REFUTING MISSIONARIES

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

 

ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ

 

Hayyim ben Yehoshua

 

Μετάφραση από την Αγγλική και σημειώσεις

υπό

Δρος Ιωάννου, Νεοκλέους Φιλάδελφου, Μ. Ρούσσου

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

 

Έχω υπ’ όψη μου πολλούς ανεξέταστους και αμελέτητους ή σκόπιμους χριστιανούς απο­λο­γη­τές και θεολόγους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το Ταλμούδ και η Καινή Διαθήκη φέ­ρουν πει­στι­κές αναφορές και στοιχεία περί ιστορικού Ιησού Χριστού. Προς τούτο έκανα τον κόπο να μεταφράσω από την Αγγλική και να παραθέτω εδώ την δημοσι­ευμένη εργα­σία του Ιουδαίου Ραβίνου Hayyim ben Yehoshua, ειδικού μελετητή και ερευνητή του Ταλ­μούδ και όλης της σχετικής ύλης, την οποία και έχει αναρτήσει εις το διαδίκτυο. Η ερ­γασία αυτή είναι πολύ πυκνογραμμένη και τεκμηριωμένη με πολλά ενδιαφέροντα στοι­χεία. Διά να μην λάβει τεράστια έκταση πολλές φορές ο ερευνητής ανακοινώνει ετοίμως πολ­λά από τα γνωστά στοιχεία ή τα νέα που αυτός χρησιμοποιεί καθώς και τα συμπερά­σματα στα οποία κατέληξε ή είναι παραδε­κτά από την αμερόληπτη επιστημονική κοι­νό­τη­τα και μερικές φορές με μια συντομία που ημπορεί να ξαφνιάσει κά­ποιους. Δι’ όλα αυτά η ερ­γασία εφ’ ενός μεν είναι πο­λύ ουσιώδης και εφοδιασμένη με πολλά στοιχεία, εφ’ ετέ­ρου δε ο ενδι­α­φε­ρόμενος αναγνώστης οφείλει να την μελετήσει και να την εξετάσει πολύ προσεκτικώς. Αξί­ζει πολύ τον κό­πο! Εκτός του ότι φανερώνει βαθιά γνώση των θεμάτων και των πραγμάτων, πολλά των οποίων δεν εί­ναι γνωστά στους περισσοτέρους, χριστια­νούς και μη χριστιανούς, όχι μόνο προ­ξε­νεί ανεπανόρ­θωτη βλάβη σε κά­θε τέτοιο σκόπιμο ή ανεξέταστο ισχυ­ρισμό, ότι δηλαδή το Ταλ­μούδ και η Καινή Διαθήκη ανα­φέ­ρουν τον ιστορικό Ιησού Χριστό, αλλά και τον καταρρίπτει πατα­γωδώς.

Μετά ταύτα ο συγγραφέας κάνει μια συμπυκνωμένη αλλά πολύ κατατοπι­στι­κή ανα­δρομή στα κυ­ρι­ότερα απόκρυφα ή εκτός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης γραπτά τα οποία πολλές φορές οι χριστιανοί χρησιμοποιούν και επικαλούνται και επίσης στα γραπτά μερικών γνω­στών Ιστορικών για τους οποίους οι χριστιανοί διατείνονται ότι παρέχουν ακριβείς ιστορικές πλη­ροφορίες για τον Ιησού. Ο Yehoshua όμως απο­δεικνύει ότι καμία αξιόπιστη, βάσιμη, ιστορική πλη­ροφορία δεν πα­ρέχεται και από τις δύο αυτές κατηγορίες γραπτών. Σε ολόκληρη την εξέταση που ανα­πτύσσει μας καταδεικνύει και τις σχέσεις των διαφόρων χριστιανικών παραδόσεων και θρύλων με διάφορα ιστο­ρικά πρόσωπα εξ Ιου­δαίων και μη Ιουδαίων και με διαφόρους παγανιστικούς μύθους.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει και αναπτύσσει στοιχεία και θέματα που φτάνουν μέχρι τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. Δεν προχωρά παραπέρα, αλλά και πάλι δεν εξαντλεί τα πάντα. Υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά άλλα στοιχεία μέχρι και τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. που δεν τα αναφέρει. Για να αναφερθούν όλα τα στοιχεία και ό,τι αφορά την ιδιότυπη αίρε­ση του εβραιο­χρι­στιανισμού, έστω και μέχρι τον δεύτερο αιώνα Κ. Ε, χρειάζεται να γραφτεί ένα τε­ράστιο σύγ­γραμμα και όχι μια μικρή εργασία που σκοπό έχει να παρουσιάσει τα βα­σικά στοιχεία και θέματα, νύξεις, διατυπώσεις και συμπεράσματα. Μετά ταύτα, τα υπό­λοιπα επαφίενται στο ενδιαφέρον του αναγνώστη και του ερευνητή να τα βρει και να συμπλη­ρώσει τα στοιχεία και τις δικαι­ολο­γή­σεις αυτών που πα­ρα­τί­θενται εδώ μαζί με ό,τι άλλο έχει να κάνει μ’ αυτή την ιδιάζουσα αίρεση του Ιουδαϊσμού.

Αν και η εργασία γράφτηκε για τους ομοεθνείς του συγγραφέα και απευθύνετε σ’ αυ­τούς για να γνωρίζουν πως να αντιμε­τω­πίζουν τους χριστια­νούς ιεραποστόλους και προ­παγανδιστές, μπορεί εξ ίσου καλά να απευθυνθεί και να χρησιμοποιη­θεί από κάθε άνθρω­πο που δεν είχε την τύχη να υποστεί ανεπανόρ­θωτη πνευ­ματική αγκύλωση από τους χρι­στιανούς. Ακόμα και μερικά από τα στοιχεία της εργασίας να αποδεχθεί κανείς, αν όχι όλα καθότι σε ολίγα δεν έχει δοθεί η απαιτουμένη δικαιολόγηση, τα συμ­περάσματα δεν αλλά­ζουν ουσιαστι­κώς. Όντως υπάρχουν πολλά αδιά­σειστα στοιχεία εντός της εργασίας τα οποία δεν είναι θέμα παραδοχής αλλά αντικειμενικής αποδοχής που εν ανάγκη βασί­ζε­ται σε αμερό­ληπτη έρευνα, εξέταση, γνώ­ση και κρίση. Βάσει αυτών των στοιχείων και μόνον τα συμπεράσματα που εξάγονται είναι τα εξής:

1)  Τα στοιχεία που περιέχει το Ταλμούδ είναι πολύ επιζήμια για τον επίσημο Χριστια­νισμό. Εντός του Ταλμούδ δεν υπάρχει απολύτως κανένας ιστορικός Ιησούς Χρι­στός. Μερικά στοιχεία που πε­ριέχει, δεικνύουν ότι ο Χριστιανισμός είχε αρχίσει πριν από την Χασμονική εποχή (-167 Π. Κ. Ε.) ως μία μικρή και ασήμαντη Ιου­δαϊ­κή, μεσσιανική και εσχατολογική αίρεση, η οποία κατά την Χασμονική εποχή έγι­νε γνωστότερη και ολίγον ισχυ­ρότερη και ονομαζόταν Νοτζρί. Οι οπαδοί της ονο­μαζόταν Νοτζρίμ (πληθυντικός). Ακόμα, μερικά στοι­χεία που αναφέρει το Ταλ­μούδ, χρησιμοποιήθηκαν στην ανάπτυξη του επισή­μου χριστιανικού μύ­θου. Μετά την καταστροφή του +66 - 73 Κ. Ε. η αίρεση αυτή μετεξελίχθη στον Ιουδαϊκό Χρι­στιανισμό.

2)  Η Καινή Διαθήκη δεν έχει καμία ιστορική αξία και δεν εξάγεται κανένας ιστορικός Ιησούς Χριστός απ’ αυτήν..

3)  Πολλά απόκρυφα βιβλία δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Μερικά όμως βοηθούν στο να καταλάβομε την βαθμιαία ανάπτυξη και εξέλιξη του χριστιανικού μύθου και την ανάπτυξη και δράση πολυαρίθμων χριστιανικών αιρέσεων.

4)  Ο Χριστιανισμός υπέκλε­ψε, προσάρμοσε και ενσωμάτωσε πλείστα όσα πράγματα από τις παγανιστικές φιλοσοφίες, προλήψεις, θρησκείες, εορτές, μυστήρια, κλπ.

5)  Τελικά δεν έχομε ικανές, αμερόληπτες και φερέγγυες πηγές για να εξάγομε έναν ιστορικό Ιησού Χριστό.

 

Η μετάφραση είναι κατά λέξει αλλά με τις προφανείς και αναγκαίες τρο­ποποιήσεις της γλώσσας στα σημεία που καθίσταται αναγκαία ή τροποποίηση της γραμματικής, της συν­τάξεως, και της εκλογής καταλλήλων λέξεων για να αποδοθούν τα νοήματα και οι γλωσ­σικοί ιδιωματισμοί. Κατ’ αυτό τον τρόπον η μετάφραση επιτυγχάνει την άνετη ροή του λόγου χωρίς όμως να αλλοιώνει καθ­όλου το νόημα. Μερικούς όρους και ονόματα που δεν έχουν καθι­ε­ρωμένους τύπους στην Ελληνική ο μεταφρα­στής τους απέδωσε με το τρόπο που αυτός νό­μισε καλ­λίτερον, είτε φωνητικώς είτε γλωσσο­λογικώς. Όσα είναι γραμμένα εντός αγκυ­λών [...] είναι συμπληρω­ματικές σημειώσεις του μετα­φραστή. Καλή ανεπηρέ­α­στη μελέτη λοιπόν με εξέταση, κρίση, σύνεση, αντικειμενικότητα  και αμε­ρο­ληψία.

 

 

PART 1:  THE MYTH OF THE HISTORICAL JESUS

 

ΜΕΡΟΣ 1Ο: Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΙΗΣΟΥ

 

Στα Εβραϊκά μέσα ενημερώσεως έχει εκδηλωθεί πολλή ανησυχία που αφορά τις ενέρ­γειες της ομάδας των «Εβραίων για τον Ιησού» και άλλων ιεραποστολικών οργανισμών, οι οποίοι βγαίνουν εκτός του σκοπού των για να μεταστρέψουν Εβραίους στον Χριστιανι­σμό. Δυστυχώς, πολλοί Εβραίοι είναι ασθενώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίζουν τους χριστιανούς ιεραποστόλους και τα επιχειρήματά τους. Ελπίζομε ότι αυτό το άρθρο θα συνεισφέρει στην διόρθωση αυτής της καταστάσεως.

 

 Όταν κάποιος αντιμετωπίζει Χριστιανούς ιεραποστόλους το σημαντικό ζήτημα είναι ότι οφεί­λει να βασίζει τα επιχειρήματά του σε σωστά γεγονότα. Επιχειρήματα που βασί­ζονται σε γεγονότα λαν­θα­σμέ­να μπορούν εύκολα να αποβούν εις βάρος αυτών που τα χρησιμοποιούν και εν τέ­λει να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματα των ιεραποστόλων.

 

Είναι πολύ ατυχές το ότι πολλοί καλοπροαίρετοι διδάσκαλοι Εβραϊκών Σπουδών χω­ρίς να το έχουν πάρει χαμπάρι έχουν βοηθήσει τους ιεραποστόλους με το να διδάσκουν Εβραίους μαθητές λανθασμένες πληροφορίες περί της απαρχής του Χριστιανισμού. Μπο­ρώ και ‘γω να ενθυμηθώ ότι με είχαν μάθει την παρακάτω «ιστορία» για τον Ιησού σε ένα Εβραϊκό κατηχητικό σχολείο που πα­ρακολουθούσα:

 

 «Ο Ιησούς ήταν ένας φημισμένος ραβίνος του πρώτου αιώνα του οποίου το Εβραϊκό όνομα ήταν Ραββί Γιεχόσσουα. Ο πατέρας του ήταν μαραγκός και ονομαζόταν Ιωσήφ [Γιόσεφ] και το όνομα τής μάνα τους ήταν Μαρία [Μαριάμ]. Η Μαρία κατέστη έγκυος προτού παντρευτεί τον Ιω­σήφ. Ο Ιησούς γεν­νήθηκε σε ένα στάβλο στην Βηθλεέμ καθ’ ον χρόνο γινόταν η Ρωμαϊκή απο­γρα­φή. Ο Ιησούς με­γάλωσε στην Ναζαρέτ και έγινε ένας μορφωμένος ραβίνος. Ταξίδεψε σε όλο το Ισ­ραήλ διδά­σκον­τας ότι ανάμεσα στους ανθρώ­πους πρέπει να αγαπά ο ένας τον άλλο. Μερικοί νό­μι­σαν ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας [Μεσ­σίαχ] και αυτός δεν το αρνήθηκε, πράγμα που έκανε τους άλ­λους ραβίνους να θυμώσουν πολύ. Προξένησε έτσι τόσο μεγάλη λογομαχία που έκανε τον Ρωμαίο δι­οι­κητή Πόντιο Πι­λάτο να διατάξει να τον σταυ­ρώσουν. Ετάφη σε κάποιον τάφο και αργότερα το σώμα του χάθηκε επειδή πιθανώς το είχαν κλέψει οι μαθητές του.»

 

Μερικά χρόνια ύστερα από τότε που είχα διδαχθεί αυτή την φαινομενικά αθώα «ιστο­ρία», εν­δια­φέρ­θηκα μόνος μου να μάθω για τις απαρχές του Χριστιανισμού και απεφά­σι­σα να μελετήσω περισσότερο γι’ αυτόν τον «φημισμένο Ραβίνο Γιεχόσσουα». Προς μεγά­λη μου κατάπληξη, ανε­κά­λυψα ότι δεν υπήρχε καμία ιστορική ένδειξη για αυτόν τον Ρα­βίνο Γιεχόσσουα. Και οι δύο ισχυ­ρι­σμοί, ότι δηλαδή ο Ιησούς ήταν Ραβίνος που ονομαζό­ταν Γιεχόσσουα και ότι το σώμα του είχε πι­θανώς κλα­πεί, απεδείχθησαν ότι ήταν καθαρές εικασίες. Η υπόλοιπη ιστορία δεν ήταν τίποτα πε­ρισσότερο από μια νερωμένη εκδοχή της εξ­ιστορήσεως την οποία οι Χριστιανοί πιστεύουν σαν ένα μέρος της χριστιανικής θρη­σκείας αλλά η οποία δεν βρίσκει υποστήριξη σε καμία έγκυρη ιστορική πη­γή. Δεν υπήρχε απολύτως καμία ιστορική ένδειξη του ότι ο Ιησούς, ο Ιωσήφ ή η Μαρία υπήρξαν ποτέ, πολλώ μάλλον ότι ο Ιωσήφ ήταν μαραγκός ή ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στην Βηθλεέμ και έζη­­σε στην Ναζαρέτ.

 

Παρά την έλλειψη ενδείξεων για την ύπαρξη του Ιησού πολλοί Εβραίοι έχουν δια­πρά­ξει το τραγικό λάθος να υποθέτουν ότι η «ιστορία» της Καινής Διαθήκης είναι κατά μάλ­λον ή ήττον ορθή και έχουν προσπαθήσει να διαψεύσουν τον Χριστιανισμό προσπαθών­τας να εκλογικεύσουν τα διά­φορα θαύματα που υποτίθεται ότι συνέβησαν κατά την διάρ­κεια της ζωής του Ιησού και μετά τον θάνατό του. Πολυάριθμα βιβλία έχουν γραφεί τα οποία προσεγγίζουν τον Χριστιανισμό μ’ αυτόν τον τρόπο. Η προσέγγιση αυτή εν τούτοις εί­ναι απελπιστικά ελαττωματική και τω όντι επικίνδυνη διότι ενθαρρύνει την πίστη στην Καινή Διαθήκη.

 

Όταν οι Ισραηλίτες ήλθαν σε σύγκρουση με την λατρεία του Βαάλ δεν εδέχθησαν στα τυφλά τους αρχαίους Δυτικούς Σημιτικούς μύθους ως Ιστορία. Όταν οι Μακκαβαίοι ήλ­θαν σε σύγκρουση με την Ελληνική θρησκεία δεν εδέχθησαν στα τυφλά την Ελληνική Μυθολογία ως Ιστορία. Τότε γιατί τόσοι σύγχρονοι Εβραίοι δέχονται τυφλά την χριστια­νική μυθολογία; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση φαίνεται να είναι το ότι πολλοί χρι­στι­ανοί δεν έχουν επίγνωση τού ποια είναι η διά­κριση μεταξύ κατοχυρωμένης Ιστορίας και χριστιανικής πίστεως και έχουν μεταβιβάσει την σύγ­χυ­σή τους και στην Εβραϊκή κοι­νό­τη­τα. Ξεφυλλίζοντας προσφάτως τα βιβλία στο περί θρησκείας τμήμα ενός τοπικού βιβλιο­πωλείου, μου έτυχε ένα βιβλίο το οποίο αξίωνε ότι ήταν μια αντικειμε­νι­κή βιο­γραφία του Ιησού. Όπως όμως απεδείχθη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια περίληψη της αφη­γήσεως της συνηθισμένης Καινής Διαθήκης. Ακόμα ισχυριζόταν ότι τα θαύματα του Ιησού εί­χαν επι­βε­βαιωθεί, αλλά λογικές εξηγήσεις γι’ αυτά ίσως να υπάρχουν κάπου αλλού. Πολλά ιστο­ρικά βι­βλία γραμ­μέ­να από χριστιανούς υιοθετούν παρόμοια προσέγ­γιση. Μερικοί χριστι­α­νοί συγγραφείς θα προτεί­νουν ότι τα θαύματα μπορεί να μην είναι τελείως ιστορικά αλλά παρ’ όλα ταύτα αυτοί εξ­ακο­λου­θούν να πιστεύουν την γενική «ιστορία» της Καινής Δια­θήκης. Έτσι η ιδέα ότι υπήρχε ένας πραγ­ματικά ιστορικός Ιησούς έχει περιχαρακωθεί στη χριστιανική κοινωνία και οι Εβραίοι που ζούνε στον χριστιανικό κόσμο έχουν φτάσει στο σημείο να δέχονται τυφλά αυτή την πίστη επειδή δεν την έχουν δει ποτέ της να αμφισβη­τείται σοβαρά.

 

Παρά την πολυδιαδεδομένη πίστη στον Ιησού το γεγονός παραμένει ότι ουδείς ιστορι­κός Ιη­σούς υπάρχει. Για να καταλάβομε τι σημαίνει «ιστορικός Ιησούς», ας θεωρήσομε τον βασιλιά Μί­δα της Ελληνικής Μυθολογίας. Η ιστοριούλα ότι ο βασιλιάς Μίδας μετέ­τρεπε σε χρυσάφι οτιδή­πο­τε ήθε­λε αγγίξει κυριολεκτικώς είναι άνευ νοήματος, παρά ταύ­τα όμως γνωρίζομε ότι πραγματικός βα­σι­λιάς Μίδας υπήρχε. Αρχαιολόγοι έχουν ανασκά­ψει τον τάφο του και βρήκαν τα υπολείμματα του σκε­λετού του. Οι Έλληνες που είπαν αυτό το μύθευμα περί Μίδα και του χρυσαφένιου αγγίγ­μα­τός του προφανώς το συνέδεαν με τον πραγματικό Μίδα. Έτσι λοιπόν αν και ο μύθος του χρυ­σα­φένιου αγγίγ­ματος είναι φανταστικός, ο μύθος αφορά ένα πρόσωπο του οποίου η ύπαρ­ξη είναι γνωστό γεγονός ─ τουτέστιν «ο ιστορικός Μίδας». Στην περίπτωση του Ιησού, εν τούτοις, δεν υπάρχει κα­νέ­να, έστω και ένα, πρόσωπο του οποίου η ύπαρξη είναι γνωστή ως γε­γο­νός και το οποίο επίσης πρόκειται να είναι το υποκείμενο των αφηγήσεων περί Ιησού, δηλαδή ού­τως ή άλ­λως δεν υπάρχει ιστορικός Ιησούς.

 

Όταν ένας χριστιανός ιεραπόστολος φέρει κάποιον σε αντιπαράθεση, αυτός ο κάποιος πρέπει να υποδείξει αμέσως ότι η ύπαρξη του Ιησούς δεν έχει αποδειχθεί. Όταν οι ιερα­πό­στολοι αντι­λέ­γουν, συνήθως προσφεύγουν στο συναίσθημα παρά στη λογική[*] και προσ­πα­θούν να σε κάνουν να αι­σθάνεσαι άσχημα επειδή αρνείσαι την ιστορικότητα του Ιησού. Η συνήθης απάντησή τους εί­ναι: «Το να αρνείται κανείς την ιστορικότητα του Ιησού δεν εί­ναι σαν να αρνείται την ύπαρξη του Ιου­λίου Καίσαρος και της Βασίλισσας Ελισάβετ;». Μια λαϊκή παραλλαγή αυτής της απάντησης που χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως έναντι αντι­παρατιθεμένων Εβραίων είναι: «Το να αρνείται κανείς την ιστο­ρικότητα του Ιησού δεν εί­ναι σαν να αρνείται το ολοκαύτωμα;». Τότε αυτός ο κάποιος πρέπει να υπο­δεί­ξει ότι υπάρχουν άφθονες ιστορικές πηγές που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του Ιουλίου Καίσαρος και της Βασίλισσας Ελισάβετ ή οποιουδήποτε άλλου ήθελε κατονομασθεί στη συζήτη­ση, ενώ για τον Ιη­σού δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη ένδειξη.

[* Μόλις έλθουν στα δύσκολα αντιτείνουν ότι η πίστη στον Χριστό, στην Βίβλο, στον Χριστιανισμό, κλπ., είναι θέμα συναισθήματος, «της καρδίας» όπως τους αρέσει να επιμέ­νουν, και όχι νοή­σε­ως και μυαλού. Αυτό κι’ είναι απάτη! Δηλαδή πιστεύω όχι επειδή εν­στερνίσθηκα ότι έτσι έχουν τα πράγ­ματα και δέχθηκα ότι αυτή είναι αληθώς η πραγμα­τι­κότητα, αλλά επειδή έτσι μου γουστά­ρει. Λες και η θρησκευτική κοσμοθέαση είναι θέμα γούστου όπως και το παγωτό. Πάρα πολύ ωραία!...]

 

Για να είσαι τελείως λεπτομερής πρέπει να διαθέσεις χρόνο και να κάνεις έρευνα επί των ιστο­ρικών προσωπικοτήτων που αναφέρθηκαν από τους ιεραποστόλους και να τους παρουσιάσεις τις αδιάρ­ρηκτες ενδείξεις της υπάρξεώς των. Κατά τον ίδιο χρόνο πρέπει να προκαλέσεις τους ιερα­πο­στό­λους να προσφέρουν ιδίου τύπου ενδείξεις για την ύπαρξη του Ιησού. Πρέπει να τους υπο­δεί­ξεις ότι αν και η ύπαρξη του Ιουλίου Καίσαρος ή της Βασίλισσας Ελισάβετ, κλπ., είναι δεκτή παγ­κο­σμί­ως, το ίδιο πράγμα δεν αληθεύει με τον Ιησού. Στην Άπω Ανατολή, όπου οι κύριες θρη­σκεί­ες είναι Βουδισμός, Σιντοϊσμός, Ταο­ϊ­σμός, και Κομφουκιανισμός, ο Ιησούς θεωρείται μόνον σαν ένας επί πλέον χαρακτή­ρας της Δυτικής Μυθολογίας, όπως ακριβώς ήταν ο Θώρ, ο Ζευς, και ο Όσιρις. Οι Περισ­σό­τε­ροι Ινδουιστές δεν πιστεύουν στον Ιησού, εκτός απ’ εκείνους που τον θεω­ρούν σαν μια από τις πολλές ενσαρκώσεις (αβατάρα) του Ινδού θεού Βίσνου. Οι Μουσουλ­μά­νοι βεβαί­ως πι­στεύ­ουν στον Ιησού αλλά απορρίπτουν την «ιστορία» της Καινής Διαθήκης και θε­ω­ρούν ότι είναι ένας προφήτης που ανήγγειλε τον ερχομό του Μωάμεθ. Σαφέστατα και άνευ περιτροπών απορ­ρί­πτουν το ότι σταυρώθηκε ποτέ του.

 

Για να ανακεφαλαιώσομε, δεν υπάρχει καμιά ιστορία του Ιησού, η οποία είναι ομοι­ο­μόρφως αποδε­κτή παγκοσμίως. Αυτό είναι το γεγονός που θέτει το Ιησού σε διαφο­ρε­τικό επίπεδο έναντι των επι­κυρωμένων ιστορικών προσωπικοτήτων. Εάν οι ιεραπόστολοι χρη­σιμοποιήσουν την «απάντηση πε­ρί ολοκαυτώματος», τότε οφείλεις να τους υποδείξεις ότι το ολοκαύτωμα είναι καλά στοιχειο­θε­τημένο και ότι υπάρχουν πολυάριθμες εκθέσεις αυ­τόπτων μαρτύρων. Πρέπει ακόμα να υποδειχθεί ότι οι πε­ρισ­σότεροι απ’ αυτούς που αρ­νούν­ται το ολοκαύτωμα έχουν τελικά αποδειχθεί να είναι αντι­ση­μί­τες και άνθρωποι του μίσους με απατηλά τεκμήρια. Από την άλλη μεριά, εκατομμύρια τί­μιοι άν­θρωποι στην Ασία, που αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού του κόσμου, αδυνατούν να πει­σθούν από τη χριστιανική ιστορία του Ιησού επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν αδιάβλητες εν­δεί­ξεις για την αυ­θεντικότητά της. Οι ιεραπόστολοι θα επιμένουν ότι η «ιστορία» του Ιη­σού είναι ένα κα­λώς επικυρωμένο γεγονός και θα αντιτείνουν ότι υπάρχει «πλήθος εν­δεί­ξεων που την υπο­στη­ρί­ζουν». Τότε όποιος επιχειρηματολογεί μαζί τους πρέπει να επιμεί­νει να ιδεί αυτές τις ενδείξεις και να αρνηθεί να τους ακούσει περισσότερο μέχρις ότου τις παρουσιάσουν.

