Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΕΠΙΓΟΝΟΙ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΕΣ ΚΑΙ ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ Είμαι Κωνσταντινοπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ. Μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα... Ξέρω αγγλικά, γαλλικά και ολίγα ιταλικά. (Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ.Π. Καβάφη) Οι λίγες αυτές γραμμές στις οποίες ο Καβάφης σημειώνει - με την ίδια εξωτερική λιτότητα που χαρακτηρίζει την ποίησή του - τις διατοπικές συνισταμένες της ζωής του, μπορούν ν' αποτελέσουν το κλειδί για να καταλάβουμε πολύ απ' το έργο του. Πρώτα απ' όλα χαράζεται μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ' αυτόν και στους συγκαιρινούς του ποιητές της Ελλάδας: ο Καβάφης ήταν ο ποιητής της διασποράς- οι δεσμοί του με την Ελλάδα δεν ήταν δεσμοί ρίζας, ήταν εγκεφαλικοί, συναισθηματικοί, ιστορικοί. Κι η ποίησή του ήταν κι αυτή ξένη ή έστω παράξενη σε σύγκριση με αυτή των ποιητών του ελλαδικού χώρου. Δε θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι, όταν και οι ρίζες και οι μοίρα ήταν διαφορετικές. Τα ελληνικά του ήταν ιδιωματικά - επειδή δεν ήξερε ελληνικά, έλεγαν οι σύγχρονοί του. Θα μπορούσε άλλωστε να γράφει με την ίδια ευχέρεια στα αγγλικά ή τα γαλλικά, όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία του. Η ποίησή του ήταν ακόμα πιο παράξενη: ένας κόσμος παρακμής που γινόταν πιο σκοτεινός όταν συνδεόταν με την προσωπική του παρέκκλιση. Πολλοί αναρωτιόνταν αν αυτό μπορούσε να λέγεται ποίηση: Αν αυτό λέγεται ποίηση, τότε αναγκάζομαι να κάμω τη δήλωση, όπως ο ήρωας του Μολιέρου, πως όσα ποιήματα έχω διαβάσει ίσαμε τώρα (κ' έχω διαβάσει εκατομμύρια στίχους, θεέ μου!) είταν όλα πρόζες και εγώ, ο ηλίθιος, τά 'παιρνα για ποιήματα. Κι έτσι θάναι, αφού τους στίχους του κ. Καβάφη τους έπαιρνα για κακογραμμένες πρόζες, και μου στάθηκε αδύνατο να παραδεχτώ ποτέ πως είναι ποιήματα, έγραφε ο Δ.Π. Τ.(αγκόπουλος). Κι ο τόσο επιεικής στις κριτικές του Κωστής Παλαμάς χαρακτήριζε τα ποιήματα του Καβάφη σαν ρεπορτάζ από την ιστορία και άφηνε να εννοηθεί πως ούτε σαν ρεπορτάζ ήταν καλής ποιότητας. Από μια άποψη οι Έλληνες ποιητές και κριτικοί που έπαιρναν αρνητική θέση απέναντι στην ποίηση του Καβάφη - κι ήταν οι περισσότεροι τον πρώτο καιρό - δεν είχαν άδικο, αν ειδωθούν μέσα στο πλαίσιο της εποχής τους. Οι δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, όταν είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ο ποιητής στον Ελλαδικό χώρο, ήταν περίοδος εθνικής έξαρσης. Οι βαλκανικοί πόλεμοι είχαν διπλασιάσει τον εθνικό χώρο κι είχαν γιγαντώσει την ελπίδα της μεγάλης ιδέας. Η Ελλάδα κοιτούσε μπροστά κι έβλεπε - αυτό ήθελε να βλέπει - ένα μέλλον το ίδιο λαμπρό όσο το απώτερο παρελθόν. Δεν είναι παράξενο που σ' ένα τέτοιο κλίμα ενθουσιασμού, δε μπορούσε να καταλάβει τίποτα από τις μάταιες Ιθάκες, τις χαμένες πατρίδες, τους βαρβάρους που ήταν μια κάποια λύσις και τις Θερμοπύλες της ηττοπάθειας του Καβάφη. Για τον έλληνα ποιητή του 1912 οι Θερμοπύλες φυλάγονταν καλά κι οι ήρωες ετοιμάζονταν να φτάσουν μέχρι την Κόκκινη