ΠΟΝΤΟΣ - Σύντομη ιστορική αναδρομή

  Άν με τον όρο "Πόντος", ενοούμε την γεωγραφική περιοχή που καταλαμβάνει τα βόρεια παράλια της Μ. Ασίας,
τότε δεν έχουμε παρά να συμβουλευτούμε τον πλέον ειδικό. Ο Πόντιος (Αμασηνός) ιστορικός, στωικός και μέγας
γεωγράφος Στράβων (63π.Χ.-21π.Χ.), γεωγραφεί την πατρίδα του ως εξης: Βόρεια ορίζεται από τον Εύξεινο Πόντο.
Ανατολικά από τον Φάση ποταμό. Νότια από τον δυτικό Ευφράτη. Δυτικά από τον Άλυ(κόκκινο) ποταμό. Ωστόσο,
Έλληνες (που μάλιστα μιλούν το Ποντιακό ιδίωμα) έζησαν και ζούνε σε όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
Αυτή η Ελληνική παρουσία, μυθολογείται από τα πανάρχαια χρόνια. Κρυμμένοι πίσω από την αχλή του θρύλλου:
Ο Ηρακλής , που φτάνει ως τον Καύκασο για να ελευθερώσει τον ευεργέτη της ανθρωπότητας Προμηθέα . Ο Φρίξος,
κυνηγημένος απο τη μητριά του, καβάλα στο χρυσόμαλο κριάρι βρίσκει καταφύγιο στην Κολχίδα. Το ίδο κριάρι που
θα αναζητήσουν οι Πανέλληνες αργότερα, με αρχηγό τον Ιάσονα και οδηγό την Αθηνά. Ο τραγικός Ορέστης αναζητά
και βρίσκει την αδελφή του Ιφιγένεια.
  Κι άν όλοι αυτοι, οι μάρτυρες του ελληνικού ενδιαφέροντος για τον Άξενο πόντο, απέμειναν στα κατοπινά χρόνια
σαν πρόσωπα του μύθου, είναι οι Μιλήσιοι, αυτοί που θα τιθασεύσουν την αφιλόξενη θάλασσα. Στα 785 π.Χ., οι πρώτοι άποικοι της Μιλήτου, φτάνου για να ιδρύσουν την Σινώπη. Οι Σινωπείς, με τη σειρά τους, θα ιδρύσουν την Τραπεζούντα (756 π.Χ.), την Κερασούντα (700 π.Χ.), την Άλυα ή Αλυσσό (750 π.Χ). Οι Αθναίοι θα ιδρύσουν την Αμισό (Σαμψούντα) το 600 π.Χ.. Αργότερα, ο Περικλής θα φέρει στην Άλυα, Αθηναίους και Αιγαιάτες αποίκους και θα την μετονομάσει σε Πάφρα (436 π.Χ.). Εκατοντάδες πόλεις θα ιδρυθούν εν τω μεταξύ σε όλην την έκταση των παραλίων της μάυρης θάλασσας των βαρβάρων. Ο Άξενος είναι πια για τους Έλληνες, Εύξεινος Πόντος. Οι έμποροι, υπό την προστασία του αθηναϊκού  στόλου, θα μεταφέρουν επί αιώνες με ασφάλεια, σιτάρι, μεταλεύματα, φρούτα και άλλα αγαθά στα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Οι ελληνικές αυτές πόλεις είναι αυτόνομες (πόλεις κράτη) ή θυγατέρες των μητροπόλεών τους με δικό τους, συνήθως αυτό των αποικιστών, πολίτευμα. Με την υπογραφή της επονείδιστης Ανταλκιδείου ειρήνης (387 π.Χ.), οι περισσότρες θα περάσουν στην επικυριαρχία των Περσών. Ωστόσο θα διατηρήσουν την εσωτερική τους αυτονομία.  Όταν ο Αλλέξανδρος ο Β΄, αυτοκράτωρ στρατηγός των ελληνικών δυνάμεων, φτάνει στα τέλη του 4ου π.Χ. αι. στον Πόντο, οι Έλληνες ζουν στα παράλια. Θα συλλέξει και θα αποστείλει στον δάσκαλό του, Αριστοτέλη, πλήθος δειγμάτων της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής. Ανάμεσα τους και την κερασιά, που ευδοκιμούσε στην Κερασούντα. Παράλληλα, βοηθά τους Έλληνες να επεκταθούν στην Ποντιακή ενδοχώρα, εξελληνίζοντας τα ημιβάρβαρα έθνη της περιοχής. Μετάτο θάνατό του, ιδρύεται το Βασίλειο του Πόντου υπό τους (εξελληνισμένους Πέρσες σατράπες) Μιθριδάτες και με πρωτεύουσα την Αμάσεια (αργότερα τη Σινώπη και την Αμισό).
  Ο τελευταίος Μιθριδάτης, ο Ευπάτωρ, οραματίζεται την αναγέννηση της Ελλάδας. Αφού θα εξοντώσει το σμάρι των συνομωτών και επίδοξων δολοφόνων του (ανάμεσά τους, η φιλορωμαία μητέρα του), θα επεκτείνει την επικράτειά του σε όλην τη  Μ.Ασία, και με τη βοήθεια συμμάχων, Ελλήνων και βαρβάρων, θα εισβάλει στην Ευρώπη και την Ιωνία. Τρείς Ελληνορωμαϊκοι πόλεμοι θα μείνουν στην ιστορία ως Μιθριδατκοί (88-63 π.Χ.). θα δώσει δεκάδες μάχες. Θα φτάσει μέχρι το πνευματικό κέντρο των Ελλήνων, την Αθήνα (πατρίδα του δασκάλου του) , για να ηττηθεί τελικώς από τον Πομπήιο και να υποχρεώσει τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει για να μην αιχμαλωτιστεί (63 π.Χ.).
