ΚΡΑΤΟΣ-ΚΟΜΜΑ-ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ 1980-2001:

ΜΕΤΑΞΥ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ

 

(Σχέδιο ομιλίας του Θανάση Τσακίρη στο 9ο Συνέδριο του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα «Κοινωνική Αλλαγή στη Σύγχρονη Ελλάδα», Πάντειο Πανεπιστήμιο, 9-12/4/2003)

 

Η σχέση του συνδικαλισμού με το κράτος και τα κόμματα πέρασε από διάφορες φάσεις που χαρακτηρίζονται από το δίπολο ενσωμάτωση-αμφισβήτηση ανάλογα με τη συγκεκριμένη κάθε φορά συγκυρία.

 

Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης που ήταν σε μεγάλο βαθμό καθοριστικά για την εξέλιξη αυτής της σχέσης, οι κυβερνήσεις της ΝΔ μέσω του κράτους και των μηχανισμών του προσπάθησε να δημιουργήσει μια «αμυντική δημοκρατία», η οποία θα απορροφούσε τους κραδασμούς που θα προκαλούσε η επερχόμενη ένταση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ψηφίστηκαν από τη Βουλή νέοι νόμοι, όπως ο 330/76 με τον οποίο κατεστάλη το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων που με νέες μορφές οργάνωσης (επιχειρησιακό σωματείο, άμεση δημοκρατία και ανακλητές συντονιστικές επιτροπές) και τρόπους δράσης (στάσεις εργασίας, άγριες απεργίες, καταλήψεις εργασιακών χώρων και οδοστρωμάτων). Επίσης διατηρήθηκε ο 3239/55 περί υποχρεωτικής διαιτησίας και απαγόρευσης απεργίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της.

 

Όσον αφορά τα κόμματα, τις συνδικαλιστικές παρατάξεις και τα συνδικάτα η σχέση μεταξύ τους είναι ιδιαίτερα στενή όταν δεν είναι σχέση υποτέλειας του συνδικάτου παράταξης προς το κόμμα. Μετά την πτώση της δικτατορίας τα δύο κόμματα της κομμουνιστικής αριστεράς βρήκαν νέο πεδίο ανταγωνισμού για την κατάκτηση πολιτικής ηγεμονίας με την ανάπτυξη των αντιδικτατορικών συνδικαλιστικών παρατάξεων ΑΕΜ (ΚΚΕ εσωτερικού) και ΕΣΑΚ (ΚΚΕ). Οι δύο παρατάξεις διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους τόσο από πλευράς πολιτικής στρατηγικής όσο και κοινωνικής απεύθυνσης. Το ΑΕΜ ανέπτυσσε τις δυνάμεις του στους χώρους της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών και σε ορισμένα εργοστασιακά σωματεία ενώ η ΕΣΑΚ κυριαρχούσε στις ομοσπονδίες που στήριζαν εκ παραδόσεως την Αριστερά (οικοδόμοι, λογιστές, ομοιοεπαγγελματικά κλαδικά σωματεία) αλλά και ως ένα σημαντικό βαθμό σε τράπεζες και κοινή ωφέλεια. Η συνδικαλιστική δεξιά μέχρι το 1984-85 αποτελούνταν από διάσπαρτες συνδικαλιστικές παρατάξεις υπό την κηδεμονία εργατοπατέρων και συνδικαλιστών που καλύπτονταν από την ηγεσία της φιλοκυβερνητικής ΓΣΕΕ. Ο χώρος του ΠΑΣΟΚ οργανώθηκε με την συγκρότηση της ΠΑΣΚΕ που γρήγορα ανέπτυξε μεγάλες δυνάμεις στα εργοστασιακά σωματεία, στις δημόσιες επιχειρήσεις και τράπεζες, εντάσσοντας στους κόλπους της αρκετούς νέους συνδικαλιστές που εμπνέονταν από τις ιδέες της συμμετοχής, του εργατικού ελέγχου, ακόμη και της αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων. Τέλος, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά εκφράστηκε, ως επί το πλείστον, με συσπειρώσεις που είχαν μικρή έως μηδαμινή εξάρτηση από πολιτικές ομάδες και προωθούσαν ιδέες εργατικής αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης (το ανθρώπινο δυναμικό τους ήταν σε εργοστασιακά σωματεία και τράπεζες).

 

Η μετά το 1981 περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται από στοιχεία τομής αλλά και συνέχειας στη σχέση κυβέρνησης, κομμάτων και συνδικάτων. Η κυβέρνηση στόχευε στην «κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου ελληνικού λαού» και θεωρούσε το συνδικαλισμό ως ένα από τα τρία βάθρα της δημοκρατίας. Τομή μέσα στη συνέχεια ήταν η χρησιμοποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου για την κατάργηση της διοίκησης της ΓΣΕΕ και την αντικατάστασή της με τις μέχρι τότε αποκλεισμένες από τη διοίκηση της συνομοσπονδίας παρατάξεις της αριστεράς. Στην ΠΑΣΚΕ δόθηκε η μερίδα του λέοντος των εδρών. Η εξέλιξη αυτή προϊδέαζε για την παραπέρα πορεία καθώς η κομματικοποίηση συνδυάστηκε με τη λογική ενός κυβερνητικού συνδικαλισμού νέου τύπου. Η στρατηγική του αστικού κράτους δεν είναι πλέον η βίαιη «κατάργηση» του εργατικού κινήματος αλλά η διαχείριση μιας πολιτικής ταξικής αντιπαράθεσης. Νέες συλλογικές πελατειακές σχέσεις μεταξύ κυβερνώντων – κλαδικών οργανώσεων και ψηφοφόρων θα αντικαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τα παλιότερα ατομικά πελατειακά δίκτυα βουλευτών και πολιτευτών. Άλλη μια πρωτόγνωρη πρακτική ήταν αυτή της μαζικής απεργοσπαστικής δράσης με κυβερνητική και κομματική στήριξη που μετέβαλε τα συνδικάτα σε πεδία μάχης με τη συμβολή της “απλής αναλογικής” του Ν. 1264/82 για τις αρχαιρεσίες των συνδικαλιστικών σωματείων που ήταν αίτημα της αντιπολίτευσης και εκδημοκρατικοποιούσε, ως ένα βαθμό, τις συνδικαλιστικές δομές. Με την ψήφιση του Ν. 1365/83 περί “κοινωνικοποιήσεων” των δημοσίων επιχειρήσεων, και τη μειοψηφική συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στην Αντιπροσωπευτική Συνέλευση Κοινωνικού Ελέγχου, οι οποίοι εκλέγονταν μέσα από κομματικά παραταξιακά ψηφοδέλτια, και από την άλλη με το 4ο άρθρο, το οποίο έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές, ολοκληρώθηκε το πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινούνται τα συνδικάτα κλάδων που είχαν σημαντικές κατακτήσεις. Όμως, η μη επέκταση της, έστω και μειοψηφικής, συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων αυτών, η έλλειψη πληροφόρησής τους καθώς και η έλλειψη αντίστοιχης παιδείας και κουλτούρας έφθειρε το θεσμό. Κάπως διαφορετική ήταν η περίπτωση της ΔΕΗ από τον ΟΤΕ. Η ύπαρξη στον ΟΤΕ μιας ομάδας κριτικά σκεπτόμενων συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ, που αργότερα ίδρυσαν τη ΣΣΕΚ, συνέβαλε στη διατήρηση αντιστάσεων σε λογικές πλήρους ενσωμάτωσης στην κυβερνητική πολιτική αλλά και σχετικής αυτονόμησης των παρατάξεων από την κομματική λογική. Έτσι, η κοινωνικοποίηση που προωθείται από τα πάνω δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από τη συνδικαλιστική αντιπολίτευση όλων των τάσεων αλλά και από μερίδες προερχόμενες από το εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται αγώνες σε όλα τα επίπεδα μέσα και έξω από τον ΟΤΕ. Όμως και στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ υπήρχε αντίστοιχη μερίδα συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ που συνεργάστηκε με τις παρατάξεις της αριστερής αντιπολίτευσης για διεύρυνση των στόχων των εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα της επιχείρησης. Η ίδια η κυβέρνηση αρνήθηκε τη χρησιμότητα του ν.1365/83 αντικαθιστώντας παραγράφους του ΠΔ 75/1985 τονίζοντας ότι η λειτουργία του ΑΣΚΕ είναι αυτή της επιτροπής εγκρίσεων που προσφέρεται μόνο για έκφραση απλής γνώμης. Η αδυναμία αλλαγής πολιτικής μέσα από τα συμμετοχικά όργανα σε συνδυασμό με την αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης, οδήγησε σε μια δυναμική σύγκρουση που πήρε το χαρακτήρα μακράς και μαζικής απεργίας με κατάληξη υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας την οποία η διοίκηση της ΔΕΗ παραβίαζε συνεχώς. Το αποτέλεσμα ήταν οι εργαζόμενοι να αισθάνονται ότι τα συνδικάτα πλέον δεν μπορούν να εγγυηθούν την εφαρμογή των συμβάσεων με συνέπεια απουσία τους από τις γενικές συνελεύσεις και άλλες συνδικαλιστικές διαδικασίες. Επίσης εντάθηκαν φαινόμενα όπως ατομικές συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης, χρήση πολιτικού μέσου για την προστασία και την εξέλιξη, απασχόληση ανειδίκευτων ή ημι-ειδικευμένων εργαζόμενων, πολλές φορές χωρίς αντικείμενο εργασίας, με αποτέλεσμα την κοινωνικό κερματισμό του προσωπικού. Όμως, η εξέλιξη αυτή δεν είναι γραμμική. Μια νέα γενιά συνδικαλιστών αναδείχτηκε μέσα από την μεγάλη απεργία – με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, χωρίς άμεση ταύτιση με τα υπάρχοντα κομματικά συνδικαλιστικά σχήματα. Έτσι, κατά τη δεκαετία του ’80, στη ΔΕΗ, όπως και στον ΟΤΕ, υπάρχει μια γενικότερη τάση από την πλευρά του συνδικαλιστικού κινήματος να αμφισβητεί σε ένα βαθμό την κυβερνητική πολιτική ενσωμάτωσης χωρίς όμως να καταφέρνει να τροποποιεί συσχετισμούς και πολιτικές και μέσα από τα συνδιοικητικά όργανα.

