ΤΡΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
O λόγος εδώ περί
του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) του τμήματος Πολιτικής
Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Θεωρία,
ή Κοινωνιολογία, όπως θα μετονομαστεί
η τελευταία κατεύθυνση από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Τη λειτουργία και τις προϋποθέσεις
του τμήματος υποθέτω εδώ ως γνωστές και, συνεπώς, δεν θα τις εκθέσω. Σκοπός
μου, αντίθετα, είναι να επιχειρήσω ένα μικρό κριτικό απολογισμό του ενάμισι
περίπου χρόνου λειτουργίας του, μαζί με κάποιες σκέψεις για τη γενικότερη
κατάσταση των μεταπτυχιακών σπουδών στον κλάδο μας σήμερα.
Οι πολιτικοί επιστήμονες ανάμεσά μας, οι κοινωνιολόγοι,
οι απόφοιτοι τμημάτων επικοινωνίας, φιλοσοφικών και ιστορικών σχολών, ή τμημάτων
δημόσιας διοίκησης, τα τελευταία αυτά χρόνια διαθέτουν μια επιπλέον εναλλακτική
λύση σε ό,τι αφορά τις μεταπτυχιακές τους σπουδές & λύση
που μάλιστα εμφανίζεται καταρχήν ενδιαφέρουσα. Και αυτό για δύο, κυρίως, λόγους
: ο πρώτος, είναι η ίδια η δυνατότητα απόκτησης ενός τίτλου επιπέδου master σε
οργανωμένο τμήμα του εσωτερικού, ο οποίος, με τη σειρά του, μπορεί να οδηγήσει
σε απόκτηση διδακτορικού τίτλου. Ο δεύτερος, συνδέονταν με την ολοκληρωτική
απουσία διδάκτρων. Tα πλεονεκτήματα αυτά, στο συνδυασμό τους, ήταν και οι λόγοι
προτίμησής του για τους περισσότερους από εμάς, φοιτητές δηλαδή που, για τον
ένα ή τον άλλο λόγο, είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο προσφυγής σε ξένο
πανεπιστήμιο.
Οι ίδιοι λόγοι εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, υπό
τις εξής αλλαγές και επιφυλάξεις : Από τη μια μεριά, οι είκοσι περίπου φοιτητές
που εισάγονται κάθε χρόνο στο Τμήμα, θα πρέπει να συνυπολογίσουν πως, από το
επόμενο ακαδημαϊκό έτος, το μεγάλο πλεονέκτημα της απουσίας χρηματικής υποχρέωσης
δεν θα υφίσταται πλέον. Το ποσό πάντως των διδάκτρων αναμένεται να είναι
«συμβολικό». Από την άλλη μεριά, η εκπόνηση διδακτορικού τίτλου γίνεται με
επιλογή σε δεύτερη φάση και δεν είναι δεδομένη, όχι μόνο εξαρχής, αλλά ακόμη
και σήμερα : Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, οι δευτεροετείς φοιτητές
δεν γνωρίζουν με ακρίβεια και βεβαιότητα το κατά πόσο και πώς ακριβώς μπορούν
να υπολογίζουν στο ενδεχόμενο του διδακτορικού, ακόμα και αν η εικόνα της
προσωπικής επίδοσης έχει λίγο-πολύ ξεκαθαρίσει.
Για τους παροικούντες την ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα,
πρέπει να θεωρηθούν επίσης ισχύουσες και εδώ, οι πάγιες αδυναμίες των ελληνικών
μεταπτυχιακών, και μη, τμημάτων, όπως η έλλειψη πόρων, οι οργανωτικές αδυναμίες
και οι χαρακτηριστικές ατέλειες στην υποδομή. Στη συγκεκριμένη επίσης
περίπτωση, θα πρέπει να περιμένει κανείς να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα της
παιδικής ηλικίας, όπως οι κανόνες του παιχνιδιού που αλλάζουν εν μέση οδώ, και
η ad hoc αντιμετώπιση αδόκητων ζητημάτων. Χάθηκε, εν προκειμένω, και η ευκαιρία
μιας πρόσφατης ανακαινιστικής προσπάθειας, καθώς περιορίστηκε σε επουσιώδη
μάλλον ζητήματα και αλλαγές, όπως η αλλαγή στον τίτλο, η βαθμολόγηση κ.α. -
ό,τι και αν αυτά μπορεί να σημαίνουν στην πράξη.
Πέρα από τους τύπους, και εγώ θα έλεγα επί της ουσίας, το
Π.Μ.Σ. υποφέρει από τη διόλου ασυνήθιστη αδυναμία των μεταπτυχιακών τμημάτων
του εσωτερικού, στον κλάδο των πάλαι ποτέ Ανθρωπιστικών Επιστημών, να
δημιουργήσουν το αμοιβαίο εκείνο κλίμα και συνείδηση, που είναι αναγκαίες για
τη διεξαγωγή σπουδών σε ανώτερο επίπεδο. Για τον απαιτητικό (τέτοιοι είμαστε
όλοι μας), η διαφορά με τις προπτυχιακές σπουδές υπάρχει, αλλά δεν είναι εκείνη που θα περίμενε κανείς. Αν
και δε λείπει η πρόθεση, ούτε η αντίληψη, ούτε το αξιόλογο διδακτικό προσωπικό,
δεν λείπουν επίσης, οι γραπτές εξετάσεις του είδους των προπτυχιακών σπουδών,
ούτε, κυρίως, η εύθραυστη και πολύγνωστη, σχεδόν καλειδοσκοπική χρηστομάθεια
που γνωρίσαμε όλοι μας, τραυματικά, ως νέοι φοιτητές.