Μηλιά. Κι όμως η παρελθοντολογία του Καβάφη ήταν στην πραγματικότητα φωνές απ' το μέλλον. Η μεγάλη ιδέα έγινε Μικρασιατική Καταστροφή και η Ιωνία μετά από ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων από λίκνο του πολιτισμού μεταμορφώθηκε σ' ένα στοιχειωμένο εφιάλτη. Ο Καβάφης, που ζώντας στη διασπορά είχε νιώσει ως την ψυχή του τη μοίρα της, είχε προβλέψει λίγο καιρό πιο μπροστά: ΙΩΝΙΚΟΝ Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί, ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. Όταν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο την ατμοσφαίρα σαν περνά σφρίγος απ' την ζωή των και κάποτε αιθερία εφηβική μορφή, αόριστη, με διάβα γρήγορο, επάνω από τους λόφους σου περνά. Έτσι σε λίγο ένα ολόκληρο μέλλον γεμάτο ελπίδες έγινε στοιχειωμένο παρελθόν κι η Ελλάδα ανακάλυψε τον Καβάφη, τον αγάπησε και τον αναγνώρισε σαν ένα από τους μεγαλύτερους ποιητές της, γιατί είχε καταλάβει τις πληγές της, πριν δει το ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες απ' τις χαμένες πατρίδες. Και μόλις είχε κλείσει τα μάτια του ο μεγάλος ποιητής, όταν ένας άλλος ποιητής μας, ο Γιώργος Σεφέρης, συνέχισε το μεγάλο μοιρολόγι της φυλής για τις χαμένες πατρίδες και την Ελλάδα που σε πληγώνει παντού: Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. (Μυθιστόρημα: Αργοναύτες) Ήταν και οι δυο απ' τις χαμένες πατρίδες της διασποράς. Η Ελλάδα μάζευε τα παιδιά της στη φωλιά της - όσα της είχαν απομείνει. Και ο Καβάφης και ο Σεφέρης αγαπήθηκαν από τις νεότερες γενιές γιατί κατόρθωσαν με την ποίησή τους να γεμίσουν αυτό το μεγάλο κενό της εθνικής συνείδησης στην αναγκαστική προσγείωσή της από τη μεγάλη ιδέα στη σκληρή πραγματικότητα. Όταν, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του Καβάφη και μερικά χρόνια μετά την εξαφάνιση της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας, μια επιτροπή Ελλήνων ζήτησε από τις αρμόδιες αιγυπτιακές αρχές την άδεια να στήσει την προτομή του ποιητή - γνωστού πια σ' όλο τον κόσμο - σε κάποιο δρόμο της Αλεξάνδρειας, οι αιγύπτιοι ιθύνοντες απάντησαν μ' όλη την ειλικρίνειά τους ότι αγνοούσαν την ύπαρξη του ποιητή που είχε αφιερώσει τόση πολλή απ' την τέχνη του στην αγαπημένη του πόλη. Ο Καβάφης είχε για άλλη μια φορά δίκιο: οι βάρβαροι είχαν έρθει, είχαν τις δικές τους ιδέες, πόθους και ελπίδες- δεν καταλάβαιναν τίποτα από τον κόσμο που είχε πεθάνει και που ο θάνατός του μπορεί να ήταν η ελπίδα τους: Οι βάρβαροι σαν έρθουν θα νομοθετήσουν... κι αυτοί βαριούνται ευφράδειες και δημηγορίες (Περιμένοντας τους βαρβάρους) Φυσικά δε στεκόμαστε στη στενή ερμηνεία ότι ο Καβάφης έγραψε τους Βαρβάρους για τη ρωμαϊκή εποχή, γιατί τα διδάγματα της ιστορίας είναι άχρηστα αν δεν έχουν εφαρμογή στις μέρες μας και άλλωστε θάταν αδύνατο να μπορεί ο ποιητής να ζήσει το πνεύμα της παρακμής μιας άλλης εποχής αν δεν το κουβανούσε σαν βαρύ φορτίο των ημερών του. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό της μεγάλης ποίησης: να μπορεί να λειτουργεί σε αλλεπάλληλα επίπεδα και να μπορεί ο καθένας - κι όλοι μαζί σα λαός - να βρει μέσα της τον εαυτό του. Ακόμα και τα αισθησιακά ποιήματα του Καβάφη άρχισαν να παίρνουν άλλες αποχρώσεις κι άλλο βάθος που δεν ήταν ολοφάνερα απ' τον πρώτο καιρό, να ξεφεύγουν απ' το ατομικό βίτσιο και να γίνονται η μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς: Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω. Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κι' η διπλανή για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε γραφείο μεσιτών, κι εμπόρων κι εταιρείες. Το σπίτι στο υποσυνείδητο του Νεοέλληνα ήταν η ίδια η Ελλάδα που νοικιαζόταν στον ένα και στον άλλο. Ο Γέρος του καφενείου, που γυρίζει να κατηγορήσει τον εαυτό του και τη χαρά που θυσίασε στα νιάτα του, γίνεται εύκολα το σύμβολο μιας γενιάς - πάλι σε υποσυνειδησιακό επίπεδο - που μακελεύτηκε κυνηγώντας δονκιχωτικά όνειρα - γιατί πώς αλλιώς αναλύονται οι εθνικές ιδέες παρά σα συνισταμένες των ατομικών πόθων και ιδανικών; Ο Καβάφης αποτελεί μια ελληνική παραφυάδα, μόνο που η κύρια ένωσή της με τον κορμό δε βρισκόταν στην Ελλάδα της εποχής του, αλλά σε παρωχημένες εποχές, στην αλεξανδρινή ή τη βυζαντινή ή και στις δυο. Ουσιαστικά ο ίδιος αποτελούσε ένα ιστορικό παράδοξο και το τελευταίο: ο μοναδικός μεγάλος ποιητής της διασποράς. Κατά τα άλλα, ακολουθούσε, όπως και η διασπορά, τη δικιά του μοίρα. Στη διάρκεια της ζωής του, ο ποιητής είδε τις ακμάζουσες παροικίες της Ευρώπης, που τόσο είχαν βοηθήσει την πυροδότηση της ελληνικής επανάστασης, να φθίνουν και τελικά να χάνονται. Είδε ακόμα τον τόπο της γέννησης και της εφηβείας του, την Κωνσταντινούπολη και μαζί τη Μικρά Ασία, να ερημώνει από το ελληνικό στοιχείο ύστερα από 3000 χρόνια δημιουργίας. Κι ασφαλώς θα προαισθάνθηκε, έτσι δείχνει το έργο του, τη μοίρα της Αλεξάνδρειας, της πόλης που διάλεξε για πατρίδα μετά από πολλά ταξίδια. Ο Καβάφης, εκτός από ποιητής, ήταν και δεινός μελετητής της ιστορίας και μπορούσε να προβάλλει στο μέλλον την αναπόφευχτη πορεία του εξω-ελλαδικού ελληνισμού που ερχόταν, όπως το τέλος αρχαίας τραγωδίας. Όλα μπορεί να έμοιαζαν ήσυχα για τους πολλούς, αλλά, Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. Η ακοή υτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών ταράττεται. Η μυστική βοή τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί. (Σοφοί δε προσιόντων) Σ' αυτόν τον κόσμο των πλησιαζόντων γεγονότων, ο ποιητής προτίμησε να δραπετεύσει στο παρελθόν- το έργο του έχει ποτιστεί με αυτό το συναίσθημα της φυγής προς τα πίσω. Αλλά και πάλι οι εποχές που διαλέγει για καταφύγια δεν είναι εποχές δόξας και ακτινοβολίας του πνεύματος, είναι οι ίδιες εποχές παρακμής. Απ' την άποψη αυτή η φυγή γίνεται οδύσσεια σ' ένα κλειστό κύκλωμα λαβυρίνθων ηττοπάθειας, που, όσο κι αν φαίνεται ότι δικαιώθηκε από την εξέλιξη του κόσμου του, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ίδιας της φύσης και ψυχοσύνθεσης του ποιητή. Η Αλεξάνδρεια θα μπορούσε, με το λαμπρό παρελθόν της, να θρέψει τους πήγασους άπειρων ποιητών. Ο Καβάφης ταξιδεύει στο παρελθόν της μ' ένα τρόπο που νομίζεις ότι δεν άλλαξε, έξω απ' το σκηνικό, ούτε τόπο, ούτε χρόνο και πως στο βάθος, η οπτική γωνία παραμένει η ίδια: η πορεία του ελληνισμού ιδωμένη από ένα σπίτι της οδού Λέψιους ή