 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
 |
|
 |
|
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και δημοσιογράφος (πραγματικό όνομα Κώστας Νιάρχος). Έζησε τα παιδικά του χρόνια και έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του διαδοχικά στο Λεωνίδιο, Ναύπλιο και Κωνσταντινούπολη. Στην Αθήνα ήρθε στα 18 του χρόνια και εργάστηκε για λίγο στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη. Πήγε κατόπιν στο εξωτερικό για να σπουδάσει αλλά έζησε μποέμικη ζωή, προσβλήθηκε από φυματίωση και έμεινε δύο χρόνια στο σανατόριο του Νταβός στην Ελβετία. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισσαβόνα, ενώ το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Στα Γράμματα ο Ουράνης πρωτοεμφανίστηκε το 1908 και έκτοτε συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα αξιόλογα περιοδικά της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας. Τη νεανική του συλλογή Σαν όνειρο, που τύπωσε το 1909, την αποκύρηξε και θεώρησε ως πρώτη συλλογή του την Spleen του 1912 (η λέξη σημαίνει μελαγχολία, υποχονδρία και πλήξη), στην οποία όμως τα πεζολογικά στοιχεία και η δυσκαμψία του στίχου δίνουν μετριότατα αποτελέσματα. Ουσιαστικά η προσωπική ποιητική του προσφορά παρουσιάζεται με τις Νοσταλγίες (1920) και συμπληρώνεται με τις Αποδημίες, μια συλλογή ποιημάτων δημοσιευμένων σε διάφορα περιοδικά, που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στη μεταθανάτια έκδοση με το γενικό τίτλο Ποιήματα (1953). Επίσης μεταθανάτια συγκεντρώθηκε, χάρη στις φροντίδες της δεύτερης γυναίκας του, της κριτικού Αλκη Θρύλου, η διάσπαρτη σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως και σε εξαντλημένα βιβλία του, ποικίλη εργασία του. Έτσι, εκδόθηκαν σε ομοιόμορφους τόμους, τα ταξιδιωτικά του: Ιταλία (1953), Ισπανία (1954), Γλαυκοί δρόμοι (1955), Ελλάδα (1956), Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη Θαλασσα (1957), τα αφηγήματα, χρονογραφήματα, συνεντεύξεις κτλ.: Αναβίωση (1955), Αποχρώσεις (1956) και τα κριτικά του: Δικοί μας και ξένοι (1954 - 56, σε τρεις τόμους) και Στιγμιότυπα (1958). Στην ανάθεση του Αλκη Θρύλου οφείλεται και η βιογραφία του Ουράνη (1908 - 61) του Π. Μαρκάκη, που εκδόθηκε το 1962. Ως ποιητής ο Ουράνης, με τη βαθιά και ουσιαστικά κοσμοπολίτικη παιδεία του, επηρεασμένος από τον Μπωντλαίρ και τους Γάλλους «ποιητές της παρακμής» (όπως αυτοχαρακτηρίζονταν πριν επικρατήσει ο όρος συμβολιστές), καλλιέργησε μια ποίηση χαμηλών τόνων, στην οποία επικρατούσαν τα αισθήματα της ανίας, της συγκρατημένης απελπισίας, της νοσταλγίας και της φυγής. Ωστόσο, οι καταστάσεις αυτές, κυρίαρχες στους γαλλικούς κυρίως λογοτεχνικούς κύκλους, στα τέλη του 19ου αιώνα, μεταφερμένες τώρα σε μια άλλη εποχή, την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με μια διαφορετική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία ευνοούσε ιδιαίτερα τα νέα εικονοκλαστικά αισθητικά κινήματα, έμοιαζαν να κατάγονται μάλλον από φιλολογικές επιρροές, παρά από εμπειρίες ζωής. Μολαταύτα ο Ουράνης για τους συνοδοιπόρους του, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, θεωρήθηκε σημαντικός ποιητής. Ακόμη και η ατιμέλητη μορφή των στίχων του και οι αλλεπάλληλες χασμωδίες του είχαν εκληφθεί ως ηθελημένοι εκφραστικοί τρόποι και ως στοιχεία ύφους, τα οποία συνόδευαν οργανικά τα ποιητικά του θέματα. Θα ήταν υπερβολή να το υποστήριζε κανείς σήμερα. Όμως θα πήγαινε και στο άλλο άκρο αν έλεγε ότι από αυτή τη βαρύρυθμη και πεζολογική ποίηση, όπου κάποιοι ρεαλιστικοί τόνοι διαβρώνουν το ρομαντισμό της, δεν σώζεται συχνά μια ατμόσφαιρα εποχής με διαχρονικά στοιχεία. Μια προσεκτική και ευαίσθητη ανθολόγηση του ποιητικού του έργου μπορεί να το πιστοποιήσει, όπως και να επισημάνει τις διαστάσεις του. Ο Ουράνης παραμένει ποιητής και στα ταξιδιωτικά του έργα, τα διηγήματα, τα αφηγήματα και τα χρονογραφήματά του. Ο άκρατος υποκειμενισμός του τα χρωματίζει με θερμούς τόνους, έτσι που να φανερώνονται ως αυτοβιογραφικές εκμυστηρεύσεις, συνθήκη όμως που μειώνει την εμβέλεια των κριτικών του μελετημάτων, χωρίς ωστόσο αυτά να χάνουν τη σχετική σημασία τους. |
|
|
|
 |
|
ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ Μοιάζω στους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία, παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους, να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία. Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια, λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν, καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν. Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει: κι όμως οι γέροι ναυτικοί ακίνητοι στους φάρους, με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα, προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα... |
|
|
|
|
Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΝΕΚΡΗ Δεν πέθανες! Στην κάμαρα ακόμα τ' άρωμά σου είναι απλωμένο ως τώρα δα να μ' άφησες, κι απάνω στον καναπέ ατελείωτο μένει το κέντημά σου και το κομμάτι που 'παιζες είναι ανοιχτό στο πιάνο. Απάνω στο τραπέζι μου πάντα η δική σου εικόνα, που πάντα με την ήρεμη ματιά της με κοιτάζει, και δεν είναι ο άνεμος, μα είσαι εσύ, την πόρτα που μισανοίγεις για να μπεις την ώρα που βραδυάζει. Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σ' όλα: στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα, στα νέφη που χρυσίζουνε σαν πάει να σβήσει η μέρα και ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νοιώθω ξαπλωμένη... Δεν πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε: τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε! |
|
|
|
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ Τ' ωραίο καράβι, έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι, γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο, με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο, μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία της Αφροδίτης, - του έρωτα τη θριαμβική θεά. Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!.. Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν, τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο. |
|
|
|
|
|
Η ΑΓΑΠΗ Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα· αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει, δίχως να νιώσεις από που, και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυο, τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε, κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποιά είμ' εγώ;» απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι. Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει. Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει. Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να την δεχτείς, και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς, αν είναι να 'ρθει, θε να ΄ρθει - αλλιώς θα προσπεράσει. |
|
ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ Γυναίκες, που σας είδα σ' ένα τραίνο τη στιγμή που κινούσε γι' άλλα μέρη· γυναίκες, που σας είδα σ' άλλου χέρι με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο· γυναίκες σε μπαλκόνια να κοιτάτε στο κενό, μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο, ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο μ' ένα μαντίλι αργό να χαιρετάτε. Να ξέρατε με πόση νοσταλγία, στα δειλινά τα βροχερά και κρύα, σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου, γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα απ' τη ζωή μου μέσα, και που τώρα κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου. |
|
|
|
|
|
VITA NUOVA Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο, όπου θροϊζει ανάλαφρα σε πρωϊνό του Απρίλη μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι. Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο, που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να' χει ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα. Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια, τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε· μακρυά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι: και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη. |
|
|
 |
|
|
|
|
|
|
 |
|
|
|
ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΦΕΥΓΕΙ... Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι αφήνει αγάλια το λιμάνι - προς το βράδυ. Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει, μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει. Είν' ένα ξενικό καράβι· στα πλευρά του με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του. Από ποιά μακρυνά έχει έρθει μέρη και το που πάει - κανένας δεν το ξέρει. Ούτ' ένα άσπρο μαντίλι δεν το χαιρετάει, τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει. Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν' απ' τα μπαλκόνια, σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια. Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει, - λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια, πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια -, οι άνθρωποι που κοιτάν στην παραλία νοιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του - σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του... |
|
|
|
|
Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας, τ' ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με, «θα με ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σαν πεθάνω;» Δε σ' απαντούσα. Την φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου, κι έσφιγγα με παροξυσμό τ' αδύνατο κορμί σου, σα να θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια στο Χάρο, για, αν δεν μπόραγα, να πήγαινα μαζί σου. Γιατ' ήσουν όλη μου η ζωή, χαρά της και σκοπός της, κι όσο κι αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα. Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω. Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι το θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω. |
|
|
|
|
Ευχαριστώ πολύ τον αγαπημένο μου Tsioudiver για τη βιογραφία και τα ποιήματα |
|
|