 

Εάν ο Ιησούς δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, τότε πόθεν προήλθε ολόκληρη η «ιστορία» της Και­νής Διαθήκης αρχικώς; Το Εβραϊκό όνομα για τους Χριστιανούς ήταν πάντοτε Νοτζρίμ. Το όνομα αυτό παράγεται από την Εβραϊκή λέξη Νέιτζερ, η οποία σημαίνει πα­ραφυάς ή βλαστός ─ ένα πρό­δηλο Μεσσιανικό σύμβολο. Την εποχή του Ραβίνου Γιε­χόσ­σουα μπεν Περάχυαχ (γύρω στο -100 Π. Κ. Ε.) υπήρχε ήδη μέρος του Εβραϊκού λαού που ονομαζόταν Νοτζρίμ. Παρ’ όλον ότι οι χρι­στι­α­νοί των νεοτέρων χρόνων ισχυ­ρί­ζονται ότι ο Χριστιανισμός άρχισε μόνο κατά τον πρώτον αιώνα Κ. Ε., είναι σαφές ότι οι χριστιανοί του πρώτου αιώνα στο Ισραήλ θεωρούσαν τους εαυτούς των να είναι η συνέ­χεια της κι­νή­σεως Νοτζρί ή οποία υπήρχε για 150 χρόνια περίπου (δηλαδή από την αρχή της εποχής των Χασμοναίων)[*]. Ένας από τους πιο κακόφημους Νοτζρίμ ήταν ο Γιέισου μπεν Παν­δέι­ρα, γνωστός επίσης ως Γιέισου χα - Νοτζρί. Ταλμουδικοί μελετητές έχουν πάντοτε υποστηρίξει ότι η ιστορία του Ιησού άρχισε με τον Γιέισου. Το Εβραϊκό όνομα Ιη­σούς ήταν πάντοτε Γιέισου και το Εβραϊκό όνομα «Ιησούς Ναζαρηνός» ήταν πάντοτε «Γιέι­σου χα- Νοτζρί». (Το όνο­μα Γιέισου είναι συντετμημένος τύπος του ονόμα­τος Γιεϊσ­σούα, και όχι Γιεχόσσουα.). Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσομε ότι ο Γιέισου χα – Νοτζρί δεν εί­ναι κάποιος ιστο­ρι­κός Ιησούς διότι ο νε­ότερος Χριστιανισμός αρνείται οιαν­δήποτε σχέση με­ταξύ Ιησού και Γιέισου και επί πλέον, μέ­ρη του μύθου του Ιησού βασί­ζονται σε άλλα ιστορικά πρόσωπα πέραν του Γιέισου.

[* Απ’ όλα τα στοιχεία που γνωρίζομε μπορούμε να συμπεράνομε ότι έστω και αν η ίδια η χριστιανική, μεσ­σι­ανική, εσχατολογική αίρεση δεν είχε αρχίσει σαν συγκροτημένη ομά­δα, τουλάχιστον οι βάσεις γι’ αυτήν είχαν τεθεί έναν αιώνα πριν από το -167 Π. Κ. Ε., δη­λαδή την έν­αρξη της Χασμονικής εποχής. Εκτός από τα στοιχεία του Ταλμούδ που παραθέτει εδώ ο συγγραφέας τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν: Κεί­με­να του αιρετικού Ιουδαϊσμού, διδα­σκαλίες ραβίνων, απόκρυφα κείμενα, μεσ­σιανικά κεί­μενα, ψευδεπίγραφα κείμενα, εσχα­τολογικά κείμενα, δαιμονολογικά κείμενα, αστρολογικά κείμενα, κλπ. Τα κείμενα αυτά έχουν τε­ρά­στιες ομοιότητες με αντίστοιχα κείμενα εντός: της Και­νής Διαθήκης, των εβ­ραιοχριστι­ανι­κών κειμένων, των αποκρύφων μη-γνωστικιστικών χρι­στιανικών κειμέ­νων, μερικών πατερικών κει­μένων. κλπ.

Για παράδειγ­μα: Ο ερευ­νη­τής Μιχά­λης Θ. Καλόπουλος στο βιβλίο του, Βιβλική Θρη­σκεία, Το Θέατρο της Σωτη­ρί­ας, (Εκδόσεις του Συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 2005), αναπτύσ­σει πολύ κτυπητά της ομοιό­τη­τες της δαιμο­νολογίας της Καινής Δι­α­θήκης και της δαιμο­νολογίας της Σολο­μωνικής ή Δι­αθήκης του Σολομώντος, ενός απαι­σί­ου δαιμονολογικού κειμένου που προήλ­θε από τα άρ­ρωστα μυ­α­λά των εποχών αυτών. Σας συ­νιστούμε πο­λύ να μελετήσετε Το Θέατρο της Σωτη­ρί­ας για να δείτε αυτές τις ομοιότητες και να καταλά­βετε τι εστί νοσηρότης!

Ένα άλλο νοσηρότατο δαιμονολογικό βιβλίο της Χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης είναι το βιβλίο Τωβίτ, το οποίο δεν ανήκει στην Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη. Γράφτηκε από άγνω­στο συγγραφέα αυτές τις εποχές. Όποιος είναι με τα καλά του απορεί πως υπάρχουν χριστια­νοί που πιστεύουν σ’ ένα τέτοιο τερατούργημα δαιμονολογίας και δεισιδαιμονίας.

Οι Διδασκαλίες του Σειράχ γρά­φτηκαν από τον γιο (ή τον εγγονό) του, Ιη­σού, επίσης αυτές τις επο­χές. Ενώ η Εβραϊκή Βίβλος δεν τις έχει συμπεριλάβει στον κα­νόνα της, η Χρι­στιανική Βί­βλος τις έβαλε στον κανόνα με τίτλο Σοφία Σειράχ ή Εκκλησι­αστικός.

Το βιβλίο του Δανιήλ είναι ψευδεπίγραφο και γράφτηκε στο Ισραήλ κατά τα έτη -166 - 165 Π. Κ. Ε. και όχι στην Βαβυλώνα μέσα στα έτη της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας, -585 - 535 Π. Κ. Ε., όπως οι χριστιανοί κραυγάζουν. Πρό­κειται για ένα ασουλούπωτο, νοσηρό, εσχα­τολογικό βιβλίο με πολλά κραυγαλέα ιστο­ρικά λάθη, πολ­λά μέρη του οποίου ομοι­ά­ζουν πολύ με μέρη του άλλου νοσηρού βιβλίου της Απο­καλύ­ψεως του Ιωάννου. Οι χρι­στι­ανοί το έχουν περί πολλού και ενώ ως υστερό­γραφο δεν προφητεύει τίποτα απολύτως για το παρελ­θόν, και ακόμα μερικές προβλέψεις του για τα έτη που γρά­φτη­κε έπεσαν έξω, το έχουν κατα­τάξει στα μεγάλα προφητικά βιβλία. Οι Εβραίοι που πάντα το θεωρούσαν ύπο­πτο δεν το έχουν θέσει μεταξύ των Προφητών· απλώς το έχουν κατατά­ξει στα περιθωρι­α­κά και ύπο­πτα Γραπτά.

Εν συντομία, τα δέκα δευτεροκανονικά βιβλία της Χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης τα οποία οι Εβραίοι έχουν θέσει εκτός του κανόνα της Τανάχ και το βιβλίο του Δανιήλ γρά­φτηκαν αυτές τις εποχές. Εκτός από την Σοφία Σειράχ, η οποία είναι κείμενο σοβαρό και διδακτικό, τα άλ­λα είναι ψευδεπίγραφα, κακέκτυπα, δημιουρ­γήματα νοσηρών φαντασιών. Τί να πρωτοπεί κανείς για τέ­τοιες ανοησίες και ψευτιές!...

Και ο κατάλογος συνε­χίζεται....

Ακόμα μελετείστε:

Carl Anderson, The Astrology of the Old Testament or the Lost World Regained (1892), Kessinger Publishing Company.

Alvar Ellegard, Jesus, One Hundred Years before Christ, The Overlook Press, 1999.

Gerald Friedlander, The Jewish Sources of the Sermon on the Mount, Kessinger Publishing.

Francis Legge, Forerunners and Rivals of Christianity from 330BC to 330 AD, Kessinger Publishing.

G. R. S. Mead, Did Jesus Live 100 B.C.?, Kessinger Publishing.

Todd E. Klutz, Testament of Solomon (Σολομωνική, υπάρχει και στο TLG).

Todd E. Klutz, Rewriting the Testament of Solomon, Library of Se­c­ond Temple Studies, 53, T & T Clarc, 2005.]

 

Για τον Γιέισου χα - Νοτζρί γνωρίζομε πολύ λίγα. Όλες οι σύγχρονες εργασίες που τον ανα­φέ­ρουν βασίζονται σε πληροφορίες παρμένες από την Τοσέφτα [= Παράρτημα, Πρόσθεμα, στο Ταλ­μούδ] και τα Μπαράιτας [= Ερμηνευτικά Σχόλια, στο Ταλμούδ] – γρα­πτά που φτιά­χτηκαν κατά τον ίδιο χρόνο με την Μισνά [= μέρος του Ταλμούδ που σημαί­νει Διδασκαλία] αλλά δεν περιέχονται σ’ αυτήν. Επειδή οι ιστορικές πλη­ροφορίες που αφορούν τον Γιέισου είναι τόσο επιζήμιες για τον Χριστιανισμό, οι περισσότεροι χριστια­νοί συγγραφείς (και ακόμα μερικοί Εβραίοι) έχουν προσπα­θή­σει να απορρίψουν το κύρος των πληροφοριών και έχουν επινοήσει πολλά ευφυή επι­χει­ρήματα για να επεξηγήσουν την απόρ­ρι­ψή τους. Πολλά από τα επιχειρήματά τους βασίζονται σε λανθα­σμένες κατα­νο­ή­σεις και λανθα­σμέ­νες παραθέσεις αποσπασμάτων από τα Μπαράιτας και για να αποκτή­σει κανείς μια ακριβή εικόνα του Γιέισου πρέπει να αγνοήσει του χριστιανούς συγγραφείς και να εξετάσει κατ’ ευθείαν τα Μπαράιτας.

 

Οι πενιχρές πληροφορίες που περιέχονται στα Μπαράιτας είναι ως εξής: Ο Ραβίνος Γιε­χόσ­σουα μπεν Περάχυαχ μια φορά απώθησε τον Γιέισου με τα δυο του χέρια. Ο κό­σμος πίστευε πως ο Γιέι­σου ήταν μάγος και τον θεώρησε ως κάποιον που οδήγησε τους Εβραίους σε λάθος δρόμο. Σαν αποτέλεσμα αυτών των κατηγοριών που διατυπώθηκαν εναντίον του (οι λεπτομέρειες των οποίων δεν είναι γνωστές, αλλά που πιθανώς να εμ­πλέ­κουν και μεγάλη προδοσία) ο Γιέισου λιθοβολήθηκε και το σώμα του κρεμάστηκε την πα­ραμονή του Πάσχα [Πεσάχ = Πέρασμα]. Πριν απ’ όλα αυτά δια­πομπεύτηκε γύρω-γύρω για σαράντα μέρες με έναν κήρυκα που πήγαινε εμπρός απ’ αυτόν και ανακοί­νωνε ότι θα ελιθοβολείτο και προσκαλούσε όποιους ήθελαν να προσέλθουν να τον υπερ­α­σπι­στούν. Εν τού­τοις, τίποτα δεν παρουσιάστηκε προς χάριν του. Ο Γιέισου είχε πέντε μαθητές: Τον Ματτάι, τον Νακάι, τον Νέι­τζερ, τον Μπουνί και τον Τοδάχ.

 

Στην Τοσέφτα και στα Μπαράιτας ο πατέρας του Γιέισου ονομαζόταν Πανδέιρα ή Παντέιρι. Αυτοί είναι Εβραίο-Αραμαϊκοί τύποι ενός Ελληνικού ονόματος. Στα Εβραϊκά το τρίτο σύμφωνο του ονόματος γράφεται ή με δάλετ ή με λετ. Η σύγκριση με άλλες Ελλη­νι­κές λέξεις που έχουν με­ταγλωττιστεί μέσα στα Εβραϊκά δεικνύει ότι τα αρχικά Ελληνικά πρέπει να είχαν το δέλτα σαν τρί­το σύμφωνο και έτσι η μόνη δυνατότητα για το Ελληνικό όνομα του πατέρα του είναι Πανδέρος. Αφού τα Ελληνικά ονόματα ήταν κοινά μεταξύ των Εβραίων κατά τις εποχές των Χασμοναίων δεν εί­­ναι ανάγκη να υποθέσομε ότι αυτός ήταν Έλληνας, όπως μερικοί συγγραφείς έχουν πράξει.

 

Η σύνδεση ανάμεσα στον Γιέισου και τον Ιησού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι Ματτάι και Τοδάχ, τα ονόματα δύο μαθητών του Γιέισου, είναι τα πρότυπα Εβραϊκά ονό­ματα του Ματθαί­ου και του Θαδδαίου, τα ονόματα δύο μαθητών του Ιησού στην χριστια­νική μυθολογία.

 

Οι πρώιμοι χριστιανοί εγνώριζαν το όνομα «μπεν Πανδέιρα» για τον Ιησού. Ο πα­γα­νι­στής φι­λόσοφος Κέλσος, ο οποίος ήταν ξακουστός για τα επιχειρήματά του εναν­τίον του Χριστιανισμού, ισχυρίστηκε κατά το έτος + 178 Κ. Ε. ότι είχε ακούσει από έναν Εβραίο ότι τη μητέρα του Ιησού, Μαρία [Μαριάμ], την είχε χωρίσει ο άνδρας της, ένας μαραγκός, αφού απεδείχθη ότι ήταν μοιχαλίς. Περι­πλανιόταν από μέρος σε μέρος γε­μάτη ντροπή και εγέννησε τον Ιησού κρυφίως. Ο πραγ­ματικός του πατέρας ήταν ένας στρατι­ώ­της με όνομα Πάνθηρας. Σύμφωνα με τον χριστιανό συγ­γραφέα Επι­φά­νιο (π. +320 - 403 Κ. Ε.), ο χρι­στια­νός απολογητής Ωριγένης (π. +185 - 254 Κ. Ε.) είχε ισχυριστεί ότι «Πάνθηρ» ήταν παρανόμι για τον Ιακώβ τον πατέρα του Ιωσήφ, τον πατριό του Ιη­σού. Πρέπει να ση­μει­ω­θεί ότι ο ισχυρισμός του Ωριγένη δεν βασίζεται σε ιστορικές πληροφορίες. Είναι κα­θαρά μια ει­κα­σία που σκοπό είχε να εξηγήσει την απόρριψη της ιστορίας του Κέλσου για τον Πάνθηρα. Η αφήγηση αυτή [του ανωτέρω Εβραίου προς τον Κέλσο] είναι επίσης μη ιστορική. Η αξίωση ότι το όνομα της μητέρας του Ιησού ήταν Μαρία και η αξίωση ότι ο άνδρας της ήταν μα­ραγκός είναι κατ’ ευθείαν παρμένη από τις χρι­στιανικές πεποιθήσεις. Ο ισχυ­ρι­σμός ότι το όνομα τού πραγματικού πατέρα τού Ιησού ήταν Πάνθη­ρας βασίζεται σε εσφαλμένη προσπάθεια για να ξαναφτιάξουν τον αρχικό τύπο του ονό­μα­τος Παν­δέιρα. Αυτή η εσφαλμένη ανακατασκευή πιθα­νώς επηρεάστηκε από το γεγονός ότι το όνο­μα Πάν­θηρας απαντιόταν μεταξύ των Ρωμαίων στρατι­ωτών.

 

Γιατί ο κόσμος πίστευε ότι η μάνα του Ιησού ονομαζόταν Μαρία και ο σύζυγός της Ιωσήφ; Γι­ατί οι μη χριστιανοί κατηγόρησαν την Μαρία πως ήταν μοιχαλίς ενώ οι χρι­στι­α­νοί πίστευαν πως ήταν παρθένος; Για να απαντήσει κανείς αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να εξετάσει μερικούς θρύ­λους γύρω από τον Γιέισου. Δεν μπορούμε να ελπίζομε ότι θα πε­τύ­χομε απόλυτη αλήθεια σχετικά με τις απαρχές του μύθου του Ιησού αλλά μπορούμε να δείξομε ότι υπάρχουν εύλογες εναλλαγές στο να αποδεχθούμε τυφλά την Καινή Δια­θή­κη.

 

Το όνομα Γιόσεφ-Ιωσήφ για τον πατριό του Ιησού είναι εύκολο να εξηγηθεί. Η κίνη­ση Νοτζρί ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλής μεταξύ των Σαμαρειτών Εβραίων. Ενώ οι Φαρισαίοι περίμεναν τον Μεσ­σία που θα ήταν απόγονος του Δαυίδ, οι Σαμαρείτες ήθελαν έναν Μεσ­σία που θα αποκα­θι­στούσε το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ. Οι Σαμαρείτες έδιναν έμφαση στο ότι μερικώς καταγόταν από τις φυλές των Εφραίμ και Μανασσή(χ), που ήταν απόγο­νοι του Ιωσήφ-Γιόσεφ της Πεντατεύ­χου-Τοράχ. Οι Σαμαρείτες θεωρούσαν τους εαυτούς των να είναι «Μπνέι Γιόσεφ», δηλαδή «υιοί του Γιόσεφ (Ιωσήφ)». Ο ελληνόφωνος πλη­θυσμός, ο οποίος είχε πολύ λίγη γνώση της Εβραϊκής γλώσσας και των αυ­θεντικών Εβρα­ϊκών παραδόσεων εύκολα μπορούσε να κάνει λάθος στην κα­τα­νόηση αυτού του όρου και υπέθεσε ότι Γιόσεφ – Ιωσήφ ήταν το πραγματικό όνομα τού πατέρα τού Ιησού. Αυτή η ει­κασία επι­βε­βαι­ώ­νεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Ματ­θαί­ου, ο πα­τέρας του Ιωσήφ ονομά­ζε­ται Ιακώβ, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Ιωσήφ της Το­ράχ. Αργότερα, άλλοι χριστιανοί, οι οποίοι ακο­λού­θησαν την ιδέα ότι ο Μεσσίας ήταν απόγονος του Δαυίδ προσπάθησαν να ανάγουν τον Ιωσήφ πί­σω στον Δαυίδ. Εφεύραν δύο αντιφατικές γενε­αλο­γί­ες γι’ αυτόν, μία καταγεγραμμένη στον Ματ­θαίον και η άλλη στον Λου­κάν. Όταν η ιδέα πως η Μα­ρία ήταν παρθένος πήρε έκταση, ο μυθικός Ιωσήφ μετατέ­θηκε στη θέση τού απλώς συζύγου της και πατριού του Ιησού.

 

Για να καταλάβομε από που προήλθε η «ιστορία» της Μαρίας πρέπει να γυρίσομε σε έναν άλ­λον ιστορικό χαρακτήρα ο οποίος συνέβαλε στον μύθο του Ιησού, ονόματι μπεν Στάδα. Όλες οι πληροφορίες για τον μπεν Στάδα προέρχονται και πάλι από την Τοσέφτα και τα Μπαράιτας. Οι πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν είναι έτι λιγότερες από εκεί­νες για τον Γιέισου. Μερικοί επί­στευαν ότι είχε φέρει μαγικές επικλήσεις από την Αίγυπτο μέσα σε μια εγκοπή της σάρκας του, και άλλοι νόμισαν ότι ήταν τρελός. Αυτός ήταν απα­τεώνας γόης και συνελήφθη διά της μεθόδου του συγκεκαλυμμένου μάρτυρα. Λιθοβολή­θηκε στην περιοχή της Λοδ.

 

Στην Τοσέφτα, ο μπεν Στάδα αποκαλείται και μπεν Σοτήρα ή μπεν Σιτήρα. Σοτήρα εί­ναι ο Εβραίο – Αραμαϊκός τύπος του Ελληνικού Σωτήρος. Οι τύποι «Σιτήρα» και «Στά­δα» φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν από κακή προφορά και ορθογραφικά λάθη (το Εβρα­ϊκό γράμμα γιόδ αντικατά­στη­σε το βάβ και το δάλετ το ρέις).

 

Αφού οι πληροφορίες που αφορούσαν τον μπεν Στάδα ήταν τόσο λίγες, πολλές ει­κα­σίες δη­μι­ουργήθηκαν γύρω από το ποιος ήταν. Είναι γνωστό από την Γκεμαρά [=  Προ­φο­ρική Ερμηνεία των Διδασκάλων της Μισνά στο Ταλμούδ] ότι τον είχαν μπερδέψει με τον Γιέισου. Αυτό ήταν πιθανώς αποτέλεσμα του γεγονότος ότι και αμφότεροι εκτελέσθηκαν για προδοτικές διδασκαλίες και είχαν αναμειχθεί με μαγεία. Οι άνθρωποι που συνέχυσαν τον μπεν Στάδα με τον Γιέισου έπρεπε ακόμα να εξηγήσουν γιατί ο Γιέισου απεκαλείτο μπεν Πανδέιρα. Αφού το όνομα «Στάδα» ομοιάζει με την Αραμαϊκή έκφραση «στατ δα», που σημαίνει «αυτή πήρε λάθος δρόμο» ενομίσθη ότι «Στάδα» αναφερόταν στην μάνα του Γιέισου και ότι αυτή ήταν μοι­χα­λίς. Συνεπώς, ο κόσμος άρχισε να σκέ­πτεται ότι ο Γιέ­ισου ήταν νόθος γιος του Πανδέιρα. Αυτές οι ιδέες πράγματι αναφέρονται στην Γκεμαρά και πιθανώς να είναι πολύ παλαιότερες. Επειδή ο μπεν Στάδα ζούσε κατά την Ρωμαϊκή εποχή και το όνομα Πανδέιρα ομοιάζει με το όνομα Πάνθηρας που απαντάτο ανάμεσα στους Ρω­μαίους στρατιώτες, υποτέθηκε ότι ο Πανδέιρα ήταν Ρωμαίος στρατι­ώ­της στα­θ­μευμένος στο Ισρα­ήλ. Αυτό βεβαίως εξηγεί την ιστορία που αναφέρει ο Κέλσος.

 

Η Τοσέφτα αναφέρει μια φημισμένη περίπτωση μια γυναίκας με όνομα Μιριάμ μπατ Μπιλ­γ­κάχ που είχε παντρευτεί έναν Ρωμαίο στρατιώτη. Η ιδέα ότι ο Γιέισου είχε γεννηθεί από κάποια Εβραία γυναίκα που είχε μια ερωτική περιπέτεια με Ρωμαίο στρατιώτη είχε πιθανώς ως αποτέ­λε­σμα να μπερδέψουν τη μητέρα του Γιέισου με αυτή εδώ την Μιριάμ. Το όνομα «Μιριάμ» είναι φυ­σικά ο αρχικός τύπος του ονόματος «Μαριάμ, Μαρία». Είναι πράγματι γνωστό από την Γκεμαρά ότι μερικοί που συνέχυσαν τον Γιέισου με τον μπεν Στά­δα πίστευαν ότι η μάνα του Γιέισου ήταν η «Μιριάμ η κομμώτρια γυναικών».

 

Η ιστορία ότι η Μαρία (Μαριάμ, Μιριάμ) η μητέρα του Ιησού ήταν μια μοιχαλίς σί­γου­ρα δεν ήταν δε­κτή από τους πρώτους χριστιανούς. Το μύθευμα της παρθενικής γεννή­σεως πιθανώς εφευ­ρέθηκε για να ξεκαθαρίσουν το όνομα της Μαρία. Οι πρώτοι χρι­στι­α­νοί δεν έβγαλαν αυτό το μύ­θευμα με το να «ρουφούν τα δάχτυλά τους». Αφηγή­σεις παρ­θενικών γεννήσεων ήταν αρκετά κοι­νές στους παγανι­στικούς μύθους. Οι παρακά­τω μυθο­λογικοί χαρακτήρες επιστεύοντο να έχουν γεν­νηθεί από παρθέ­νους οι οποίες έμειναν έγ­κυοι από θεϊκή επέμβαση: Ρωμύλος και Ρέμος, Περσεύς, Ζωροάστρης, Μίθρας, Όσιρις – Αιών, Αγδίστις, Άττις, Ταμμούζ, Κορύβας, Διόνυσος. Η παγα­νι­στι­κή πίστη σε ενώσεις θε­ών και γυναικών, ανεξαρτήτως αν ήταν παρθένοι ή όχι, είναι ακόμα πιο κοι­νή. Πολλοί χα­ρα­κτή­ρες της παγανιστικής μυθολογίας επιστεύοντο ότι ήταν γιοι θεϊκών πατέρων και αν­θρω­πί­νων θη­λέ­ων. Η χριστιανική πίστη ότι ο Ιησούς ήταν υιός Θεού που γεννήθηκε από παρθένο είναι τυπική Ρω­μαϊκή πρόληψη. Ο Ιουδαίος φιλόσοφος, Φίλων της Αλεξανδρείας (περίπου -30 Π. Κ. Ε. – +45 Κ. Ε.), προειδοποιούσε κατά των εξαπλωμένων προληπτικών πίστεων σε ενώσεις μεταξύ αρρένων θεών και ανθρωπίνων γυναικών[*], οι οποίοι επανέ­φεραν τις γυναίκες στη κατά­στα­ση της παρθενίας.

[* Ο Ιώσηπος στο βιβλίο του Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες XVIII 66-77, μας περιγράφει ένα πο­λύ σατα­νικό τέτοιο συμβάν με την πιστή στον σύζυγό της Παουλίνα, ευγενούς καταγω­γής, το οποίο εί­χε πολύ άσχημες συνέπειες.]

 

Ο θεός Ταμμούζ, που λατρευόταν από τους παγανιστές στο βόρειο Ισραήλ, λέγεται ότι είχε γεννηθεί από την παρθένο Μύρρα. Το όνομα «Μύρρα» επιπολαίως ομοιάζει με το «Μαρία, Μα­ρι­άμ / Μι­ριάμ» και είναι δυνατόν αυτή η συγκεκριμένη ιστορία παρθενικής γεννήσεως να επέδρασε στην ιστορία της Μαρίας περισσότερο από τις άλλες. Όπως ο Ιη­σούς, ο Ταμμούζ πάντοτε απεκα­λείτο Άδον [Αδοναΐ], που σημαίνει «Κύριος». (Ο χαρα­κτήρας Άδωνις στην Ελληνική μυθολογία βασί­ζε­ται στον Ταμμούζ.). Όπως θα δούμε αρ­γότερα, η σύνδεση μεταξύ Ιησού και Ταμμούζ προ­χωρεί πολύ περισσότερο απ’ αυτό.