 

Η κατάκτηση της πλειοψηφίας στα συνδικάτα από την κυβερνητική παράταξη ΠΑΣΚΕ διευκολύνθηκε με την υιοθέτηση, σε πρώτη φάση, ώριμων αιτημάτων των εργαζομένων. Ως συνέπεια, οι απεργίες κατά την πρώτη τετραετία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν πτωτική πορεία στην οποία συνέβαλε η εφαρμογή της τροπολογίας του Άρθρου 27 του Ν. 1320/82 που απαγόρευε τη χορήγηση αυξήσεων στους εργαζόμενους καθ’ όλο το έτος 1983 και προεικόνιζε την επιβολή της νέας κρατικής οικονομικής πολιτικής το φθινόπωρο του 1985 μέσω της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Για την προστασία της πολιτικής της η κυβέρνηση άλλαξε συσχετισμούς στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, μέσω της δικαστικής οδού, και διέγραψε στελέχη της ΠΑΣΚΕ που διαφώνησαν και συμμάχησαν με την αντιπολίτευση. Επρόκειτο για το αποκορύφωμα της κομματικοποίησης των συνδικάτων που δεν είχαν πια καμία δυνατότητα αντιπαράθεσης στην κυβερνητική πολιτική μέσω της ΓΣΕΕ, με αποτέλεσμα την ένταση των απεργιών σε κλάδους που έλεγχε η αντιπολίτευση και τη δημιουργία της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα (ΣΕΑ) χωρίς να καταφέρουν να ανατρέψουν την εισοδηματική πολιτική.Όμως, ο υποκειμενικός παράγοντας ήταν ο πιο σημαντικός. Η κομματικοποίηση εντάθηκε με τη δημιουργία της Δημοκρατικής Ανεξάρτητης Κίνηση Εργαζομένων της ΝΔ, που απορρόφησε τα παλιότερα δεξιά συνδικαλιστικά σχήματα, και η αντιπαράθεση συναρτήθηκε με τις ανάγκες των κομμάτων ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών του 1989. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της ΣΕΑ και η μεταφορά των διενέξεων για την ακολουθητέα πολιτική στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις άπειρων στους χώρους των καθηγητών της μέσης δημόσιας εκπαίδευσης και των εργαζομένων στις τράπεζες την άνοιξη του 1988. Το μόνο θετικό αποτέλεσμα ήταν η κατάργηση παλιότερων αντεργατικών και αντιαπεργιακών νόμων καθώς και του Άρθρου 4 του ν. 1365/83.

 

Με τις κατακτήσεις του ο κλάδος των τραπεζών γινόταν η ατμομηχανή του συνδικαλιστικού κινήματος δίνοντας πολλές φορές το έναυσμα για κινητοποιήσεις εργαζομένων άλλων κλάδων. H έναρξη της δεκαετίας του ’80 βρίσκει την ΟΤΟΕ σε μακρόχρονη απεργιακή κινητοποίηση (Ιαν-Φεβ.1980) με αιτήματα οικονομικά και θεσμικά. Η ΟΤΟΕ αψήφησε τον νόμο για τη διαιτησία και καθοδήγησε μια μεγάλη σύγκρουση συμβάλλοντας στην προώθηση του γενικού αιτήματος εκδημοκρατισμόύ της εργατικής νομοθεσίας και την μερική ικανοποίηση των αιτημάτων της (αυξήσεις, επαναφορά ωραρίου). Στα συνέδρια της ΟΤΟΕ που ακολούθησαν εμφανίστηκαν προβλήματα που οφείλονταν σε διαφορές νοοτροπίας, στρατηγικής και τακτικής αλλά και στην αυξανόμενη κομματικοποίηση των συνδικαλιστικών παρατάξεων, στη μικροσυντεχνιακή λογική (αντιθέσεις πτυχιούχων και μη πτυχιούχων κ.α), στο προεδροκρατούμενο σύστημα Διοίκησης της ΟΤΟΕ, στον παραγοντισμό κλπ. Η απόπειρα αλλαγής του καταστατικού προς το αναλογικό σύστημα δεν σημείωσε επιτυχία καθώς δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία, ενώ μόνο θετικό ήταν η εκλογή για πρώτη φορά γυναίκας στη θέση Προέδρου. Υπό την απειλή πενθήμερης απεργιακής κινητοποίησης το Νοέμβριο του 1981 και της μετεξέλιξής της σε απεργία διαρκείας, η κυβέρνηση και οι διαπραγματευτές των εργοδοτών υποχώρησαν και υπογράφηκε η τελευταία ΣΣΕ επί κυβερνήσεων Ν.Δ.