  Η Ρωμαϊκή κυριαρχία σεβάστηκε την αυτονομία των Ελληνικών πόλεων. Αναπτύχθηκαν οι τέχνες, τα γράμματα και το εμπόριο. Ο χριστιανισμός, που απλώθηκε γρήγορα στον Πόντο, συνέβαλλε στον πλήρη εξελληνισμό των διαφόρων φυλών της ενδοχώρας. Με το χωρισμό της αυτοκρατορίας, ο Πόντος θα αποτελέσει επί μακρόν μια από τις μεγάλες της επαρχίες με πρωτεύουσα την Νεοκαισάρεια, αργότερα την Ευδοκία και (επί Ιουστινιανού) την Τραπεζούντα. Πλήθος ναών και μοναστηριών θα ιδρυθούν. Κειμήλια ανεκτίμητης αξίας και απαράμιλλης τέχνης θα κοσμήσουν τα Ιερά.   Με την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204 μ.Χ.), ο Αλέξιος ο Α΄, θα καταφύγει στην Τραπεζούντα και θα ιδρύσει την Αυτοκρατορία του Πόντου. τα κράτος αυτό επέζησε 257 χρόνια. Το 1461 μ.Χ., η τελευταία ελεύθερη Ελληνική πόλη, η Τραπεζούντα, θα πέσει στα χέρια του Μωάμεθ του Β΄. Θα ακολουθήσουν διώξεις και βίαιοι εξισλαμισμοί.
  Οι κατακτητές σεβάστηκαν τα θρησκευτικά ιδρύματα. εκεί βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι χριστιανοί. Μοναστήρια, όπως η Παναγία Σουμελά, ο Αγ.Γεώργιος ο Περιστεριώτης, ο Αγ.Ιωάννης ο Βαζελώνας  και άλλα, θα περιθάλψουν τους απεγνωσμένους Έλληνες της ενδοχώρας. Άλλοι θα προσχωρήσουν εθελουσίως στο Ισλάμ και άλλοι θα υποκριθούν τους Μουσουλμάνους, διατηρώντας κρυφά τη χριστιανική πίστη (Κλωστόι ή Γυριστοί). Ύστερα από Σουλτανικές μεταρρυθμίσεις, που αναγνωρίζουν τη ισοπολιτεία των υπηκόων, οι κλωστοί επιστρέφουν φανερά στη χριστιανική λατρεία (1839 μ.Χ.), για να ακολουθήσουν διωγμοί που αντιμετωπίζονται με αντάρτικα κινήματα των Ελλήνων. Κάποιοι επιστρέφουν στο πρότερο, κρυπτοχριστιανικό, καθεστώς. Εν τέλει, νέο διάταγμα, ρυθμίζει την κατάσταση το 1856 μ.Χ. για να δώσει την ευκαιρία στους Έλληνες να ανακάμψουν και να κυριαρχήσουν και πάλι στο εμπόριο και την οικονομία. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. απ’ αφορμή των Βαλκανικών και του Α΄Παγκ. πολέμου, οι Τούρκοι επιδίδονται σε νέους διωγμούς, και εκτοπίσεις. Οι Ρώσοι προελαύνουν στον Πόντο, αλλά μετά το ’17 εγκαταλείπουν τη Μ.Ασία. Πολλοί Έλληνες τους ακολουθούν. Άλλοι, εκτοπίζονται. Εξοντώνονται στα τάγματα θανάτου και τις ατέρμονες πορείες.  Σφάζονται από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν  και του Κεμάλ. Σε 300.000 έως και 1.500.000 υπολογίζονται τα θύματα αυτής της γενοκτονίας. Οι υπόλοιποι, θα ανταλλαγούν το 1923 ή θα ασπαστούν το Ισλάμ.
  Με την εγκατάσταση των "ανταλλάξιμων" στην Ελλάδα, κλείνει με τον πιο βίαιο τρόπο μια λαμπρή ιστορία. Οι Έλληνες που από το 785 π.Χ. ζούνε, δημιουργούν και κηρρύτουν τον Πολιτισμό στον Πόντο και την Ιωνία (αλλά και σε ολόκληρη τη Μ. Ασία), ξεριζώνονται από την Πατρίδα τους. Τα 2700 χρόνια της προόδου και της εξέλλιξης, θα αντικατασταθούν από την μιζέρια, την υπανάπτυξη και τη βαρβαρότητα των Νεότουρκων. Τα λευκά κελιά, η κουρδική γενοκτονία, το στρατοκρατικό καθεστώς και η πείνα στην Ανατολία, παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες αυτού του εγκλήματος.