Τι μπορεί να είναι, όμως, το κλίμα και η συνείδηση αυτή,
για την οποία μίλησα ;
Κατά την αντίληψή μου, δεν είναι τυχαίο πως, στον κλάδο
μας, γίνεται εξαιρετική οικονομία λόγων σχετικά με το αντίκρισμα του τίτλου μας
στην Αγορά, με την ευρεία έννοια της λέξης. Αυτό δεν είναι άσχετο με την
προκαταβολική παραίτηση του θεσμού από την έρευνα και την «απευθυντικότητα»,
την εξωστρέφεια των σπουδών, αν προτιμάτε. Στο μέτρο που το πανεπιστήμιο έχει
συνείδηση της αδυναμίας του να φανεί τελεσφόρο στο έργο αυτό, να σπάσει δηλαδή
την κυκλικότητα και τον αυτοεγκλεισμό του, και μάλιστα εν γνώσει διδασκόντων
και διδασκομένων, τα πάντα, ακόμα και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, γίνονται
«εικονικά», virtual : Εικονικά άρθρα και βιβλιοπαρουσιάσεις ή βιβλιοκριτικές,
εικονικές μελέτες, εικονικοί προβληματισμοί, που ποτέ δεν πρόκειται να ξεφύγουν
από το φάκελο διόρθωσης γραπτών του καθηγητή, ανακυκλωνόμενα πραγματικά μέσα σε
μια καθαρά προπτυχιακή ιδεολογία του "να περάσουμε το μάθημα"
και "να προετοιμαστούμε για
τις εξετάσεις". Και
οι φοιτητές πέρα από τις προετοιμαζόμενες απαιτήσεις, εξακολουθούν να νιώθουν
απλοί φοιτητές με αυξημένες υποχρεώσεις και να αντιμετωπίζονται, γενικά, ως
τέτοιοι. Όμως η επίταση των σπουδών μπορεί μεν να είναι -φευ- βασική
προϋπόθεση, δεν είναι όμως συνώνυμη, ούτε αναγκαία και ικανή συνθήκη
πραγματοποίησης μεταπτυχιακών σπουδών. Γενικά, το ιδεώδες της ατομικής
προσπάθειας που στηρίζει μια τέτοια λογική, έρχεται πάντα να υπεραναπληρώσει
ιδεολογικά τις αντικειμενικές αδυναμίες του συστήματος. Έτσι και εδώ, το
προσωπικό μεράκι και η ευσυνειδησία πρυτανεύουν, αλλά είναι απαραίτητο κάποια
στιγμή να περάσουμε από το προσωπικό στο γενικό επίπεδο, από την ατομική
περίπτωση στο θεσμό. Γι’ αυτό και εδώ, η τυχόν προσωπική περίπτωση και εξαίρεση
δεν με ενδιαφέρουν.
Το τελευταίο είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αποφύγουμε
και την παγίδα της γραμμικής λογικής του κειμένου, καθώς και της αρνητικής
εικόνας : Κατά τα ειωθότα, η καζουιστική στην Ελλάδα κάνει τα πράγματα να
δουλεύουν. Αντίθετα, όσα λέγονται εδώ, είναι για να στηρίξουν ένα πραγματιστικότερο
βλέμμα, μια στάση που δεν περιμένει πουθενά ούτε κολάσεις, ούτε παραδείσους της
γνώσης, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι, πραγματικά, υπάρχει ακόμα κάποιος που
επιμένει να φαντασιώνεται την ωραία και καλλίστη γυνή που ονομάζεται Επιστήμη.
Η υπόθεση, όπως και η φαντασίωση, είναι τελεστικές.
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΚΟΣΒΑΝΗΣ
Β
΄ Έτος ΠΜΣ
Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Θεωρία
ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Μ’ όλες τις φαντασίες και μ’ όλες τις μαχαιριές της ζωής.