 

Το 1982 επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, η ΟΤΟΕ έβαλε στόχο την κατάκτηση ενιαίου μισθολογίου για τους εργαζόμενους όλων των τραπεζών της χώρας. Όταν η κυβέρνηση υπαναχώρησε από την οριστική θεσμοποίηση του ενιαίου μισθολογίου ξεκίνησε η απεργία των 42 ημερών με την οποία επιβλήθηκαν οι όροι της ΟΤΟΕ. Όμως πλέον γινόταν σαφής η κομματικοποίηση που άρχιζε να διασπά την ενότητα των εργαζομένων. Οι απεργίες με ποσοστά της τάξης 90-95% ανήκαν στο παρελθόν, η Πρόεδρος είχε παραιτηθεί και η απεργία συνεχίστηκε με προεδρείο συνδικαλιστών του ανεξάρτητου-αυτόνομου χώρου και της ΕΣΑΚ, καθώς επίσημα η τακτική της ΠΑΣΚΕ ήταν η «αγωνιστική απεργοσπασία» που προκάλεσε γενικότερη ζημιά στο συνδικαλισμό. Η κρίση του 1985 είχε έντονες επιπτώσεις στο χώρο της ΟΤΟΕ καθώς σήμανε τη διάσπαση της ΠΑΣΚΕ, σε ορισμένους δε χώρους (Εμπορική) κυριάρχησαν οι διαφωνούντες (ΣΣΕΚ). Κατά τη διάρκεια του σχετικά μακρού απεργιακού κύματος που ακολούθησε την ψήφιση της ΠΝΠ και τη διάσπαση της ΓΣΕΕ σοβαρές αντιθέσεις στρατηγικής και τακτικής εμφανίστηκαν στους χώρους της παραδοσιακής και της ανανεωτικής αριστεράς (διάσπαση ΚΚΕ εσωτερικού) και νέες δυνάμεις συσπειρώθηκαν στο χώρο του αυτόνομου συνδικαλισμού. Μέχρι το 1989, κατά το μεγαλύτερο διάστημα, η κατάσταση παραμένει πολωμένη μεταξύ της επανακάμπτουσας ΠΑΣΚΕ και του ευρύτερου μετώπου των δυνάμεων της δεξιάς, της αριστερής αντιπολίτευσης και του αυτόνομου χώρου παρά τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις. Στη σύγκρουση αυτή ο αυτόνομος χώρος βγήκε ξανά στο προσκήνιο προτείνοντας από τη μια απεργία διαρκείας και συντονισμό με την αντίστοιχη απεργία της ΟΛΜΕ και από την άλλη την χάραξη στρατηγικής από τη βάση μέσω των γενικών συνελεύσεων στους επιμέρους εργασιακούς χώρους και του δημοψηφίσματος. Η πλειοψηφία των εργαζομένων στήριξε την πρόταση του αυτόνομου χώρου ξεπερνώντας τις κομματικές παρατάξεις που πρότειναν άλλες μορφές αγώνα (στάσεις εργασίας, 48ωρη προειδοποιητική απεργία κλπ.). Η τελική απόφαση του Γ.Σ. προέβλεπε κυλιόμενες 48ωρες απεργίες στην κατεύθυνση της απεργίας διαρκείας. Για να αποφύγει την συντονισμένη απεργιακή κινητοποίηση των δύο μεγάλων κλάδων η κυβέρνηση κατέφυγε διαμέσου του τότε αντιπροέδρου της Μ. Κουτσόγιωργα στην τακτική της απομόνωσης των απεργών, προχωρώντας σε παροχή αυξήσεων σε επιμέρους κατηγορίες εργαζομένων στις τράπεζες χωρίς να ανατρέπει την εισοδηματική πολιτική. Στη συγκεκριμένη φάση η ΕΣΑΚ, παρά τις διαφωνίες στο εσωτερικό της, και την αντίθεση των άλλων δυνάμεων (ΔΑΚΕ, αυτόνομες συσπειρώσεις κ.α.), συμφώνησε στην υπογραφή της συλλογικής σύμβασης εργασίας.

 

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της σχεδόν απόλυτης ταύτισης συνδικαλιστικής παράταξης και ηγεσίας συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι αυτά των Συλλόγων Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως και της Ιονικής Τράπεζας. Όμως, πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Χωρίς να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες θα αναφέρουμε ότι στην μεν Τράπεζα Πίστεως κυριάρχησε επί μια εικοσαετία σχεδόν το αυτόνομο σχήμα της Δημοκρατικής Αγωνιστικής Συσπείρωσης (ΔΑΣ) που με μαζικές και μακρόχρονες απεργίες κατέκτησε σημαντικά δικαιώματα. Εισήγαγε νέες πρακτικές στα συνδικαλιστικά ήθη όπως τα ανοικτά διοικητικά συμβούλια στο ισόγειο του Κεντρικού Καταστήματος ώστε να ακούγεται η άποψη των εργαζομένων πέρα από τις τυπικές γενικές συνελεύσεις. Επίσης στην Τράπεζα Πίστεως έγινε η πρώτη απεργία σε χώρους νέας τεχνολογίας. Η σημασία της ήταν μεγάλη καθώς έδειξε τον ιδιαίτερο ρόλο που θα έπαιζε στα αμέσως επόμενα χρόνια η εισαγωγή νέας τεχνολογίας συμβάλλοντας αποφασιστικά αφενός στην αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος και αφετέρου στην αναδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων και στην ανάπτυξη νέων συνδικαλιστικών ιεραρχιών και στρατηγικών. Η διοίκηση της τράπεζας πέρασε στην αντεπίθεση εφαρμόζοντας τακτική «καρότου και μαστιγίου» χορηγώντας επιλεκτικά και ιδιαίτερα επιδόματα αποσκοπώντας στην αλλαγή στάσης των εργαζομένων και τη διάσπασή τους, προτού χρησιμοποιήσει κλασικά κατασταλτικά μέτρα. Όμως η απεργία νίκησε γιατί ήταν ιδιαίτερα μαζική και οι εργαζόμενοι είχαν την αμέριστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη του Συλλόγου, της ΟΤΟΕ και του συλλόγου εργαζομένων της εταιρείας που είχε εγκαταστήσει το μηχανογραφικό σύστημα στην τράπεζα. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι η ΔΑΣ καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80 αποσπούσε όχι μόνο την απόλυτη πλειοψηφία αλλά και ποσοστά της τάξης του 65%-78%. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της περίπτωσης του Συλλόγου Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως είναι η απόλυτη ανεξαρτησία του από διαδικασίες ενσωμάτωσης στο Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας ή σε άλλα όργανά της˙ παρέμβαινε στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων της επιχείρησής του στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στη δύναμη των οργανωμένων μελών του.

 