(Σ.Θ.)
ΤΗ ΤΡΙΧΑΣ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙΝ

Ακεί πέραν σό Δρακολίμν’, σή Τρίχας τό γεφύριν,
χίλιοι μαστόρ’ εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τήν μέραν έχτιζαν, τή νύχτα εχαλάουντον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θε να πλεθύν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιγαν, τσι κουβαλεί λιθάρια.
Κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ’ νύχταν κι ημέραν.
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ’ ;
- Αν δίγω σε τον κύρην μου, άλλον κύρην πα ’κ’ έχω!
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ’ ;
- Αν δίγω σε τη Μάνα μου, μάναν άλλλο πα ’κ’ έχω!
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ’ ;
- Αν δίγω σε τα πουλόπα μ’, ζωήν ατά  ’κ’ εγνώρσαν!
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ’ ;
- Θα δίγω σε την κάλη μου. Καλύτερον ευρήκω!
Μενεί και λέει την κάλην ατ’, αγλήγορα να έρται.
’Κόμαν τον Γιάννεν ’κ’ έλουσεν και σο κουνίν ’κ’ εθέκεν,
’κόμαν τα χτήνια ’κ’ έλμεξεν, τα μουσκάρια ’κ’ εδέκεν.
Διπλομενεί την έρημον με τ’ άοικον πουλόπον:
Σάββαν να πάει σο λουτρόν, την Κερεκήν σον γάμον
και την Δευτέραν το πουρνόν, αδά να ευρισκάται.
Σάββαν επήγεν σο λουτρόν, την Κερακήν σον γάμον
και την Δευτέραν το πουρνόν σο Δρακολίμν’ ευρέθεν.
- Καλή μ’, ακεί σο Δρακολίμν’, ερούξεν το σκεπάρι μ’,
ήν ποίος μπαίν’ και παίρ’ ατό, θα εν τ’ εμόν η κάλη.
Πέντε οργέας κατηβαίν’ και με την τραγωδίαν,
και άλλα πέντε κατηβαίν’ με την μοιρολογίαν.
- Κι άρ ’κι πονώ τα κάλλια μου, κι άρ ’κι πονώ τη νέτε μ’,
πονώ και κλαίγω το πουλί μ’ ντ’ εφέκα κοιμισμένον.
Πώς τρομάζνε τα γόνατα μ’, να τρομάζ’ το γεφύρι σ’.
Κι άμον ντο σείουν τα μαλιά μ’, να σείουν οι διαβάτοι.
Κι άμον ντο τρέχνε τα δάκρυα μ’, να τρέχ’ και το ποτάμιν!
- Ευχέθ’ καλή μ’. Ευχέθ’ καλή μ’. Ευχέθ’, μην καταράσαι,
Αδέλφια έεις σην ξενειτιάν, έρχουνταν και διαβαίνε.
- Κι άμον ντο στέκνε τα γόνατα μ’, να στέκει το γεφύρι σ’.
- Κι άμον ντο στέκνε τα μαλιά μ’, να στέκνε οι διαβάτοι.
- Κι άμον ντο στέκνε τα δάκρυα μ’, να στ’εκει το ποτάμι!
Τρί’ αδελφάδες έμνες εμείς κι οι τρεις καταραμένοι.
Είνας, έχτσεν την Άδεσσαν κι άλλε το Δεβασίριν
κι εγώ η τρικατάρατος, τη Τρίχας το γεφύριν!