Με τα σύμβολα, με τους μύθους, με τις απομυθοποιήσεις. Με τους μικρούς θανάτους
της καθημερινότητας, τις ισχνές γεννήσεις, τις ισχνότερες αναγεννήσεις. Σε μια
αβέβαιη και άνιση προσπάθεια να αποφευχθούν οι εύκολες λύσεις, οι λύσεις των
συμπαιγνιών και των συντεχνιών, οι εύκολες ευυπόληπτες λύσεις των φουσκωμένων
διάνων του πνεύματος. Μήπως η αλλοτρίωση είναι πρώτα απ’ όλα το ξεπούλημα του
προσωπικού μας μύθου, η διαπόμπευση του βέλτιστου, του ιδανικού εαυτού μας ή
του ατομισμού μας οράματος ως συνόλου ζωής ;
Με ματωμένα πέλματα πορευόμαστε στις γλιστερές ασφάλτους
θεσμών και συστημάτων. Εκεί όπου η απόσταση που επιβάλλεται να κρατήσει κανείς
για να διατηρήσει κάποια ξέφτια ανεξαρτησίας (ιδού, δεν έχουμε ψευδαισθήσεις)
προκαλεί την περιφρόνηση όσων θεωρούν τους εαυτούς τους «αρμοδιότερους», εκεί
όπου η σιωπή (η σιωπή όσων πιστέψαμε, όσων διαβάσαμε, όσων αγαπήσαμε) εμπεριέχει
κάποτε το σαφές μήνυμα : «Εγώ είμαι με τους άλλους...». Μια ζωή μας κορόιδευε
λοιπόν αυτός (όπως και εκείνος...όπως και ο άλλος...). Είναι με τους άλλους.
Παλινδρομώντας ανάμεσα στην πνευματική και ηθική συνέπεια και στην παιδαριώδη
λαχτάρα (αχ, πόσο νικάει τελικά αυτή !) της συνεχούς επιβεβαίωσης.
Παλινδρομώντας ανάμεσα στον εαυτό του και στα δολώματα των κολακευτικών
εκκλήσεων από την ομοούσια φυλή του «πνεύματος».
Πού είστε, πνευματικοί μας άνθρωποι ; Ποιοι είστε πνευματικοί
μας άνθρωποι ; Αναδύεστε μόνο μέσα από τα βιβλία σας, τα εξιλαστήρια αυτά
σημαδάκια της ύπαρξης ; Πού, πώς, ποια είναι η καθημερινότητά σας - σε τι Θεό πιστεύετε ; Πνευματικός άνθρωπος
είναι αυτός που π α ρ ά γ ε ι ένα
ορισμένο αριθμό λέξεων το χρόνο ; Που π ρ ο ά γ ε ι ένα ορισμένο αριθμό λέξεων το χρόνο ; Που τις π ο υ λ ά ε ι και διαμορφώνεται σε συγγραφέα ; Που ο ρ ί ζ
ε ι τον "πνευματικό" του
μόχθο με π ο σ ό τ η τ ε ς τυπωμένου χαρτιού, που έχει ένα "πρόσωπο" στην
αγορά του πνεύματος ;
Και τότε ποιος να’ ναι εκείνος που κινητοποιεί τις
δυνάμεις του να μην υποκύψει στα τερτίπια της σειρήνας, που εξαντλεί τις
δυνάμεις του στην προσπάθεια να πορευτεί ολόκληρος, που επιμένει στη σύνδεση
θεωρίας και πράξης, που διατηρεί αλώβητο τον αξιακό του ορίζοντα ; Αυτός που
πασχίζει να είναι συνεπής στους δικούς του και στους ξένους, στους φίλους και
στους εχθρούς, που παλεύει να έχει φωνή και σώμα και όχι μόνο, ούτε κυρίως, φήμη
; Που αφουγκράζεται αντίλαλο τον ψίθυρο του ίσως, αλλά ακέραιο ;
Πνευματικοί μας άνθρωποι, δημιουργείται τον εαυτό σας στο
καλούπι του μύθου των άλλων. Με την κουλτούρα του υπερεξογκωμένου εγκεφάλου σας
φεύγετε, φεύγετε... Υπεκφεύγετε...Αξιοσέβαστοι επιστήμονες, βλέπετε την "επιστήμη" τόσο
συχνά σαν όχημα απογείωσης (πολιτικής, κοινωνικής, σεξουαλικής) και κυριαρχίας.
Η ζωή, όμως, και η ψυχή εκδικούνται. Ακούστε τες. Ακούστε τον παφλασμό τους,
τις μεταμεσονύχτιες ώρες.
Αγαπητοί καθηγητές, κοιτάξτε τον εαυτό σας στα μάτια, κοιτάξτε
τους φοιτητές σας στα μάτια, μην τους βαριέστε, κάπου εκεί υπάρχουν ψήγματα
αλήθειας, αγγίξτε τα...Το κύμα της ζωής σπάει άγρια πάνω στην αποβάθρα των
προσωπικών ψευδαισθήσεων, σαρώνοντας στο διάβα του κάθε λογής φυγές, μεταμφιέσεις
ή υποκαταστάσεις. Αποκαλύπτοντας το πραγματικό σχήμα των βράχων.