Ο Σύλλογος Υπαλλήλων ΙΛΤΕ αποτέλεσε έναν από τους πιο δραστήριους συλλόγους στο χώρο των τραπεζών και ήταν από τις κινητήριες δυνάμεις της συγκρότησης της ΟΤΟΕ το 1955. Η δεκαετία του 1980 βρίσκει τους εργαζόμενους στην Ιονική Τράπεζα να έχουν κατακτήσει ήδη τον Οργανισμό Προσωπικού και τη σύσταση του  επικουρικού ταμείου. Η διοίκηση του συλλόγου που βρισκόταν υπό την κυριαρχία «συντηρητικού» ψηφοδελτίου. Στην αντιπολίτευση βρισκόταν η Ανανεωτική Συνδικαλιστική Κίνηση στην οποία κυριαρχούσε η ΕΣΑΚ αλλά συνεργαζόταν για αρκετό καιρό αρμονικά με άλλες δυνάμεις του αριστερού και του φιλελεύθερου χώρου, ακόμη και με αριστερίστικων αποκλίσεων συνδικαλιστές. Μετά το 1982 οι διοικήσεις του Συλλόγου ήταν στην πλειονότητά τους μονοπαραταξιακές εκτός από ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. 1982-84) που υπήρχε συνεργασία με άλλα συνδικαλιστικά σχήματα και επιτυγχάνονταν με απεργία κάποια θετικά αποτελέσματα (π.χ. διενέργεια δημοσίων διαγωνισμών). Η συντηρητική παράταξη γνώρισε τη διάσπαση και τη μετονομασία της σε ΔΑΚΕ. Η Ανανεωτική Σ.Κ. οριοθετήθηκε στα πλαίσια του ΚΚΕ και από αυτήν αποχώρησαν οι συνδικαλιστές του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς, του εξωκοινοβουλευτικού και του αυτόνομου χώρου συγκροτώντας τη «Συσπείρωση εργαζομένων στην Ιονική Τράπεζα» Τέλος, δημιουργήθηκε και έδρασε κατά τη δεκαετία του ’80, η αυτόνομη παράταξη «Συνδικαλιστική Πορεία» που έθετε με ιδιαίτερη ένταση και επιμονή τα θέματα της αξιοκρατίας και της άρνησης των κομματικών παρατάξεων στους εργασιακούς χώρους και συνεργάστηκε σε επίπεδο ΟΤΟΕ με τα ανεξάρτητα σχήματα. Μετά το 1984 δεν υπήρξε καμία σημαντική κινητοποίηση για θέματα που απασχολούσαν το σύνολο των εργαζομένων. Σύμφωνα με τις καταγγελίες των άλλων παρατάξεων, η πολιτική του συλλόγου συνίστατο στις ρουσφετολογικές προσλήψεις, μεταθέσεις, προαγωγές και τοποθετήσεις που γίνονταν από την κυβερνώσα παράταξη. Τα γεγονότα του 1985 δεν επηρέασαν την ΔΗΣΚ που αρνήθηκε τότε να μετονομαστεί σε ΠΑΣΚΕ θέλοντας να έχει πάντα ένα σχετικά αυτόνομο ρόλο έναντι της ΠΑΣΚΕ ΟΤΟΕ. Στο τέλος της δεκαετίας - επί κυβέρνησης Τζαννετάκη – η ΔΗΣΚ πρότεινε και επέβαλε στο σύλλογο την πραγματοποίηση απεργίας για μια σειρά αιτημάτων που εκκρεμούσαν επί αρκετό χρονικό διάστημα.

 

Στο χώρο της βιομηχανίας ο εργοστασιακός συνδικαλισμός ανταποκρίθηκε στις συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης της εργατικής τάξης ασκώντας επί της ουσίας σημαντική κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, Αυτό το κίνημα μετά την πρωτοφανή για τα ελληνικά συνδικαλιστικά χρονικά δραστηριοποίησή του κατά τη διετία 1974-1976 πήρε μια κατιούσα πορεία, χτυπημένο από την κρατική καταστολή, απομονωμένο από το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα (αντίθεση ΚΚΕ και Δεξιάς που κυριαρχούσαν στα ομοιοεπαγγελματικά – συντεχνιακά σωματεία) και χωρίς να πετύχει μια συμμαχία με τα ανερχόμενα κινήματα. Με το Ν. 1264/82 αναγνωρίσθηκε η Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργοστασιακών Σωματείων (ΟΒΕΣ) και ο εργοστασιακός συνδικαλισμός. Στην πορεία τα σωματεία μέλη της ΟΒΕΣ έγιναν 150 ως το 1983. Όμως, μέσω άλλων νόμων και κυβερνητικών πολιτικών επιχειρήθηκε και επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η ενσωμάτωσή της. Κατ’ αρχήν, προωθήθηκε η «συμμετοχή των εργαζομένων» στη διοίκηση ορισμένων επιχειρήσεων (Ν. 1365/1983) ενώ με άλλους νόμους υιοθετήθηκαν ορισμένες διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Το μεγάλο αίτημα των ημερών ήταν η διεκδίκηση της ένταξης των προβληματικών βιομηχανικών επιχειρήσεων στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων με απεργίες και μακρόχρονες καταλήψεις των χώρων εργασίας με πορείες και συγκεντρώσεις, που ορισμένες φορές μεταφέρονταν από τις επαρχιακές πόλεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όπου έδρευαν τα αρμόδια υπουργεία. Με την ένταξη όσων προβληματικών επιχειρήσεων εντάχθηκαν στον ΟΑΕ κλείνει ένας κύκλος κινητοποιήσεων των εργαζομένων των βιομηχανικών σωματείων και αρχίζει σύντομα ένας άλλος που αφορά την αποτροπή του κλεισίματος της λειτουργίας τους ή της ιδιωτικοποίησής τους και την παραμονή τους στον υπό δημόσιο έλεγχο βιομηχανικό τομέα.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η «Πειραϊκή - Πατραϊκή». Στο νέο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας συμμετείχε ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων και ετίθετο δίλημμα: απλή συμμετοχή ή εργατικός έλεγχος; Όμως ειδικά στο συγκεκριμένο χώρο η πλειοψηφία των παρατάξεων της ΟΚΕ ήταν κατά κάθε αυτοδιαχείρισης (πλειοψηφούσα ΕΣΑΚ και μειοψηφούσα ΔΑΚΕ). Από πλευράς κυβέρνησης επιχειρήθηκε η εξυγίανση της εταιρείας μέσω τραπεζικού συστήματος, συγχώνευσης μονάδων της ώστε να επέλθει εξυγίανσή της. Παράλληλα μια κυβερνητική μελέτη προέβλεπε την μείωση του προσωπικού αλλά πρότεινε τη δημιουργία μίας εταιρείας holding και εννέα ανεξάρτητων επιχειρηματικών μονάδων στη θέση της ενιαίας Π-Π. Κατά συνέπεια, το γενικό πρόβλημα της Π-Π ως ενιαίας επιχείρησης διαιρέθηκε σε πολλά μικρότερα που με σειρά λαθεμένων αποφάσεων και μαζί με την γενικότερη πολιτική του παγώματος των αυξήσεων των μισθών είχε ως αποτέλεσμα την καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης. Συνεχώς ερχόταν πρόταση εκ μέρους της κυβέρνησης για κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, μείωση παραγωγής, απόλυση εκατοντάδων εργαζομένων. Η τελική σύγκρουση για την τύχη της Π-Π έγινε λίγα χρόνια αργότερα.