* Σημμείωση:
Ως επωδός στο πρώτο ημιστίχιο άδεται: " Έλα, Δάφνε ποταμέ"
στο δε δεύτερο :"Δάφνε μ’ και μυριγμένε".
Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
(από τον λαογράφο Στάθη Ευσταθιάδη)


Στη Δρακολίμνη πέρα εκεί, στης Τρίχας το γεφύρι,
χίλιοι μαστόροι δούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Ολημερίς το χτίζανε , το βράδυ γκρεμιζόταν.
Οι μάστοροι χαιρόντουσαν θε ν’ αυξηθει ο μισθός τους.
Οι μαθητάδες έκλαιγαν! Ποιος κουβαλάει πέτρες;
Κι αυτός ο πρωτομάστορας συνέχεια συλλογιέται.
- Τι δίνεις πρωτομάστορα να στήσω το γεφύρι;
- Αν σου δώσω τον κύρη μου, κύρη άλλην δε βρίσκω.
- Τι δίνεις πρωτομάστορα να στήσω το γεφύρι;
- Αν σου δώσω τη μάνα μου, μάνα άλλην δε βρίσκω.
- Τι δίνεις πρωτομάστορα να στήσω το γεφύρι;
- Αν σου δώσω τα παιδιά μου, δε ζήσανε ακόμα.
- Τι δίνεις πρωτομάστορα να στήσω το γεφύρι;
- Θα σου δώσω την καλή μου. Καλύτερη θα βρω!
Της στέλνει μήνυμα και λέει γοργά-γοργά να έρθει.
Τον Γιάννη της δεν έλουσε στην κούνια δεν τον πήγε.
Τις αγελάδες δεν άρμεξε, δε βύζαξαν τα μοσχάρια.
Ξανά της στέλνει μήνυμα με τ’ άγριο πουλάκι:
Σάββατο ας πάει στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο
και τη Δευτέρα το πρωί στη Δρακολίμνη νά’ ναι!
Σάββατο πήγε στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο
και τη Δευτέρα το πρωί νά τη, στη Δρακολίμνη.
- Έπεσε το σκεπάρι μου, μέσα στη Δρακολίμνη,
κι αυτή που θά ’μπει να το βρει, θά είναι η καλή μου.
Πέντε οργιές κατέβηκε, πάντα με το τραγούδι.
Και άλλες πιο βαθιά και με το μοιρολόι.
- Τα κάλλη μου δε νοιάζομαι, τα νιάτα μου δεν κλαίω,
μα κλαίω για το βρέφος μου, που τ’ άφησα στην κούνια.
Όπως τρέμουν τα πόδια μου να τρέμει το γεφύρι
κι όπως τρέμουνε τα μαλιά μου, έτσι και οι διαβάτες
κι όπως τα δάκρυα μου κυλούν να τρέχει το ποτάμι.
- Ευχή σου, καλή μου, ευχήσου με και μη με καταριέσαι.
Αδέλφια έχεις στην ξενιτιά, μην τύχει και περάσουν.
- Όπως στέκουν τα πόδια μου, ας στέκει το γεφύρι
κι όπως στέκουνε τα μαλιά, ας στεκουν οι διαβάτες
κι όπως τα δάκρυα στέκουνε ας στέκει το ποτάμι.
Τρεις αδελφάδες ήμασταν κι οι τρείς καταραμένες.
Η μια έχτισε την Άδεσσα, η άλλη το Δεβασίρι
κι εγώ η τρισκατάρατη, της Τρίχας το γεφύρι!

