Κονσερτίνο για 3 βιολιά, 2 βιόλες, κοντραπμάσο και μικρή ορχήστρα

" Εάν όλοι μας τελειώναμε έτσι... εγώ
θα σηκωνόμουν από εδώ και θα έψαχνα
μέσα στη ατζέντα μου!"
(Adagio, Presto, Scherzo)


Τα λουλούδια στα ανθοδοχεία πάνω στα μακριά τραπέζια με το συσσίτιο της Εστίας. Ηλιοτρόπια και χρυσάνθεμα, lilies και πασχαλιές, κίτρινο πορώδες και κίτρινο λεμονί, κάτω στην υπόγεια σάλα, με το φως του τεράστιου πολύφωτου χλωμό, ισχνό, κολλώδες.
Ο άνεμος συνήθως είναι ζεστός. Απλώνεται πάνω στην κοκκινωπή άμμο, κουρνιάζει ανάμεσα στις αγαύες, ξεμυτίζει πίσω από τους κινητούς λοφίσκους, η φωνή του αποσπά μπυκιές... οι ποντικοί, τότε, εκτοξεύονται σαν μπάλες χιονιού, για την αλήθεια κάπως λερές.
Εάν όλοι τελειώναμε τη ζωή μας έτσι, τρώγοντας στην ορθογώνια σάλα, ουρλιάζοντας πάνω στα αχνιστά πιάτα, καθισμένοι γύρω από το βαρύ ξύλινο τραπέζι, ψιλοκουβεντιάζοντας, σκούζοντας όταν μας πατούν, υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό και γελώντας ξεδιάντροπα, κουνώντας τα παρθένα κεφάλια, μοιράζοντας φιλικά χτυπήματα πάνω στις πλάτες, με την ορχήστρα στο βάθος να παίζει μια συνεχή ταλάντευχη, όπως της θάλασσας,  με βήμα γρήγορο, πολύ γρήγορο, ένα πεισματάρικο δέντρο που γρυλλίζει απειλητικά.
Εάν όλοι μας τελειώναμε έτσι, όπως μέσα στο όνειρό μου αυτή τη νύχτα, ξαπλωμένοι πάνω στα τεράστια τραπέζια, εξαντλημένοι, ανάμεσα στα ερείπια του συσσίτιου και στα ψοφίμια των φαγητών, στους θρυμματισμένους σκελετούς των γουρουνιών, στα σάπια φύλλα μαρουλιού... (το σπινθήρισμα του θανάτου μέσα στον εμετό, που κυλά πασαλειμμένο με το χάχανο του κρασιού...).  Εγώ, λοιπόν θα σηκωνόμουν από εδώ και θα έφευγα μακριά, πολύ μακριά.
Μια γραμμή με δώδεκα κύκνους που χάνεται σιωπηλά -- όοοόπ! -- καταβροχθισμένη από τον απέραντο ορίζοντα του Άντερσεν.
-- Είναι αργά.... βιάσου! Δεν θέλω να χάσω ούτε ένα λεπτό...
-- Η ταινία μπορεί να περιμένει, και το πάρτυ μπορεί να περιμένει, κι εγώ μπορώ να περιμένω...
-- ... Τέλος πάντων, κάνε γρήγορα! Δεν εννοώ να χάσω ούτε ένα λεπτό!
Εάν άνοιγα στην τύχη την ατζέντα μου, θα έβρισκα μια σειρά από ονόματα... Θα διάλεγα ένα, ας πούμε Σέσιλ, και θα προσπαθούσα να ξαναπλάσω την ιστορία του. Δεν θα ήταν μια γελοία παραδοχή εάν έλεγα, έτσι χωρίς αιτία "Νομίζω πως η ζωή μου είναι κατά κάποιον τρόπο διεστραμμένη;" Τι θα έκανε, τότε όλος αυτός ο κόσμος; Θα έκρυβε, ίσως, την αμηχανία του κάτω από ένα χαμόγελο ανεξήγητης αυταρέσκειας... θα προσπαθούσε, ίσως να εκφράσει κάποιο στοργικό σχόλιο ενώ θα έστρεφε το βλέμμα του για να κοιτάξει τα ζευγάρια που σφίγγονται στον ρυθμό του απαλού μπλουζ, σαν ένα σταγγαλισμένο σφουγγάρι... "Ας μήν υπερβάλλουμε... αυτά συμβαίνουν σε όλους..."
Ο ήλιος κεραυνοβολεί όπως ένα Capriccio του Παγκανίνι. Ο δρόμος είναι γεμάτος από κόσμο, κανείς δεν ξέρει που να πάει, ο καθένας ζητά συγγνώμη στο παραμικρό άγγιγμα, ο καθεδρικός ναός υψώνεται στη μέση της πλατείας, πιό πέρα ένα μπαρόκ συντριβάνι, τα κτίρια στοιβαγμένα, ο αέρας λιγοστός, μερικοί χάνουν τις αισθήσεις τους, πάλλευκα φορεία τους μαζεύουν και τους παίρνουν μαζί τους. Δεν πρέπει πια να συνεχίσουμε τις συγκρίσεις...
Πρέπει κανείς να βάλει μαύρα γυαλιά στις προκαταλήψεις και να μην βλέπει τίποτα! Το ρίξιμο προς τα πίσω της κορακίσιας χαίτης της κορεάτισσας είναι όπως εκείνο!... Τα ασημένια νύχια, γαμψά, ξεριζωμένασχεδόν από το καμπουριασμένο δάχτυλο, ξυφυλλίζουν με εκπληκτική ταχύτητα την ατζέντα, τραβούν μια γραμμή δίπλα σε ένα όνομα, μετά επιστρέφουν πίσω, ξανά με γρ΄ηγορο ρυθμό... μια γραμμούλα, έναν αστερίσκο, ένα ερωτηματικό... "Τί θα κάνουμε με αυτό το όνομα;..."
-- Ω, Σέσιλ!



ΠΑΥΛΟΣ  ΓΕΡΕΝΗΣ
(Από τις "Απιστίες της σκέψης)