ii) 1990-1993

Η ΔΑΚΕ έγινε η κυβερνητική συνδικαλιστική παράταξη και η ενωμένη αντιπολιτευόμενη ΠΑΣΚΕ, προσέλκυε ψήφους από τις φυλλορροούσες αριστερές παρατάξεις, οι οποίες διασπάστηκαν εκ νέου σε ΕΣΑΚ και Αυτόνομη Παρέμβαση. Οι δύο επιτυχημένες απόπειρες των κυβερνήσεων της ΝΔ να επιβάλουν την πολιτική τους για την κοινωνική ασφάλιση επιφέροντας δυσμενείς αλλαγές στο καθεστώς συνταξιοδότησης των εργαζομένων, παρά τις μακρόχρονες απεργίες, έθεσαν, με έντονο και μαζικό τρόπο, το θέμα της απεξάρτησης των συνδικαλιστικών παρατάξεων από τα πολιτικά κόμματα. Εφαρμόζοντας το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της, η ΝΔ με την εισοδηματική πολιτική της διετίας 1992-1993 προκάλεσε μαζικές, δυναμικές και μακροχρόνιες απεργίες στους χώρους των καθηγητών της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στην Εταιρεία Αστικών Συγκοινωνιών (ΕΑΣ) της Αττικής. Οι νέες συγκρούσεις μέσα στην ΠΑΣΚΕ μεταξύ “εκσυγχρονιστών” και “παραδοσιακών” αντανακλούσαν τις εσωκομματικές διαμάχες του ΠΑΣΟΚ επί του ρόλου των συνδικάτων σε περίπτωση επανακατάκτησης της εξουσίας. Στη δεκαετία του ’90 άλλαζε ο  ρόλος του κράτους στην κοινωνία και το θεσμικό καθεστώς για τις εργασιακές σχέσεις και τις συλλογικές οργανώσεις. Στην περίπτωση της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ, το κράτος όφειλε να δράσει υπέρ της «οικονομικά διαμεσολαβημένης εξουσίας» της αγοράς και της «ευέλικτης συσσώρευσης». Εκπονήθηκαν νέες εργοδοτικές στρατηγικές αντιμετώπισης της δράσης των συνδικάτων, συνεπικουρούμενες από τις κρατικές πολιτικές. Από τη μια πατερναλισμός και αυταρχισμός σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, και από την άλλη σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα υιοθετούνται οι λογικές της «διαχείρισης ανθρωπίνων σχέσεων» (HRM). Οι εργοδότες προσπαθούν να πείσουν ότι τα συνδικάτα δεν έχουν ρόλο ύπαρξης παρά μόνο σε στενή συνεργασία με τους εργοδότες για την υπερνίκηση του ανταγωνισμού. Η εξατομίκευση της εργασιακής σχέσης συνοδεύεται συχνά από πρακτικές ενθάρρυνσης της υπεύθυνης εμπλοκής του εργαζόμενου στην υλοποίηση των επιχειρησιακών στόχων, ανάπτυξης εναλλακτικών διαύλων επικοινωνίας διοίκησης – εργαζομένων, νέων μορφών εκπροσώπησης ομάδων εργαζομένων σε διοικητικά όργανα της επιχείρησης, συγκρότησης αυτοδιευθυνόμενων ομάδων εργασίας, κ.α. Αμφισβητήθηκε η θέση των συνδικάτων στους συνδιοικητικούς μηχανισμούς και στην τριμερή συνεργασία των «κοινωνικών εταίρων» στα πλαίσια του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου. 

 

Στη διάρκεια των θητειών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εναλλάσσονται σε γενικές γραμμές δύο στρατηγικές σχετικά με την οικονομική και την κοινωνική πολιτική καθώς και με τις εργασιακές σχέσεις και τα συνδικάτα. Πάλι τα μέτωπα δεν είναι σαφή˙ οι προηγούμενες στρατηγικές των κυβερνήσεων 1980-1990 αφήνουν τα ίχνη τους στη διαμορφούμενη πολιτική. Συγκρούεται η τάση της «συνέχειας» της προηγούμενης κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ με την τάση του «εκσυγχρονισμού». Οι διοικήσεις των τραπεζών άρχισαν να θέτουν από τη δική τους πλευρά αιτήματα προς την ΟΤΟΕ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Μετά το 21ο τακτικό συνέδριο της ΟΤΟΕ (Οκτώβριος 1991) η ΔΑΚΕ αρνείται να πάρει μέρος σε ενωτικό προεδρείο και βοηθά επί της ουσίας την επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής. Το 1992 η κυβέρνηση επέβαλε την εισοδηματική πολιτική με την ψήφιση νόμου που απαγόρευε επί ένα έτος κάθε μισθολογική αύξηση. Για να ψηφιστεί αυτός ο νόμος, αλλά κι όσοι θα ακολουθούσαν, εφαρμόστηκε από τη ΝΔ η αυστηρή κομματική πειθαρχία για τους βουλευτές. Όταν την ίδια χρονιά η κυβέρνηση έφερε νέο νόμο για το Ασφαλιστικό αγνοώντας τις προτάσεις που είχε υποβάλει η ΟΤΟΕ, η απεργία κράτησε αρκετές ημέρες και υπονομεύτηκε για άλλη μια φορά από την κυβερνητική παράταξη. Στο τέλος ο νόμος ψηφίστηκε χωρίς καμία ουσιαστική τροποποίηση. Η ΟΤΟΕ εφάρμοσε την τακτική κατάρτισης κατάλογου βουλευτών που ψήφισαν το νόμο. Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζουν νέες διαμάχες: απεργία διαρκείας ή νέες «ήπιες» μορφές αγώνα. Αυτή η συζήτηση, που πάντοτε είναι επίκαιρη, συμπίπτει με την ένταση της εσωκομματικής, ελεγχόμενης προς το παρόν διαμάχης «παραδοσιακών» και «εκσυγχρονιστών» στο ΠΑΣΟΚ και στην ΠΑΣΚΕ. Στο μεταξύ η ΠΑΣΚΕ κεφαλαιοποιεί την απογοήτευση από τη ΝΔ και συνδικαλιστική αριστερά φτάνοντας ενίοτε σε καταστάσεις αυτοδυναμίας. Επίσης η ήττα του ανεξάρτητου συνδικαλισμού στην Τράπεζα Πίστεως είχε επιπτώσεις στα εκλογικά ποσοστά των Συσπειρώσεων αναγκάζοντας ορισμένες να αυτοδιαλυθούν και είτε να ενταχθούν στις παρατάξεις του ΣΥΝ είτε να συνεργαστούν πότε με την ΕΣΑΚ και άλλες εξωκοινοβουλευτικές αριστερές κινήσεις. Ακόμη και η παντραπεζική Συσπείρωση, με κορμό τη ΔΑΣ Πίστεως, συνεργάστηκε πολλές φορές με την ΠΑΣΚΕ στο προεδρείο της ΟΤΟΕ. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία οι «εκσυγχρονιστές» επικρατούν στη διαμάχη τους με τους «παραδοσιακούς» που περιορίζονται στον έλεγχο του Συλλόγου της Ιονικής Τράπεζας και αλλού διαφοροποιούνται ανάλογα με την περίσταση. Το 1994 αρχίζει μια πορεία της ΟΤΟΕ προς την υιοθέτηση «ήπιων μορφών αγώνα» που θα διαρκέσει μέχρι την έκρηξη του 1998 όταν η κυβέρνηση θα ανακοινώσει την πώληση της Ιονικής Τράπεζας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ξεσπούν μεμονωμένες απεργίες για λόγους συνδικαλιστικών διώξεων και συνθηκών εργασίας που περνούν απαρατήρητες από την μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων. Η ΟΤΟΕ γίνεται ολοένα και πιο απόμακρη, ιδίως για τους νεώτερους. Οι συμμαχίες ολοένα και αλλάζουν στο προεδρείο της. Παλιές συγκρούσεις ξεπερνιούνται και συγκροτείται προεδρείο ακόμη και με συνεργασία της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Οι ενδοπαραταξιακές συγκρούσεις απασχολούν ολοένα και λιγότερους. Κάθε σύλλογος υπογράφει επιχειρησιακές συμβάσεις για να κερδίσει κάτι παραπάνω ή για να πετύχει καλύτερο καθεστώς διανομής μετοχών στο προσωπικό. Παρουσιάζεται και μια νέα κατάσταση που θα προκαλέσει τριγμούς στο οικοδόμημα της ΟΤΟΕ. Οι γιγαντωμένες ιδιωτικές τράπεζες (συγκροτήματα Λάτση, Alpha Bank) προσπαθούν να επέμβουν στα συνδικαλιστικά πράγματα της ΟΤΟΕ μέσω των προσκείμενων σ’ αυτές παρατάξεων, ορισμένες εκ των οποίων κυριαρχούν στους Συλλόγους. Η ΔΑΚΕ διασπάται και η παράταξη ΑΣΚΕ που δημιουργείται από αυτές τις παρατάξεις σε παντραπεζικό επίπεδο «χτυπάει στα ίσια» τη μητρική ΔΑΚΕ στο 26ο Συνέδριο. Η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί και με την αλλαγή στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος που θα ενθαρρύνει την «εκσυγχρονιστική πτέρυγα» του συνδικαλιστικού κινήματος. Η κόντρα δεν θα αργήσει και στην περίπτωση της Ιονικής θα πάρει τεράστιες διαστάσεις καθώς πλέον διεξάγεται μπροστά στους εργαζόμενους. Η ασφαλιστική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν συνέχεια αυτής της ΝΔ υποστηριζόμενη από μελέτες της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και άλλων διεθνών οργανισμών. Οι προτάσεις του Υπουργού Εργασίας, τον Απρίλιο του 2001, ήταν η αφορμή για την «εξέγερση» των εργαζομένων όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από κομματικές προτιμήσεις. Οι συγκεντρώσεις και πορείες που οργανώθηκαν από τη ΓΣΕΕ και τις Ομοσπονδίες ξεπέρασαν σε όγκο και παλμό όχι μόνο τις καλύτερες προσδοκίες αλλά και τις αντίστοιχες της «ριζοσπαστικής» δεκαετίας του ’70. Η ΟΤΟΕ έδειξε ότι υπό ορισμένους όρους ενδεχομένως και να μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες.