*Σχόλια:
Το τραγούδι αυτό,  γραμμένο κατ’ αρχάς για να διεκτραγωδήσει την τιτάνεια προσπάθεια να γεφυρωθεί ο ποταμός Δάφνις, απέμεινε στη συνέχεια ως συντεχνιακό άσμα των γεφυροποιών τεχνιτών του Πόντου. Η αντιστοιχία του με άλλα, Ελλαδικά, τραγούδια είναι εμφανής και καθόλου τυχαία. Η υπόθεση του, λαμβάνει χώρα στο Γεφύρι της Τρίχας, στο 18ο χλμ. του δρόμου Τραπεζούντας - Ερζερούμ. Το γεφύρι αυτό είναι μήκους 30 μέτρων και πλάτους ενός μέτρου.Λόγω του κακοτράχαλου εδάφους έγινε μονότοξο και εξ αυτού δυσκολώτατο στην κατασκευή. Οι ιδιαιτερότητες του τραγουδιού έναντι των άλλων παραλλαγών, που απαντώνται σε όλην τη Βαλκανική και την καθ’ ημάς ανατολή, είναι οι εξής:
1ον, η θυσία της γυναικός του πρωτομάστομαστορα, δεν απαιτείται από την άγνωστη
(εκπροσωπούσα το υπερφυσικό) φωνή αλλά είναι επιλογή του ίδιου.2ον, η δικαιολόγησή της, αντιστοιχεί ευθέως στην δικαιολογία που προβάλλει η Αντιγόνη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, όταν απολογείται για την κηδεία του Πολυνείκη. (όρα Σοφοκλή, "Αντιγόνη" στιχ.901-904).3ον, το θύμα δεν ξεγελιέται, αλλά καλείται ευθέως στον τόπο της θυσίας. Η Δικαιολογία του απωλεσθέντος σκεπαριού είναι συμβολική.Ο πρωτομάστορας  (αντίστοιχος ενός σημερινού πολιτικού μηχανικού) χρησσιμοποιεί αυτό το εργαλείο όχι χρηστικα, αλλά ως σύμβολο της τεχνης, της εξουσιας και της αξιοπρέπειας του.
Συνεπώς η σύζυγός του στον βυθό της Δρακολίμνης, όπου θεμελιώνεται το γεφύρι,
μάλλον την χαμένη του αξιοπρέπεια αναζητά παρά ένα απωλεσθέν εργαλείο.