 

Η ιδέα ότι η Μαρία ήταν μοιχαλίς ποτέ δεν εξαλείφθηκε τελείως στην χριστιανική μυ­θολογία. Αντί της πλήρους εξαλείψεως, ο χαρακτήρας της Μαρία διαχωρίστηκε στα δύο: την Μαρία / Μαρι­άμ την μητέρα του Ιησού, που επιστεύετο ότι ήταν παρθένος, και την Μαρία Μαγδαληνή, που επι­στεύετο ότι ήταν μια γυναίκα ανήθικης υπόληψης. Η ιδέα ότι ο χαρακτήρας της Μαρίας Μαγ­δαλη­νής προέρχεται επίσης από την Μιριάμ την μυθική μητέρα του Γιέισου, επιβεβαιώνεται από το γε­γονός ότι το παράξενο όνομα «Μαγδαληνή» ομοιάζει καθαρά με τον Αραμαϊκό όρο «μγάδλα νσά­για» που σημαίνει «κομμώτρια γυναι­κών». Όπως προαναφέραμε, υπήρχε η πε­ποί­θη­ση ότι η μάνα του Γιέισου ήταν η «Μιριάμ η κομμώτρια γυναικών». Επειδή όμως οι χρι­στιανοί δεν εγνώριζαν τι εσήμαινε το όνομα «Μαγδαληνή», αργότερα είκαζαν ότι εσήμαινε αυτήν που καταγόταν από τα Μάγδαλα στα δυτικά της λίμνης Κιννέρετ [Γεννησαρέτ]. Η ιδέα των δύο Μαριών ταίριαζε καλά με τον παγανιστικό τρόπο σκέπτεσθαι. Το απείκασμα του Ιησού που συνο­δευόταν από δύο Μαρίες μας υπενθυμίζει κτυπητά τον Διόνυσο που συνοδευόταν από την Δήμη­τρα και την Περσεφόνη.

 

Η Γκεμαρά περιέχει έναν ενδιαφέροντα θρύλο που αφορά τον Γιέισου, ο οποίος προ­σπαθεί να δι­αφωτίσει τα Μπαράιτας τα οποία λέγουν ότι ο Ραβίνος Γιεχόσσουα μπεν Πε­ράχυαχ απώθησε τον Γιέι­σου με τα δυο του χέρια. Σύμφωνα με τον θρύλο όταν ο Χασμο­ναίος βασιλιάς Γιαννάι [*] εσκότωνε τους Φαρισαίους, ο Ραβίνος Γιεχόσσουα και ο Γιέ­ι­σου διέφυγαν στην Αίγυπτο. Στον γυ­ρισμό πίσω κατέλυσαν σε ένα πανδοχείο. Η Αραμαϊ­κή λέξη «ακσανγιά» σημαίνει και «πανδοχείο» και «πανδοχεύς [και στα δύο γένη]». Ο Ραβίνος Γιεχόσουα παρατήρησε πόσο ωραίο ήταν το «ακ­σανγιά» (εννοώντας το πανδο­χείο). Ο Γιέισου (εννοώντας την πανδοχέα) απάν­τησε ότι τα μά­τια της ήταν πολύ στενά. Ο Ραβίνος Γιεχόσσουα θύμωσε πολύ με τον Γιέισου και τον αναθεμάτισε. Ο Γιέισου ικέ­τευ­σε πολλές φορές για συγχώρεση αλλά ο Ραβίνος Γιεχόσσουα δεν ήθε­λε να τον συγ­χω­ρέ­σει. Μια φορά λοιπόν όταν ο Ραβίνος Γιεχόσσουα απάγγελλε την Σέμα [**], ο Γιέι­σου ήλ­θε κοντά του. Του έκανε ένα νό­η­μα ότι έπρεπε να περιμένει. Ο Γιέισου δεν κατάλαβε σω­στά και νό­μι­σε ότι τον απεποιείτο και πάλι. Τότε ο Γιέισου ενέπαιξε τον Ραβίνο Γιεχόσ­σουα με το να τοπο­θε­τή­σει και να λατρεύει ένα τούβλο. Ο Ραβίνος Γιεχόσσουα τον διέτα­ξε να μετανοήσει αλλά αυτός αρ­νήθηκε, λέγοντας ότι είχε μάθει απ’ αυτόν τον ίδιο πως οποιοσδήποτε αμαρτάνει και προ­ξενεί πολ­λές αμαρτίες δεν του δίνεται η ευκαιρία να με­τανοήσει.

[* Αλέ­ξαν­δρος Γιανναίος (125 – 76 Π. Κ. Ε.), Χασμοναίος βασιλιάς και αρχιερέας τα έτη -103 – 76 Π. Κ. Ε.]

[** Η ημερησία προσευχή που αρχίζει με «Σέμα Γισραέλ» και αποτελείται από Δευτερο­νόμιο 6: 4-6, 11: 13-21 και Αριθμοί 15: 37-41.]

 

Η παραπάνω ιστορία, μέχρι των συμβάντων στο πανδοχείο, ομοιάζει εξαιρετικά με έναν άλλο θρύλο στον οποίο πρωταγωνιστής δεν είναι ο Ραβίνος Γιεχόσσουα αλλά ο μα­θητής του Γιεχούδα μπεν Ταββαΐ. Σ’ αυτόν τον θρύλο ο Γιέισου δεν κατονομάζεται. Έτσι κάποιος μπορεί να ερωτήσει εάν πραγματικά ο Γιέισου πήγε στην Αίγυπτο ή όχι. Είναι δυ­νατόν ο Γιέισου να είχε μπερδευτεί για κάποιον άλλον μαθητή είτε του Ραβίνου Γιεχόσ­σουα, είτε του Ραβίνου Γιεχούδα. Το μπέρδεμα είχε μάλλον προκληθεί από το γεγονός ότι ο Γιέισου είχε συγχυσθεί με τον μπεν Στάδα που είχε γυρίσει από την Αίγυπτο. Από την άλλη μεριά, ο Γιέισου μπορεί πράγματι να είχε καταφύγει στην Αίγυπτο και είχε γυρίσει, και αυτό με τη σειρά του να συνέβαλε στο μπέρδεμα μεταξύ του Γιέισου και του μπεν Στάδα. Όποια και αν είναι η περίπτωση, η πίστη ότι ο Γιέισου κατέφυγε στην Αίγυπτο για να διαφύγει τον θάνατο που θα του επέβαλε ένας σκληρός βασιλιάς, εμφανίζεται να είναι η απ­αρχή της χριστιανικής πίστης ότι ο Ιησούς και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Αί­γυπτο για να ξε­φύγουν από τον βασιλιά Ηρώδη.

 

Αφού οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς είχε ζήσει κατά την Ρωμαϊκή εποχή είναι φυσικό ότι θα είχαν συγχύσει τον κακό βασιλιά που θέλησε να φονεύσει τον Ιησού με τον Ηρώδη, διότι δεν υπήρχαν άλλοι κατάλληλοι κακοί βασιλιάδες κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Γιέισου ήταν ήδη ενήλικας τον καιρό που οι ραβίνοι διέφυγαν από τον Γιαννάι. Διατί οι χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς είχε καταφύγει στην Αίγυπτο όταν ο Ιησούς ήταν βρέφος; Διατί οι χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ηρώδης είχε διατάξει όλα τα άρρενα μω­ρά που γεννήθηκαν στην Βηθλεέμ να φονευθούν, ενώ δεν υπάρχει καμία ιστορική ένδειξη δι’ αυτό; Για να απαντήσομε αυτές τις ερωτήσεις πρέπει πάλι να εξετάσομε την παγανι­στική μυθολογία.

 

Το θέμα του θεϊκού ή ημι-θεϊκού παιδιού που έχει κατατρομάξει έναν κακό βασιλιά είναι πολύ κοι­νό στην παγανιστική θεολογία. Η συνηθισμένη ιστορία είναι ότι ο κακός βασιλιάς λαμβάνει μια προφητεία ότι ένα συγκεκριμένο παιδί θα γεννηθεί που θα σφε­τε­ρι­στεί τον θρόνο. Σε μερικές ιστο­ρίες το παιδί γεννάται από παρθένο και συνήθως είναι υιός θεού. Η μητέρα του παιδιού προσπαθεί να το κρύψει. Ο βασιλιάς συνήθως διατάζει την σφαγή όλων των μωρών που πιθανώς να είναι ο προφητε­μένος βασιλιάς. Παραδείγματα τέτοιων μύθων, που ακολουθούν αυτή την πλοκή, είναι οι ιστορίες των γεννήσεων: Ρω­μύ­λου και Ρέμου, Περσέως, Κρίσνα, Διός, και Οιδίποδος. Αν και οι κα­τά γράμ­μα ερμη­νευ­τές της Τοράχ δεν θέλουν να το παραδεχθούν, και η γέννηση του Μωυσέως ομοιάζει με αυτούς τους μύθους (μερικοί των οποίων δηλώνουν ότι η μάνα του τον έβαλε μωρό σε ένα καλάθι και το έριξε σ’ έναν ποταμό). Πιθανώς υπήρχαν πολλές τέτοιες ιστοριούλες που κυ­κλο­φορού­σαν στην Μέση Ανατολή, οι οποίες έχουν χαθεί. Ο χριστιανικός μύθος της σφαγής των αθώ­ων νη­πίων από τον Ηρώδη είναι απλώς η χριστιανική εκδοχή αυτού του θέματος. Η πλοκή ήταν τό­σο κα­λά γνω­στή που ένας Μιδρασικός λόγιος [*] δεν θα μπο­ρούσε να αντισταθεί στο να την χρη­σι­μο­ποιήσει σαν μια απόκρυφη περιγραφή της γεννή­σεως του Αβραάμ.

[* Δηλαδή ο εξηγητής και σχολιαστής των κειμένων της Εβραϊκή Παλαιάς Διαθήκης, Τα­νάχ.]

 

Οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ότι ο Μεσσίας γεννήθηκε στην Βηθλεέμ. Αυτή η πίστη βασί­στηκε σε λανθασμένη κατανόηση του προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης Μιχαία 5: 2, όπου απλώς ονομάζει την Βηθλεέμ ως την πόλη στην οποία άρχισε το Δαυιδικό σόι. Αφού οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσ­σίας, αυτομάτως πίστευαν ότι γεν­νήθηκε στην Βηθλεέμ. Αλλά τότε γιατί οι χριστιανοί πιστεύουν ότι έζησε στην Ναζαρέτ; Η απάντηση είναι αρκετά απλή. Οι πρώτοι χριστιανοί που μιλούσαν Ελ­λη­νι­κά δεν γνώ­ρι­ζαν τι εσήμαινε η λέξη «Ναζαρηνός». Ο πιο πρώιμος Ελληνικός τύπος αυτής της λέ­ξεως είναι «Ναζωραίος», ο οποίος παράγεται από τον «Να­τζορίγια», τον Αραμαϊκό ισοδύναμο τύπο του Εβραϊκού «Νοτζρί». (Θυμηθείτε ότι «Γιέισου χα –Νοτζρί» είναι τα αρχαϊκά Εβραϊκά για τον «Ιησού τον Ναζαρηνό».). Οι πρώτοι χριστιανοί υπέθε­σαν ότι «Ναζα­ρη­νός» σημαίνει αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ και έτσι υποτέθηκε πως ο Ιη­σούς έζη­σε στη Ναζαρέτ. Ακόμα και σή­μερα, οι Χριστιανοί γίνονται φαιδροί όταν συγχέουν τις Εβραϊκές λέξεις «Νοτζρί» (Ναζαρηνός), «Νατζράτι» (Ναζαρεθίτης) και «ναζίρ» (ναζαρί­της), όλες των οποίων έχουν εντε­λώς διαφορετικές σημασίες.

 

Οι πληροφορίες εντός του Ταλμούδ (το οποίο περιέχει την Μισνά, την Τοσέφτα, τα Μπαράιτας και την Γκεμαρά), που αφορούν τον Γιέισου και τον μπεν Στάδα, είναι τόσο επιβλαβείς στον Χρι­στιανισμό ώστε οι χρι­στι­ανοί έχουν λάβει δραστικά μέτρα εναντίον τους. Όταν οι χριστιανοί ανε­κάλυψαν τις πληροφορίες αμέ­σως προσπάθησαν να τις εξα­λείψουν με το να λογοκρίνουν το Ταλ­μούδ. Στην έκδοση του Ταλμούδ της Ελβετικής πό­λεως της Βα­σιλεί­ας (περίπου τα έτη 1578 – 1580) οι χριστια­νοί έσβησαν όλα τα χωρία σχετικά με τον Γιέ­ι­σου και τον μπεν Στάδα. Ακόμα και σήμερα, εκδό­σεις του Ταλμούδ που χρησιμοποιούν χριστιανοί με­λετητές στερούνται αυτά τα χω­ρία.

 

Κατά την διάρκεια μερικών δεκαετιών στις αρχές του εικοστού αιώνα, σφοδρές ακα­δημαϊκές μάχες οργίαζαν μεταξύ αθέων και χριστιανών μελετητών περί των απαρχών του Χριστιανισμού. Οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τις Ταλμουδικές ενδεί­ξεις. Δεν μπορούσαν άλλο πια να τις αγνοούν και έτσι αντ’ αυτού αποφάσισαν να αντεπι­τεθούν. Ισχυρίστηκαν ότι ο Ταλμουδικός Γιέισου ήταν μια παραποίηση του «ιστορικού Ιη­σού». Ισχυρίστηκαν ότι το όνομα «Πανδέιρα» ήταν απλώς μια Εβραϊκή προσπάθεια για να προφέρουν την Ελληνική λέξη «παρθένος». Αν και υπάρχει μια επιπόλαια ομοιότητα μεταξύ των λέξεων αυτών, πρέπει να προσέξει κανείς ότι για αν παρα­χθεί το όνομα «Παν­δέιρα» από τη λέξη «παρθένος» το «ν» και το «ρ» πρέπει να αντιμετα­τε­θούν. Αλλά οι Εβραίοι δεν υπέφεραν από κανένα ελάττωμα ομιλίας, το οποίο θα προκαλούσε αυτό το συμβάν. Η επόμενη χριστιανική απάντηση είναι ότι πιθανώς οι Εβραίοι επίτηδες παράλ­λαξαν την λέξη «παρθένος» είτε με το όνομα «Πάνθηρας» (που ευρίσκεται στον Κέλσο) είτε με το «πάν­θηρ -ος» που σημαίνει πάνθηρ, και το «Πανδέιρα» παράγεται απ’ αυτήν την εσκεμμένως αλλαγ­μέ­νη λέξη. Αυτό το επιχείρημα επίσης αποτυγχάνει διότι το τρίτο σύμφωνο και της αλλαγμένης και της μη αλλαγ­μέ­νης λέξεως είναι θήτα. Αυτό το γράμμα στα Εβραϊκά μεταγράφεται με το γράμμα «ταβ», που οποίου η προφορά κατά την διάρ­κεια των κλασσικών εποχών ομοίαζε πάρα πολύ με αυτήν του Ελ­ληνικού γράμματος. Εν τούτοις το όνομα «Πανδέιρα» ποτέ δεν γράφεται με «ταβ» αλλά με «δά­λετ» ή με «τετ» που δεικνύει ότι ο αρχικός Ελληνικός τύπος είχε δέλτα στο τρίτο σύμ­φωνο και όχι θήτα. Αυτό το χριστιανικό επιχείρημα μπορεί επίσης να γυρίσει να χτυπήσει το κε­φά­λι του: ίσως ήταν οι χριστιανοί αυτοί που εσκεμμένως μετάλλαξαν το όνομα «Πάνθηρας» στη λέ­ξη «παρθένος» όταν εφεύ­ραν την ιστοριούλα της παρθενικής γεννήσεως. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι η ομοιότητα ανάμεσα στο «Πάνθηρας» (ή «πάνθηρ –ος») και «παρθέ­νος» γίνεται πολύ ολι­γό­τε­ρη όταν οι λέξεις είναι γραμμένες στα Ελληνικά επειδή στην αρ­χική Ελληνική ορθογραφία τα δεύτερα φωνήεντα τους [«η» και «ε»] είναι τελείως διαφο­ρετικά.

 

Οι χριστιανοί επίσης δεν δέχτηκαν ότι η Μαρία Μαγδαληνή είχε άμεση σχέση με τη Μιριάμ την υποτιθεμένη μάνα το Γιέισου στο Ταλμούδ. Αντιτείνανε ότι το όνομα «Μαγ­δαληνή» οπωσδή­ποτε σημαίνει τη γυναίκα που κατάγεται από τα Μάγδαλα και ότι οι Εβραίοι εφεύραν την «Μιριάμ την κομμώτρια γυναικών» («μγδάλα νσάγια») ή για να πε­ριπαίξουν τους Χριστιανούς ή ένεκα των δικών τους παρανοήσεων τού ονόματος «Μαγ­δαληνή». Αυτό το επιχείρημα είναι επίσης ψευδές. Πρώτον, αγνοεί την Ελληνική γραμμα­τική: τα σωστά Ελληνικά για τα «Μάγδαλα» είναι «Μαγ­δά­λες» και τα σωστά Ελληνικά για την γυναίκα από τα Μάγδαλα είναι «Μαγδαλαία». Η αρχική Ελ­ληνική ρίζα της «Μαγ­δαληνής» είναι «Μαγδαλήν» με ένα εξόφθαλμο «ν» που δείχνει ότι η λέξη δεν έχει να κά­νει με τα Μάγδαλα. Δεύτερον, τα Μάγδαλα έλαβαν το όνομά τους μόνο μετά τη συγ­γρα­φή των Ευαγγελίων. Πριν απ’ αυτήν ονομαζόταν Μαγαδάν ή Δαλμανούθα. (Αν και το «Μαγα­δάν» έχει ένα «ν», στερείται το «λ» και έτσι δεν μπορεί να παράγει τη «Μαγδα­λη­νή».). Στην πραγ­ματικότητα τα ερείπια αυτής της περιοχής επονομάσθηκαν Μάγδαλα από τη χριστιανική κοινότη­τα, εκ των υστέρων, διότι οι χριστιανοί επίστευαν ότι η Μαρία Μαγδαληνή καταγόταν από εκεί.

 

Οι χριστιανοί επίσης επιμένουν ότι η λέξη «Νοτζρί» σημαίνει το άνθρωπο που κατά­γεται από την Ναζαρέτ. Αυτό φυσικά είναι ψευδές διότι η αρχική Εβραϊκή λέξη για την Ναζαρέτ είναι «Νατ­ζράτ» και για τον άνθρωπο που κατάγεται απ’ εκεί είναι «Νατζρατί». Η ονομασία «Νοτζρί» δεν έχει το Εβραϊκό γράμμα ταβ της «Νατζράτ» και συνεπώς δεν μπορεί να παράγεται απ’ αυτήν. Οι χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ίσως το Αραμαϊκό όνομα για την Ναζαρέτ ήταν «Νατζαράχ» ή «Νατζι­ράχ» (όπως και το Αραβικό όνομα), το οποίο εξηγεί το ανύπαρκτο ταβ στη λέξη «Νοτζρί». Αυτό επίσης είναι ανοησία γιατί τότε η Αραμαϊκή λέξη για τον άνθρωπο από την Ναζαρέτ θα ήταν «Να­τζαράτιγια» ή «Νατζι­ρά­τι­για» (με ένα ταβ επειδή η θηλυκή κατάληξη «-αχ» θα γινόταν «-ατ» όταν το επίθημα «-ι­για» προστίθεται), και ακόμα ο Αραμαϊκός τύπος δεν θα χρησιμοποιείτο στα Εβραϊ­κά. Οι χριστιανοί επίσης μηχανεύτηκαν και διάφορα άλλα επιχειρήματα, τα οποία μπορούν να απορ­ρι­φθούν διότι συγχέουν τις Εβραϊκές λέξεις «Νοτζρί» και «Ναζίρ» ή δεν γνωρίζουν το γεγο­νός ότι «Νοτζρί» είναι ο αρχαιότερος προϋπάρχων τύπος της λέξεως «Ναζα­ρη­νός»[*].

[* Βλέπε Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, 16: 6  «ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζη­τείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν.». Στα άλ­λα τρία κανονικά ευαγγέλια συναντάμε την νεώτερη λέξη Ναζωραίος.]

 

Εν κατακλείδι, όλα τα χριστιανικά επιχειρήματα βασίστηκαν σε αδύνατες φωνητικές αλλαγές και αδυνάτους γραμματικούς τύπους, και επομένως απερρίφθησαν. Επί πλέον, αν και οι θρύλοι στη Γκεμαρά δεν μπορούν να ληφθούν ως γεγονότα, οι ενδείξεις στα Μπα­ράιτας και στην Τοσέφτα που αφορούν τον Γιέισου μπορούν να αναχθούν κατ’ ευθείαν πί­σω στους: Γιεχόσσουα μπεν Παράχυαχ, Σίμον μπεν Σέταχ και Γιεχούδα μπεν Ταββαΐ και στους μαθητές των που ήταν σύγχρονοι του Γιέ­ι­σου, ενώ οι ενδείξεις στα Μπαράιτας και στην Τοσέφτα που αφορούν τον μπεν Στάδα μπορούν να αναχθούν στον Ραβίνο Ελιέζερ μπεν Χυρκάνους και στους μαθητές του που ήταν σύγχρονοι του μπεν Στάδα. Επομένως οι ενδείξεις δύνανται να θεωρούνται ιστορικώς ακριβείς. Διά τούτο οι νεώ­τε­ροι χριστιανοί δεν επιτίθενται στο Ταλμούδ έτι περισσότερο αλλ’ αντ’ αυτού αρνούνται κάθε σύν­δεση μεταξύ Ιησού και Γιέισου ή μπεν Στάδα. Απορρίπτουν τις ομοιότητες ως καθαρή σύμπτω­ση. Εντούτοις όμως, ο καθένας πρέπει να γνωρίζει καλώς τις ψεύτικες επιθέσεις κατά του Ταλμούδ δι­ότι πολλά χριστιανικά βιβλία ακόμα και σήμερα τις αναφέρουν και μπορεί να επανέλθουν στην επιφάνεια από στιγμή σε στιγμή.

 

Πολλά είναι τα μέρη του μύθου του Ιησού που δεν βασίζονται στον Γιέισου μπεν Στά­δα. Οι περισσότερες χριστιανικές αιρέσεις αξιώνουν ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στις 25 Δε­κεμβρίου. Αρ­χι­κώς οι ανατολι­κοί χριστιανοί πίστευαν ότι είχε γεννηθεί στις 6 Ιανου­α­ρίου. Οι Αρμένιοι χριστιανοί ακο­λουθούν ακόμα αυτή την πρώιμη πεποίθηση ενώ οι πε­ρισ­σό­τε­ροι χριστιανοί την θεωρούν ως την ημέρα της προσκυνήσεως των μάγων. Όπως γνωρί­ζο­με κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, οι θεοί Ταμμούζ, Αιών και Όσιρις είχαν ταυ­τι­στεί. Λέ­γεται ότι ο Όσιρις – Αιών είχε γεννηθεί από την παρ­θένο Ίσιδα στις 6 Ιανουαρίου και τού­το εξηγεί την αρχική ημερομηνία των Χριστουγέννων. Η Ίσις πολλές φο­ρές αντι­προσω­πευόταν από μια ιερή αγελάδα και ο ναός της από έναν στάβλο, πράγμα που πιθα­νώς είναι η απαρχή της χριστιανικής πίστεως ότι ο Ιησούς γεννήθηκε σε στάβλο. Αν και αυτό μπο­ρεί κάποιος να το βρει σαν τραβηγμένο από τα μαλλιά, είναι γνωστό ως γεγονός ότι ορι­σμένες πρώτο-χριστιανικές αιρέσεις ταύτιζαν τον Ιησού με τον Όσιρη στα γραπτά τους. Η ημε­ρο­μη­νία της 25ης Δεκεμβρίου για τα Χριστούγεννα ήταν αρχικώς η πα­γα­νι­στι­κή εορτή του θεού Ηλί­ου, του οποίου η ημέρα της εβδομάδος είναι ακόμα γνωστή ως *Ηλί­ου* ημέ­ρα [*Sun*day στα Αγ­γλι­κά, *Sonn*tag στα Γερμανικά, κ. ο. κ.]. Το φωτοστέ­φανο που συ­νήθως επιδεικνύεται γύρω από το πρόσωπο του Ιησού και των χριστιανών αγίων, είναι άλ­λη μια έννοια παρμένη από τον θεό Ήλιο.

 

Το θέμα πειρασμού από ένα πλάσμα που μοιάζει με τον διάβολο βρισκόταν και αυτό στην πα­γανιστική μυθολογία. Συγκεκριμένα η «ιστορία» των πειρασμών του Ιησού από τον Σατανά ομοι­ά­ζει με τον πειρασμό του Όσιρη από τον διαβολικό θεό Σετ (Σηθ) στην Αιγυπτιακή Μυθολογία.

 

Έχομε ήδη υποδείξει ότι υπήρχε στενή σχέση μεταξύ του Ιησού και του παγανιστικού θεού Διονύσου. Όπως ο Διόνυσος έτσι και το βρέφος Ιησούς τυλίχθηκε σε φασκιές και το­πο­θε­τή­θηκε σε φάτνη. Όπως ο Διόνυσος έτσι και ο Ιησούς υπέφερε και ενεπαίχθη. Μερι­κοί χριστιανοί υποστη­ρί­ζουν ότι ο Ιησούς στην πραγματικότητα δεν γεννήθηκε σε στά­βλο, αλλά σε σπήλαιο, όπως ακρι­βώς και ο Διόνυσος.