ένα χαμαιτυπείο της συγκαιρινής του Αλεξάνδρειας -για όσο καιρό ακόμα ίσχυε η διορία της ιστορίας. Κι η διαπίστωση που έβγαινε απ' αυτή τη διαχρονική παρατήρηση ήταν πως οι παραφυάδες του ελληνικού πολιτισμού θα κόβονταν - και τελικά οι Μήδοι θα διάβαιναν χωρίς καν ένα εντυπωσιακό και ηρωικό τέλος. Σ' ένα ποίημά του παρουσιάζει την αδιαφορία του λαού απέναντι στις τρομακτικές συνέπειες που θάχε για το μέλλον του η έκβαση της γνώσης αποφασιστικής ναυμαχίας: έχουν έτοιμη τη συγχαρητήρια επιστολή, μόνο που θα αλλάξουν τα ονόματα: Τ' όνομα μόνον ν ' αλλαχθεί. Αντίς, εκεί στες τελευταίες γραμμές, λυτρώσας τους Ρωμαίους απ' τον ολέθριον Οκτάβιον, τον δίκην παρωδίας καίσαρα, τώρα θα βάλουμε "λυτρώσας τους Ρωμαίους απ' τον ολέθριον Αντώνιον". Όλο το κείμενο ταιριάζει ωραία. Ο Καβάφης είναι ο ποιητής μιας αντι-ηρωικής εποχής. Δεν αγωνίζεται για λύσεις, ούτε υπονοεί σωτηρίες, γιατί πιστεύει ότι σε εποχές παρακμής ο ήρωας δεν είναι ο φωτοδότης, αλλά ο περίγελως των μαζών. Δεν μπορεί ν' αλλάξει την πορεία και δε μένει παρά να την αποδεχτεί "σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος". Ο ηρωισμός του είναι στην καλύτερη περίπτωση θέμα σωστής ηθοποιίας που όταν η παράστασις τελειώσει αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται (0 Βασιλεύς Δημήτριος) Στην "Πόλη" οι δυνατότητες ορίζονται τοπικά - δεν έχει λύσι, δεν έχει οδό - στα "Κεριά" μπαίνει ο χρονικός περιορισμός. στα "Τείχη" ο περιορισμός αυτός παίρνει ισχύ μοίρας, ένα παρελθόν που δεν το φτιάξαμε εμείς, που δεν ευθυνόμαστε για ό,τι είμαστε, και τελικά, πιθανότατα, που δεν έχουμε καμιά υποχρέωση για αγώνα. Στο "Περιμένοντας τους βαρβάρους" αφαιρείται ακόμα και η σωτηρία της αυταπάτης. Στις "Θερμοπύλες", το ηρωικότερο ίσως ποίημα του Καβάφη, ο ηρωισμός εξαντλείται σε μια σχεδόν μαζοχιστική ικανοποίηση απ' την ήττα. Στο "Απολείπειν ο θεός Αντώνιον" η τελική σκηνή του θιάσου μοιάζει ν' αποκαλύπτει το κλείσιμο της αυλαίας μιας ζωής που συντηρούσε ένα θέατρο. Είναι δύσκολο να κατηγορήσουμε τον Καβάφη για έλλειψη αισιοδοξίας, τη στιγμή μάλιστα που οι μεταγενέστερες εξελίξεις στον εξωελλαδικό χώρο τον δικαίωσαν. Θα εστιάσουμε σ' ένα απ' τα ποιήματά του που έχει σαν κεντρικό του θέμα τον ελληνισμό της διασποράς, τους "Ποσειδωνιάτες". Το ερέθισμα γι' αυτό το ποίημα ο Καβάφης το πήρε από κάποιο έλληνα συγγραφέα του 3ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα με τον οποίο οι κάτοικοι της Ποσειδωνίας (μιας ελληνικής αποικίας στην Ιταλία) αφομοιώθηκαν απ' τους ντόπιους, ξέχασαν την ελληνική γλώσσα και τα έθιμά τους, μόνο που συνεχίζουν να τελούν ακόμα κάποια ελληνική γιορτή, να ξαναθυμούνται τα ελληνικά ονόματά τους και να κλαίνε. Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι με Τυρρηνούς και με Λατίνους κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κι είχαν συνηθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες- Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι - ω συμφορά! - απ ' τον ελληνισμό. Το τραγικό στοιχείο σ' αυτό το ποίημα δεν είναι ο αφελληνισμός των Ποσειδωνιατών, -αυτό είχε γίνει στις περισσότερες αποικίες σε κάποιο στάδιο της ιστορίας τους. Είναι η συναίσθηση του αφελληνισμού τους και μάλιστα από πολιτιστικά κατώτερους λαούς. Είχαν γίνει Λωτοφάγοι στην ίδια τους τη γη. Μέσα όμως από τον αυτοβασανισμό τους φτάνουν σε μια προσωρινή κάθαρση, όπως σε αρχαία τραγωδία, που συγκλονίζει τον ποιητή, γιατί διαισθάνεται μια ψυχή που δε θέλει να βγει εύκολα. Για τον Καβάφη, η Ποσειδωνία είναι η Αλεξάνδρεια, ίσως και όλος ο εξω-ελλαδικός ελληνισμός, που, αλλού πεθαίνει κατά χιλιάδες - σαν ελληνική συνείδηση - κι αλλού αγωνίζεται, έστω και αν είναι καταδικασμένος απ' την ιστορία. Μιλώντας, μέσα απ' τους "Ποσειδωνιάτες" για τους Έλληνες της διασποράς, ο ποιητής δε μιλάει για κάποιο ξένο θέμα: είναι το βασικό θέμα της ποίησης και της ζωής του κι ο ίδιος έχει να δείξει πολλές πληγές. Ασφαλώς είχε δει τους σύγχρονούς του Ποσειδωνιάτες "με λύρες και αυλούς, με αγώνας και στεφάνους" στους δρόμους της Αλεξάνδρειας ή της Κωνσταντινούπολης, ίσως με την ευκαιρία κάποιας εθνικής γιορτής κι είχε ακόμα δει "την γλώσσα την ελληνική" να βιάζεται παντού. Ο αδελφός του τού έγραφε: "Το γράμμα σου στις 23 τρεχ. το έλαβα σήμερα το πρωί and all my sympathy goes out to you. Ξεύρω, Κωστή μου, that it is not adangerous thing. Σε συλλογίζομαι συχνά, my poor baby and my heart literally aches. Εχω να καταιβώ στην Αλεξάν. πριν 15 Μαΐου for two or three days..." Για τον ποιητή η γλώσσα είναι το όχημα με το οποίο μεταβιβάζεται η κουλτούρα ενός λαού και περνάει στους απογόνους η φωνή των προγόνων. Αν η γλώσσα ξεχαστεί - θεληματικά ή αναγκαστικά - η ροή σταματάει, η παράδοση μαραζώνει και πεθαίνει, κι οι "επίγονοι", αποσυνδέονται απ' τις γενιές των προγόνων. Θα πρέπει πάντως να τονίσουμε εδώ, ότι η Αλεξάνδρεια της εποχής του Καβάφη, όσο κι αν δεν είχε την παλιά της δόξα, ανθούσε ακόμα σε ζωή, δημιουργία και πνευματική κίνηση. Οι Αιγυπτιώτες (Έλληνες) ήταν κυρίαρχη τάξη, έστω και δεύτεροι στη σειρά μετά τους Άγγλους. Στις σημερινές ελληνικές παροικίες του εξωτερικού η κατάσταση δεν είναι η ίδια και δεν είναι παράξενο που καμιά δε γέννησε το δικό της Καβάφη. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, μιλώντας για τον ποιητή γράφει: Ο Καβάφης μάς έχει προσφέρει μια δυνατότητα αυτογνωσίας. Με τη βοήθειά του μπορέσαμε να διατυπώσουμε, μ' επιγραμματική λιτότητα και ακρίβεια, καταστάσεις λανθάνουσες μέσα μας, ένα πλήθος πράγματα, που τα νιώθαμε, αλλά δε μπορούσαμε, οι περισσότεροι τουλάχιστο, να τα πούμε. Αυτός λοιπόν ο λακωνισμός μας έδωσε μια φωνή, τη φωνή μας- μας αποκάλυψε ένα άγνωστο, που μας ήταν πολύ οικείο κι ωστόσο δεν το είχαμε ίσως υποπτεύσει. Για μας, τους Έλληνες της διασποράς, που βρισκόμαστε στο τρίστρατο "Επίγονοι, Ποσειδωνιάτες, Λωτοφάγοι", ο ποιητής μάς προσφέρει μια νέα διάσταση στην αυτογνωσία. Βέβαια τα λόγια του προφήτη είναι σκοτεινά κι ανήσυχα. Στις επιλογές μας δε χωρούν ούτε προσευχές, ούτε μεγάλα λόγια, αλλά είδαμε τουλάχιστο ότι πρέπει να προσέξουμε "την γλώσσα την ελληνική" για να μη γίνουμε "Ποσειδωνιάτες". Από κει και πέρα είναι θέμα του πόση δύναμη, θέληση και τόλμη έχει κάθε παροικία για να γλιτώσει τον αφελληνισμό. "Ο καθείς και τα έργα του"! Περιοδικό Διασπορά, 1985 |
![]() |
![]() |
|