Πού είστε, πνευματικοί μας άνθρωποι ; Υπάρχετε μόνο στις
αναμνήσεις κάποιων που σας διάβασαν, που εμπνεύστηκαν από σας, που πίστεψαν σε
σας και που πια δεν πιστεύουν ; Κάπου ανάμεσα στους διαδρόμους της πολιτικής
εξουσίας, της οποίας διατελείτε σταθεροί ικέτες και στους λαμπρούς προθάλαμους
της ηλεκτρονικής εικόνας διαρρήξατε αυτοβούλως τους όρους και τα όρια του πνευματικού
σας κύρους. Η ζωή όμως δεν διαιρείται, δεν διαφθείρεται, μια μικρή στιγμούλα
είναι ο δεσμώτης του συνόλου. Το κάθε νεύμα, η κάθε μικρή πράξη, η κάθε μικρή
ταπείνωση και αυτο-ταπείνωση συμπυκνώνει τις τελικές επιλογές. Είχαν δίκιο οι
Ταοϊστές. Το Ταοϊστικό Απόλυτο ήταν το Σχετικό. Όπως γράφει ο Okakura Kakuzo στο
"Βιβλίο του Τσαγιού" :
«Οι Κινέζοι ιστορικοί αναφέρονται πάντα στον Ταοϊσμό αποκαλώντας τον "Τέχνη
να είσαι στον κόσμο",
γιατί έχει να κάνει με το παρόν - τον εαυτό μας. Μέσα σ’ εμάς τους ίδιους
συναντά ο Θεός τη Φύση& μέσα μας αποχωρίζεται
το χθες από το αύριο. Το Παρόν είναι το κινούμενο άπειρο η γνήσια σφαίρα του
Σχετικού. Η Σχετικότητα αναζητεί την Προσαρμογή. Η Προσαρμογή είναι Τέχνη. Η
τέχνη της ζωής συνίσταται σε μια διαρκή αναπροσαρμογή στο περιβάλλον μας»
(σελ.58).
Θα ήταν λάθος να εκλάβει κανείς αυτήν την προσαρμογή σαν
πρόθεση χαμαιλεοντισμού, σαν ανεπάρκεια προσωπικής έκφρασης και πρωτοβουλίας.
Αντίθετα. Η διαρκής αναπροσαρμογή, δηλαδή η συγκέντρωση στο σύμπαν της σ τ ι γ
μ ή ς, της εσωτερικής και της εξωτερικής, έχει και άλλες συνεπαγωγές, εκτός από
αισθητικής φύσης. Προσαρμόζομαι στη ζωή, στο περιβάλλον, σημαίνει ότι το δ έ χ
ο μ α ι, ότι το σ έ β ο μ α ι, ότι κ ι ν ο
ύ μ α ι μέσα του. Σημαίνει ότι παίρνω το σύμπαν του περιβάλλοντος και
δίνω το σύμπαν του εαυτού μου. Ότι κολυμπώ στα βαθιά νερά της ύπαρξης, χωρίς να
αποσχίζω και να αποσχίζομαι. Το ρεύμα της ζωής είναι εδώ, είναι τώρα και η
συν-ύπαρξη μέσα του δεν ανατρέχει σε κάποια μυστηριώδη "ουσία",
αλλά στο σύνολο των αμοιβαίων εκφράσεων, των αγγιγμάτων, των ανταλλαγών και των
βιωμάτων. Όσοι δεν είναι εδώ είναι όσοι αυτοπεριορίζονται, όσοι αυτοευνουχίζονται
με το υπερεξογκωμένο και σκουριασμένο μαχαίρι του μυαλού τους. Όσοι εξορίζουν
αισθήσεις, συναισθήματα και αξίες από τη σ τ ι γ μ ή. Όσοι δεν επιλέγουν κάθε
στιγμή ή, μάλλον, όσοι παραβλέπουν ότι επιλέγουν (έτσι κι αλλιώς) κάθε στιγμή.
Μήπως, όμως, εδώ ελλοχεύει ένας τεράστιος κίνδυνος για
όλους όσοι ανέπτυξαν αλλεργία απέναντι στα διάφανα κόλπα των
ανθρώπων-αυτομάτων, ο κίνδυνος της "αναχωρητικής
ενδοσκόπησης"
(όπως επισημαίνει ο Κ.Τσουκαλάς - επί τη ευκαιρία άλλων διλημμάτων - σε άρθρο
του στο βήμα στις 22.11.1996) ; Μήπως, ακόμη χειρότερα, είναι η εκλογίκευση των
δυσκολιών να επιζήσει κανείς στον αδυσώπητο ανταγωνιστικό κόσμο (όπως
επισημαίνει ο ίδιος αρθρογράφος) εκείνη που οδηγεί τελικά στην «υποχώρηση» προς
μια «αναχωρητική ενδοσκόπηση» ; Ερώτημα - σταθμός, ερώτημα στο οποίο δεν μπορεί
κανείς να απαντήσει με μάσκες. Πράγματι, όχι μόνο υπάρχει αυτός ο κίνδυνος,
αλλά είναι ο κ υ ρ ί α ρ χ ο ς κ ί ν δ υ ν ο ς, η κ υ ρ ί α ρ χ η π α γ ί δ
α στην οποία συνεχώς «καταφεύγουν» (για λίγη ψυχική παρηγοριά) οι άνθρωποι των
αγνότερων - συνήθως- προθέσεων. Και έτσι ακόμη μια φορά, το σύνολο της
προσωπικότητας ατονεί, παραμένει αναιμικό, χάσκει κατά τη μεριά του κενού του.