 

Πόθεν προήλθε η ιστορία ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε; Όπως φαίνεται είναι αποτέλεσμα ενός πλήθους πηγών. Πρώτον, υπάρχουν τρεις ιστορικοί χαρακτήρες κατά την Ρωμαϊκή εποχή που ο κό­σμος νόμιζε ότι ήταν Μεσσίες και που σταυρώθηκαν από τους Ρωμαίους. Ονομαστικώς: Ο Γιε­χού­δα της Γαλιλαίας [Ιούδας ο Γαλιλαίος ή Γαυλανίτης, +6 Κ. Ε.], ο Θευδάς (+44 Κ. Ε.), και ο Βενια­μίν ο Αιγύ­πτιος (+60 Κ. Ε.). Επειδή και οι τρεις αυτοί άν­δρες ενομίσθηκαν ότι ήταν Μεσσίες, συγ­χύστηκαν όπως ήταν φυσικό με τον Γιέισου και τον μπεν Στάδα. Ο Γιεχούδα της Γαλιλαίας εκήρυ­ξε στην Γα­λιλαία και συγκέντρωσε πολ­λούς οπαδούς προτού στραυρωθή από τους Ρωμαίους. Η ιστορία της ιερατικής απο­στολής του Ιησού στη Γαλιλαία φαίνεται ότι βασίζεται στην ζωή του Γιε­χούδα της Γαλι­λαίας. Αυτή η ιστορία και η πίστη ότι ο Ιησούς έζησε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας ενι­σχύ­ουν η μία την άλλη. Η πεποίθηση ότι ο Αγρίππας σκότωσε μερικούς μαθητές του Ιησού κα­τά το έτος + 44 Κ. Ε. φαίνεται να βασίζεται την μοίρα των μαθητών του Θευδά. Αφού ο Μπεν Στά­δα είχε επανέλθει από την Αίγυπτο ήταν φυσικό να είχε συγχυσθεί με τον Βε­νι­αμίν τον Αιγύπτιο. Πιθανώς να ήταν και σύγχρονοι. Μερικοί νεότεροι συγγραφείς έφτα­σαν στο σημείο να προτείνουν ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο, παρ’ όλον ότι αυτό δεν είναι δυ­νατό διότι οι ιστορίες των θανάτων τους εί­ναι εντελώς δια­φορετικές. Στο βιβλίο των Πρά­ξεων στην Καινή Διαθήκη, το οποίο χρησιμοποιεί το βιβλίο του Ιω­σήπου Ιουδαϊ­κές Αρχαι­ολογίες (+93-94 Κ. Ε.) ως πηγή, γίνεται καθαρό ότι ο συγ­γραφέας θεωρούσε τον Ιησού, τον Γιε­χούδα της Γαλιλαίας, τον Θευδά, και τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο, να είναι τέσσε­ρις δια­φο­ρετικοί άνθρωποι. Παρά ταύτα, κατ’ αυτόν τον χρόνο ήταν πλέον πολύ αργά για να ανα­τρέψει κανείς τις συγχύσεις, οι οποίες είχαν λάβει χώρα προτού γραφεί η Και­νή Δια­θή­κη, και η ιδέα της σταυρώσεως του Ιησού είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του μύθου.

 

Δεύτερον, αναπτύχθηκε η ιδέα του ότι ο Ιησούς εκτελέστηκε την παραμονή του Πά­σχα [Πε­σάχ, Περά­σματος]. Αυτή η πίστη προφανώς βασίζεται στην εκτέλεση του Γιέισου. Το Πάσχα συμ­βαί­νει κατά τον χρόνο της Εαρινής Ισημερίας, ένα συμβάν που εθεωρείτο πολύ σημαντικό από τους αστρολό­γους κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι αστρολόγοι νόμιζαν αυτόν τον χρόνο ως τον χρόνο διασταυρώσεως δύο αστρολογικών ουρανίων κύκλων, και αυτό το συμβάν συμβολι­ζό­ταν με ένα σταυρό. Ούτως δημιουργή­θηκε η πίστη ότι ο Ιησούς απέθανε πάνω στον «σταυρό». Η παρανό­ηση αυτού του όρου από εκείνους που δεν ήταν μυημένοι στις αστρολογικές αποκρυ­φιστι­κές ομά­δες ήταν άλ­λος ένας παράγοντας που συνέβαλε στην πεποίθηση ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε. Σε ένα από τα πολύ πρώιμα χριστιανικά γραπτά, την Διδασκαλία των Δώδεκα Απο­στόλων, δεν υπάρ­χει κα­μία αναφορά περί του ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε, αλλά το σημείο του σταυ­ρού στον ου­ρανό χρησι­μοποιείται για να αντιπροσωπεύσει τον ερχομό του Ιησού. Πρέπει να σημει­ωθεί ότι το κέντρο των αστρολογικών προλήψεων στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η Ταρσός στην Μικρά Ασία – το μέ­ρος δηλαδή απ’ όπου καταγόταν ο θρυλικός ιεραπό­στο­λος Παύλος. Η ιδέα ότι ένα ιδι­αίτερο άστρο είχε αναγγείλει την γέννηση του Ιησού, και ότι έκλειψη Ηλίου συνέβη κατά τον θά­νατόν του, είναι τυπικές Ταρσικές αστρολογικές προλήψεις

 

Τρίτος παράγων που συνέβαλε στην «ιστορία» της σταυρώσεως είναι και πάλι η πα­γανιστική μυ­θολογία.. Το θέμα ενός θεϊκού ή ημι-θεϊκού απεσταλμένου που σταυρώθη­κε πάνω σε δένδρο [επί ξύλου], πάσαλο, ή σταυρού, και μετά αναστήθηκε, είναι πολύ κοινό στην παγανιστική μυθολο­γία. Βρισκόταν στις μυθολογίες όλων των δυτικών πολιτισμών που επεκτείνονται προς δυσμάς μέχρι της μακρινής Ιρλανδίας και προς ανατολάς μέχρι την Ινδία. Ιδιαιτέρως ευρίσκεται στις μυθο­λογίες του Όσιρη και του Άττη, αμφότεροι των οποίων είχαν ταυτιστεί με τον Ταμμούζ. Ο Όσιρις προσκολλήθηκε πάνω σ’ ένα δένδρο με τα χέρια του εκτεταμένα όπως και ο Ιησούς πάνω στον σταυρό. Στην λατρεία του Σερά­πι­δος (συνδυασμός του Όσιρη και του Άπιδος) ο σταυρός ήταν θρησκευτικό σύμβολο. Πράγματι, ο χριστιανικός «Λατινικός σταυρός» ως σύμβολο φαίνεται να βασίζεται κατ’ ευ­θείαν στον συμβολικό σταυρό του Όσιρη και του Σέραπη. Οι Ρωμαίοι ποτέ τους δεν χρησι­μο­ποίησαν τον παραδοσιακό χριστιανικό σταυρό στις σταυρώσεις. Χρησι­μο­ποι­ού­σαν τον σταυρό σχήματος είτε σαν Χ είτε σαν Τ. Το ιερογλυφικό ενός σταυρού επί λόφου ήταν σχετι­σμένο με τον Όσιρη. Αυτό το ιερογλυφικό αντιπροσώπευε τον «Καλόν Έναν», στα Ελληνικά «Χρηστόν», ένα όνομα που το χρησιμοποιούσαν για τον Όσιρη και άλλους παγανιστικούς θεούς. Το μπέρδεμα του ονόματος αυτού με τον «Χριστό» [= «Μεσσίας, χρισμένος, κεχρισμένος»] ισχυ­ροποιεί την σύγχυ­ση μεταξύ Ιησού και παγανιστών θεών.

 

Κατά την Εαρινή Ισημερία, οι παγανιστές του βορείου Ισραήλ συνήθιζαν να εορτά­ζουν τον θά­νατο και την ανάσταση του εκ παρθένου τεχθέντος Ταμμούζ – Όσιρη. Στην Μικρά Ασία (όπου ιδρύθηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες) διατηρούσαν μια πανο­μοιότυπη εορτή για τον εκ παρ­θένου τεχθέντος Άττη. Ο Άττις επιδεικνύετο ως απο­θνή­σκων επί δένδρου, θαπτόμενος εντός σπη­λαίου, και αναστημένος κατά την τρίτη ημέρα. Έτσι βλέπομε από που προέρχεται η χριστια­νι­κή ιστορία της αναστάσεως τού Ιησού. Στην λα­τρεία του Βαάλ, επιστεύετο ότι ο Βαάλ εξαπάτησε τον Μαβέτ (τον θεό του θανάτου) κατά τον χρόνο της Εαρινής Ισημερίας. Προσποιήθηκε ότι ήταν νε­κρός αλλά μετά εμφα­νίστηκε ζωντανός. Επέτυχε αυτό το τέχνασμα με το να δώσει τον γιο του ως θυσία.

 

Το ότι το Πάσχα [Πέρασμα] συνέβαινε κατά την ίδια χρονική εποχή του έτους με τους παγανι­στικούς εορτασμούς της «Εόστρας» [= «Easter» στα αγγλικά] δεν είναι απλή σύμ­πτωση. Πολλά έθιμα του Πεσσάχ [Πάσχα] σχεδιάστηκαν σαν Εβραϊκές εναλλαγές των παγανιστικών εθίμων. Οι παγανιστές πίστευαν ότι όταν ο θεός τους, θεός της φύσεως, (όπως ο Ταμμούζ, ο Όσιρις ή ο Άττις) απέθνησκε και ανασταίνετο, η ζωή του πήγαινε μέ­σα στα φυτά που χρησιμοποιούσαν οι άνθρω­ποι για τροφή. Τα μάτζα (τα άζυμα ψωμιά) που γινόταν από την ανοιξιάτικη συγκομιδή ήταν το νέο σώμα του και το κρασί από τα σταφύλια ήταν το νέο αίμα του. Στον Ιουδαϊσμό, τα μάτζα δεν χρη­σιμοποιούντο για να αντιπροσωπεύουν το σώμα κάποιου θεού αλλά το ψωμί του φτωχού που έφα­γαν οι Εβραί­οι πριν φύγουν από την Αίγυπτο. Οι παγανιστές χρησιμοποιούσαν την πασχαλινή θυ­σία για να αντιπροσωπεύσουν τη θυσία ενός θεού ή του μονογενούς υιού του, αλλά ο Ιου­δα­ϊ­σμός τη χρησιμοποίησε για να αντιπροσωπεύει το δείπνο που έφαγαν οι Εβραίοι προτού φύγουν από την Αίγυπτο. Αντί να λέγουν «ιστορίες» για το Βαάλ που θυσίαζε τον υιόν του τον πρωτότοκο στον Μαβέτ, οι Εβραίοι έλεγαν πως ο «μαλ’αχ χα – μαβέτ» [= ο άγγε­λος του θανάτου] εφόνευσε τους πρωτοτόκους υιούς των Αιγυπτίων. Οι παγανιστές έτρω­γαν αυγά για να αντιπροσωπεύσουν την ανάσταση και την αναγέννηση του θεού τους, της φύσεως, αλλά τα αυγά στο πιάτο του σέδερ (= δείπνου των Εβραίων προς εορτασμό της Εξόδου) αντιπροσωπεύουν την γέννηση του Εβραϊκού λαού που δι­έ­φυ­γε από την δουλεία της Αιγύπτου. Όταν οι χριστιανοί παρατήρησαν τις ομοιότητες μεταξύ των εθί­μων του Πεσσάχ [Πάσχα] και των παγανιστικών εθίμων, έκαναν ολόκληρο κύκλο και μετέστρε­ψαν τα έθιμα του Πεσσάχ πίσω στις παλαιές παγανιστικές διατυπώσεις τους. Το δεί­πνο για το εο­ρ­τασμό της Εξόδου σέδερ έγινε το τελευταίο [ή μυστικό] δείπνο του Ιησού, όμοιο με το τελευταίο δείπνο του Όσιρη που η ανάμνησή του εορταζόταν κατά την Εαρι­νή Ισημερία. Τα μά­τζα και το κρασί για άλ­λη μια φορά γινόταν το σώμα και αίμα ενός ψεύτικου θεού, αυτή τη φορά του Ιησού. Τα αυ­γά της Εόστρας τρωγόταν πάλι εις ανά­μνη­ση της αναστάσεως ενός «θεού» και ακόμα εις ανά­μνη­ση της «αναγεννήσεώς» του που επετυγχάνετο με το να δεχθεί την θυσία του επί του σταυρού.

 

Ο μύθος του Τελευταίου [Μυστικού] Δείπνου είναι ιδιαζόντως ενδιαφέρων. Όπως προαναφέ­ραμε, η βασική ιδέα το τελευταίο δείπνο να συμβαίνει κατά την Εαρινή Ιση­με­ρία προέρχεται από την «ιστορία» του τελευταίου δείπνου του Όσιρη. Στην χριστιανική αφήγηση, ο Ιησούς είναι μαζί με τους δώδεκα αποστόλους. Από που δημιουργήθηκε η ιστορία των δώδεκα αποστόλων; Όπως φαίνεται στην πρώιμη εκδοχή της, η αφήγηση αυ­τή εννοείτο ως αλληγορία. Η πρώτη φορά που οι δώδεκα απόστολοι αναφέρονται είναι στο γραπτό γνωστό ως η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστό­λων. Αυτό το κείμενο προφανώς δημιουργήθηκε ως ένα σχισματικό Ιουδαϊκό έγγραφο που γρά­φτηκε κα­τά τον πρώτον αι­ώνα Κ. Ε., αλλά υιοθετήθηκε από τους χριστιανούς οι οποίοι του έκαναν ουσιαστικές με­τατροπές και του προσέθεσαν χριστιανικές ιδέες[*]. Στις αρχικές του εκδοχές είναι κα­θα­ρό ότι οι «δώδεκα απόστολοι» είναι οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ που αντιπροσωπεύουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Οι χριστιανοί αργότερα θεώρησαν τους «δώδεκα αποστόλους» να είναι αλλη­γο­ρικοί μαθητές του Ιησού.

[* Πολλοί είναι οι ερευνητές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι τα ίδια πράγματα ισχύουν και διά την Αποκάλυψιν του Ιωάννου στην Καινή Διαθήκη.]

 

Στην Αιγυπτιακή Μυθολογία, ο Όσιρις προδόθηκε κατά το τελευταίο του δείπνο από τον κακό θεό Σετ (Σηθ), τον οποίον οι Έλληνες εταύτισαν με τον Τυφώνα. Αυτό φαίνεται να είναι η προέ­λευση της ιδέας ότι ο προδότης του Ιησού ήταν παρών κατά το τελευταίο δείπνο του. Η ιδέα ότι ο προδότης αυτός ονομαζόταν «Ιούδας» φτάνει πίσω στα χρόνια όπου οι δώδεκα απόστολοι ακόμα εννοούνταν ως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ. Η ιδέα του Ιούδα (= Γιούδαχ, Γιεχούδα) που προδί­δει τον Ιησού (τον «υιόν» του Ιωσήφ - Γιόσεφ) υπ­ενθυμίζει ισχυρά την εξιστόρηση του Γιόσεφ της Τοράχ που προδόθηκε από τους αδελ­φούς του με τον Γιεχούδα ως αρχηγό της συμμορίας. Αυτή η αλληγορία θα ήταν ιδιαιτέ­ρως προσφιλής στους Σαμαρείτες Νοτζρίμ οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ότι είναι υιοί του Γιόσεφ που προδόθηκαν από τους κυρίως Ιουδαίους (που αντιπροσωπεύονταν από τον Ιούδα / Γιεχούδα).

 

  Παρ’ όλα ταύτα, η υπόθεση των δώδεκα απόστόλων έχασε την αρχική της αλληγορική ερμη­νεία και οι χριστιανοί άρχισαν να νομίζουν ότι οι «δώδεκα απόστολοι» ήταν δώδεκα πραγματικοί άν­θρωποι που ακολουθούσαν τον Ιησού. Οι χριστιανοί προσπάθησαν να βρούνε ονόματα γι’ αυ­τούς τους δώδεκα αποστόλους. Ματθαίος και Θαδδαίος βασίστη­καν στους Ματτάι και Τοδάχ τους δύο μαθητές του Γιέισου. Ο ένας ή και οι δύο από­στο­λοι με όνομα Ιάκωβος είναι δυνατόν να βα­σί­στη­κε (-καν) στον Ιάκωβο τον Κφάρ Σε­κάν­για, έναν πρώτο χριστιανό γνωστόν στον Ραβίνο Ελι­έζερ μπεν Χυρκάνους, αλλά αυτό εί­ναι καθαρή εικασία. Όπως έχομε δει, ο χαρακτήρας του Ιούδα είναι σχεδόν όλος βασι­σμέ­νος στον Γιούδαχ της Τοράχ αλλά ίσως και αν υπάρχει και κάποια σχέ­ση με έναν σύγ­χρο­νο του Γιέισου, τον Γιεχούδα μπεν Ταββαΐ τον μαθητή του Ραβίνου Γιεχόσσουα μπεν Πε­ράχυαχ. Καθώς ήδη προαναφέρθηκε, η ιδέα του προδότη κατά το τελευταίο δείπνο πα­ρά­χ­θηκε από την μυθολογία του Όσιρη ο οποίος προδόθηκε από τον Σετ – Τυφώνα. Ο Σετ – Τυφών εί­χε κόκκινα μαλλιά και πιθανόν αυτό να είναι η προέλευση του ισχυρισμού ότι ο Ιούδας είχε κόκ­κινα μαλλιά. Αυτή η ιδέα έχει οδηγήσει στο χριστιανικό στερεότυπο πορ­τραίτο των Ιουδαίων που τους θέλει να έχουν κόκκινα μαλλιά, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα, τα κόκκινα μαλλιά είναι πολύ συχνότερα μεταξύ των Αρίων παρά με­τα­ξύ των Ιουδαίων.

 

  Στον Ιούδας εδόθη το συχνά απαντώμενο παρανόμι «Ισκαριώτ – ης ». Σε μερικά ση­μεία που οι Αγγλικές Καινές Διαθήκες έχουν “Iscariot – Ισκαριότ” το Ελληνικό κείμενο γράφει «Ισκαριώτης, – -ου, κλπ.» που σημαίνει ότι καταγόταν από την Καριώτ. Καριώτ ήταν το όνομα μιας πολίχνης στο Ισραήλ, πιθανώς η σημερινή τοποθεσία γνωστή στα Αραβικά ως «Καριατεΐν». Βλέπομε δηλαδή ότι το όνομα Ισκαριώτης παράγεται από το Εβραϊκό «Ις Καριώτ» που σημαίνει «άνθρωπος από την Καριώτ». Αυτή πραγματικά είναι η παραδεγμένη χριστιανική σημασία του ονόματος αυτού. Εν τούτοις, στο παρελθόν, οι χριστιανοί λάθος κατάλαβαν το όνομα αυτό και εμφανίστηκαν θρύλοι περί του ότι ο Ιού­δας καταγόταν από την πόλη Συχάρ, ότι ήταν μέλος του κόμματος των εξτρεμι­στών γνω­στό ως Σικάριοι και ότι καταγόταν από τη φυλή του Ισσάχερ. Η πιο ενδιαφέρουσα πα­ρα­νόηση του ονόματος είναι η αρχική σύγχυση με τη λέξη «σκορτέα» που σημαίνει «δερ­μά­τινη τσάν­τα χρημά­των». Αυτό οδήγησε στον μύθο της Καινής Διαθήκης ότι ο Ιούδας κρα­τούσε μια τέτοια τσάντα, το οποίο με τη σειρά του οδήγησε στην πίστη ότι ήταν ο ταμίας των αποστόλων.

 

Ο απόστολος Πέτρος εμφανίζεται ως επί το πλείστον ως φανταστικός χαρακτήρας. Σύμφωνα με την χριστιανική μυθολογία, ο Ιησούς τον εξέλεξε να είναι ο «κλειδο­κρά­το­ρας της βασιλείας των ουρανών». Αυτό καθαρά βασίζεται στην Αιγυπτιακή παγανιστική θεότητα, Πέτρα, η οποία ήταν η θυρωρός των ουρανών και της μετέπειτα ζωής, που την κυβερνούσε ο Όσιρις. Πρέπει επίσης να αμφιβάλομε για την ιστορικότητα του Λουκά «του καλού θεραπευτή» που υποτίθεται πως ήταν φίλος του Παύλου. Το αρχικό όνομα για το «Λουκάς» είναι «Λύκιος, [= φωτεινός]», το οποίο ήταν άλλο ένα όνομα για τον Απόλ­λωνα, τον θεό του «θεραπεύεσθαι».

 

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κατά μέγα μέρος βασίζεται σε ένα ιστορικό πρόσωπο που έκανε ιε­ρο­τελεστική εμβάπτιση εντός υδάτων σαν φυσικό συμβολισμό για μετάνοια [βλέπε π. χ. το εδά­φιο του Ιωσή­που Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, βιβλίο XVIII (18), στίχοι 116 - 119.]. Δεν εκτελούσε χριστια­νικού τύπου βαπτίσματα για να καθαρίσει τις ψυχές των αν­θρώπων. Τέ­τοια ιδέα ήταν τελείως ξένη με τον Ιουδαϊσμό. Θανατώθηκε από τον Ηρώδη Αντίπα επει­δή φοβότανε ότι αυτός (ο Ιωάννης) επρόκειτο να αρ­χί­σει ανταρσία. Στα Ελ­ληνικά το όνο­μά του ήταν «Ιωάννης» και στα Λατινικά “Johannes”. Αν και ως συνήθως αυτά τα ονό­μα­τα χρησιμοποιούνταν για να αποδόσουν το Εβραϊκό όνομα «Γιο­χανάν», είναι πολύ αμφί­βολο ότι αυτό ήταν το πραγματικό Εβραϊκό όνομα του Ιωάν­νου. «Ιωάν­νης» ομοιάζει πολύ με «Ωάννης» το Ελληνικό όνομα για τον παγανιστικό θεό Έα. Ο Ωάννης ήταν ο «Θεός του Οίκου του Ύδατος». Μυστηριακό βάπτισμα για μαγικό κα­θά­ρισμα των ψυχών ήταν μια πρακτική που προφα­νώς προήλθε από την λατρεία του Ωάν­νου. Η πιο πιθανή εξή­γηση τού ονόματος τού Ιωάννου και της συνδέσεώς του με το όνο­μα Ωάννης είναι ότι πιθανώς ο Ιωάννης έφερε το παρανόμι «Ωάννης» επειδή έκανε βά­πτισμα, που το είχε προσαρμό­σει, από τη λατρεία του Ωάννου. Το όνομα «Ωάννης» συγ­χύσθηκε αργότερα με το «Ιωάν­νης». (Πράγματι, ο θρύλος της Καινής Διαθήκης που αφο­ρά τον Ιωάννη παρέχει την ένδει­ξη ότι το πραγματικό όνομά του ίσως να ήταν Ζαχα­ρί­ας.). Από τα γραπτά του Ιωσήπου γνωρίζομε ότι ο ιστορικός Ιωάννης απέρ­ρι­πτε την πα­γανιστική ερμηνεία του «καθαρ­μού της ψυχής». Οι χριστιανοί, όμως, επανήλθαν στην αρχική παγανιστική ερμηνεία.

 

Ο θεός Ωάννης σχετιζόταν με τον αστερισμό του Αιγόκερω. Και οι δύο, Ωάννης και αστε­ρι­σμός του Αιγόκερω, εν συνεχεία σχετίσθηκαν με το νερό. (Ο αστερισμός υπο­τί­θε­ται να απεικονίζει ένα μυθικό θαλάσσιο τέρας με σώμα ιχθύος και πρόσθιο μέρος αίγας.). Έχομε ήδη ιδεί ότι στον Ιη­σού εδόθη ή ίδια ημερομηνία γεννήσεως με τον θεό Ήλιο [25 Δεκεμβρίου], όταν ο ήλιος βρίσκεται στον αστερισμό του Αιγόκερω. Οι παγα­νι­στές νό­μι­ζαν ότι αυτή είναι μια περίοδος που ο θεός Ήλι­ος βυθίζεται μέσα στα νερά του Ωάννη και εμφανίζεται αναγεννημένος. (Το Χειμερινό Ηλιοστά­σιο, όταν οι ημέρες αρ­χί­ζουν να γί­νονται μεγαλύτερες, γίνεται κοντά στις 25 Δεκεμβρίου.). Αυτός ο αστρολογικός μύ­θος εί­ναι προφανώς η απαρχή της ιστορίας ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε από τον Ιωάν­νη. Πιθανώς να άρχισε σαν αλληγορική αστρολογική αφήγηση, αλλά όπως φαίνεται ο θεός Ωάννης αρ­γότερα συγχύσθηκε με το ιστορικό πρόσωπο που πήρε ως παρανόμι το Ωάννης το οποίο μεταλλάχτηκε σε Ιωάννης.

 

Η πίστη ότι ο Ιησούς είχε συναντήσει τον Ιωάννη συνέβαλε στην πίστη ότι η ιερατική αποστο­λή και η σταύρωση του Ιησού συνέβηκαν όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν επίτροπος της Ιουδαίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες ημερομηνίες για τον Ιησού που αναφέρονται από τους χριστιανούς είναι τελείως ανόητες. Ο Ιησούς εν μέρει βασιζόταν στον Γιέισου και τον μπεν Στάδα οι οποίοι έζησαν περισσότερο από έναν αιώνα χωριστά. Βασίστηκε επίσης στους τρεις ψευδομεσ­σίες, Γιεχούδα, Θευδά και Βενιαμίν, οι οποίοι εσταυρώθηκαν από τους Ρωμαίους σε διαφο­ρε­τι­κούς χρόνους. Ένα άλλο γεγονός που συ­νέβαλε στην ανακατωσούρα των ημερομηνιών που αφορούν τον Ιησού ήταν ότι ο Ιακώβ του Κφαρ Σεκανγιά και πιθανώς επίσης και άλλοι Νοτζρίμ, χρησιμο­ποιούσε εκφράσεις όπως: «έτσι εδιδάχθηκα από τον Γιέισου χα – Νοτζρί», παρ’ όλον ότι δεν είχε διδαχθεί από τον Γιέισου προσωπικώς. Γνωρίζομε από την Γκεμαρά ότι η δήλωση του Ια­κώβ οδή­γη­σε τον Ραβίνο Ελιέζερ μπεν Χυρκάνους να συμπεράνει εσφαλμένως ότι ο Ιακώβ ήταν μαθητής του Γιέισου. Αυτό υποδηλώνει ότι υπήρχαν ραβίνοι που δεν γνώριζαν το γεγονός ότι ο Γιέισου είχε ζή­σει κατά τους χρόνους των Χασμοναίων. Ακόμα και ύστερα όταν οι χριστιανοί τοπο­θέτησαν τον Ιησού στον πρώτο αιώνα Κ. Ε., η σύγχυση συνεχίστηκε ανά­μεσα στους μη χριστι­ανούς. Υπήρχε ένας σύγχρονος του Ραβίνου Ακίβα ονομαζόμενος Πάππος μπεν Γιεχούδα που συ­νή­θιζε να κλειδ­αμπαρώνει την άπιστη γυναίκα του. Γνωρί­ζομε από την Γκεμαρά ότι μερικοί άνθρωποι, που μπέρ­δευαν τον Γιέισου και τον μπεν Στάδα, μπέρδεψαν και τη γυναίκα του Πάππου με την Μιριάμ την άπιστη μάνα του Γιέι­σου. Αυτό θα τοποθετούσε τον Γιέισου περισσότερο από δύο αιώ­νες μετά τα χρόνια που πραγματικά έζησε.