Αλκιβιάδης.
ΑΗΤΕΝ΄ΤΣ ΕΠΑΡΑΠΕΤΑΝΕΝ

Αητέν’τς επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια.
Είχεν τ’ αντζίγια τ’ κόκκινα και το τσαρκούλν’ ατ’ μαύρον.
Εκράτνεν και σα κάρτζας ατ’ παλληκαρί βραχιόνας.
- Αητέ μ’, για δός μα ντο κρατείς, για πέει με όθεν κείται.
- Α’ ντο κρατώ ’κι δίγω σε, αρ όθεν κείται λέγω.
Για ποίσον σιδερέν ραβδίν και χάλκενα τσιαρούχια
κι έπαρ’ σο χέρι σ’ την στράταν κι όλεν το μονοπάτι.
Ακεί σο πέραν το ράχίν, σα ’λατ’ επ’ εκεί μέρος,
μαύρα πουλία τρώγν’ ατόν και άσπρα τριγυλίσκουν.
- Φατέστε, πούλια μ’ φατέστε, φατέστε τον καρίπιν.
Σην θάλασσαν κολυμπετής, σ’ ομάλια πεχλιβάνος.
Σον πόλεμον Τραντέλλενας, Ρωμαίικον παλληκάριν.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Αητός πετούσε στα ψηλά, ψηλά στα επουράνια,
είχε τα πόδια κόκκινα και το λοφίο μαύρο,
κρατάει και στα νύχια του παλληκαριού τα χέρια.
- Αητέ μου, δός μου το που κρατάς, πού βρίσκεται για πες μου.
- Δε δίνω εκείνο που κρατώ, μα να σου πω που είναι.
Φτιάξε ραβδί από σίδερο και χάλκινα τσαρούχια,
και πάρε δίπλα το στρατί πάρε το μονοπάτι.
Εκεί, στην πέρα την πλαγιά, στα έλλατα πιο πέρα,
τον τρών’ τα μαύρα τα πουλιά, τον τριγυρνάνε άσπρα.
- Φάτε πουλιά μου, φάτε τον, φάτε τον,  τον έρμο.
Στη θάλασσα Κολυμβητής και δυνατός στους κάμπους,
Στον πόλεμο Τραντέλληνας, Ρωμαίικο παλληκάρι.

*Σημμ. Τραντέλλενας = Τριάντα φορές έλληνας (ένδειξη γεναιότητας)
Τ’ ΗΛ’ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ

Όλα τα κάστρα είδα κι όλα γύρισα
κι άμον του Ήλ’ το κάστρον, κάστρον ’κ’ έτονε.
Σεράντα πόρτας είχεν κι όλα σίδερα
κι εξήντα παραθύρια κι όλα χάλκενα.
Και του γιαλού η πόρτα έτον μάλαμαν.
Τούρκος το τριυλίζει, χρόνους δώδεκα,
μήδ’ επορεί να πέρει, μήδ’ αφήνει ατό.
Κι ένας μικρός Τουρκίτσος, Ρωμιογύριστος,
ρόκαν και ροκοτσούπιν βάλ’ σα μέσα του,
αδράχτιν και σποντύλι παίρ’ σα χέρια του,
μαξιλαρίτσαν βάλει κι εμπροζώσκεται
κι εγέντονε γυναίκα, βαριασμένισσα.
Το κάστρον τριυλίζει και μοιρολογά.
- Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα,
  άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώκνε με.
  Ν’ αοιλί εμέν την μάρσαν, την χιλιάκλερον
  και πού να παιδοποίγω, χειμωγκόν καιρόν.
  Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα,
  άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώκνε με.
Το κάστρον ’λοϋρίζει και μοιρολογά
κι η κόρ’ απές ακούει και κρδοπονά.
- Κι απ’ όθ’ εμπαίν’ ο ήλεν, έμπ’ απές κι εσύ
  κι απ’ όθ’ εβγαίν’ ο φέγγον, έβγα έξ’ κι εσύ.
Κι άμον ντ’ ενοίγε η πόρτα, χίλιοι έτρεξαν
κι άμον ντ’ εκαλενοίγεν, μύριοι έτρεξαν.
Κι άλλοι την κόρ’ αρπάζνε κι άλλοι τα φλουριά
και ασό παραθύρ’ η κόρ’ επήδησεν,
σε παλληκάρ’ αγγάλας ψυχομάχησεν.
ΠΟΝΤΟΣ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ:

