Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίνανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ' ναι ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
'Ονειρο ανάγλυφο, θά 'ρθω κοντά σου κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, έρωτες, πλήξη.

Α! Πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
***ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ***
ΕΣΠΕΡΑ

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...

Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα,
που εσβήσανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι,
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα.

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...

Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα
μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοίρα-μητέρα).

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...

Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνό ρόδο θα 'χανεν η σέρα
και η λίμνη με νεκρόφυλλα θα εστρώθη.
Τ' άστρα ζυγώνανε, καημοί, από πέρα.

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
Η ΖΩΗ ΤΟΥ

  Ξυπνώντας, ένιωθε γύρω του μια καθαρότητα, κάτι σαν ατμόσφαιρα νοσοκομείου, μια εντύπωση ευχάριστη, σα να 'χε βαθιά αναστενάξει - ένιωθε πάντα μια σύντομη χαρά, όση χαρά του είχε απομείνει.
Καθώς κάποιο αόρατο χέρι να κρατούσε στο βυθό τα φύλλα και τα νεκρά ξύλα και τον πηλό που θ' ανέβαιναν σε λίγο στην επιφάνειά της, η σκέψη του μπορούσε τώρα να λαμποκοπά, στραμμένος προς τον ουρανό καθρέφτης, λίμνη όπου πράσινες και χρυσές πλάκες φωτός απλώνονταν κι έσβηναν ασύλληπτες, χωρίς να πάρουν σχήμα, μπαίνοντας σαν γενεές η μια στη θέση της άλλης, βιαστικά-βιαστικά, με το φόβο της πετριάς που θα τις διέλυε. Η εντύπωση εκείνη διαρκούσε λίγα δευτερόλεπτα.
  Ύστερα ερχόταν η μνήμη κρατώντας στο ένα χέρι τα φίδια του παρελθόντος και στο άλλο τη σκοτεινή απαντοχή..
  (Εδώ υπάρχει μια σιωπή μεγάλη, ένα κενό που θα μπορούσε να χωρέσει όλες τις πλαδαρές φιγούρες της πραγματικότητος).
  Κάποιο πρωί, στην ατμόσφαιρα αλιθινού ίσως νοσοκομείου, αφού ανέπνευσε βαθιά, καθώς άλλοτε, δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει.
  Κι αυτό ήταν η ζωή και ο θάνατος του φίλου μου..

(Τα κείμενα του τέλους)
ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ...

Έσβηναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπο όταν ήρθες. Εγελούσες γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.

(Αδημοσίευτα)