 

Οι αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης συγχέουν τόσο πολλές ιστορικές περιόδους ώστε να μη υπάρχει κανένας τρόπος να συμφιλιωθούν με την ιστορία. Το παραδοσιακό έτος της γεννήσεως τού Ιησού είναι το +1 Κ. Ε. Ο Ιησούς όπως υποτίθεται δεν πρέπει να ήταν με­γαλύτερος από δύο έτη όταν ο Ηρώδης διέταξε την σφαγή των αθώων νηπίων. Αλλά, ο Ηρώδης πέθανε πριν από τις 12 Απριλίου του - 4 Π. Κ. Ε. Αυτό το γεγονός οδήγησε μερι­κούς χριστιανούς να επαναπροσδιορίσουν την ημερομηνία της γεννήσεως του Ιησού εντός του χρονικού διαστήματος -6 με - 4 Π. Κ. Ε. Αλλά και πάλι ο Ιησούς υποτίθεται ότι γεν­νήθηκε κατά την διάρκεια της απογραφής του Κυρηνίου. Αυτή η απογραφή έλαβε χώρα μετά την καθαίρεση του Αρχελάου το +6 Κ. Ε. δέκα χρόνια μετά τον θά­νατο του Ηρώδη. Ο Ιησούς όπως υποτίθεται βαπτίστηκε από τον Ιωάννη ολίγον χρόνο μετά από τότε που ο Ιωάννης άρχισε να βαπτίζει και να κηρύττει κατά το 15ο έτος της βασιλείας του Τιβε­ρί­ου, δηλαδή το +28 – 29 Κ. Ε., όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν κυβερνήτης της Ιουδαίας, δη­λα­δή +26 – 36 Κ. Ε. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, αυτό επίσης συνέβη όταν ο Λυσανίας ήταν ο τετράρ­χης της Αβιληνής και ο Άννας και ο Καϊάφας ήταν οι αρχιερείς. Αλλά ο Λυ­σανίας[*] κυβερνούσε την Αβιληνή από περίπου το - 40 Π. Κ. Ε. μέχρι το -36 Π. Κ. Ε. δη­λαδή το έτος που εκτελέστηκε από τον Μάρκο Αντώνιο, 60 χρόνια περίπου πριν τον Τιβέ­ριο και 30 χρόνια περίπου πριν από την υπο­τιθεμένη γέννηση του Ιησού. Προσέτι, ποτέ δεν υπήρχαν δύο ταυτόχρονοι αρχιερείς. Ιδιαι­τέ­ρως δε ο Άννας δεν ήταν συναρχιερεύς με τον Καϊάφα. Ο Άννας εκδιώχθηκε από το αξίωμα του αρχιε­ρέ­ως το +15 Κ. Ε. μετά από υπηρεσία 9 ετών σ’ αυτή τη θέση. Ο Καϊάφας όμως έγινε αρ­χι­ε­ρεύς κατά το έτος +18 Κ. Ε., τρία χρόνια περίπου μετά τον Άννα. Κράτησε το αξίωμα αυτό για 18 περίπου χρό­νια, και έτσι οι ημερομηνίες περί αυτόν είναι σύμφωνες με τον Τιβέριο και τον Πόντιο Πιλάτο, αλ­λά όχι με τον Άννα και τον Λυσανία. Αν και το βιβλίο των Πράξεων παρου­σιά­ζει τον Γιεχούδα της Γαλιλαίας, τον Θευδά και τον Ιησού ως τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, εσ­φαλμένως βάζει τον Θευδά [*](που σταυρώθηκε το +44 Κ. Ε.) πριν από τον Γιε­χού­δα για τον οποί­ον σωστά αναφέρει ότι σταυρώθηκε κατά την απογραφή (το +6 Κ. Ε.). Πολλές απ’ αυτές τις χρο­νολογικές ατοπίες φαί­νονται να βασίζονται σε λανθασμένη ανάγνωση ή λανθασμένη κατανόηση του βιβλίου του Ιω­σή­που Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες το οποίο χρη­σι­μοποιήθηκε ως πηγή από τον συγ­γραφέα των Πράξεων, Λουκά ή όποιον άλλον ήταν.

 

[* Το βιβλίο των Πράξεων περιέχει πολλά ιστορικά λάθη αν αντιπαραβληθεί με τον Ιώση­πο. Στα δύο ενταύθα κραυγαλέα ιστορικά λάθη οι χριστιανοί έδωσαν την εξής απάντηση: «Άλλοι είναι ο Λυσανίας και ο Θευδάς του Ιωσήπου και άλ­λοι των Πράξεων». Μια πολύ εύκολη απάντηση που ο καθένας θα μπορούσε να τη ξε­φουρνίσει αφού δεν είναι δυνα­τόν ούτε να πιστοποιηθεί ούτε να απορριφθεί διότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοι­χείο προς καμιά κατεύθυνση. Αν είναι έτσι το ζήτημα, τότε τα ονόματά τους δεν υπάρχουν πουθενά αλλού εκτός από το βιβλίο των Πράξεων, πράγμα εντελώς απίθανο λόγω της θέ­σεως και της δράσεως των. Οπότε άντε τώρα να αποδείξει κανείς διά του κενού εάν οι χριστιανοί έχουν δίκιο ή άδικο! Βεβαίως υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα πέραν της απροσεξίας ή της αγραμματοσύνης του συγ­γραφέα ή των υστερο­χρόνων επιδιορθωτών. Αυτή είναι ότι αυτά τα λάθη τα έκαναν επίτηδες πι­στεύοντας ότι η πρωτοτυπία τους αυτή θα τους προσέδιδε ανεξάρτητο ιστορικό κύρος εφ’ όσο κα­μία άλλη ιστορική πηγή δεν πε­ριέχει αυτά τα ονόματα κατά τις εποχές που αυτοί τα έθεσαν ή πι­στεύοντας ότι οι πραγ­μα­τικές ιστορικές πηγές θα εξαφανίζονταν εγκαίρως.]

 

Η αφήγηση της δίκης του Ιησού είναι επίσης πάρα πολύ ύποπτη. Καθαρά προσπαθεί να εξευ­με­νίσει τους Ρωμαίους και να συκοφαντήσει τους Εβραίους. Ο Πόντιος Πιλάτος της Ιστορίας ήταν αλα­ζονικός και δεσποτικός. Μισούσε τους Εβραίους και ποτέ του δεν παραχώρησε καμία εξουσία σ’ αυτούς. Παρ’ όλα ταύτα, στην χριστιανική μυθολογία, πε­ριγράφεται σαν ηγεμών που τον ένοι­α­ζε η καλή και σωστή διακυβέρνηση, που διαχώριζε τη θέση του από τις κατηγορίες εναντίον των Εβραίων, και που α­ναγ­καζόταν να υπακούει στις απαιτήσεις των Εβραίων. Σύμφωνα με την χριστι­ανική μυθολογία, κάθε Πάσχα, οι Εβραίοι παρακαλούσαν το Πιλάτο να ελευθερώσει οποιονδήποτε εγκληματία που αυτοί θα διάλεγαν. Αυτό φυσικά είναι κραυγαλέο ψέμα. Οι Εβραίοι ποτέ δεν είχαν τέτοιο έθιμο για να ελευθερώνουν ενόχους εγκληματίες το Πάσχα ή οποιανδήποτε άλλη μέρα του έτους. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Πιλάτος έδωσε στους Εβραίους την επιλογή να ελευθερώ­σει ή τον Ιησού Χριστό ή τον ληστή-φονιά ονόματι Βαραββά. Οι Εβραίοι κατά τις αξιώ­σεις του μύθου με ενθουσιασμό επιλέξανε τον Ιησού Βαραββά. Αυτό το μύθευμα είναι ένα κακόηθες αντισημιτικό ψέμα, ένα από τα πολλά τέτοια ψέματα που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη (που κατά κύριο μέρος γράφτηκε από αν­τιση­μί­τες). Αυτό που είναι ιδιαιτέρως σιχαμερό μ’ αυτή την ανόητη εξιστό­ρηση είναι το ότι αυτή είναι προφανώς δι­αστροφή μιας προηγούμενης «ιστορίας» η οποία αξίωνε ότι οι Εβραίοι απαί­τη­σαν να ελευθερώσουν τον Ιησού Χριστό. Το όνομα «Βαραββάς» είναι απλώς ο Ελληνικός τύπος του Αρα­μαϊκού «βαρ Αββά» που σημαίνει «υιός του Πατρός». Έτσι ο «Ιησούς Βαραβ­βάς» αρχι­κώς εσή­μαινε «Ιησούς ο υιός του Πατρός», με άλλα λόγια, τον συνήθη χριστια­νικό Ιησού. Όταν λοιπόν η προη­γούμενη «ιστορία» επέμενε ότι οι Εβραίοι θέλανε να ελευθερωθεί ο Ιησούς Βαρ­αβ­βάς, αναφερόταν στον συνηθισμένο Ιησού. Κά­ποιος δια­στρέβλωσε την ιστορία με το να αξιώσει ότι ο Ιησούς Βαραββάς ήταν πρόσωπο διαφο­ρε­τικό από τον Ιησού Χριστό και αυτό ξε­γέλασε τους Ρω­μαίους και τους Έλληνες χριστια­νούς που δεν ήξεραν τι σημαίνει το όνομα «Βα­ραββάς».

 

Και για τελευταίο αναφέρομε ότι, ο ισχυρισμός πως ο αναστημένος Ιησούς εμφανί­στηκε στους μαθητές του βασίζεται σε παγανιστικές προλήψεις. Στη Ρωμαϊκή μυθολογία, ο εκ παρθένου τεχθείς Ρωμύλος εμφανίστηκε στον φίλο του καθ’ οδόν προτού αναληφθεί εις τους ουρανούς. Το θέμα της αναλήψεως εις τους ουρανούς ευρίσκεται σε δεκάδες πα­γανιστικών μύθων και θρύλων και σε Εβραϊκές αφηγήσεις. Όπως ισχυρίζονται και ο Απολλώνιος Τυανεύς είχε επίσης εμφανισθεί στους μαθητές του μετά την ανάστασή του και πριν την ανάληψή του. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσομε ότι ο ιστορικός Απολλώνιος εί­χε γεννηθεί κατά την ίδια περίπου εποχή της γεννήσεως του μυθολο­γικού Ιησού. Σε θρύ­λους διάφοροι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι διέπραξε πολλά θαύματα τα οποία ήταν τα ίδια με εκείνα που αποδόθηκαν στον Ιησού, όπως εξορκισμοί δαιμόνων και ότι ανέστησε νε­κρή κοπέλα, κ. ά..

 

Όταν λοιπόν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με χριστιανούς ιεραποστόλους πρέπει να τους υπο­δεικνύει όσες πιο πολλές πληροφορίες είναι δυνατόν περί των απαρχών του Χρι­στιανισμού και του μύθου του Ιησού. Σχεδόν ποτέ σας δεν θα κατορθώσετε να τους πείσε­τε ότι ο Χριστιανισμός είναι ψευδής θρησκεία. Ποτέ δεν θα μπορέσετε να αποδείξετε πέ­ραν πάσης αμφιβολίας ότι η εξιστόρηση που αφορά τον Ιησού έχει δημιουργηθεί κατά τον τρόπο που ισχυριζόμαστε ότι έχει, εφ’ όσον όλες οι ενδείξεις είναι περιστασιακές. Πράγ­ματι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τις ακριβείς αρχές πολλών ειδικών σημείων της εξιστορήσεως που αφορά τον Ιησού. Αυτό όμως δεν πειράζει. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι το ότι εσείς μόνοι σας καταλαβαίνετε ότι υπάρχουν λογικές εναλλακτι­κές επιλογές αντί της τυφλής πίστεως στους χριστιανικούς μύθους και ότι εύλογη αμφιβολία και αμφι­σβήτηση μπο­ρεί να επι­σκι­ά­σει την αφήγηση της Καινής Διαθήκης.

 

 

PART 2:  THE LACK OF HISTORICAL EVIDENCE FOR JESUS

 

ΜΕΡΟΣ 2Ο : Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

 

Η συνήθης χριστιανική απάντηση σε εκείνους οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση την ιστορι­κότητα του Ιησού είναι να πασάρουν διάφορα γραπτά ως «ιστορικές μαρτυρίες» για την ύπαρξη του Ιησού. Συνήθως αρχίζουν με τα κανονικά Ευαγγέλια των: Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιω­άν­νου[*]. Ο συνηθισμένος ισχυρισμός είναι ότι: αυτά είναι «ανα­φορές αυτόπτων μαρτύρων του βίου του Ιησούς που έγιναν από μαθητές του». Η απάν­τη­ση σ’ αυτό το επιχείρημα μπορεί να συνοψι­σθεί σε μια μόνο λέξη -*ψευδεπί­γρα­φα*-. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε γραπτές εργασίες των οποίων οι συγ­γραφείς αποκρύ­πτουν τις αληθείς ταυτότητες τους πίσω από θρυλικούς χαρακτήρες του παρ­ελθόντος. Το ψευδε­πί­γραφο γράψιμο ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλές μεταξύ των Εβραίων κατά την Χα­σμο­νι­κή και τη Ρωμαϊκή περίοδο και αυτή η μέθοδος γραψίματος υιοθετή­θηκε από τους πρώ­τους χρι­στιανούς.

[* Αλλά και πλήρεις τίτλοι αυτών των Ευαγγελίων δεν λένε ευθέως ότι αυτά εγράφησαν από τους: Ματθαί­ον, Μάρκον, Λουκάν και Ιω­άν­νην, όπως αυτό υποδηλούται διά της προ­θέσεως «κατά».]

 

Τα κανονικά Ευαγγέλια δεν είναι τα μόνα ευαγγέλια. Για παράδειγμα, υπάρχουν και ευαγγέλια της Μαρίας, του Πέτρου, του Θωμά, του Φιλίππου, κ. ά.[*]. Αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια, κ. ά., ανα­γνωρί­ζον­ται ως ψευδεπίγραφα και από χριστιανούς και από μη χρι­στι­ανούς μελετητές. Δεν παρέ­χουν καμία θεμιτή ιστορική πληροφορία διότι βασίστηκαν σε φήμες και πίστεις. Η ύπαρξη αυτών των προφανώς ψευ­δεπιγράφων ευαγγελίων καθιστά πο­λύ εύλογη την υποψία ότι και τα κανονικά Ευαγ­γέλια είναι μάλλον ψευδεπίγραφα. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτοι χριστιανοί έγρα­φαν ψευδεπίγραφα ευαγγέλια κατα­δεικνύει ότι στην πραγματικότητα αυτό ήταν το σύνηθες μέτρο. Ως εκ τούτου, εκεί­νο που χρειάζεται απόδειξη είναι ο ισχυρισμός των ιεραποστόλων ότι δηλαδή τα κανο­νικά Ευαγ­γέ­­­λια δεν είναι ψευδεπίγραφα.

[*  Έχομε γνώση υπάρξεως 65 ευαγγελίων, εκ των οποίων περί τα 35 έχουν διασωθεί είτε ολικώς είτε μερικώς.]

 

Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του Μάρκου, του μαθητή του μυθι­κού Πέ­τρου. (Ο Πέτρος ως επί το πλείστον βασίζεται στην παγανιστική θεότητα Πέτρα, που ήταν η θυρω­ρός του ουρανού και της μετέπειτα ζωής στην Αιγυπτιακή θρησκεία.). Ακόμα και στην χριστιανική μυθολογία ο Μάρκος δεν ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά φί­λος του Παύλου και του Λουκά. Το Ευ­αγγέλιο του Μάρκον γράφτηκε πριν από τα Ευαγ­γέ­λια του Ματθαίου και του Λουκά (π. +100 Κ. Ε.) αλλά μετά την καταστροφή του Ναού το +70 Κ. Ε., η οποία αναφέρεται εις αυτό. Οι περισ­σό­τε­ροι χριστιανοί πιστεύουν ότι γρά­φτηκε γύρω στο +75 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν βασίζεται σε Ιστο­ρία αλλά στην πίστη ότι το ιστορικό πρόσωπο Μάρκος έγραψε το Ευαγγέλιο σε μεγάλη ηλικία. Αυ­τό δεν εί­ναι δυνατόν διότι το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Μάρκος δεικνύει ότι γράφτηκε (μάλ­λον στη Ρώμη) από έναν Ρωμαίο προσήλυτο στον Χριστιανισμό του οποίου η γλώσ­σα ήταν η Λα­τινική και όχι η Ελληνική, η Εβραϊκή ή η Αραμαϊκή. Πραγματικά, αφού όλα τα ευαγγέλια είναι γραμμένα σε ονόματα θρυλικών χαρακτήρων του παρελθόντος, το Ευ­αγγέλιο του Μάρκου γρά­φτη­κε πολύ με­τά το θάνατο οποιουδήποτε ιστορικού Μάρκου (εάν υπήρχε κάποιος). Τα περιεχό­με­να του Μάρ­κου είναι μια συλλογή μύθων και θρύλων βαλμένων μαζί για αν σχηματίσουν μια συν­ε­χή αφή­γη­ση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι βασίστηκε σε φερέγγυες ιστορικές πηγές. Το Ευαγγέ­λιο του Μάρκου αλλοιώθηκε και λο­γοκρίθηκε πολλές φορές, η δε σημερινή μορφή του χρονο­λο­γεί­ται με κάποια πιθανότητα γύρω στο +150 Κ. Ε. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (π. +150 - 215 Κ. Ε.) γκρί­νι­αζε για τις δια­φοροποιημένες εκδόσεις αυτού του ευαγγελίου οι οποίες ήταν σε κυκλοφορία όταν αυτός ζού­σε. (Οι Καρποκρατικοί, μία πρώτο-χριστιανική αίρεση, θεωρούσαν την παιδεραστία αρε­τή και ο Κλήμης παραπονιότανε για τις ιδικές τους εκδόσεις του Μάρκου οι οποίες ομιλούσαν για τα σεξου­αλικά ανδραγαθήματα του Ιησού με μικρά αγόρια.).

 

Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον δεν γράφτηκε βεβαίως από τον απόστολο Ματθαίο. Ο χαρακτή­ρας του Ματθαίου βασίζεται στο ιστορικό πρόσωπο με όνομα Ματτάι που ήταν μαθητής του Γιέι­σου μπεν Πανδέιρα (του Γιέισου που έζησε κατά την Χασμονικήν περί­ο­δο, και ήταν ένα από τα ολίγα ιστορικά πρόσωπα στα οποία βασίστηκε ο μυθικός χαρα­κτήρας Ιησούς). Το Ευαγγέλιον του Ματ­θαίου στην αρχή ήταν ανώνυμο και απεδόθη στον Ματθαίο κάποιο χρόνο κατά την διάρκεια του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. Η αρχική του μορφή πιθανώς γράφτηκε κατά τον ίδιο χρόνο πάνω κάτω με το Ευαγγέλιον του Λουκά (περίπου το +100 Κ. Ε.) διότι όπως διαφαίνεται το ένα δεν έχει γνώση του άλλου. Αλλοιώθηκε και λογοκρίθηκε περί το +150 Κ. Ε. Τα δύο πρώτα κεφάλαια, που ασχο­λούνται με την παρ­θε­νική γέννηση, δεν υπήρχαν στο πρωτότυπο και οι χριστιανοί Εβραϊκής προε­λεύσεως στο Ισ­ραήλ προτιμούσαν αυτή την αρχική του γραφή. Για πηγές χρησιμοποίησε τον Μάρ­κο και μια συλ­λογή διδασκαλιών που αναφέρεται ως η Δευτέρα Πηγή (ή το γραπτό Q, [από την Γερμανική λέξη Quelle = πηγή]). Η Δευτέρα Πηγή δεν διεσώθη σαν ξεχωριστό γρα­πτό, αλλά ολό­κληρο το περιε­χό­μενό της ευρίσκεται εντός του Ματθαίου και του Λουκά. Όλες οι διδασκαλίες που περιέχονταν εν­τός αυτής ημπο­ρούν να ευρεθούν στον Ιουδαϊσμό. Οι πλέον εύλογες διδα­σκα­λίες ημπορούν να ευ­ρεθούν στον επικρατούντα Ιουδαϊσμό, ενώ οι ολιγότερο εύλογες στον σχισμα­τι­κό Ιουδαϊσμό. Δεν υπάρχει τίποτα εντός αυτού το οποίο θα απαιτούσε να υποθέσομε την ύπαρξη ενός ιστορικού Ιησού. Παρ’ όλον ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς αποδίδουν τις εντός των Ευαγγε­λί­ων τους διδασκαλίες στον Ιη­σού, η Επιστολή του Ιακώβου τις αποδίδει στον Ιάκωβο. Συνεπώς ο Ματθαίος δεν παρ­έχει καμία ιστο­ρική ένδειξη για τον Ιησού.

 

Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και το βιβλίο των Πράξεων (τα οποία είναι δύο μέρη μίας και ιδί­ας εργασίας) γράφτηκαν στο όνομα του χριστιανικού μυθολογικού χαρακτήρα Λου­κά του θε­ρα­πευτή [ιατρού] (ο οποίος πιθανώς δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο αλλά μια χρι­στιανική προσαρ­μο­γή του Έλληνα θε­ραπευτή θεού Λύκου). Ακόμα και στην χριστιανική μυ­θολογία, ο Λουκάς δεν ήταν μαθητής του Ιησού αλλά φίλος του Παύλου. Το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις χρησι­μο­ποι­ούν ως πηγή το σύγγραμμα του Ιωσήπου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες, και επομένως δεν μπο­ρού­σαν να είχαν γραφτεί πριν το +93 Κ. Ε. Αυτόν τον χρόνο κάθε φίλος του Παύλου είτε θα είχε πε­θά­νει ή θα ήταν σε προ­χωρημένο γήρας. Πράγματι, και οι χριστιανοί και οι μη χριστιανοί ερευνητές συμφω­νούν ότι οι αρ­χικές εκ­δόσεις των δύο αυτών βιβλίων γράφτηκαν από κάποιον ανώνυμο χρι­στιανό κατά το +100 Κ. Ε. και μετά αλλοιώθηκαν και λογοκρίθηκαν τα έτη +150 – 175  Κ. Ε περίπου. Εκτός του συγ­γράμ­μα­τος του Ιωσήπου, το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις χρησιμοποιούν ακόμα ως αναφο­ρές το Ευαγ­γέ­λιο του Μάρκου και την Δευτέρα Πηγή. Αν και ο Ιώσηπος θεωρείται κατά μάλλον ή ήττον αξιόπιστος, ο ανώνυμος συγγραφέας συχνά διάβασε ή κα­τάλαβε τον Ιώσηπο σφαλερώς και επί πλέον, ουδεμία πληροφορία για τον Ιησού εντός του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων προέρχεται από τον Ιώσηπο. Έτσι το Ευαγγέλιο του Λουκά και οι Πράξεις δεν έχουν καμία ιστο­ρι­κή αξία.

 

Το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον γράφτηκε στο όνομα του αποστόλου Ιωάννου αδελφού του Ια­κώ­βου, υιού του Ζεβεδαίου. Ο συγγραφέας του Λουκά χρησιμοποίησε όσο πιο πολ­λές πηγές μπορού­σε να μαζέψει αλλά δεν εγνώριζε το Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Έτσι το Ευ­αγγέλιο του Ιωάννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί πριν από το Ευαγγέλιο του Λουκά (το +100 περίπου). Συνεπώς το Ευαγ­γέλιο του Ιω­άννου δεν μπορούσε να έχει γραφτεί από τον ημι-μυθικό χαρακτήρα Ιωάννη τον Από­στολο, ο οποίος υποτίθεται ότι φονεύτηκε από τον Ηρώδη Αγρίππα λίγο πριν τον θάνατο του ίδιου του Ηρώδη το +44 Κ. Ε. [*] (Ο Απόστο­λος Ιωάννης προφανώς βασίζεται σε έναν ιστορικό μαθητή τού ψευδό-Μεσσία Θευδά ο οποίος σταυρώθηκε από τους Ρωμαίους το +44 Κ. Ε. και του οποίου οι μαθητές όλοι εφο­νεύθηκαν.). Ο πραγματικός συγγραφέας του Ευαγγελίου του Ιωάννου ήταν τω όν­τι ένας ανώνυμος χριστιανός από την Έφεσο στην Μικρά Ασία. Το αρχαιότερο κομμάτι του Ευ­αγ­γε­λίου του Ιωάννου που έχει διασωθεί μέχρις ημών[**] χρονολογείται το + 125 Κ. Ε πε­ρίπου και έτσι μπορούμε να χρονολογήσομε το Ευαγγέλιο αυτό ανάμεσα στα έτη 100 – 125 Κ. Ε. Βασισμένοι σε υφο­λογικές εξετάσεις πολλοί μελετητές σμικρύνουν το χρονο­λο­γικό διάστημα σε 110-120 Κ. Ε. Η αρ­χική έκδοση του Ιωάννου δεν περιείχε το τελευταίο κεφάλαιο το οποίο ασχολείται με τον Ιησού να εμφανίζεται στους μαθητές του. Όπως και τα άλλα κανονικά Ευαγγέλια έτσι και του Ιωάννου έλαβε την ση­μερινή μορφή του γύρω στα +150 – 175 Κ. Ε.[***] Ο συγγραφέας του Ιωάννου χρησι­μο­ποίησε τον Μάρκο ελά­χι­στα και έτσι υποπτεύεται κανείς ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Ακόμα, ή δεν είχε διαβάζει τον Ματθαίο και τον Λουκά ή δεν τους είχε εμπιστοσύνη διότι δεν χρησιμοποιεί καμία πλη­ρο­φο­ρία απ’ αυτούς η οποία δεν ευρισκόταν στον Μάρκο. Το περισσότερο μέρος του Ιω­άν­νου αποτελείται από θρύλους με προφανείς αλληγορικές ερμηνείες και υποπτεύεται κα­νείς ότι ο συγ­γραφέας του ποτέ δεν σκόπευε να τους παρουσιάσει ως Ιστορία. Ο Ιω­άν­νης δεν περιέχει κα­μία πληροφορία από έγκυρες ιστορικές πηγές.