Όχι του ωραίου κενού, που συμβολίζει, σύμφωνα με τους Ταοϊστές, το αληθινά
ουσιώδες. Αλλά του κενού εκείνου που δε γέμισε ενώ πολύ το ποθούσε, που έμεινε
παράμερα, στο σκοτάδι της ψυχής, ανάπηρο και παραμελημένο. Για κάποιους το κενό
αυτό είναι η άρνηση ή η ατολμία μιας «μη αναχωρητικής» ενδοσκόπησης, δηλαδή η
παράκαμψη του εαυτού ως συνόλου προς όφελος μίας ή περιορισμένου αριθμού
«επιλογών». Για άλλους είναι η άρνηση της κοινωνικής δράσης, του κοινωνικού
θάρρους, η δυσκολία της παραμονής και του αγώνα μ έ σ α στην αδυσώπητη
πραγματικότητα. Το μπλέξιμο αρχίζει από τη στιγμή που βάζουμε ή, μάλλον,
επιβάλλουμε στον εαυτό μας αυθαίρετες και άστοχες ιεραρχήσεις. Τούτο είναι
σημαντικό, το άλλο ασήμαντο και, πιο συχνά, αυτός είναι σημαντικός, ο άλλος
ασήμαντος. Όμως ο άνθρωπος, ως δημιουργός του νοήματός του, ως δ ρ ά σ τ η ς και δ έ κ τ η ς, ταυτόχρονα, της
σ τ ι γ μ ή ς του, αντιμετωπίζει
το κάθε κύτταρο ζωής σαν αρχή και σαν τέλος καθεαυτό, σαν δυνάμει έργο ζωής και
σαν δυνάμει έργο τέχνης. Δεν απομονώνει και δεν εξορίζει τον εαυτό του ή τους
άλλους. Η κάθε του κίνηση, στάση ή αντίδραση, πράξη ή παράλειψη, έχει ν ό η μ α,
ε υ θ ύ ν η και σ υ ν έ π ε ι α. Όχι τη συνέπεια μιας δήθεν
επίτευξης (και, πάντως, όχι μόνο αυτή), αλλά εκείνη της ολόψυχης και ολόσωμης
συμμετοχής στο γίγνεσθαι.
Ας δούμε λίγο την οργάνωση των Μονών των Ζεν: «Σε κάθε
μέλος, εκτός από τον ηγούμενο, ανετίθετο μια ειδική εργασία στην επιστασία της
Μονής και, κατά παράδοξο τρόπο, οι δόκιμοι αναλάμβαναν τις ελαφρύτερες
υποχρεώσεις , ενώ οι πιο σεβάσμιοι και ηλικιωμένοι μοναχοί τα πιο βαριά και
χειρωνακτικά καθήκοντα. Τέτοιου είδους λειτουργίες συνιστούσαν μέρος της πειθαρχίας
του Ζεν& και
η πιο ασήμαντη ενέργεια έπρεπε να γίνεται με τελειότητα. Έτσι, δεν ήταν λίγες
οι φορές που προέκυπτε μια φιλοσοφική συζήτηση την ώρα που οι μοναχοί
ξεβοτάνιζαν τον κήπο, ξεφλούδιζαν ένα γογγύλι ή σέρβιραν το τσάι. Το ιδεώδες
του Τεϊσμού είναι απόρροια αυτής της αντίλήψης του Ζεν για τη σπουδαιότητα και
των μικρότερων περιστατικών της ζωής. Ο Ταοϊσμός έθεσε τις βάσεις για τα
αισθητικά ιδεώδη & το
Ζεν τα εφάρμοσε στην πράξη.» (Ο. Kakuzo, «Το Βιβλίο του Τσαγιού», σελ. 65)
Κατά πρώτο λόγο, λοιπόν, η ευθύνη, στο σύνολό της ήταν
ζήτημα π ρ ο σ ω π ι κ ο ύ π α ρ α δ ε ί γ μ α τ ο ς ή υ
π ο δ ε ί γ μ α τ ο ς απέναντι στους νεότερους.
Οι σύγχρονοι «σεβάσμιοι και ηλικιωμένοι μοναχοί» των σύγχρονων αυτάρεσκων
«μονών» του «πνεύματος», πολλά θα είχαν να διδαχθούν απ’ αυτή την αντίληψη.
Ουδέτερα «οχήματα» γνώσης και διδασκαλίας δεν υπάρχουν, ούτε το κύρος
κατακιτέται με τεχνάσματα ή με μονομανίες, έστω και πολύ «πνευματικές».
