Ο ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ...
Βαρέθηκα. κουράστηκα. Μιζέρια ,καθημερινότητα, ανία, κατάθλιψη, και εσύ να κάνεις τα δικά σου. Χρόνια χαμένα, ιστορίες ξεχασμένες. Με έχει πιάσει τρέλα, βρίσκω διέξοδο στο γράψιμο. Ή μήπως δεν υπάρχει διέξοδος παρά μόνο στη φαντασία μου; Λύτρωση. Θάνατος.  Μονόλογος ή θέατρο ή ζωή μας;
Μου μιλάς και δεν ακούω τι λες. Αφουγκράζομαι το χρώμα μου φωνής σου. Έτσι σε καταλαβαίνω πιότερο. Σαν το τυφλό που όσο και αν αγγίζει ποτέ ένα άγγιγμα δεν θα αντικαταστήσει την χαμένη  αίσθηση.
Σε ακούω παγωμένο. Είμαι καλά, απαντάς. Σε ακούω παγωμένο. Πρέπει να έζησες άσχημες στιγμές. Ξέρω πως δεν θα μου μιλήσεις ποτέ για αυτά που χθες σημάδεψαν κι άλλο την ψυχή σου. Δεν τολμώ να ρωτήσω τίποτα. Ούτε προσπαθώ να βρω το δρόμο μου καρδιάς σου. Όχι σήμερα. Ξέρω πόσο μόνος σου θέλεις να είσαι. Δεν τα παρατάω έτσι εύκολα και το ξέρεις. Αύριο ίσως να σε φτάσω, να σ’ αγγίξω και ποιος ξέρει μπορεί έστω και για λίγο το θαύμα να γίνει πάλι.....

Aπο το μαγκάκι της κεντρικής Ελλάδας... να εισαι πάντα καλά....
ΝΕΡΑΪΔΟΠΑΙΔΙ

Ένα μικρό πρωτόγονο παιδί.
Μια άγρια πρωταρχική θυληκιά.
Ένστικτα άγρια σαρκοβόρα.
Κίνηση τραχιά που όμως η χάρη δεν της λείπει.
Γέλιο στραβό, ρυτίδες σχηματίζει γύρω από τα γεμάτα χείλη.
Χείλη διψασμένα για βία και για τρυφερότητα μαζί.
Χέρια γατίσια που ποθούν τη σάρκα να χαράξουν.
Αερικό, η παρουσία σου σιωπηλή και μετρημένη.
Σαν όμως ο ουρανός, των αστεριών του το φώς σε λούζει, το μανιασμένο σου μυαλό σε νόμους δεν μπορεί να υποταχτεί.
Λουσμένη στου φεγγαριού το φώς, μικρή γυμνή και οργισμένη θεά.
Διψάς χυμούς ζεστούς στο σώμα του να βάλεις και τους χυμούς σου με τα ξωτικά να μοιραστείς.
Τα χέρια σου ανοίγεις, τα μάτια κόκκινα θολά απ΄ της ανάγκης σου τη δύναμη.
Τρελλό και τραγικό μαζί χορό γύρω από ανύπαρκτες φωτιές κι από φλογισμένα κορμιά αρχινάς.
Στου φεγγαριού τη λάμψη ο ιδρώτας του γυμνού κορμιού σου στραφταλίζει και ένα με της φύσης τα νερά ποθεί να γίνει.
Τρέχεις γυμνή, πάνω από τα δέντρα, μέσα στου πελάγου τα νερά βουτάς κι έπειτα, ωσάν φτερά να ήταν τα χέρια σου, τα ανοίγεις.
Φεύγεις ψηλά, πετάς σαν σπόρος που τη μάνα γη δεν θέλει να την συναντήσει και πετά μακριά της ελεύθερος απ΄ τον άνεμο παρασυρμένος.
Αγαπάς κι ενώνεσαι στο κάθε τι.
Κάθε σου ανάσα πρωτόγονη κι ερωτική.
Κάθε σου άγγιγμα καυτό και ηδονικό.
Κάθε ματιά σου από της αστραπής την αγριάδα έχει κλέψει.
Οι σταγόνες που απ΄ τα μάτια σου κυλούν, κάτι έχουν θαρρώ από της μήτρας το υγρό.
Κάθε σου ίνα, κάθε σου μέλος, από της φύσης την πνοή κατευθύνεται.
Το δάκρυ στεγνώνει γρήγορα, το αίμα όμως παντού αφήνει τα σημάδια του.
Πάνω στα ρούχα, μέσα στο νύχια και στα μάτια, σε κάθε πόντο του μικρού κορμιού.
Ποιος άραγε από τους αρχέγονους πόθους σου θα έρθει να σε λυτρώσει;
Ποιος, κουράγιο με την τρελλή ανυπότακτή σου φύση θα βρει για να εναντιωθεί, να τη δαμάσει και να σε σώσει;
Καθώς ένα με τα΄ άστρα γίνεσαι και χάνεσαι για πάντα, τούτα τα ερωτήματα στην πλάκα σου σκαλίζονται από χέρι αόρατο, μαγικό.
Ζήσε λοιπόν εκεί ψηλά στο μακρινό σου αστέρι και ίσως ο πόθος σου κάποτε να λυτρωθεί…

Και το δαιμόνιο...