Εδώ άφησε ένα μικρό κομμάτι από τις σκέψεις σου, κάτι από εκείνα που ονερεύεσαι με ανοιχτά τα μάτια, ένα κομάτι από τα φύλλα της καρδιάς, να γίνει το υφαντό πλούσιο γεμάτο χρώμα, άσε μιά σκέψη να πλανηθεί για λίγο να μας συντροφέψει. Κι ίσως συναντήσει το χαμόγελό μας... Ίσως και την ψυχή μας... |
Στείλε κέιμενα που σε αγγίζουν, μοιρασoυ τη συγκίνηση, το συναίσθημα, τη μαγεία, με όλους, δικά σου ή ξενα, μια γωνιά να γίνει του λόγου τούτη, της ψυχής και της επαφής... |
ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασνα και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά - έτσ΄ οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν. χωρίς ν΄ αξιωθεί καμιά της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης |
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με- όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ΄ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν΄ αγγίζουν πάλι. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται... Κωνσταντίνος Π. Καβάφης |
ΑΤΙΤΛΟ (τρείς φίλοι έγραψαν τούτο το ποίημα σε μια στιγμή ομορφιας) Κάποτε ήταν άνοιξη Όταν θυμάμαι τον εαυτό μου να έκανα όνειρα. Τότε που τα όνειρα ακόμα είχαν άρωμα ζωής και όχι οσμή θερμοκηπίου. Θυμάμαι που μού πιανες το χέρι και μού λεγες "θα περάσει..." Τότε είναι τώρα, κι εσύ είσαι εδώ Το μόνο πού χει περάσει ατόφιο όλα αυτά τα χρόνια είναι το χέρι αυτό το παιδικό. Μόνο που η μυρωδιά γαζίας έγινε τώρα φτηνιάρικη κολώνια Το άρωμα θαμπό, αλλά δεν έσβησε απ τα χρόνια Πέτρινα χρόνια, που ζητούσαν αφορμή να σβήσουν ίσως για πάντα αυτή τη διακριτική σου την οσμή. Τι να ξεχάσεις και τι να θυμηθείς... Όλα είναι εδώ, σ΄ αυτά που τώρα ζεις Κι όμως εγώ από κάπου βλέπω την Άνοιξη να αχνοφαίνεται... Μια Άνοιξη που αρνήθηκε να λάβει μέρος σ΄ έναν αγώνα χρόνου. Και τη θυμάμαι σαν όνειρο σε κάθε απαρχή του πόνου. Σα χάδι σωτηρίας από ατόφιο ανοιξιάτικο μαγιόξυλο που σώζει την απεγνωσμένη σκέψη στο πέλαγος τις τρέλλας. |
ΕΠΗΓΑ Δεν εδεσμεύτηκα. Τελείως αφέθηκα κ΄επήγα. Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα. Κ΄ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης |
![]() |
![]() |
Καβάφης Κ.Π. Αν μ’ ηγάπας Εκ του Γαλλικού Aν του βίου μου το σκότος φαεινή έρωτος ακτίς διεθέρμαινεν, ο πρώτος της αλγούσης μου ψυχής ο παλμός ήθελεν ήτο ραψωδία ευτυχής. Δεν τολμώ να ψιθυρίσω ό,τι ήθελον σε ειπεί: πως χωρίς εσέ να ζήσω μοι είναι αφόρητος ποινή — αν μ’ ηγάπας... πλην, φευ, τούτο είν’ ελπίς απατηλή! Aν μ’ ηγάπας, των δακρύων ήθελον το τέρμα ιδεί· και των πόνων των κρυφίων. Οι δε πλάνοι δισταγμοί δεν θα ετόλμων πλέον να δείξουν την δολίαν των μορφή. Εν τω μέσω οραμάτων θείων ήθελ’ ευρεθείς. Pόδα θαλερά την βάτον θα εκόσμων της ζωής — αν μ’ ηγάπας... πλην, φευ, τούτο είν’ απατηλή ελπίς! |
Καβάφης Κ.Π. Ιωνικόν Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των· και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή, αόριστη, με διάβα γρήγορο, επάνω από τους λόφους σου περνά. |
![]() |
|