 

Η δεκαετία 1990-2000 είναι η δεκαετία των ανατροπών για το Σύλλογο Προσωπικού της Τράπεζας Πίστεως προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης του συνδικάτου στην εργοδοτική στρατηγική στη δομή της συγκεκριμένης επιχείρησης στη λογική του επιχειρηματικού ανταγωνισμού. Η συνύπαρξη με τις άλλες δυνάμεις στα πλαίσια της ΟΤΟΕ ήταν πλέον δύσκολη. Μια τέτοια ανατροπή ήταν το αποτέλεσμα μιας από τις μεγαλύτερης σε ένταση σύγκρουσης πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων στην ιστορία του μεταπολιτευτικού συνδικαλισμού. Η αρχή έγινε το χειμώνα του 1989-1990 όταν ηττήθηκε η μεγάλη απεργία των 8 εβδομάδων, επί Οικουμενικής Κυβέρνησης. Όμως, στο επίπεδο της ΟΤΟΕ η κομματική λογική υπερίσχυσε της λογικής της συναδελφικής αλληλεγγύης. Παρ’ όλη την ήττα, η ΔΑΣ στις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων που έγιναν ένα μήνα μετά τη λήξη της απεργίας πήρε περίπου 80% των ψήφων. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς παραιτείται ο πρόεδρος για λόγους ανανέωσης του Συλλογικού οργάνου με νέα αλλά δοκιμασμένα στελέχη. Το 1991 αρχίζει να διαφαίνεται η άνοδος της ΔΑΚΕ και η μείωση της δύναμης του παραδοσιακού ανεξάρτητου συνδικαλισμού που, παρά τις επιτυχίες του, δεν απέφυγε τα λάθη στρατηγικής και τακτικής. Το αποτέλεσμα ήταν η εκμετάλλευση των λαθών και των αδυναμιών από την εργοδοσία και την κομματική παράταξη της ΔΑΚΕ, οι οποίες από κοινού και χωριστά επιτέθηκαν για να καταβάλουν τον «εχθρό» που, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο ανεξάρτητος συνδικαλισμός. Το 1993 η ΠΑΣΚΕ στηρίζει τελικά τη ΔΑΚΕ και γίνεται κοινό προεδρείο. Η ΕΝΟΤΗΤΑ (μετεξέλιξη της ΔΑΣ) περνά στην αντιπολίτευση. Μετά από τελική έφοδο καταλαμβάνεται από τη ΔΑΚΕ το οχυρό, δηλαδή η αυτοδυναμία. Η ενσωμάτωση πλέον του Συλλόγου με όρους κοινωνικής ειρήνης, και όχι με όρους κινήματος, είναι γεγονός. Στα τέλη του 2001, με την απόπειρα συγχώνευσης των τραπεζών ΕΤΕ και Alpha Bank (αφού είχε προηγηθεί η εξαγορά της Ιονικής και η απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους του Συλλόγου της), φάνηκε το αδιέξοδο του εργοδοτικού συνδικαλισμού, όταν οι Σύλλογοι κρύφτηκαν πίσω από τη γραμμή που χάραζαν οι διοικήσεις των τραπεζών τους.

Στο σύλλογο της Ιονικής Τράπεζας η κατάσταση αλλάζει. Όσον αφορά τα συλλογικά προβλήματα των εργαζομένων, πέραν του Ασφαλιστικού, αρχίζει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας να διαφαίνεται στον ορίζοντα η πολιτική της ιδιωτικοποίησης της Τράπεζας. Η πρώτη αντίδραση των εργαζομένων ήταν αρνητική. Σ’ αυτό συμφωνούν όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις. Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν πρόκειται για το θέμα της αξιοκρατικής λειτουργίας της υπό δημόσιο έλεγχο Ιονικής Τράπεζας που αποτέλεσε το κεντρικό θέμα επί μια ολόκληρη εικοσαετία, λόγω της έντασης του φαινομένου των πελατειακών σχέσεων μεταξύ κράτους, κόμματος και συνδικάτου. Η κριτική προς ΠΑΣΚΕ και ΠΑΣΟΚ για ιδιόμορφη συνδιοίκηση της τράπεζας από το συνδικαλιστικό τμήμα του ΠΑΣΟΚ εκτοξευόταν και από το εσωτερικό της παράταξης. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στήριξε την μεγάλη απεργία εναντίον της πώλησης της τράπεζας το 1998. Η απεργία πήρε πολύ σύντομα το χαρακτήρα της απεργίας διαρκείας και κηρύχθηκε παράνομη και καταχρηστική από τα δικαστήρια, ιδιαίτερα από τη στιγμή που εγκαινιάστηκαν νέες μορφές αγώνα όπως η κατάληψη του Μηχανογραφικού Κέντρου της τράπεζας στον Πειραιά, με αποτέλεσμα να συρθούν στα δικαστήρια διαδοχικά ο σύλλογος , η ΟΤΟΕ και η ΓΣΕΕ. Επί 55 ημέρες οι απεργοί συγκρούονταν με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις καταστολής.
 
Στη διάρκεια της απεργίας, η κυβέρνηση έπαιξε το χαρτί της κομματικής πειθαρχίας αναγκάζοντας την ΔΗΣΚ της Ιονικής να δηλώσει ότι αποχωρεί από την ΠΑΣΚΕ και ότι σε επίπεδο ΟΤΟΕ θα εκφράζεται από την ΔΗΣΚ Τραπεζών. Στον απεργιακό αγώνα σημαντική ήταν η συμβολή του αυτόνομου χώρου μέσα από την «Πρωτοβουλία Εργαζομένων» που ανέλαβε δυσανάλογα σε σχέση με τη δύναμή του οργανωτικά βάρη συμβάλλοντας αντικειμενικά στον αναπροσανατολισμό ενός μεγάλου μέρους των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΔΗΣΚ προς μαζικές και δυναμικές μορφές αγώνα και στην αποδόμηση του κλειστού και αρχηγικού στυλ που διέκρινε ως τότε την ηγεσία του συλλόγου. Οι αρχές της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας βρήκαν εύφορο έδαφος για να ανθίσουν έστω για μικρό χρονικό διάστημα. Η απεργία ηττήθηκε και η τράπεζα αγοράστηκε από την Alpha Bank. Ο σύλλογος άρχισε να φθίνει καθώς οι περισσότεροι εργαζόμενοι ή γράφτηκαν στον σύλλογο της Alpha Bank ή συνταξιοδοτήθηκαν. Στον παλιό σύλλογο απέμεινε μία μικρή ομάδα της ΠΑΣΚΕ που δημιουργήθηκε ξανά από το ΠΑΣΟΚ με πολλούς τρόπους οι οποίοι θεωρήθηκαν εκβιαστικοί.