[* Δεν μπόρεσα να εντοπίσω από που αντλεί αυτήν την όντως αξιοπρόσεκτη πληροφορία ο Hayyim ben Yehoshua. Τότε ούτε Ευαγγέλιον, ούτε Επιστολές, ούτε Αποκά­λυ­ψιν έγραψε ο Μα­θητής, Απόστολος και Θεολόγος Ιωάννης. Αλλά και λάθος να κάνει εδώ ο Yehoshua δεν αποδεικνύει ότι ο Ιωάννης τα έγραψε. Τα υπόλοιπα στοιχεία που παραθέτει εδώ ο Yehoshua δεικνύουν ότι αυτά τα γραπτά είναι ψευδεπίγραφα και τα ερωτήματα ποιος και πότε ακριβώς τα έγραψε παρα­μένουν αναπάντητα. Παρακάτω όπως θα δείτε, ο Yehoshua επα­ν­έρχεται στην ίδια πληρο­φορία δύο φορές. Την πρώτη, στην παρά­γρα­φο πε­ρί Πα­πία, λέγει ότι η πληροφορία αυτή βασίζεται σε καθι­ε­ρωμένες χριστια­νι­κές παραδό­σεις. Αυτές για την ώρα, είναι άγνωστες σε ‘μας. Αν κανείς τις γνωρίζει καλό θα είναι να τις ανα­κοι­νώσει. Πάντως στο κε­φά­λαιο 12 των Πρά­ξεων αναφέρεται ότι ο Ηρώδης Αγρίπ­πας ο 1ος εθα­νά­τωσε μόνο τον αδελφόν του Ιωάν­νου Ιά­κω­βον διά μα­χαί­ρας, λίγο πριν τον θάνατό του, το +44 Κ. Ε. Ακό­μα οι χρι­στιανικές πα­ρα­δόσεις που γνω­ρί­ζομε εμείς λένε ότι ο Ιωάν­νης απεβίωσε στην Έφεσο, στο βαθύ γήρας των 120 ετών, το έτος +99 ή 100 Κ. Ε. Βέβαια τίποτα δεν εγ­γυά­ται ότι αυτές οι παραδόσεις εί­ναι αλή­θεια. Αν π. χ. τα πράγματα είναι έτσι, τότε το +30 Κ. Ε. ο Ιωάννης ήταν 50 χρονών πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την παρά­δοση που θέλει τον Ιωάννη επιστήθιο νεανία όπως τον απεικονίζουν στον Μυ­στικόν Δείπνον. Το μπέρδεμα μεταξύ Ιω­άννου του Αποστόλου και Ιω­άννου του Πρεσ­βυ­τέρου είναι πολύ δυνατόν να έγινε είτε εξ αγνοίας, είτε επίτηδες, είτε επειδή όλα αυτά στέ­κουν στον αέρα, κλπ. Ουσιαστικά πα­ρα­μέ­νουν: «άγνωσται αι γνώσεις του Κυρίου!».]

[** Πρόκειται για ένα μικρό θρύμμα παπύρου. Από τις λέξεις που περιέχει συμπε­ραίνεται ότι ανέ­γραφε τους στίχους: Ιωάννης 18: 31-34, 18: 37-38 στην προσθίαν και οπισθίαν όψη αν­τιστοίχως. Αν όμως αυτές οι λέξεις προέρχονται από το κείμενο του Κατά Ιωάννην Ευ­αγγελίου και όχι από το κείμενο κάποιου άλλου που περιείχε αυτές τις λέξεις, καθότι πολ­λές φράσεις και αφηγήσεις κυκλοφορούσαν τότε από ‘δω κι’ από ‘κει, από στόμα σε στό­μα, κλπ. είναι αδύνατον να αποφανθούμε.]

[*** Για τη σημερινή μορφή των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων πρέπει να προσθέσομε  τα εξής ολίγα. Ενώ οι συγγραφείς των δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητά των, οι σημερινοί τίτλοι των: Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, κλπ., τους έγραψε διά πρώτη φορά στα γραπτά του ο επίσκο­πος Λυώνος Ειρηναίος περί τα έτη +181-185 Κ. Ε.

          Η σημερινή μορφή των Ευαγγελίων δεν είναι αυτή που είχε μπροστά του ή συνέταξε ο Ειρηναίος. Αυτά επανεκδόθηκαν το +330 Κ. Ε. υπό την επιμέλεια του Ευσεβίου κατ’ εν­τολήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ εφρόντισαν να καταστρέψουν τα προηγούμενα. Αλλά και πάλι δεν έχομε την μορφή που έχομε σήμερα στα χέ­ρια μας. Αν συγκρίνομε αυ­τά που έχο­με σήμερα με τους κώδικες και τα χειρόγραφα του 4ου και 5ου αιώνα, που δια­τη­ρούνται σε μουσεία και συλλογές αλλά ακόμα και με μερι­κούς νεότερους κώδικες και νε­ότερα χειρό­γραφα, ευρίσκομε πολλές μεγάλες και σημαντικές διαφορές. Στίχοι αλ­λαγ­μέ­νοι ή διορ­θω­μένοι, νέα κεφά­λαια που δεν υπήρχαν, παρεμβολές, κλπ. Αν ακόμα δεν το έχετε καταλά­βει είναι καιρός να το καταλάβετε: Αυτό είναι που θα πει θεοπνευστία η οποία χρειάζεται μια χιλιετία και βάλε για να τε­λει­ώ­σει και να κάνει καλά τη δουλειά της!... Πάρα πολύ ωραία!]

 

Οι χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι το ίδιο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δηλώνει πως είναι ιστορικό έγγραφο γραμμένο από τον Ιωάννη. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στους στίχους του Ιωάννου 19: 35 και 21: 24. Ο στίχος 19: 35 [και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κα­κεί­­νος οίδεν ότι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.] δεν ισχυ­ρίζεται ότι το Ευαγγέλιο γρά­φτη­κε από τον Ιω­άννη. Απλώς ισχυρίζεται ότι τα συμβάντα που περιγράφονται στους αμέσως προη­γου­μ­έ­νους στί­χους εξετέθησαν αληθώς από κάποι­ον αυτόπτη μάρτυρα με στόχο να τον πιστέψουν οι άλ­λοι. Το χωρίο είναι ασαφές και δεν είναι καθαρό εάν ο μάρτυρας υποτίθεται πως είναι το ίδιο πρό­σωπο με τον συγγραφέα. Πολλοί ερευνητές είναι της γνώμης ότι η ασάφεια αυτή είναι εσκεμ­μένη και ότι ο συγ­γρα­φέας Ιωάννης σ’ αυτό το χωρίο προσπαθεί να διεγείρει τον πόθο των ανα­γνωστών όπως και στα χωρία που ομιλούν για ιστορίες θαυμάτων αλλά με αλληγορικές ερμηνείες. Ο στί­χος 21: 24 [Ού­τός εστιν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού.] επίσης δεν ισχυρίζονται ότι συγγραφέας είναι ο Ιω­άν­νης. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ο μαθη­τής που αναφέρ­θηκε στο χωρίο είναι αυτός που μαρτύρησε και περιέγραψε τα γεγο­νότα αληθώς. Όσον αφορά την ερώτηση εάν ο μαθητής είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα και πάλι ο στίχος αυτός είναι αξιοσημείωτα ασαφής. Πρέπει να σημειωθεί ότι το χωρίο αυτό ευρί­σκεται στο τελευταίο κεφάλαιο του Ιωάννου το οποίο δεν ήταν μέρος του αρχικού Ευαγγελίου αλλά προσετέ­θη σαν επίλογος από κάποιον ανώ­νυμο συντάκτη. Πρέπει επίσης να γνωρίζει κανείς το γε­γονός ότι πολλές «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης διαστρέφουν τα χωρία που μόλις αναφέραμε έτσι ώστε να απαλείψουν την ασάφεια που υπάρχει στην πρωτότυπη Ελληνική γραφή. (Το ιδεώδες είναι ότι ο καθένας χρειάζεται να είναι οικείος με το πρωτότυπο Ελληνικό κεί­μενο της Καινής Διαθήκης για να αποφεύγει τις μερολη­πτι­κές και διεστραμμένες μεταφράσεις που χρη­σιμοποιούνται από τους φουνταμενταλιστές χριστιανούς και ιεραποστόλους.).

 

Για να υποβαστάξουν τους ισχυρισμούς τους ότι τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου γράφτηκαν από τους «πραγματικούς» αποστόλους Μάρκο και Ματθαίο και ότι ο Ιησούς είναι ιστο­ρικό πρόσωπο, οι ιεραπόστολοι συχνά υποδεικνύουν τη «καλουμένη μαρτυρία του Παπία». Ο Πα­πίας ήταν επίσκοπος της Ιεραπόλεως (κοντά στην Έφεσο) κα­τά την διάρκεια του μέσου του δευ­τέ­ρου αιώνος Κ. Ε. Τίποτα από τα γραπτά του δεν έχει διασωθεί παρά μόνο ο χριστιανός «Ιστο­ρι­κός» Ευσέβιος (+ 260 – 339 Κ. Ε.) στο βιβλίο του, Εκκλησιαστική Ιστορία (που γράφτηκε κατά τα έτη +311 – 324 Κ. Ε. περί­που) πα­ρά­φρασε με­ρικά χωρία του βιβλίου του Παπία, Έκθεση Χρησμών του Κυ­ρί­ου (γραμμένο κα­τά +140 – 160 Κ. Ε. περίπου). Σ’ αυτά τα χωρία, ο Παπίας ισχυρίστηκε ότι είχε γνω­ρίσει τις θυγατέ­ρες του αποστόλου Φιλίππου και επίσης ανέφερε μερικές ιστορίες οι οποίες όπως ισχυ­ρί­στηκε προήλθαν από δύο άνδρες που ονομάζονταν Αριστίων και Ιωάννης ο Πρεσβύ­τε­ρος, οι οποίοι ζούσαν ακόμα κατά την διάρκεια της ζωής του. Ο Ευσέβιος εμ­φα­νίζεται να έχει την πεποί­θηση ότι ο Αριστίων και ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος ήταν μαθητές του Ιησού. Ο Παπίας ισχυ­ρίστη­κε ότι ο Ιωάννης ο Πρεσβύτερος είχε πει πως ο Μάρκος ήταν διερ­μη­νέ­ας του Πέτρου και έγραψε κάτω με ακρίβεια οτιδήποτε του είχε πει ο Πέ­τρος για τον Ιησού. Ο Παπίας ακόμα ισχυρίστη­κε ότι ο Ματθαίος είχε περιμαζέψει όλους τους «χρη­σμούς» από τα Εβραϊκά και ο καθένας είχε ερμη­νεύ­σει αυτούς κατά τον καλ­λί­τερο τρόπο που μπορούσε. Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δεν παρέχει αξι­ό­πι­στη ιστορική έν­δει­ξη περί Ιη­σού και ούτε υποστηρίζει την πεποίθηση ότι τα Ευαγγέλια του Μάρ­κου και του Ματθαίου πραγματικά γράφτηκαν από αποστόλους που έφεραν τα ονόματα αυτά. Ο Πα­πίας απλώς αράδιαζε ονόματα και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν ειλικρινής όταν ισχυρί­στη­κε ότι είχε συναντήσει τις θυγατέρες του Φιλίππου. Ακόμα και να είχε, αυτό το πολύ-πολύ θα απο­δείκνυε ότι ο απόστολος Φίλιππος της χριστιανικής μυθολογίας βα­σι­ζό­ταν σε κάποιο ιστορικό πρό­σωπο. Ο Παπίας ποτέ δεν ισχυρίστηκε ευθέως ότι είχε συναν­τήσει τον Αρι­στίωνα και τον Ιωάννη τον Πρε­σβύτερο. Επί πλέον, επειδή ακριβώς ο Ευσέ­βιος κατά τον 4ο αιώνα πίστευε ότι αυτοί ήταν μαθητές του Ιησού δεν σημαίνει ότι ήταν[*]. Τίποτα απο­λύτως δεν είναι γνωστό για το ποίος γήι­νος ήταν πραγματικά ο Αρι­στίων. Σίγουρα όμως δεν είναι ένας από τους μαθητές κατά την συνήθη χριστια­νική παρά­δοση. Έχω ιδεί βιβλία ορισμένων χριστιανών φουνταμενταλιστών που διατείνον­ται ότι ο Ιωάννης ο Πρε­σβύ­τε­ρος ήταν ο απόστολος Ιωάννης ο υιός του Ζεβεδαίου και ότι αυτός ζούσε ακό­μα όταν ο Παπίας ήταν νέος. Ακόμα ισχυρίζονται ότι ο Παπίας έζησε κατά τα έτη +60 - 130 Κ. Ε. περίπου και ότι έγραψε το βιβλίο του περί το +120 Κ. Ε. Αυτές οι χρονολογίες δεν βασί­ζον­ται σε καμία θεμιτή ιστορική μαρτυρία και είναι τελείως ανόητες. Ο Παπίας ήταν επί­σκοπος Ιε­ραπόλεως κατά το +150 περίπου και όπως ήδη προαναφέραμε το βιβλίο του γράφτηκε μέσα στο δι­άστημα των ετών +140 – 160 Κ. Ε. Αλλά και να σπρώξομε τις ημε­ρομηνίες πίσω στο +60 Κ. Ε. δεν τον θέ­τει κατά την διάρκεια της ζωής του αποστόλου Ιω­άννου ο οποίος σύμφωνα με καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις φο­νεύτηκε το +44 Κ. Ε.[**]. Εκτός τούτου είναι εντελώς απίθανο ότι ο Ιω­άν­νης ο Πρεσ­βύ­τε­ρος είχε τίποτα να κάνει με τον Ιωάννη τον Απόστολο. Σύμφωνα με τον Επι­φάνιο (περί­που +320 – 403 Κ. Ε.), ένας πρώτο-χριστιανός ονόματι Ιωάννης Πρεσβύτερος είχε απο­θά­νει το +117 Κ. Ε. Θα έχομε περισσότερα να πούμε περί αυτού όταν συζητήσομε τις τρεις επι­στο­λές που φέ­ρουν το όνομα του Ιωάννου. Όποια και να είναι όμως η περίπτωση, οι αφηγήσεις τις οποί­ες μά­ζεψε ο Παπίας δι­εδίδοντο από στόμα σε στόμα τουλάχιστον για μια δεκαετία μετά την συγγραφή των Ευαγγελίων και των Πράξεων και αντανακλούν αθε­μελίωτες φήμες και προλήψεις περί της προελεύσεως αυτών των βιβλίων. Ιδιαιτέρως η αφήγηση για τον Μάρκο που προμηθευ­τή­καμε από τον Ιωάννη τον Πρε­σβύτερο, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια ελαφρά επεξερ­γα­σία του θρύ­λου περί Μάρκου που ευ­ρί­σκε­ται εντός του βιβλίου των Πράξεων και ούτως δεν μας λέγει τίποτα για τις αληθινές απ­αρ­χές του Ευαγγελίου του Μάρκου. Η αφήγηση περί του ότι ο Ματ­θαίος ανέ­γραψε τους «χρησμούς» είναι απλώς μια φήμη, και επί πλέον, δεν έχει να κάνει τίποτα με το Ευαγ­γέ­λιο του Ματ­θαίου. Ο όρος «χρησμοί» μπορεί μόνο να εννοηθεί σαν αναφορά στα γραπτά γνωστά ως οι Χρη­σμοί του Κυ­ρίου τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο του Παπία και κατά πάσαν πι­θανότητα είναι το ίδιο πράγ­μα με την Δευτέρα Πηγή, αλλ’ όχι με το Ευαγγέλιο του Ματ­θαίου.

[* Μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά βα­σίζονται μόνο στα γραπτά του κατά πολύ υστερόχρονου Ευσε­βί­ου κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνος και ο οποίος δεν χαίρει καμίας εμπιστο­σύ­νης από κανέναν αντικειμε­νικό και αμερόληπτο ερευνητή! Το πέρα για πέρα ύποπτο γεγο­νός είναι ότι ενώ ο Ευσέβιος έχει τα γραπτά αυτά στα χέρια του όχι μόνο δεν εφρόν­τι­σε να τα δια­σώσει, πλην ελαχίστων χωρίων τα οποία αποδεδειγμένως διαστρέβλωσε, αλλά μετά απ’ αυ­τόν όλες αυτές οι πηγές δεν υπάρχουν που­θενά πλέον.]

[** Εδώ είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο αναφέρει αυτή την πληροφορία. Ποιες να εί­ναι αυτές οι καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις; Νομίζομε ότι ο συγγραφέας όφειλε να τις ανα­φέρει εδώ, καθότι όπως εξηγήσαμε παραπάνω υπάρχουν άλλες καθιε­ρω­μένες χρι­στιανικές παραδόσεις που διαφωνούν μ’ αυτές που αυτός εδώ επικαλείται.]

 

Εκτός από τα κανονικά Ευαγγέλια και τις Πράξεις, οι ιεραπόστολοι χρησιμοποιούν και διάφο­ρες επιστολές ως απόδειξη του αληθούς της εξιστορήσεως περί Ιησού. Ισχυρίζονται ότι οι επι­στο­λές είναι γράμματα γραμμένα από μαθητές ή οπαδούς του Ιησού. Εν τούτοις, οι επιστολές (επιστο­λή στα αρχαϊκά Ελληνικά σημαίνει μήνυμα ή εντολή) είναι βιβλια­ρά­κια γραμμένα υπό μορφή γραμμάτων (συνήθως από θρυλικούς χαρακτήρες του παρελθόν­τος), τα οποία αναπτύσσουν δόγ­μα­τα και οδηγίες. Αυτή η μορφή θρησκευτικού γραψίμα­τος χρησιμοποιείτο από τους Εβραίους των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. (Η πιο φημισμένη Εβραϊκή επιστολή είναι η Επιστολή του Ιε­ρεμίου, η οποία αποτελεί μια μα­κρο­σκελή καταδίκη της ειδωλολατρίας και γράφτηκε κατά την Ελ­ληνιστικήν περίοδο υπό μορφή γράμματος στο όνομα του προφήτη Ιερεμίου προς τους κατοί­κους της Ιερουσαλήμ μόλις πριν φερθούν εξόριστοι στη Βαβυλώνα. [Η Επιστολή αυτή δεν ανήκει στον κανόνα της Τανάχ ενώ οι χριστιανοί την έχουν βάλει στην δική τους Παλαιά Διαθήκη.]). Όπως και στην περίπτωση των ευ­αγγε­λί­ων, υπάρχουν χριστιανικές επιστολές που δεν περιέχονται στην Καινή Δια­θήκη για τις οποίες και οι χριστιανοί και οι μη χριστιανοί ερευνητές συμ­φω­νούν ότι είναι ψευδε­πί­γρα­φες και δεν έχουν καμία ιστορική αξία αφού εκθέτουν πί­στεις και όχι Ιστορία. Η ύπαρξη ψευδεπιγράφων επιστολών και εν τέλει ολόκληρη η έν­νοια μιας επιστολής υποδηλεί ότι οι επιστολές ήταν συνήθως ψευδεπί­γραφες. Ούτως και πά­λι οι ισχυρισμοί των χριστιανών φουνταμενταλιστών και ιερα­πο­στό­λων, ότι δηλαδή οι επιστολές είναι γνήσια γράμματα, είναι εκείνο ακριβώς που χρήζει αποδείξεως.

 

Η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε στο όνομα του Ιούδα του αδελφού του Ιακώβου. Σύμφωνα με τον Μάρκο και τον Ματθαίο, ο Ιησούς είχε αδελφούς που ονομάζονταν Ιού­δας και Ιάκωβος. Η σύγκριση με άλλα γραπτά δείχνει ότι η Επιστολή του Ιούδα γράφτηκε γύρω στο +130 Κ. Ε. και έτσι καθίσταται προφανές ότι είναι ψευδεπίγραφη. Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας της [όποιος και αν ήταν] χρησιμοποίησε οποιεσ­δή­ποτε αξιόπιστες ιστορικές πηγές σε ό,τι αφορά τον Ιησού.

 

Δύο από τις κανονικές επιστολές είναι γραμμένες στο όνομα του Πέτρου. Αφού ο Πέ­τρος είναι μυθική προσαρμογή της Αιγυπτιακής θεότητας Πέτρα, αυτές οι επιστολές δεν γράφτηκαν βεβαίως απ’ αυτόν. Μόνο το ύφος και ο χαρακτήρας της Πρώτης Επιστολής του Πέτρου είναι αρκετά για να δείξουν ότι δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν από το +80 Κ. Ε. περίπου. Αλλά σύμφωνα και με τη χριστιανι­κή παράδοση, ο Πέτρος υποτίθεται ότι είχε πεθάνει κατά τους διωγμούς που είχε εξα­πολύσει ο Νέρων τα έτη +64 – 66 Κ. Ε. και έτσι δεν θα μπορούσε να έχει γράψει αυτήν την επιστο­λή. Ο συγ­γραφέας του Ευαγγε­λίου του Λουκά και των Πράξεων χρησιμοποιούσε όλες τις γραπτές πηγές που μπο­ρού­σε να τσακώσει και έτεινε να τις χρησιμοποιεί αδιακρίτως. Εν τούτοις, δεν ανα­φέρει τίποτα που να υποδεικνύει προς κάποιαν επι­στο­λή γραμμένη από τον Πέτρο. Αυτό δεικνύει ότι η Πρώτη Επιστο­λή του Πέτρου πιθανώς γράφτηκε μετά το Ευαγγέλιο του Λουκά και τις Πράξεις (το +100 Κ. Ε. πε­ρί­που). Ούτε οι αναφορές στον Ιη­σού στην Πρώτη Επιστολή του Πέτρου ελήφθη­σαν από ιστορικές πηγές αλλά αντί ιστορικών πηγών αντανα­κλούν πίστεις και προλήψεις. Η Δευ­τέ­ρα Επιστολή του Πέτρου ξεφω­νίζει εναντίον των Μαρκιω­νι­στών και συνεπώς πρέπει να έχει γρα­φτεί το +150 Κ. Ε. περίπου. Εί­ναι καθαρά ψευδεπίγραφη. Η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου χρησι­μοποιεί ως πηγές: Την αφήγηση για την μεταμόρ­φωση του Ιη­σού που ευρίσκεται στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, την Αποκά­λυ­ψη του Πέτρου και την Επι­στο­λή του Ιούδα. Η μη κανονική Απο­κάλυψη του Πέτρου (γραμμένη μέ­σα στο πρώτο τέταρτο του δευ­τέρου αιώνος Κ. Ε.) αναγνωρίζεται να είναι μη ιστορική ακόμα και από τους χριστια­νούς φουντα­μενταλιστές. Ούτως και η Δευτέρα Επιστολή του Πέτρου ουδόλως χρησι­μοποιεί θεμιτές ιστορικές πηγές.

 

Τώρα ας εξετάσομε τις επιστολές τις οποίες υποτίθεται ότι έγραψε ο Παύλος. Η Πρώ­τη Επι­στολή του Παύλου Προς Τιμόθεον προειδοποιεί εναντίον της εργασίας των Μαρκιω­νιστών γνωστή με τον τίτλον «Αντίθεσις». Ο Μαρκίων αποβλήθηκε από την εκκλησία της Ρώμης το +144 Κ. Ε. περί­που και η Πρώτη Επιστολή του Παύλου Προς Τιμόθεον γράφτη­κε ολίγον μετά. Έτσι είναι καθα­ρό σε άπαντες ότι εδώ έχομε περίπτωση ψευδεπιγραφίας. Η Δευτέρα Επιστολή του Παύλου Προς Τι­μό­θεον και η Επιστολή του Παύλου Προς Τίτον γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα περίπου την ίδια επο­χή. Αυτές οι τρεις επιστολές είναι γνωστές ως οι «ποιμαντορικές επιστολές». Οι υπόλοιπες δέ­κα «μη-ποιμαντορικές» επι­στολές γραμμένες στο όνομα του Παύλου, ήταν γνωστές στον Μαρκί­ω­να περί το +140 Κ. Ε. Μερικές απ’ αυτές δεν ήταν γραμμένες μόνο στο όνομα του Παύλου αλλά έχουν μορφή γραμμάτων γραμμένων από τον Παύλο σε συνεργασία με διαφόρους φίλους όπως ο Σω­σ­θένης, Τιμόθεος, και Σίλας. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων έφα­γε τον κόσμο για να προμηθευτεί όλες τις διαθέσιμες πηγές και έτεινε να τις χρησι­μο­ποιεί αδια­κρί­τως, αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από τις Παυλικές επιστολές. Έτσι μπο­ρούμε να συμπεράνομε ότι οι μη-ποιμαντορικές επιστολές γράφτηκαν μετά το Ευαγγέλιο του Λουκά και τις Πράξεις μέσα στην περίοδο +100 – 140 Κ. Ε. περίπου. Οι μη-κανονική Πρώτη Επιστολή του Κλήμεντος [Ρώμης, υπο­τί­θεται] Προς Κορινθίους (γραμμένη περίπου το +125 Κ. Ε.) χρησιμοποιεί την Πρώτη Επιστολή του Παύλου Προς Κορινθίους ως πηγή και έτσι μπορούμε να μικρύνομε την χρονολογία γι’ αυτήν την επιστολή εντός των ετών +100 – 125 Κ. Ε. περίπου. Τελικά, επαφιόμεθα στο συμπέρασμα ότι όλες οι Παυλικές επι­στολές είναι ψευδεπίγραφες. (Ο ημι-μυθικός Παύλος [*] υποτίθεται ότι απέ­θα­νε κατά την διάρκεια των διωγμών του Νέρωνος τα έτη + 64 – 66 Κ. Ε.) Είναι εμφανές ότι μερικές από τις Παυλικές Επι­στο­λές αλλοιώθηκαν και ανασυντάχτηκαν πολυάριθμες φορές προ­τού απο­κτή­σουν τις ση­μερινές μορφές τους. Ως πηγές χρησιμοποιούν η μια την άλλη, τις Πράξεις, τα Ευαγ­γέ­λια των Μάρ­κου, Ματθαίου και Λουκά και την Πρώτη Επιστολή του Πέτρου. Έτσι και επομένως μπο­ρούμε να συμπε­ράνομε ότι δεν παρέχουν καμία ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.