Κατά δεύτερο λόγο, η σημασία του επιτελούμενου έργου δεν
είναι συνάρτηση του «βαθμού» ή της «βαθμίδας». Τα μικρότερα περιστατικά της
ζωής είναι αποκαλυπτικά της συνολικής μας στάσης απέναντι σ’ αυτήν και, τελικά,
προσδιορίζουν το βαθμό του σεβασμού και του αυτοσεβασμού μας. Η σχέση μας με
την καθημερινότητα, με τα πρόσωπα και τα πράγματα που την πλουτίζουν είναι ένας
καθρέπτης που αντανακλά τα είδωλα των βαθύτερων πεποιθήσεών μας. Που μας
επιστρέφει αμείλικτα το ομοίωμα της εικόνας του ά λ λ ο υ μέσα μας και
μας πληροφορεί κατά πόσο ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος είναι για μας πλήρης και
τέλεια α υ τ α ξ ί α ή κατακερματίζεται σε ρόλους που υπόσχονται
οφέλη ή ενέχουν απειλές. Ακόμη περισσότερο: όχι μόνο ο κάθε άνθρωπος, αλλά το
κάθε τι στη ζωή αποτελούν α υ τ α ξ ί ε
ς και συγκροτούν υπάρξεις ανεξάρτητες
από την - κοινωνικά προσδιορισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της - ανθρώπινη
νοηματοδότηση. Γι’ αυτό και θα ήταν πιο ενδιαφέρον να προσεγγίζαμε γνωστούς και
αγνώστους με λιγότερη αλαζονεία και βεβαιότητα, με περισσότερο στοχαστικό
σεβασμό και ετερο-κεντρική διάθεση κατανόησης.
Να μάθουμε...να μάθουμε...Τι να μάθουμε; Ένας ωραίος
διάλογος, μια επικοινωνία που είναι συνάμα αμοιβαία αποδοχή (ιδιαίτερα σε
στιγμές διαφωνίας) σε μαθαίνει περισσότερο απ’ όλο το ανούσιο και άνευρο
μπλα-μπλα των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των βιβλίων «περί επικοινωνίας».
Μια σωστή αναπνοή (εισπνοή και εκπνοή) σε πληροφορεί περισσότερο για το
ολοζώντανο ρεύμα των ενεργειακών διαδρομών από εκατό εγχειρίδια βιολογίας. Μια
διαπροσωπική σχέση ειλικρίνειας, αμεσότητας και σεμνότητας προϋποθέτει να
παίρνεις θέση κάθε στιγμή (πρώτα απ’ όλα, απέναντι στον εαυτό σου), να
αυτο-αναιρείσαι ενδεχομένως και να επανασυγκροτείσαι για να διατηρήσεις
την ε π α φ ή και αυτό δε στο μαθαίνουν τα βιβλία της ψυχολογίας αλλά το προσωπικό
σου κουράγιο και η ευαισθησία.
Είναι δυνατόν να
ξ έ ρ ο υ μ ε χωρίς να ε ί μ α σ τ ε; Είναι δυνατόν να ε ί μ α σ τ ε, αν δεν γνωρίζουμε πως αυτή η
«γνώση», αυτό το βιωματικό γίγνεσθαι δεν απαλλοτριώνεται, ούτε ιεραρχείται ούτε
ταξινομείται; Ότι είναι η υπέρτατη ευθύνη;
Ό,τι καλύτερο έ χ
ο υ μ ε είναι αυτό που ε ί μ α σ τ ε. Ό,τι καλύτερο γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε είναι αυτό που ε ί μ α σ τ ε. Ό,τι καλύτερο
ε λ π ί ζ ο υ μ ε είναι αυτό
που θ α γ ί ν ο υ μ ε.
Μίκα Σταυροπούλου
Οι σκοτεινές πλευρές των
φεγγαριών
Όσο κι αν ψάξω δεν βρίσκω αλλού λιμάνι. Αυτό το μικρό
λιμανάκι, που λέγεται Homo Politicus
και που φτιάχτηκε πριν από 7 χρόνια με το μεράκι μιας μικρής παρέας ανυπόταχτων
αριστερών φοιτητών και φοιτητριών, υπάρχει ακόμα για να ελλιμενίζονται τα
γεμάτα όνειρα καράβια όσων φεύγουν για λίγο αλλά ξαναγυρίζουν έχοντας
αποκομίσει εμπειρίες από βαθύτερα πελάγη. Κάποιοι μπορεί πια να μην κυκλοφορούν
με τη μικρή εκείνη τετράκουπη βαρκούλα αλλά με κάτι εξάμετρα σκάφη δεν παύουν
όμως να μοιράζονται τις καινούργιες εμπειρίες τους με όσους και όσες τραγουδάνε
ακόμα γύρω από μερικά πυρακτωμένα κούτσουρα σ’ αυτήν την άκρη του λιμανιού.
Οι σκοτεινές πλευρές των φεγγαριών θα μείνουν για πάντα
ανεξερεύνητες. Όμως αξίζει έστω και για λίγο να τις ψάχνουμε. Η περιέργεια είναι,
ως γνωστόν, μήτηρ πάσης...
CHUMBAWAMBA, English Rebel Songs: 1381-1914, One
Little Indian Records Ltd., London, 1994.
Tώρα
που ο αδελφός μου λείπει φαντάρος βρήκα μια ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στις
μουσικές του συλλογές. Ξάφνου πέφτω πάνω στο CD αυτό. Έ, λοιπόν έπαθα σοκ. Μέσα
από τα 11 τραγούδια του πέρασε μπροστά από τα μάτια μου μια ολόκληρη ιστορία.
