύει να αποτελεί γεγονός η έκδοση του βιβλίου που έγινε σε μια δύσκολη συγκυρία, η οποία, εκτός των άλλων, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων να αποδοθεί στην πάσης φύσεως αριστερά και στους αγώνες της κάθε αρνητική πτυχή της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας.

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

http://www.geocities.com/trapeziko_vima/INDEX.HTML