[* Μη εκπλήττεστε για το επίθετο ημι-μυθικός επί του Παύλου. Ακόμα και μυθικό να τον ανέφερε δεν θα ήταν υπερβολή. Αν εσείς, όποιοι και αν εί­στε, γνωρίζετε έστω και μία αν­ε­ξάρτητη, αμερόλη­πτη, βάσιμη, θεμιτή και σύγχρονη ή σχετικώς σύγχρονη με τον Παύλο ιστο­ρική αναφορά ή ένδειξη περί Παύλου να την δημο­σι­εύσετε να την μάθομε κει ‘μεις οι υπόλοιποι. Πέραν των εσωτερικών χριστιανικών αφη­γηματικών αναφορών τέτοια αναφο­ρά ή ένδειξη δεν υπάρ­χει πουθενά αλλού. Οι χρι­στι­α­νοί όμως δια­τείνονται ότι ο Παύλος όργω­νε τη Ρω­μαϊκή Αυτοκρατορία μέσα στα 30 χρό­νια δράσεώς του, είχε έλθει σε επαφή ή σύγκρουση με υπάτους, κυβερνήτες, χιλιάρχους εκατοντάρχους, τοπικές αρχές, θρη­σκευτικές αρχές, συναγωγές, κόσμο πολύ, εδιώχθη, «θηριομάχησε», ήταν πολύ οικείος στα αυτο­κρα­τορι­κά ανάκτορα στα οποία διατηρούσε και φίλους, πήγε δύο φορές στη Ρώ­μη όπου παρέμεινε μπόλικο καιρό, και ο κατάλογος συνεχίζεται επί μακρόν! Παρ’ όλα ταύτα δεν τον εσημείωσε κάπου κα­νείς ανε­ξάρτη­τος, αντικειμενικός, και σύγχρονός του ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ραβίνος, λαϊκός ..., κλπ. Τί λέτε; Δεν είναι όντως πε­ρί­εργο και πέραν πάσας πιθανότητας; Απαντή­στε!]

 

Η Επιστολή Προς Εβραίους είναι μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα επιστολή επειδή δεν εί­ναι ψευ­δεπί­γραφη αλλά τελείως ανώνυμη. Ο συγγραφέας της ούτε ο όνομά του αποκαλύ­πτει ούτε συγ­γρά­φει στο όνομα κάποιου χριστιανού μυθολογικού χαρακτήρα. Οι χριστια­νοί φουνταμενταλιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η επιστολή είναι άλλη μια επιστολή του Παύλου και πραγματικά την αποκα­λούν Επι­στο­λή του Παύλου Προς Εβραίους. Αυτή η ιδέα, αν και προφανώς χρονολογείται πίσω στο τέλος του τε­τάρτου αιώνος, εντοσούτω δεν είναι δεκτή από όλους τους Χριστιανούς. Σαν πηγή για τις πληρο­φορίες της περί Ιη­σού χρησιμοποιεί υλικό κοινό στον Μάρκο, Ματθαίο και Λουκά, αλλά δεν χρησιμοποίησε τίποτα από αξιό­πι­στες πηγές. Ο συγγραφέας της Πρώτης Επιστολής του Κλήμεντος την χρησιμοποιεί ως πηγή και έτσι πρέπει να έχει γραφτεί πριν από την επιστολή αυτή (το +125 Κ. Ε. περίπου) αλλά τουλά­χι­στον με­τά το Ευαγγέλιο του Μάρκου (περίπου +75 – 100 Κ. Ε.).

 

Η Επιστολή του Ιακώβου είναι γραμμένη στο όνομα ενός υπηρέτη του Ιησού που ονο­μάζεται Ιάκωβος. Όμως, στην χριστιανική μυθολογία υπήρχαν δύο απόστολοι που ονο­μά­ζον­ταν Ιάκωβοι και ο Ιησούς επίσης είχε έναν αδελφό με το όνομα Ιάκωβος. Δεν είναι κα­θαρό για ποιον Ιάκωβο πρόκειται και δεν υπάρχει συμφωνία ακόμα και μεταξύ των ιδίων των χριστιανών. Αναγράφει λό­για από την Δευτέρα Πηγή αλλά δεν τα αποδίδει στον Ιησού Χριστό όπως κάνουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς αλλά τα παρουσιάζει ως λόγια του Ιακώ­βου. Περιέχει ένα σπουδαίο επιχείρημα εναντίον του δόγματος της «σωτηρίας μόνο διά πίστεως» το οποίο αναπτύσσεται στην Επιστολή του Παύλου Προς Ρωμαίους. Έτσι μπο­ρούμε να συμπεράνομε ότι γράφτηκε κατά την διάρκεια του πρώτου ημί­σεως του 2ου αιώ­νος Κ. Ε., μετά την Προς Ρωμαίους Επιστολήν αλλά πριν από την εποχή που τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά είχαν γίνει αποδεκτά από όλους τους χριστιανούς. Έτσι ανε­ξαρτήτως από τον ποιον Ιάκωβο πρόκειται, η Επιστολή του Ιακώβου είναι ψευδεπίγραφη. Δεν λέγει σχεδόν τίποτα για τον Ιησού και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο συγγραφέας είχε οποιεσδή­ποτε ιστο­ρικές πηγές γι’ αυτόν.

 

Υπάρχουν τρεις επιστολές που ονομάστηκαν του αποστόλου Ιωάννου. Καμία απ’ αυ­τές δεν εί­ναι πραγματικά γραμμένη στο όνομα του Ιωάννου και πιθανώς απεδόθησαν σ’ αυτόν κάποιον χρό­νο μετά το γράψιμό τους. Η Πρώτη Επιστολή του Ιωάννου, όπως και η Επιστολή προς Εβραίους, εί­ναι τελείως ανώνυμη. Η ιδέα ότι γράφτηκε από τον Ιωάννη δη­μιουργήθηκε από το γεγονός ότι χρη­σιμοποίησε το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή. Οι άλλες δύο επιστολές που ονομάστηκαν του Ιω­άννου είναι γραμμένες από έναν και μόνον συγγραφέα ο οποίος αντί να γράψει στο όνομα ενός απο­στόλου, εξέλεξε απλώς να ονο­μά­ζει τον εαυτόν του «ο Πρεσβύτερος». Η ιδέα ότι οι δύο επι­στο­λές γράφτηκαν από τον Ιω­άννη δημιουργήθηκε από τις πεποιθήσεις ότι η ονομασία «ο Πρεσβύ­τερος» ανα­φέ­ρε­ται στον Ιωάννη τον Πρεσβύτερο και ότι αυτός ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Από­στολο Ιωάν­νη. Στην περίπτωση της Δευτέρας Επιστολής του Ιωάννου αυτή η πεποίθηση ενισχύθηκε και από το γε­γονός ότι αυτή η επιστολή επίσης χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο του Ιωάννου ως πηγή. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι δύο πρώτες επιστολές που αποδίδονται στον Ιωάννη γρά­φτηκαν μετά το Ευ­αγ­γέλιο του Ιωάννου (περίπου κατά τα έτη +110 – 120 Κ. Ε.). Συνεπώς καμία από τις τρεις επι­στο­λές δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Απόστολο Ιωάννη. Πρέπει να το­νισθεί ότι είναι πολύ δυνατόν το ψευδώνυμο «ο Πρε­σ­βύ­τερος» πράγματι να αναφέρεται στο πρό­σωπο που ονομαζόταν Ιω­άννης ο Πρε­σβύτερος, αλλά και αυτό να μην είναι έτσι, αυτό το πρόσωπο σίγουρα δεν είναι ο Από­στο­λος Ιωάν­νης. Οι δύο πρώτες επιστολές χρησιμοποιούν μόνο το Ευαγ­γέ­λιο του Ιωάννου ως πηγή για τον Ιη­σού· δεν χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε θεμιτές ιστορικές πηγές. Η Τρίτη Επιστολή του Ιω­άννου μό­λις και με­τά βίας αναφέρει τη λέξη «Χριστός» και δεν υπάρχει καμία έν­δειξη ότι χρη­σι­μοποίησε οποιεσδήποτε ιστορικές πηγές γι’ αυτόν.

 

Εκτός από τις επιστολές που ονομάστηκαν του Ιωάννου, η Καινή Διαθήκη επίσης πε­ριέχει και ένα βιβλίο γνωστό ως την Αποκάλυψιν του Ιωάννου. Αυτό το βιβλίο συνδυάζει δύο μορφές θρη­σκευ­τι­κού γραψίματος, το επιστολογραφικό και το αποκαλυπτικό. (Οι αποκαλύψεις είναι θρησκευ­τικές εργασίες που είναι γραμμένες υπό μορφήν αποκαλύψεων περί μέλλοντος και που έγιναν από κά­ποιον φημισμένο χαρακτήρα του παρελθόντος. Αυ­τές οι αποκαλύψεις συνήθως περιγράφουν κα­κό­τυχα συμ­βάντα που συμβαίνουν κατά τον χρόνο του γραψίματος [*] και ακόμα προσφέρουν κά­ποια ελπίδα στον αναγνώστη ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.). Δεν είναι βέβαιο πόσες διορθώσεις υπέ­στη η Αποκάλυψις του Ιωάννου και έτσι είναι δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς. Επειδή ανα­φέ­ρει τους διωγ­μούς που εξαπέλυσε ο Νέρων μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι δεν γράφτηκε πριν από το + 64 Κ. Ε. Έτσι δεν είναι δυνατόν να έχει γραφτεί από τον «πραγματικό Ιω­άν­νη». Οι πρώτοι ολίγοι στίχοι αποτελούν μια εισαγωγή η οποία καθαρά δεν προτίθεται να δείξει ότι προέρχεται από τον Ιω­άννη[**], και η οποία παρέχει μια ασαφή παραδοχή ότι το βιβλίο είναι ψευδεπί­γραφο έστω και αν ο συγγραφέας διαισθάνεται ότι το μήνυμά του είναι εμπνευσμένο από τον Θεό. Το ύφος του γραψί­ματος και οι αναφορές στην πρακτική του κριοβολήματος (βάπτισμα σε αί­μα κριού, προβάτου, αμνού, αρνίου) υποδεικνύει ότι ο συγγραφέας ήταν ένας άνθρωπος Εβραϊ­κής κατα­γω­γής από εκεί­νους που αναμίγνυαν τον Ιουδαϊσμό με παγανιστικές πρακτικές. Υπήρχαν πολ­λοί τέ­τοιοι «παγανι­στές Εβραίοι» κα­τά την Ρωμαϊκή εποχή και αυτοί ήταν εκείνοι οι οποίοι έγιναν οι πρώ­τοι προσή­λυτοι στον Χριστιανισμό, ίδρυσαν τις πρώτες εκκλησίες, και οι οποίοι ήταν επίσης πι­θα­νώς οι υπ­εύ­θυνοι για την εισαγωγή παγανιστικών μύθων στην αφήγηση πε­ρί Ιησού. (Αυτοί ακόμα πα­ραμέ­νουν στην ιστορική μνήμη ένεκα της γελοίας πίστεώς τους ότι ο «Αδονάι Τζεβαώτ» [= Κύ­ριος Σα­βαώθ] ήταν ο ίδιος με τον παγανιστικό Θεό «Σεβάζιο».). Η ανα­φορές στον Ιησού μέ­σα στο βιβλίο είναι ολίγες και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι βασίζονται σε τί­πο­τα άλλο εκτός από πίστη.

[* Στην πραγματικότητα: «ψευδό-επιγραφήματος», εφ’ όσον ο συγγραφέας του παρόντος χρησιμο­ποιεί την ταυτότητα κάποιου σημαί­νοντος προσώπου από το παρελθόν.]

[** Βέβαια στους 9 πρώτους στίχους το όνομα του Ιωάννου αναγράφεται τρεις φορές. Μάλλον εδώ ο Hayyim ben Yehoshua έπρεπε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις γι’ αυτό που θέλει να πει. Πάντως όπως προαναφέραμε, πολλοί είναι οι επιστήμονες και ερευνη­τές, εκ των οποίων μερικοί είναι Εβραίοι, που υποστηρίζουν ότι η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου ήταν Εβραϊκό κείμενο αρχικώς το οποίο στη συνέχεια υπεκλάπη από τους  χριστια­νούς οι οποίοι του έκαναν τις αναγκαίες χριστιανικές μετατροπές. Ο κορμός τού κειμένου όμως, είναι οι θρηνωδίες και οι κατάρες κάποιου Εβραίου συγγραφέως λόγω της συμφο­ράς του + 70 Κ. Ε., της καταστροφής της Ιερουσαλήμ και της πυρπολήσεως του Ναού του Γιαχ­βέχ. Γι’ αυτό και παρηγορείται με την σκέψη της αν­τικαταστάσεως της παλαιάς και κατεστραμμένης Ιερουσαλήμ από μια νέα ουρανοκατέβατη Ιερου­σαλήμ διά μιάς θεϊκής επεμβάσεως του Γιαχ­βέχ, κλπ. Αυτή η επιστημονική εκδοχή, η οποία βασίζεται σε υπέρ­ογκο πλήθος στοιχείων, καταδεικνύει ότι η νυν Αποκάλυψις του Ιωάν­νου είναι ένα δια­στρεβλωμένο και ψευδεπίγραφο βιβλίο.

  Ο ερευνητής Μιχάλης Κοκκινόφτας στο βι­βλίο του Σχέδιο Αρμαγεδδών, Εκδόσεις Δίον, 2000, ανεξαρ­τή­τως των προσωπικών απόψεων, υποθέσεων και εκτιμήσεων που έχει διατυπώσει σε μερικά σημεία, έχει κάνει μια πολύ ενδι­α­φέρουσα και σπουδαία στατιστική ανάλυση ως προς τη γλώσσα και τα χωρία που χρη­σιμο­ποιεί ο συγγρα­φεύς της Απο­καλύ­ψεως. Η γλώσσα είναι μια κακίστη χρήση της Κοινής Ελληνιστικής δια­λέ­κτου. Εν κα­τα­κλείδι (σε­λί­δες 356-358), αντικειμενικώς υπελόγισε (αντικειμενικώς, διότι οι αριθμοί και οι συγκρίσεις είναι αντικειμενικά δεδο­μέ­να που μπορούν να ελεγ­χθούν από τον καθένα) ότι: 97.56% των χω­ρίων είναι παρμένα από την Πα­λαιά Δι­αθήκη είτε αυτολεξεί, είτε σχε­δόν αυτολεξεί, είτε είναι πα­ρα­φρα­σμένα σε κάποιο βαθμό αλλά έχουν το ίδιο πε­ρι­ε­χό­μενο και νόημα προς αντίστοιχα χωρία εντός της Πα­λαιάς. Επομένως μόνον 2.44% των χω­ρίων της Απο­κα­λύψεως δύνανται να αποδοθούν στον συγγραφέα της! Ως προς τις κύριες λέξεις και έννοιες το 88.21% εξ αυτών είναι δανεισμένες από την Παλαιά Διαθήκη και μόνο 11.79% είναι επινοήσεις του συγ­γραφέως. Αυ­τή η ανάλυση αποδεικνύει το ανωτέρω συμ­πέρασμα της υποκλοπής και το συμπέρα­σμα του κ. Μιχάλη Κοκ­κι­νόφτα ότι η Αποκάλυψις δεν είναι κανένα αληθές, ανεξιχνίαστο, δυσχερές, προφητικό, θεόπνευστο, κλπ., χριστι­α­νι­κό, βιβλίο, (πράγμα που για πολλούς αιώ­νες μέχρι και σήμερα προπαγανδίζεται από τους χρι­στι­α­νούς προς εκφοβισμό των μαζών και με πολλούς αξιόλογους μορ­φωμένους στα θύ­ματά των), αλλά απλού­στα­τα είναι ένα εβραιογενές, αυθαίρετο, ποταπό, πα­ραμυθολόγημα και αισχρό ρυπαρογράφημα που περιέχει και υστερότερες (εντοπι­σμένες) χριστια­νικές πα­ρεμβολές. Ενώ ο αρχικός Εβραίος συγγραφέας σκοπό είχε να εκφράσει το πένθος που επ­έφερε η κατα­στροφή του +66 – 73 Κ. Ε. προς τον θεόν του Γιαχβέχ, οι υστερότεροι χρι­στιανικοί συγγραφείς, ανα­συντάκτες και διορθωτές του δεν είχαν κανέναν άλλον σκο­πό παρά τη χρήση του διά τον συνεχή και διαχρονικό εκφοβισμό και την καταπίε­ση των χρι­στιανικών μαζών. Πρόκει­ται δι’ ένα βλακοδέ­στατο, μιαρό συμπίλημα με απο­λύτως κα­μί­αν αξίαν εκτός του βραβεί­ου βλακείας που εισπράττει. Δεν υπάρχει τίποτα το αποκα­λυ­πτι­κό ή το ακατα­νό­η­το εκεί μέσα σ’ αυτό το ηλίθιο τερατούργημα .

    Περί διαφόρων χρι­στιανικών υποκλοπών με­λετείστε τουλάχιστον τα εξής μνη­μειώδη ερευνητικά έρ­γα:

1.     Gerald Friedlander, The Jewish Sources Of The Sermon On The Mount, Kessinger Publishing.

2.     Hyman E. Goldin, The Case of the Nazarene Reopened, The Lawbook Exchange Ltd., 1948-2003.

3.     Randel Helms, Gospel Fictions, Prometheus Books, 1989.

4.     Harold Leidner, The Fabrication of the Christ Myth, Survey Books, 1999.

5.     Albert Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, Introduction by James M. Robinson, Collier Books, 1968.

6.     Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

7.     Joseph Wheless, Is it God’s Word?, Kessinger Publishing.

8.     Hayyim Ben Yehoshuah, Refuting the Missionaries.]

Εκτός από τις επιστολές εντός του Κανόνος της Καινής Διαθήκης και εκτός από τις επιστολές οι οποίες αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι δεν έχουν καμία αξία (όπως η Επιστολή του Βαρνάβα), υπάρχουν και μερικές άλλες επιστολές οι οποίες ενώ δεν ευρίσκονται εντός του Κανόνος της Και­νής Δι­αθήκης, θεωρούνται ότι έχουν αξία από μερικούς χριστιανούς. Πρώτον υπάρχουν οι επιστο­λές που ονομάστηκαν του Κλήμεντος. Στην χριστιανική πα­ράδοση, ο Κλήμης ήταν ο τρίτος στην διαδοχή του Πέτρου ως επίσκοπος Ρώμης. Η Πρώ­τη Επιστολή του Κλήμεντος Προς Κορινθίους στην πραγματικότητα δεν γράφτηκε στο όνο­μα του Κλήμεντος αλλά στο όνομα τής «Εκκλησίας του Θεού της Παρεπιδημούσης εν Ρώ­μη». Αναφέρεται σε έναν διωγμό που είχε συμβεί το +95 Κ. Ε. υπό του Δομιτιανού, και αναφέρεται στην απόλυση των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας της Κορίνθου το +96 Κ. Ε. Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Κλήμης ήταν επίσκοπος Ρώμης κατ’ αυτή την εποχή και αυτός είναι προφανώς ο λόγος διατί η επιστολή πήρε αργότερα το όνομά του. Χριστιανοί φουν­ταμενταλιστές πιστεύουν ότι πράγματι γράφτηκε το +96 Κ. Ε. Αυτή η χρονολογία δεν είναι δυνατή διότι η επιστολή αναφέρει τους επισκόπους και ιερείς σαν ξεχωριστές ομάδες· μια διαίρεση η οποία δεν είχε ακόμα συμβεί. Υφολογικές εξετάσεις δεικνύουν ότι γράφτηκε το +125 Κ. Ε. Ως αναφορές χρησιμοποίησε την Επιστολή Προς Εβραίους και την Πρώτη Επιστολή του Παύλου Προς Κορινθίους αλλά τίποτα από θεμιτές ιστορικές πη­γές. Η Δευτέρα Επιστολή του Κλήμεντος γράφτηκε αργότερα και από συγγραφέα διαφο­ρε­τικό από αυτόν της Πρώτης. Έτσι μπορούμε επίσης να συμ­περάνομε ότι δεν γράφτηκε από τον Κλήμεντα. (Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το ότι είτε η μια εί­τε η άλλη επιστολή γράφτηκε από τον Κλήμεντα πριν από την συμπερίληψή τους σε μια συλλογή βιβλίων γνωστή ως Codex Alexandrinus [Αλεξανδρινός Κώδικας], κατά τον 5ο αιώνα Κ. Ε.). Ως πη­γές για τον Ιησού, η Δευτέρα Επιστολή χρησιμοποιεί το Ευαγγέλιο των Αιγυ­πτίων, ένα κείμενο που απορρίπτεται ακόμα και από τους πιο φουνταμενταλιστές χριστια­νούς, και ακόμα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα οποία αποδείξαμε ότι δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Έτσι και πάλι δεν έχομε καμία θεμιτή ιστορική ένδειξη για τον Ιησού.

 

Μετά έχομε τις επιστολές γραμμένες στο όνομα του Ιγνατίου. Σύμφωνα με την παρά­δοση, ο Ιγνάτιος ήταν ο επίσκοπος Αντιοχείας που φονεύτηκε τον καιρό που αυτοκράτωρ ήταν ο Τραϊα­νός, το +110 Κ. Ε. περίπου. (Αν και ο Ιγνάτιος ίσως να είναι βασισμένος σε κάποιο ιστορικό πρόσ­ωπο σχεδόν όλοι οι θρύλοι για το μαρτύριό του είναι δημιουρ­γή­μα­τα φαντασίας.). Υπάρχουν δεκα­πέντε επιστολές γραμμένες στο όνομά του. Απ’ αυτές οι οκτώ αναγνωρίζονται ομόφωνα ότι είναι ψευ­δε­πίγραφες και δεν έχουν καμία αξία όσον αφορά την ιστορικότητα του Ιησού. Οι εναπο­μεί­να­σες επτά έχουν δύο τύπους η κάθε μία, τον μακρύτερο και τον κοντύτερο. Οι μακρύτεροι τύποι εί­ναι εμφανώς αλλοιωμένες και διορθωμένες εκδόσεις των κοντυτέρων τύπων. Οι φουνταμεν­τα­λι­στές χριστιανοί διατεί­νονται ότι οι κοντύτεροι τύποι είναι γνήσια γράμματα που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο. Η Επιστολή του Ιγνατίου Προς Σμυρναίους αναφέρει τους τρεις βαθμούς της ιεροσύ­νης, επι­σκόπους, ιερείς, και διακόνους, οι οποίοι δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα κατά τον θάνατο του Ιγνατίου ο οποίος επήλθε όχι αργότερα από το +117 Κ. Ε., και ίσως συνέβη ενωρίτερα το +110 Κ. Ε. περίπου. Όλες οι επτά κοντύτερες επιστολές επιτίθενται κατά διαφόρων χριστιανικών πεποι­θή­σεων, που απ’ αυτόν τον χρόνο θεωρούνται αιρετικές, και οι οποίες απέκτησαν δύναμη κα­τά τα έτη +140 – 150 Κ. Ε. περίπου. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Προς Ρωμαίους περιέχει μια πα­ρά­θεση από τον Ειρηναίο, που είχε γραφτεί μετά το +170 Κ. Ε. και δημοσιεύτηκε το +185 Κ. Ε. πε­ρί­που. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι οι επτά κοντύτερες επιστολές είναι επίσης ψευ­δεπίγρα­φες. Η κοντύτερη Επιστολή του Ιγνατίου Προς Ρωμαίους σίγουρα γράφτηκε μετά το +170 Κ. Ε. Αν πράγματι όμως, δεν γράφτηκε από τον Ειρηναίο, τότε πιθανώς να γράφτηκε μετά το +185 Κ. Ε., και οι άλλες έξη δεν γράφτηκαν πριν από την περίοδο +140 – 150 Κ. Ε. περίπου, αν όχι αρ­γότερα. Δεν υπάρχουν πηγές για τον Ιησού στις επιστολές του Ιγνατίου εκτός από τα βιβλία της Και­νής Δι­αθήκης και τα γραπτά του Ειρηναίου τα οποία και πάλι χρησιμοποιούν μόνο την Καινή Διαθήκη. Ως εκ τούτων δεν περιέχουν καμία θεμιτή ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

 

Υπάρχουν και δύο επί πλέον επιστολές για τις οποίες οι χριστιανοί ισχυρίζονται ότι εί­ναι γνή­σια γράμματα, συγκεκριμένα η Επιστολή του Πολυκάρπου και το Μαρτύριο του Πο­λυκάρπου. Οι Επιστολές του Ιγνατίου και οι επιστολές που αφορούν τον Πολύκαρπο πάν­τοτε σχετίζονται πολύ στενά. Είναι πολύ δυνατόν όλες να γράφτηκαν από τον χρι­στι­α­νό συγγραφέα Ειρηναίο και τους μαθητές του. Σίγουρα υπήρχε ένας πραγματικός ιστορι­κός πρώτο-χριστιανός που ονομαζόταν Πο­λύκαρπος. Αυτός ήταν επίσκοπος Σμύρνης και θα­νατώθηκε από τους Ρωμαίους μέσα στην περίοδο +155 – 165 Κ. Ε. Όταν ο Ειρηναίος ήταν παιδί εγνώριζε τον Πολύκαρπο. Φουνταμενταλιστές χρι­στιανοί ισχυρίζονται ότι ο Πολύκαρπος ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου. Αλλά ακόμα και αν αποδεχθούμε την παράδοση ότι ο Πολύκαρπος έζησε μέχρι την ηλικία των 86 ετών, δεν θα μπο­ρούσε να είχε γεννηθεί πριν από το +67 Κ. Ε. και διά τούτο δεν θα μπορούσε να ήταν μαθητής του Ιωάννου. (Είναι δυνατόν να ήταν μαθητής του αινιγματικού Ιωάννου του Πρεσβυ­τέ­ρου.). Επειδή ο Ειρηναίος είχε γνωρίσει τον Πολύκαρπο αυτοί επίσης υποθέτουν ότι ο Ει­ρηναίος ήταν τω όντι μα­θητής του, ένας ισχυρισμός για τον οποίον δεν υπάρχει καμία έν­δειξη. Η Επιστολή του Πολυ­κάρ­που χρησιμοποιεί τα περισσότερα βιβλία της Καινής Δια­θήκης και τις Επιστολές του Ιγνατίου ως αναφορές αλλά δεν χρησιμοποιεί καμία θεμιτή ιστορική πηγή για τον Ιησού. Οι χριστια­νοί εκείνοι που απορρίπτουν τις Επιστολές του Ιγνατίου αλλά πιστεύουν ότι η Επιστολή του Πολυ­κάρπου είναι ένα γνήσιο γράμμα, ισχυ­ρίζονται ότι οι εντός αυτής αναφορές στις επιστολές του Ιγνατίου είναι υστερόχρονες πα­ρεμβολές. Αυτή η ιδέα βασίζεται σε προσωπική μεροληψία και όχι σε οιεσδήποτε γνήσιες ενδείξεις. Βασισμένοι σ’ αυτή την τυφλή πίστη ότι δηλαδή αυτή η επιστολή είναι γνή­σιο γράμμα, μερικοί χριστιανοί την χρονολογούν γύρω στο μέσο του δευτέρου αιώνος Κ. Ε. λίγο πριν από τον θάνατο του Πολυκάρπου. Παρ’ όλα ταύτα, οι αναφορές στις Επιστολές του Ιγνατίου δει­κνύουν ότι στην πραγματικότητα γράφτηκε κάποιο καιρό κατά τις τελευ­ταίες δεκαετίες του δευ­τέ­ρου αιώνος Κ. Ε., τουλάχιστον μια δεκαετία περίπου μετά τον θάνατο του Πολυκάρπου αν όχι αρ­γότερα.