Μια ολόκληρη παράδοση που αγνοούμε στη χώρα μας γιατί έχουμε γαλουχηθεί με τη
φανταστική εκείνη ιδέα ότι είμαστε το λίκνο της κάθε λογής επανάστασης -
εθνικής, κοινωνικής ή πολιτιστικής - από αρχαιοτάτων χρόνων κι έτσι οι «άλλοι»
μας φαίνονται «ξενέρωτοι», «χωρίς ιστορία» λαοί και ούτω καθ’ εξής. Ε, λοιπόν
όχι. Ξεχνάνε ότι η πρώτη γενική κοινωνική εξέγερση του νεώτερου δυτικού κόσμου
έλαβε χώρα στην Αγγλία το 1381 (η εξέγερση των Φλωρεντίνων φτωχών λίγα μόλις
χρόνια πριν είχε μόνο τοπικό χαρακτήρα). Το συγκρότημα αυτό μας θυμίζει τα
άγνωστα εκείνα τραγούδια των κοινωνικών εξεγέρσεων της Αγγλίας που πέρασαν από
στόμα σε στόμα ως τις μέρες μας σαν τα δικά μας δημοτικά. Κάποια από αυτά,
ιδιαίτερα του περασμένου αιώνα, ευτυχώς, καταγράφηκαν σε κατάστιχα και βιβλία
κι έτσι το συγκρότημα τα βρήκε και τα τραγούδησε όπως είχαν ακριβώς δίχως να τα
προσαρμόσουν στα σύγχρονα Αγγλικά δεδομένα.
Η εξέγερση των χωρικών του
1381, λοιπόν, έδωσε την ευκαιρία στον ανώνυμο τραγουδοποιό να συνθέσει το
τραγούδι Τhe Cutty Wren (O Κοντός
Τρυποφράκτης). Ο Τρυποφράκτης ήταν το πουλί που συμβόλιζε τη μοναρχία.
Αφορμή για την εξέγερση έδωσε η προσπάθεια του Μονάρχη να επιβάλει στους
χωρικούς έναν κεφαλικό φόρο. Οι χωρικοί με επικεφαλής τον Wat Tyler δημιούργησαν
έναν μεγάλο επαναστατικό στρατό που σάρωσε τη Μοναρχία και την Αρχιεπισκοπή για
εννέα ημέρες. Η Αγγλία καταλήφθηκε από το λαό της. Ο Βασιλιάς κανόνισε
συνάντηση με τον Τyler αλλά του την έφερε μπαμπέσικα. Μετά τη δολοφονία του ο
επαναστατικός στρατός διασπάστηκε και η Μοναρχία κατέστειλε την εξέγερση. Όμως
η ιδέα του κεφαλικού φόρου ηττήθηκε όπως και πριν εφτά χρόνια, το 1991. Το 1649
ο ίδιος ο ηγέτης μιας νέας επαναστατικής τάσης, των Σκαπανέων, έγραψε το
τραγούδι The Diggers’ Song. Οι
Σκαπανείς προσπάθησαν να διαδώσουν τις ιδέες της κοινοκτημοσύνης της γης, να
τις κάνουν πράξη σε μη χρησιμοποιούμενες εκτάσεις γης αλλά συνεχώς εκδιώκονταν
από τους τοπικούς στρατούς των γαιοκτημόνων και των παπάδων. Η τακτική τους
έναντι των διωκτών ήταν περίπου χριστιανική, μη βίαιη.
Τον Οκτώβριο του 1782 εργάτες διαδήλωναν στο Birmingham
απαιτώντας έλεγχο της τιμής του ψωμιού. Οι τοπικοί αξιωματούχοι φοβούμενοι
μήπως η διαδήλωση εξελιχθεί σε γενική εξέγερση μείωσαν τις τιμές όχι μόνο του
ψωμιού αλλά και της βύνης, του αλευριού, του βούτυρου και του τυριού. Οι ανθρακωρύχοι
ήταν οι πρωτοπόροι των διαδηλωτών και σ’ αυτούς αφιέρωσε ένα ποίημα ο John
Freeth που έγινε για χρόνια ο ύμνος των διαδηλωτών, το The Colliers’ March. Όπως σήμερα ένας μισθωτός ή ένας άνεργος
καταριέται την ώρα και τη στιγμή που κάποιοι εφεύραν τον ηλεκτρονικό
υπολογιστή, έτσι και το 1812 οι εργάτες μισούσαν αυτούς που φτιάχνανε μηχανές
τις οποίες θεωρούσανε υπεύθυνες για την ανεργία, τη στέρηση της χαράς της
δημιουργικής δουλειάς και την αύξηση των εργατικών ατυχημάτων. Ξέσπαγαν λοιπόν
καταστρέφοντας τις μηχανές, κυρίως των υφαντουργείων που ήταν τότε ο
αναπτυσσόμενος βιομηχανικός κλάδος. Άφηναν στο εργοστάσιο του οποίου
κατέστρεφαν τις μηχανές προκηρύξεις με την υπογραφή Ned Ludd. Στους «Λουδδίτες»
εργάτες του Nottingham, του Lancashire και του Yorkshire είναι αφιερωμένο το
τραγούδι General Ludd’s Triumph.