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Όλα τα κάστρα είδα κι όλα τα γύρισα,
μα σαν το κάστρο του ήλιου άλλο δεν ήτανε.
Είχε σαράντα πόρτες, όλες σίδερο
κι εξήντα παραθύρια κι όλα χάλκινα
και του γιαλού η πόρτα χρυσοστόλιστη.
Τούρκοι το τριγυρίζουν χρόνους δώδεκα
κι ούτε να το επάρουν ούτε το παρατούν.
Ένας μικρός τουρκάκος, ένας γενίτσαρος,
ρόκα και ροκόξυλο παίρνει και ζώνεται,
αδράχτι και σφονδύλι κρατάει στα χέρια του,
κι ένα μαξιλαράκι δένει στην κοιλιά
κι έγινε γυναίκα ετοιμόγεννη.
Το κάστρο τριγυρίζει και μοιρολογά:
- Άνοιξε, πόρτα, άνοιξε, καστρόπορτα,
άνοιξε νά ’μπω μέσα, Τούρκοι με κυνηγούν.
Αλίμονό μου, η μαύρη, η παντέρημη,
πώς να γεννήσω στο καταχείμωνο.
Το κάστρο γυροφέρνει και μοιρολογά
κι η κόρη μέσα ακούει και τη συμπονά:
- Απ’ όπου μπαίνει ο ήλιος, μέσα μπές κι εσύ.
Απ’ όπου το φεγγάρι, έξω βγες κι εσύ.
Σαν άνοιξε την πόρτα, χίλιοι τρέξανε
και σαν την καλανοίγει, δέκα χιλιάδες μπαίνουν.
Κι άλλοι την κόρη αρπάζουν κι άλλοι τα φλουριά.
Κι από το παραθύρι η κόρη πήδησε,
σ’ ενός παλληκαριού τα χέρια ξεψυχά.

ΣΧΟΛΙΑ:

Το τραγούδι αυτό δεν άλλο από την Ποντιακή εκδοχή ενός πανελλήνιου ιστορικού άσματος, γνωστού υπό τον τίτλο "Της ωριάς το κάστρο". Αυτή η παραλλαγή ωστόσο εμφανίζει μια πρωτοτυπία: Ο Τούρκος που αναλαμβάνει να ξεγελάσει την ωραία Πριγκιποπούλα, δεν χρησιμοποιεί το τέχνασμα του καλόγερου που ζητά λάδι για  τα καντήλια του μοναστηριού, όπως συμβαίνει στις άλλες παραλλαγές του τραγουδιού.
Ντύνεται γυναίκα, και μάλιστα ετοιμόγεννη. Αυτή η πρωτοτυπία, μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη και της αρχαιότατης καταγωγής του τραγουδιού. Καταγωγή που άλλωστε καταδεικνύεται και από την διασπορά του σε όλην έκταση της Βαλκανικής και της Μ. Ασίας, όπου κατοικούσαν Έλληνες. Επίσης χαρακτηριστική είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται και που σε αντίθεση με άλλα ποντιακά τραγούδια, βρίσκεται εγκύτερα στις άλλες Ελληνικές ντοπιολαλιές καθώς και στην σημερινή κοινή ελληνική. Επίσης, είναι σχεδόν απαλλαγμένο από Ξενόγλωσα δάνεια και διαθέτει πλούτο αρχαίων γραμματικών
τύπων.
Ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση των κειμένων είναι κομμάτι της Ελλάδας παλιό θαμένο στις καρδιές πολλών...
Να είστε καλα...