 

Παρά το ότι είναι ο ΟΤΕ μια κερδοφόρα δημόσια επιχείρηση, εντάσσεται στο γενικότερο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα και υφίστανται μεγάλες αλλαγές. Ως το 1993 οπότε εξαγγέλθηκε και επιχειρήθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. η ιδιωτικοποίηση λειτουργούσαν οι θεσμοί που είχαν καθιερωθεί από τον Ν.1365/83. Οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ ενώθηκαν, η δε ΔΑΚΕ εξήλθε ενωμένη από την κρίση που πέρασε κατά τη διάρκεια της προσπάθειας ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ. Από την πλευρά τους οι συνδικαλιστές της αριστεράς και του αυτόνομου πρότειναν χρήση νέων μορφών πάλης που έφταναν ως τις καταλήψεις χώρων του ΟΤΕ (γραφεία διοίκησης κλπ.). Όσοι είχαν διατελέσει εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα «έσπασαν το απόρρητο» και με τη γνώση που διέθεταν για την κατάσταση και τις προοπτικές του ΟΤΕ σε μια μεταβαλλόμενη οικονομική πραγματικότητα που (απελευθέρωση κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, νέες μορφές τηλεπικοινωνιών, πληροφορική κλπ.) ενημέρωσαν τόσο την κοινή γνώμη μέσω των ΜΜΕ όσο και τα επιτελεία των κομμάτων και όλα συνέβαλαν στην τελική πτώση της ΝΔ και στο τέλος του πρώτου νεοφιλελεύθερου πειράματος. Η νέα πολιτική του ΠΑΣΟΚ μετά την επάνοδό του στην κυβέρνηση προβλέπει την σταδιακή μετοχοποίηση της επιχείρησης και την ταυτόχρονη πώληση μικρού αριθμού μετοχών στους εργαζόμενους. Καταργούνται η ΑΣΚΕ και τα λοιπά συνδιοικητικά όργανα ενώ διατηρείται υποτυπώδης συμμετοχή στο διοικητικό συμβούλιο και τα εργασιακά συμβούλια μετατρέπονται σε απλά συμβούλια υγιεινής και ασφάλειας. Με τον περιορισμό της συμμετοχής περιορίζονται και οι δυνατότητες της συνδικαλιστικής αριστεράς και των όποιων ρευμάτων αναφέρονται στον αυτόνομο συνδικαλισμό. Υλοποιείται μια νέα πολιτική ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος μέσω της ανάθεσης ανώτατων διευθυντικών καθηκόντων σε κεντρικά στελέχη των συνδικάτων του ΟΤΕ, με ιδιαίτερη βεβαίως προτίμηση στα υψηλόβαθμα στελέχη της πλειοψηφούσας ΠΑΣΚΕ. Ταυτόχρονα, όμως, τα στελέχη αυτά διατηρούν και τη συνδικαλιστική ιδιότητα. Η άνοδος των χρηματιστηριακών δεικτών προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 συνέβαλε στο να υπερισχύσει ο λόγος περί ανταγωνιστικότητας σε βάρος του λόγου των διεκδικητικών αγώνων.

 

Τα συμμετοχικά όργανα τελικά αδρανοποιήθηκαν και καταργήθηκαν πλήρως κατά τη δεκαετία του ’90 με την απελευθέρωση της ηλεκτρικής ενέργειας. Από την άλλη στις αρχές της δεκαετίας αναπτύχθηκαν αγώνες στη ΔΕΗ που δεν περιορίστηκαν στην συντεχνιακή λογική. Η κυβέρνηση της ΝΔ εκχώρησε το δικαίωμα κατασκευής εργοστασίων από ιδιώτες, με τα συστήματα BOOT και ΒΟΟ. Η στρατηγική που ακολούθησε το συνδικάτο ήταν ο περιορισμός της διαθέσιμης ενέργειας (μειωμένη παραγωγή). Η τακτική ήταν οι κλιμακούμενες 48ωρες κυλιόμενες απεργίες που συνήθως δεν υπερέβαιναν το 12ήμερο λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του παραγόμενου προϊόντος και πλήττει άμεσα εργατικά νοικοκυριά. Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ  συχνά ανήκει στην ΠΑΣΚΕ που σημαίνει ότι παίρνει συχνά τη θέση της στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής εκτός εξαιρέσεων όπως αυτή του Ασφαλιστικού τον Απρίλιο του 2001.

 