Kαθολική ανδρική ψηφοφορία, ετήσια κοινοβούλια, ενιαύσια κοινοβούλια και
μυστική ψηφοφορία ήταν τα νέα αιτήματα της εργατικής τάξης στη δεκαετία
1840-1850. To 1837 είχε δημιουργηθεί το κίνημα της Χάρτας του Λαού που είχε δυο
τάσεις, την Ηθική Δύναμη και τη Φυσική Δύναμη, εκ των οποίων η πρώτη θεωρούσε
πως με την εκπαίδευση του λαού θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη
αλλαγή ενώ η δεύτερη θεωρούσε πως χρειαζόταν ένοπλος αγώνας. Στην πράξη και οι
δυο τάσεις έπαιξαν το ρόλο τους, οι μεν πρώτοι μαζέψανε 6.000.000 υπογραφές
κάτω από της Αιτήσεις για τη σύνταξη Χάρτας Δικαιωμάτων, οι δε δεύτεροι
αντιμετώπισαν τις προκλήσεις των εθελοντών αστών στρατιωτών που συγκέντρωσε η
κυβέρνηση. Το 1840 έγραψαν το τραγούδι Chartist Anthem (Ύμνος των Χαρτιστών).
Ανάμεσα στα 1845 και 1850 ψηφίστηκαν και εφαρμόστηκαν οι
Νόμοι για το Καλαμπόκι που αντί για φτηνότερο ψωμί, ψηλότερους μισθούς και
αύξηση των θέσεων εργασίας έφεραν ακριβότερο ψωμί, χαμηλότερους μισθούς και
μόνο πρόσκαιρες δουλειές όπως συμβαίνει και σήμερα. Επίσης την ίδια εποχή στην,
κατεχόμενη από τους Άγγλους, Ιρλανδία εκατομμύρια χωρικοί κι εργάτες πέθαναν ή
μετανάστευσαν στις ΗΠΑ λόγω του λιμού της πατάτας. Στην κατάσταση αυτή
αναφέρεται το τραγούδι Song on The Times.
To 1867 τρεις Ιρλανδοί που ζούσαν στο Manchester έστησαν ενέδρα στην άμαξα που
μετέφερε δυο Ιρλανδούς επαναστάτες ηγέτες, τους Kelly και Deasey, στο
δικαστήριο όπου θα γινόταν η δίκη τους. Οι επαναστάτες σώθηκαν και διέφυγαν, οι
τρεις όμως που τους ελευθέρωσαν συνελήφθησαν λίγο αργότερα και κρεμάστηκαν από
τους Άγγλους. Πορείες μνήμης γίνονταν για πολλές δεκαετίες στο Manchester αλλά
και στην Ιρλανδία. Το τραγούδι Smashing
of The Van τραγουδιόταν στις πορείες αυτές. Στα μέσα της δεκαετία 1870-1880
γράφτηκε το τραγούδι The World Turned
Upside Down και στηρίζεται σε τοπικά έθιμα και γιορτές και στηριζόταν στον
πόθο των φτωχών και απόκληρων της εποχής αλλά και των προηγούμενων αιώνων για
την ανατροπή της κοινωνικής δομής που ευθυνόταν για την κατάστασή τους. Εκατομμύρια
άνθρωποι έχουν θαυμάσει τα αγγλικά κασμίρια και τα μάλλινα πουλόβερ της Σκωτίας
και τα έχουν πληρώσει πανάκριβα χωρίς όμως να συνειδητοποιούν τις συνθήκες κάτω
από τις οποίες παράγονταν. Οι Αγγλικές βιομηχανίες κατασκευής ενδυμάτων του
περασμένου αιώνα δεν ήταν παρά το πέρασμα προς την κόλαση για χιλιάδες εργάτες
κι εργάτριες. Το τραγούδι Poverty Knock που
η μουσική του γράφτηκε έτσι ώστε να τραγουδιέται στους ρυθμού του αργαλειού και
των ραπτομηχανών αυτών των εργοστασίων.
Το Idris Strike
Song αφορά μια απεργία που οργάνωσε το 1910 η FWW (Ομοσπονδία Γυναικών
Εργατριών) στο εργοστάσιο παραγωγής αναψυκτικών. Η εργοδοσία τότε επιστράτευσε,
ως απεργοσπάστες, άνεργους άνδρες και αγόρια κάτω των 16 ετών δείχνοντας ότι
μπορεί να εκμεταλλεύεται άνετα τις αντιθέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη και
τους ανέργους, τους άνδρες και τις γυναίκες. Παρά την ήττα της η απεργία αυτή
σημάδεψε τους αγώνες των γυναικών της Βρετανίας για την κατάκτηση των πολιτικών
και κοινωνικών δικαιωμάτων τους και την ισότητα των δυο φύλων. Τέλος, το
τραγούδι Hanging on The Old Barbed Wire
γράφτηκε σε ρυθμούς στρατιωτικού εμβατηρίου του Αγγλικού στρατού και το
τραγούδαγαν φαντάροι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που μίσησαν τον πόλεμο, τους
σκοτωμούς και εντόπιζε τους υπεύθυνους γι’ αυτόν: «those with the money give
the orders, those without money face the guns».
Απρίλιος 1997
Ε-MAIL: tsakthan@compulink.gr