![]() |
Του Καρυωτάκη "Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί" με σένα κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ' ήυραν εσύ να λείπης. Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης. Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από την μόνωσή σου ένα σημείο από φωτιά τους έστελνες γνωρίζαν το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε, της αβύσσου τους δρόμους κι όλοι απόμειναν στον τόπο τους που ορίζαν Απόμειναν στην ίδια τους πικρία κρεμασμένοι έτσι μοιραία και θλιβερά στο "βράχο" του κινδύνου. Κι όταν πια τους χαιρέτησες, οι αιώνια απελπισμένοι ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου . Μα φτάνουν πάντα στο νησί τα νέα παιδιά ολοένα. Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής σου το ελεγείο. Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρια παρθένα και της καινούργιας σου εποχής το πλαστικό εκμαγείο (Μαρία Πολυδούρη, 1929) |
![]() |
Πληγωμένοι Θεοί Κ.Γ. Καρυωτάκης (Νηπενθή) ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ Δικά μου οι Στίχοι, απ' το αίμα μου παιδιά. Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια τα δίνω από την ίδια μου καρδιά, σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια. Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό, αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο. Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ, ζώνη ναν τά χουν όταν θα νυχτώσω. Τον ουρανόν ορίζουνε, τη γή. Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τί λείπει και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοί μητέρα που γνωρίσανε τη λύπη. Το γέλιο του απαλότερου σκοπού, το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου, είμαι γι αυτούς ανίδεος ρήγας που έχασε την αγάπη του λαού του. Και ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ δεν παύουνε σιγά - σιγά να κλαίνε. Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ. Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε. |
![]() |
ΠΟΙΗΤΕΣ (Κ.Γ. Καρυωτάκης) Πως σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι! Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν... Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια, κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα, βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας... Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες, στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι. Το φώς, που κατεβαίνει, της ημέρας, κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια, περνάει από κοντά σας και δε βλέπει τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας. Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν, κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων, ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει. Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει, ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν |
![]() |
![]() |
![]() |
|