Κατά τη θητεία της Οικουμενικής Κυβέρνησης τίθεται σε εφαρμογή σχέδιο εξυγίανσης των επιχειρήσεων που θα κρίνονταν απαραίτητες ως «στρατηγικής σημασίας για την εθνική οικονομία» υπό κρατικό έλεγχο μέσω μαζικών απολύσεων, και, τέλος, ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν δύο εταιρείες που κινητοποιούνται στην αρχή της δεκαετίας του ’90: την «Πειραϊκή-Πατραϊκή» και το μεταλλευτικό συγκρότημα πρώην Σκαλιστήρι στο Μαντούδι της Βόρειας Εύβοιας. Ανακαλύφθηκαν εκ νέου μεθόδους αγώνα που είχαν εγκαταλειφθεί κατά τη δεκαετία του ’80. Τα αρνητικά χαρακτηριστικά, βεβαίως, δεν εξαλείφθηκαν και βάρυναν στην εξέλιξη των κινητοποιήσεων με αποτέλεσμα την ήττα τους και την καθήλωση του συνδικαλιστικού κινήματος των εργοστασίων μέχρι σήμερα. Οι κινητοποιήσεις είχαν σαφώς αμυντικό χαρακτήρα: αποτροπή των μαζικών απολύσεων. Όμως, ο αμυντικός χαρακτήρας ξεπερνούσε το στόχο της ανάκλησης των αποφάσεων για απολύσεις, της επαναπρόσληψης ή επανακατάρτισης, και της διατήρησης κεκτημένων δικαιωμάτων˙ ετίθετο ουσιαστικά το ζήτημα της υπόστασης της εργατικής τάξης. Κυρίαρχο ρόλο στο βιομηχανικό συνδικαλισμό παίζει πάντα η ΠΑΣΚΕ, που ισορροπεί μεταξύ κομματικών σκοπιμοτήτων και της εκλογική της βάσης. Η ΠΑΣΚΕ ιδιαίτερα μετά την επανένωσή της εθεωρείτο από την πλειοψηφία των εργαζομένων του χώρου ότι μπορούσε να εγγυηθεί τα οικονομικά συμφέροντά τους. Η επιλογή της ρήξης την οποία επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ ανακάλεσε στη μνήμη των εργαζομένων τους σκληρούς αγώνες της δεκαετίας του ’70, έστω και ως «αντεστραμμένο είδωλο». Η σύγκρουση στην Π-Π της Πάτρας ήταν σημαντική καθώς μια ολόκληρη πόλη κινηξτοποιήθηκε για να αποτραπεί το κλείσιμο της εταιρείας που έδινε δουλειά  σε πολλές χιλιάδες μικροβιοτέχνες, καταστηματάρχες, εμπόρους και υπαλλήλους της περιοχής. Η απεργία εξαπλώθηκε αμέσως σε πολλά εργοστάσια της Π-Π στην Αττική και στη Σάμο καθώς και στην έδρα στην Αθήνα. Πολλές απεργίες είχαν ως αποτέλεσμα να αναβάλει η κυβέρνησης τις απολύσεις και να τερματιστούν οι κινητοποιήσεις. Απέμεινε ως κέντρο αγώνα η Πάτρα. Η αλληλεγγύη των διάφορων κοινωνικών ομάδων προς τους καταληψίες απεργούς ήταν σημαντική: εκατοντάδες εργαζόμενοι φτάνουν στο εργοστάσιο και συμμετέχουν σε απεργιακές φρουρές, ενώ έμποροι και καταστηματάρχες προσφέρουν δωρεάν τρόφιμα στους απεργούς. Οι τελευταίοι ανταπέδωσαν την αλληλεγγύη πηγαίνοντας με τη σειρά τους στις συγκεντρώσεις και πορείες των απεργών για το Ασφαλιστικό. Οι κινητοποιήσεις πήραν επίσης τη μορφή της κατάληψης της εθνικής οδού, της κεντρικής οδικής αρτηρίας, του λιμανιού και του σιδηροδρομικού σταθμού. Οι δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1990 ήταν μια ευκαιρία. Η συντριπτική πλειοψηφία των όσων επρόκειτο να απολυθούν καθώς και η ηγεσία του σωματείου ήταν στις παρατάξεις του ΠΑΣΟΚ και του ενιαίου ΣΥΝ. Οπότε οι δημοτικές εκλογές, και συνεπώς η πολιτικοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων, εγκλώβισαν την κοινωνική δυσαρέσκεια στα ασφυκτικά πλαίσια του κομματικού παιχνιδιού. Έτσι μετά τις δημοτικές εκλογές τα πράγματα πήραν μια άλλη κατεύθυνση. Οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΝ πρότειναν την αλλαγή πλεύσης προς ηπιότερες μορφές πάλης υπό τη μορφή του διαλόγου. Η δικαστική απόφαση της 19/10/1990 περί «παράνομης και καταχρηστικής απεργίας» και «έλλειψης προσωπικού ασφαλείας» συντέλεσε στο να λήξει άδοξα με απόφαση γενικής συνέλευσης χωρίς να προηγηθεί γενική ειδοποίηση των εργαζομένων. Η συμφωνία μεταξύ διοίκησης και σωματείου δεν τηρήθηκε και απολύθηκαν σύντομα όσοι είχαν ξαναπροσληφθεί. Το 1991 γίνεται λόγος για νέες μαζικές απολύσεις και εκκαθάριση της Π-Π., η οποία τελικά αφέθηκε στην τύχη της παρά τις προτάσεις που έγιναν από τη ΓΣΕΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξή.

 

Κατά τη γνώμη μου η ύπαρξη κομματικών συνδικαλιστικών παρατάξεων δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα πήρε τέτοια ένταση λόγω της προϊστορίας της εμφάνισής τους. Οι ρίζες τους βρίσκονται ήδη στην προδικτατορική περίοδο. Ο πλήρης αποκλεισμός από τη ΓΣΕΕ της Αριστεράς  και των οργανώσεων όπου πλειοψηφούσε, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, η κατασταλτική πολιτική, η πληθώρα των μικρών επιχειρήσεων στις οποίες ο συνδικαλισμός ήταν από ανύπαρκτος έως απαγορευμένος, η κοινωνική “πολυσθένεια” και πολυαπασχόληση και η μετανάστευση είχαν ως αποτέλεσμα την καχεξία και αναποτελεσματικότητα των συνδικάτων και την προσφυγή των “μη προνομιούχων” κοινωνικών στρωμάτων στα πολιτικά κόμματα “αλλαγής” για την ικανοποίηση των άμεσων οικονομικών και κοινωνικών αιτημάτων τους. Τα πολιτικά κόμματα ενέταξαν με κάθετο τρόπο τις μάζες των πολιτικά και κοινωνικά αποκλεισμένων τάξεων και στρωμάτων στην πολιτική τους λογική και, αργότερα, με το ΠΑΣΟΚ κυρίως, στο πολιτικό σύστημα. Η “κοινωνία των πολιτών” ήταν με τη σειρά της ισχνή και διαπερατή από τη στρατηγική των κομμάτων και του κράτους, ανήμπορη να οικοδομήσει δικούς της αυτοδιαχειριζόμενους θεσμούς και οργανώσεις.

 

Ποιο είναι το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος; Η πολιτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ σ’ αυτό δεν είναι πλέον σίγουρη για μια σειρά από λόγους. Η βασική αιτία της ασταθούς κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ, μετά την τελευταία οριακή εκλογική νίκη του τον Απρίλιο του 2000, είναι η οριστική ρήξη των δεσμών του με τα λαϊκά-εργατικά στρώματα που το στήριξαν σε όλη την διάρκεια της 28χρονης πορείας του. Είναι σαφές ότι η κατάσταση αυτή δεν έχει μόνο εθνικά χαρακτηριστικά αλλά είναι αποτέλεσμα και της γενικότερης κατάστασης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που εγκατέλειψε τον αντικειμενικό στόχο της ισότητας και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και αντί να μεταρρυθμίσει τον καπιταλισμό μεταρρυθμίστηκε η ίδια. Τον Απρίλιο του 2001 η λανθάνουσα δυσαρέσκεια των εργατικών τάξεων και στρωμάτων βγήκε στην επιφάνεια και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέκλυσαν τους δρόμους των μεγάλων ελληνικών πόλεων, με αφορμή τις κυβερνητικές προτάσεις για το ασφαλιστικό, σε μια αυθόρμητη συλλογική προσπάθεια να αποκρούσουν τις ακραίες συνέπειες των πολιτικών απορύθμισης του στοιχειώδους κράτους πρόνοιας. Ως συνέπεια αυτής της στιγμιαίας εξέγερσης εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής, άρχισε πάλι να σπέρνεται το «ζιζάνιο» της αμφισβήτησης, γιατί γεννήθηκαν αμφιβολίες που ωθούν στην άρση εμπιστοσύνης. Μια περίοδος ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος άρχισε πλέον να γίνεται κατανοητό πως φτάνει στο τέλος της. Η αμφισβήτηση αυτή είναι διπλή, καθώς όλο και πιο πολλοί εργαζόμενοι θεωρούν τα συνδικάτα χρήσιμα για την υποστήριξη των συμφερόντων τους και πως πρέπει να υπάρξει αλλαγή αντιλήψεων, στρατηγικής και λειτουργίας των συνδικάτων. Από την άλλη, η ατομικιστική νοοτροπία ενισχύεται με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και οι εξελίξεις στο χώρο των επιχειρήσεων ωθούν τους εργαζόμενους να αναζητούν προσωπικές λύσεις στα προβλήματά τους. Τα στατιστικά στοιχεία για τη συνδικαλιστική πυκνότητα δείχνουν, όμως, ότι η αποσυνδικαλιστικοποίηση εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης δομών και λειτουργιών των συνδικάτων καθώς και για αναπροσανατολισμό των διεκδικήσεών του στη βάση της ταξικής, δημοκρατικής και αυτόνομης αντίληψης είναι επιτακτική. Το παράδειγμα του Συλλόγου Προσωπικού Τράπεζας Πίστεως κατά τη δεκαετία του ’80 ήταν ενδεικτικό και μπορεί να χρησιμεύσει στη σημερινή φάση ως πρότυπο μη ενσωματώσιμου, αγωνιστικού συνδικάτου.

 

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Αθήνα, Απρίλιος 2003