 

Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου γράφτηκε στο όνομα τής «Εκκλησίας της Σμύρνης της Παρε­πι­δημούσης εν Σμύρνη». Ξεκινά υπό μορφήν ενός γράμματος αλλά το κύριο μέρος εί­ναι γραμμένο σε μορφή μιας συνηθισμένης αφήγησης. Διηγείται το μυθολόγημα του μαρ­τυ­ρίου του Πολυκάρπου. Όπως και η Επιστολή του Πολυκάρπου, και αυτό γράφτηκε κά­ποιο καιρό κατά τις τελευταίες δεκα­ετίες του δευ­τέρου αιώνα Κ. Ε. Δυστυχώς, δεν υπάρ­χει καμία ένδειξη ότι χρησιμοποίησε οποιεσδή­ποτε έγκυρες πηγές γι’ αυτή την εξιστό­ρη­ση, αλλά μόνο φήμες και ακουστά λόγια. Το μυθολόγημα εμφανίζεται πράγματι να είναι πολύ κατά φαντασίαν. Οι αναφορές στον Ιησού δεν έχουν ληφθεί από καμία αξιόπιστη πη­γή.

 

Ούτως έχομε ιδεί ότι οι επιστολές που χρησιμοποιούνται από του ιεραποστόλους ως «ενδεί­ξεις» είναι ακριβώς τόσο νόθες όσο και τα ευαγγέλια. Και πάλι, πρέπει να έχομε κα­τά νουν την απάτη που δημιουργούν οι «εκλαϊκευμένες» μεταφράσεις της Καινής Διαθή­κης διότι παρουσιάζουν τις επιστολές ως «γράμματα», από το οποίο αφήνουν να εννοηθεί εσφαλμένως ότι πρόκειται για πραγμα­τικά γράμ­ματα που γράφτηκαν από τους ανθρώπους των οποίων τα ονόματα φέρουν.

 

Τώρα, εκτός των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, και εκτός των επιστολών που σχετί­ζονται με τον Κλήμεντα, τον Ιγνάτιο και τον Πολύκαρπο, υπάρχει επί πλέον ακόμα μία χρι­­στιανική θρη­σκευ­τική εργασία την οποίαν οι χριστιανοί αξιώνουν ως ιστορική ένδειξη για τον Ιησού, συγκεκρι­μένα η Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων που είναι επίσης γνω­στή με τον τίτλο Διδαχή. Όλες οι άλλες χριστιανικές θρησκευτικές εργασίες έχουν είτε πλήρως απορριφθεί από τους νεωτέρους χρι­στια­νούς είτε έχουν λάβει ολίγη μόνον ανα­γνώριση και δεν θεωρούνται ως κύριες πηγές που αφορούν τον Ιησού. Η Διδαχή άρχισε σαν σχι­σματικό Ιουδαϊκό έγγραφο, πιθανώς γραμμένο κατά την περί­ο­δο της αναστατώ­σε­ως του +70 Κ. Ε. Η αρχική της μορφή απετελείτο από ηθικές διδασκαλίες και προ­βλέψεις της κα­ταστροφής της τάξεως πραγμάτων που υπήρχε στον κόσμο. Αυτή η αρχική μορ­φή, η οποία προ­φανώς δεν ανέφερε τον Ιησού, υπεξαιρέθηκε από τους χριστιανούς οι οποίοι την ανασυνέταξαν και την αλλοί­ωσαν πάρα πολύ, με το να προσθέσουν την αφήγηση περί Ιησού και τους κανόνες λα­τρεί­ας για τις πρώτο-χριστιανικές κοινότητες. Οι ερευνητές εκ­τι­μούν ότι η πρώτη χριστιανική έκδοση τής Διδα­χής δεν μπορούσε να είχε γραφτεί πολύ αρ­γότερα από το +95 Κ. Ε. Πιθανώς να τέθηκε στην τελική μορφή της γύρω στο +120 Κ. Ε. περίπου. Όπως φαίνεται είχε εξυ­πηρετήσει μια απο­μονωμένη χρι­στιανική κοινότητα στη Συρία με όνομα «Εκκλησιαστική Τάξις» κατά την περίοδο +100 – 130 Κ. Ε. περίπου. Αλ­λά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η αφήγηση για τον Ιησού ήταν βα­σισμένη σε οποι­εσ­δή­ποτε έγκυρες πηγές, και όπως έχομε αναφέρει, η αρχική Ιουδαϊκή μορφή δεν είχε τί­πο­τα να κάνει με τον Ιησού. Στην πραγματικότητα, αυτό το έγγραφο πα­ρέχει ενδείξεις για το ότι ο μύθος του Ιησού μεγάλωνε βαθμιαίως. Όπως το Ευαγγέλιο του Μάρκου και οι πρώι­μες μορ­φές του Ευ­αγ­γελίου του Ματθαίου, η αφήγηση για τον Ιησού εντός της Διδαχής δεν κάνει καμία αναφορά για την παρθενική γέννηση. Δεν αναφέρει τίποτα για τα θαύματα που αρ­γότερα απεδό­θη­σαν στον Ιησού. Αν και ο Ιησούς αναφέρεται ως «υιός» Θεού, φαί­νεται ότι αυτός ο όρος χρησι­μο­ποιείται μεταφο­ρι­κώς ή συμβολικώς. Οι ενδεί­ξεις που έχο­με περί της προελεύσεως του μύθου της σταυρώσεως υπο­δεικνύουν ότι ένα από τα πράγ­μα­τα που οδήγησε σ’ αυτόν τον μύ­θο ήταν το γεγο­νός ότι ο σταυρός ήταν το αστρο­λογικό σύμβολο της Εαρινής Ισημερίας η οποία συμβαίνει κοντά στο Πάσχα, καιρό που όπως πι­στευό­ταν ο Ιησούς είχε θανατωθεί. Ούτως δεν προ­καλεί έκπληξη όταν ανακα­λύπτομε ότι η αφή­γη­ση τής Διδαχής δεν αναφέρει καθόλου το ότι ο Ιη­σούς σταυρώ­θη­κε, ενώ αναφέρει έναν σταυρό στον ουρανό ως το σύμβολο του Ιησού. Οι δώδεκα απόστολοι που αναφέ­ρ­θηκαν στον πλή­ρη τίτλο της Διδαχής δεν εμφανίζονται ως οι πραγματικοί δώδεκα μαθητές του Ιησού και ο όρος κα­θαρά αναφέ­ρεται στους δώδεκα υιούς του Ιακώβ οι οποίοι αντι­προσω­πεύ­ουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Τοιουτοτρόπως η Διδαχή παρέ­χει ζωτικά κλειδιά που αφορούν της επίλυση της ανα­πτύξεως του μύθου του Ιησού, αλλά σίγουρα δεν παρέχει καμία ένδειξη για κάποιον ιστορικό Ιησού.

 

Αφού λοιπόν κανένα από τα χριστιανικά θρησκευτικά βιβλία δεν παρέχει καμία απο­δεκτή έν­δειξη για τον ιστορικό Ιησού, οι ιεραπόστολοι μετά ταύτα γυρνούν στα μη-χρι­στι­α­νικά βιβλία. Οι χριστι­ανοί επιμένουν ότι διάφοροι αξιόπιστοι ιστορικοί κατέγραψαν πλη­ροφορίες για τον Ιησού. Αν και μερικοί απ’ αυτούς τους ιστορικούς είναι λίγο-πολύ απο­δεκτοί, θα δούμε ευθύς αμέσως ότι δεν προσφέρουν καμία πληροφορία για τον Ιησού.

 

Πρώτον, οι χριστιανοί επιμένουν ότι ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος κατέγραψε πληρο­φορίες για τον Ιησού στο βιβλίο του Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες (που το δημοσίευσε το +93-94 Κ. Ε. περί­που). Είναι αληθές ότι αυτό το βιβλίο περιέχει πληροφορίες για τους τρεις ψευδό-Μεσσίες, Γιε­χού­δα της Γαλιλαίας, τον Θευδά και τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο, και είναι επίσης αληθές ότι ο χαρα­κτήρας του Ιησού φαίνεται να βασίζεται σε όλους αυτούς μερικώς, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο ιστορικός Ιησούς. Επί πλέον, στο βιβλίο των Πράξεων, αυτοί οι τρεις άν­δρες αναφέρονται να είναι διαφορε­τικοί από τον Ιησού και έτσι ο σύγχρονος Χριστιανισμός απορ­ρίπτει πράγματι κάθε σύν­δεση μεταξύ αυτών και του Ιησού. Στις διορθωμένες από τους χριστια­νούς εκδόσεις του βι­βλί­ου Ιουδαϊκές Αρχαιολογίες υπάρχουν δύο χωρία που ασχολούνται με τον Ιησού κατά τρό­πον όμοιον με αυτόν  που τον παρουσιάζουν και οι διάφορες χριστιανικές θρησκευ­τι­κές εργασίες. Κα­νένα απ’ αυτά τα δύο χωρία δεν ευρίσκεται στο αρχικό κείμενο των Ιου­δα­ϊ­κών Αρχαι­ολογιών το οποίο διαφυλάχτηκε από τους Εβραίους[*]. Το πρώτο χωρίο (XVII, 3, 3) παρατέ­θηκε από τον Ευ­σέ­βιο όταν έγραφε το +320 Κ. Ε. περίπου και έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι αυτό προσετέθη κάποιο καιρό μεταξύ του χρόνου που οι χριστιανοί άρπαξαν τις Ιουδαϊκές Αρχαι­ο­λογίες και το έτος +320 Κ. Ε. Δεν είναι γνωστό πότε προ­σε­τέθη το άλλο χωρίο (XX, 9, 1) σ’ αυτές. Κανέ­να απ’ αυτά τα χωρία δεν βασί­ζεται σε αξιό­πιστες πηγές. Είναι απάτη το να ισχυρίζεται κα­νείς ότι τα χωρία αυ­τά γρά­φτηκαν από τον Ιώσηπο και ότι παρέχουν ενδείξεις για τον Ιησού. Γρά­φτηκαν από χριστι­α­νούς ανασυν­τά­κτες και βασιζόταν καθαρά σε χριστιανικές πίστεις.

[* Αυτή την πληροφορία την έχω συναντήσει και σε άλλα Εβραϊκά κείμενα και έχω ακού­σει Εβραίους να την επικαλούνται. Αν είναι όντως αληθής, η Εβραϊκή κοινότητα οφείλει να δημοσι­εύ­σει αυτή την αρχική έκδοση του Ιωσήπου και να παρουσιάσει το παλαιότερο χειρόγραφο που δια­θέτει προς εξέτα­ση.]

 

Μετά οι χριστιανοί θα υποδείξουν το βιβλίο των Χρονικών του Τακίτου. Στα Χρονικά XV, 44, ο Τάκιτος περιγράφει το ότι ο Νέρων εθεώρησε τους Χριστιανούς ως τους υπευ­θύ­νους για την πυρκαγιά της Ρώμης το +64 Κ. Ε. Αναφέρει ότι το όνομα «Χριστιανοί» προήλθε από ένα πρόσωπο που ονομαζόταν Χριστός ο οποίος εκτελέστηκε από τον Πόν­τιο Πιλάτο κατά την διάρκεια της βα­σιλείας του Τιβερίου. Είναι βεβαίως αληθές ότι το όνομα «χριστιανοί» παράγεται από το «Χρι­στός» (= Μεσσίας), αλλά ο ισχυρισμός του Τακίτου ότι εκτελέστηκε από τον Πιλάτο κατά την δι­άρκεια της βασιλείας του Τιβερίου καθαρά βασίζεται στους ισχυρισμούς που έγιναν από τους ίδι­ους τους χριστιανούς και υπήρχαν ήδη γραμμένοι μέσα στα ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου και του Λουκά τα οποία είχαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως όταν εγράφοντο τα Χρονικά. (Τα Χρονικά δημο­σιεύτηκαν μετά το +115 Κ. Ε. και σίγουρα δεν είχαν γραφτεί πριν από το +110 Κ. Ε.). Έτσι, αν και τα Χρονικά πε­ριέχουν μια πρόταση στην οποία ο «Χριστός» αναφέρεται σαν πραγματικό πρόσωπο, αυτή η πρό­ταση βασιζόταν καθαρά στις αξιώσεις και τις πίστεις των χριστιανών οι οποί­ες δεν έχουν καμία ιστο­ρική αξία. Είναι πολύ ειρωνικό το ότι ση­μερινοί χριστιανοί χρησιμοποιούν τον Τάκιτο για να υπο­στηρίξουν τις πεποιθήσεις τους επειδή αυτός ήταν ο λιγότερο ακριβής απ’ όλους τους Ρωμαίους ιστορι­κούς. Ο ίδιος δικαι­ολογεί το μίσος κατά των χριστιανών με το να λέγει ότι αυτοί διέπρατταν πράξεις απεχ­θείς. Εκτός του «Χριστού» ομιλεί επίσης και περί διαφόρων πα­γα­νιστικών θεών σαν να υπάρ­χουν στην πραγματικότητα. Η περίληψη της Ιστορίας της Μέσης Ανα­τολής στο βι­βλίο του Ιστο­ρίες είναι τόσο παραμορφωμένη που είναι για γέλια. Μπορούμε να συμπερά­νομε ότι η μία και μο­ναδική του αναφορά στον Χριστό δεν μπορεί να ληφθεί ως σίγουρη ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

 

Μόλις λοιπόν ο Τάκιτος απορριφθεί, οι χριστιανοί θα ισχυριστούν ότι τα γράμματα του Πλι­νί­ου του Νεωτέρου προς τον αυτοκράτορα Τρϊανόν παρέχουν ενδείξεις για τον ιστορικό Ιησού. (Γράμματα Χ, 96.). Το υπό εξέταση γράμμα απλώς αναφέρει ότι ορι­σμέ­νοι χριστιανοί είχαν ανα­θε­ματίσει τον «Χριστό» για να αποφύγουν να τιμωρηθούν. Δεν ισχυρίζεται ότι αυτός ο Χριστός υπήρξε στην πραγματικότητα. Το υπό εξέταση γράμμα γράφτηκε πριν από τον θάνατο του Πλινίου το +114 Κ. Ε. περίπου, αλλά μετά το έτος +111 Κ. Ε. κατά το οποίο αυτός εστάλη στην Βιθυνία, μάλλον εγράφη το έτος +112 Κ. Ε. Έτσι δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από μια επιβεβαίωση του τε­τριμμένου γεγονότος ότι γύρω στην αρχή της δωδεκάτης δεκαετίας Κ. Ε. οι χριστιανοί συνή­θως δεν ανα­θε­μά­τι­ζαν κάτι που το έλεγαν «Χριστό» αν και μερικοί το είχαν πράξει διά να αποφύ­γουν τι­μω­ρίες. Δεν παρέχει λοιπόν καμία ένδειξη για τον ιστορικό Ιησού.

 

Οι χριστιανοί θα ισχυριστούν επίσης ότι ο Σουετώνιος κατέγραψε ενδείξεις για τον Ιησού στο βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων (ακόμα γνωστό και ως Οι Δώδεκα Καίσαρες). Το υπό εξέταση χωρίο είναι στον Κλαύδιο 25, όπου αναφέρει ότι ο αυ­το­κρά­τωρ Κλαύδιος εκδίωξε τους Εβραίους από τη Ρώμη (προφανώς το έτος +49 Κ. Ε.) επειδή αυτοί προκαλούσαν συνεχείς ανατα­ραχές υποκινούμενοι από κάποιον Χρηστόν [με «η» και όχι με «ι»]. Εάν κανείς στα τυφλά υπο­θέ­τει ότι ο «Χρηστός» αναφέ­ρε­ται στον Ιησού τότε, αν μη τι άλλο, το χωρίο αυτό αντιφάσκει με την χριστιανική εξιστόρηση του Ιησού επειδή ο Ιησούς υποτίθετο ότι είχε σταυρωθεί όταν ο Πόντιος Πιλάτος ήταν επίτροπος της Ιουδαίας (+26 – 36 Κ. Ε.) κατά την διάρκεια της βασιλείας του Τιβε­ρί­ου και επί πλέον, ουδέποτε υποτέθηκε ότι ο Ιησούς βρέθηκε στη Ρώμη! Ο Σουετώνιος έζησε κατά την πε­ρί­οδο (+75 – 150 Κ. Ε. περίπου) και το βιβλίο του Οι Βίοι των Δώδεκα Καισάρων, δημοσι­εύ­τηκε κατά την περίοδο +119 – 120 Κ. Ε. και είχε γραφτεί κάποιο καιρό μετά τον θάνατο του Δομι­τιανού το +96 Κ. Ε. Έτσι το συμβάν που περιγράφει συνέβη τουλάχιστον 45 χρό­νια πριν αρχίσει να γράφει γι’ αυτό και ούτως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακρίβειά του. Το όνομα Χρη­στός παράγεται από την Ελ­ληνική λέξη «χρηστός» που ση­μαίνει «ο καλός ένας, ηθικός, χρήσιμος» και δεν είναι το ίδιο με τον Χρι­στόν που πα­ρά­γε­ται από την Ελληνική λέξη χριστός που σημαίνει «αυ­τός που έχει χρισθεί, ο κεχρισμένος, ο Μεσσίας-Μεσσίαχ στα Εβραϊκά». Εάν λάβομε το χωρίο ως έχει τότε αυτό αναφέρεται σε ένα πρόσωπο του οποίου το όνομα ήταν Χρηστός και το οποίο ήταν στη Ρώμη και δεν είχε να κάνει τί­ποτα με τον Ιησού ή με κανέναν άλλον «Χριστόν». Ο όρος Χρη­στός χρη­σιμοποιείτο συχνά για πα­γανιστικούς θεούς και πολλοί κάτοικοι της Ρώμης που απο­κα­λούντο «Ιουδαίοι» ήταν στην πραγ­ματικότητα άνθρωποι που αναμεί­γνυαν τις Ιουδαϊκές πίστεις με τις παγανιστικές πίστεις και οι οποίοι δεν ήταν αναγκα­στικώς Ιουδαϊκής κατα­γωγής. Ούτως εί­ναι επίσης δυνατόν το χωρίο να αναφέρεται σε διαμάχες μεταξύ πα­γα­νι­στών «Ιουδαίων» που ελά­τρευ­αν ένα παγανιστικό θεό (όπως τον Σεβάζιον) με το όνομα Χρηστός. Από την άλλη μεριά οι λέ­ξεις Χρηστός και Χριστός συ­χνά συνεχέοντο και έτσι το χωρίο μπορούσε ακόμα να αναφέρεται σε κά­ποιες διαμάχες μεταξύ Ιουδαίων που πί­στευ­αν ότι κάποιο πρόσωπο ήταν ο Μεσσίας. Αυτό το πρό­σωπο ίσως να είχε και ίσως να μην είχε πάει στη Ρώμη, και απ’ ό,τι γνωρίζομε να μη είναι ιστορικό πρόσωπο. Ο καθένας πρέπει να έχει κατά νουν ότι το περιγραφέν συμβάν έλαβε χώρα μό­νο μερικά χρόνια μετά την σταύρωση του Θευδά το +44 Κ. Ε., και το χωρίο ίσως να αναφέρεται στους οπα­δούς του στη Ρώμη. Οι χριστιανοί ισχυρίζονται ότι το χωρίο αναφέρεται στον Ιησού και σε δια­μά­χες πού ξεσηκώθηκαν μετά τον χρόνο κατά τον οποίον ο Παύλος έφερε νέα γι’ αυτόν στη Ρώμη και ότι ο Σουε­τώνιος έκανε το μόνο λάθος να γράψει ότι ο ίδιος ο Ιησούς ήταν στη Ρώμη. Αλλά αυτή η ερμηνεία βασίζεται σε τυφλή πίστη στον Ιησού και στους μύθους περί Παύλου και δεν υπάρχει τίποτα που να υποδεικνύει ότι αυτή η ερμηνεία είναι σω­στή[*]. Έτσι μπορούμε να συμπεράνομε ότι και ο Σουετώνιος αποτυγχά­νει να προσφέρει οποιαδήποτε έγκυρη ένδειξη για ιστορικό Ιησού.

[* Αυτή η ερμηνεία σίγουρα δεν είναι σωστή διότι ο μυθικός Παύλος, πάντα κατά την χρι­στιανική παράδοση, πήγε διά πρώτη φορά στη Ρώμη περί το +59 – 60 Κ. Ε. όταν αυτο­κράτωρ ήταν ο Νέρων και επομένως πολύ μετά το +49 Κ. Ε. και τον Κλαύδιο που ήταν αυτοκράτωρ κατά τα έτη +41 – 54 Κ. Ε. Δια­πο­ρούμε λοιπόν πως αυτή η τόσο απλή από­δειξη διέφυγε της προσοχής του Hayyim ben Yehoshua!]

 

       Όλοι οι άλλοι συγγραφείς που αναφέρουν τον Ιησού, από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα μέσα στον δεύτερο αιώνα Κ. Ε. μέχρι τους τελευταίους αναλυτές στον εικοστόν αιώνα, όλοι έχουν βασί­σει τις αναφορές τους στον Ιησού σε πηγές των οποίων το κύρος έχομε καταρ­ρίψει παραπάνω. Συ­νεπώς οι ισχυρισμοί τους είναι άνευ αξίας ως ιστορικές ενδεί­ξεις. Τοιουτοτρόπως έχομε μείνει με το συμ­πέ­ρασμα ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία έγ­κυρη και αποδεκτή ιστορική ένδειξη περί Ιησού. Όλες οι αναφορές στον Ιησού παρή­χθη­σαν από προλήψεις, πίστεις και μύθους της πρώτο-χρι­στι­α­νικής κοι­νότητας. Η πλειονότης αυτών των πίστεων απέκτη­σε ύπαρξη μόνο μετά τον διωγμό του Νέρωνος και την τρα­γω­δία του +70 Κ. Ε. Πολλές απ’ αυτές τις πίστεις βασίζονται σε πα­γα­νι­στικές παρα­δό­σεις για τον Ταμμούζ, τον Όσιρη, τον Άττη, τον Κρίσνα (από την Ινδία), τον Διό­νυ­σο, τον Μί­θρα, τον θεό Ήλιο, τον Άχουρα Μάζδα [και τον Αριμάν] των Ζω­ρο­αστρικών, κλπ. Άλ­λοι μύθοι για τον Ιησού φαίνεται ότι βασίζονται σε διάφορα, διαφορετικά, ιστο­ρικά πρόσωπα όπως τον θαυ­ματοποιό Ελληνιστή Απολλώνιο τον Τυανέα, τους καταδικα­σμέ­νους εγ­κλη­ματίες Γιέισου μπεν Πανδέιρα και μπεν Στάδα, και τους στραυρωθέντες ψευδό-Μεσσίες Γιε­χούδα τον Γαυλανίτη ή Ιούδα τον Γαλι­λαίο, τον Θευδά, τον Βενιαμίν τον Αιγύπτιο και άλλους, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπο­ρεί να θεωρηθεί ως ιστορικός Ιησούς για τον Χριστιανισμό.

 

 

*ΔΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ*

 

 

1)      J. Allegro, The Dead Sea Scrolls and the Christian Myth, Promethe­us Books, reprinted 1991. (Εξετάζει το πόσο εκακοποιήθηκαν οι αρχαίοι μύθοι από την πρώιμη χριστιανική εκκλησία η οποία και κακώς τους παρουσίασε ως Ιστο­ρία.)

2)       J. Campbell, Occidental Mythology, Penguin Books, reprinted 1985. (Μία έκ­θε­ση θρη­σκευτικής μυθολογίας στον δυτικό πολιτισμό. Περιλαμβάνει σπουδαία στοιχεία που αφορούν τον δανεισμό παγανιστικών μύθων από τον Χριστιανι­σμό.).

3)      E. D. Cohen, The Mind of the Bible-Believer, Pro­me­theus Books, reprinted 1991. (Αποκαλύπτει τους ψυχολογικούς ελιγμούς βάσει των οποίων δημιουρ­γήθηκε η Καινή Διαθήκη και εκθέτει τις δυσμενείς παρενέργειες του χριστιανι­κού φουνταμενταλισμού.).

4)      R. Helms, Gos­pel Fictions, Prometheus Books, reprinted 1991. (Εκθέτει ότι τα ευαγγέλια είναι ως επί το πλείστον κείμενα φαντασίας που συνετέθησαν ως μια αποκορύφωση σε μια εκτεταμένη μυθολογική παράδοση.).

5)       S. Levine, You Ta­­ke Jesus and I' ll Τake God: How to Refute Christian Missionaries, re­vi­sed edition, Hamoroh Press, Los Angeles, 1980. (Εκθέτει τα τεχνάσματα που χρησι­μο­ποιούν οι ιεραπόστολοι μαζί με τις εσφαλμένες ανα­φο­ρές της Τανάχ [= Εβραϊκής Πα­λαιάς Διαθήκης] εντός της Καινής Διαθή­κης.).

6)       J. M. Robertson, A Short History of Christianity, 2nd Ed., Watts & Co., London 1913. (Μία από τις πρώτες σοβαρές ακαδημαϊκές διερευνήσεις εντός των απ­αρχών του Χριστιανισμού. Εκθέτει τα περί της αφηγήσεως του Ιησού στοιχεία που είναι δανεισμένα από τους παγανιστικούς μύθους.).

7)      The Talmud. (Πρέπει να είναι υποχρεωτική ανάγνωση για όλους τους Εβραίους αν και δυ­στυχώς είναι παραγκωνισμένο κατά τους σημερινούς χρόνους. [Το ίδιο θα πρέ­πει να ισχύει και για έναν βαθύ ερευνητή του χριστιανικού φαι­νο­μένου, λόγω της πληθώρας των στοιχείων της Εβραϊκής ιστορίας, λαο­γρα­φί­ας, διδασκαλίας, θρησκείας και ερμηνείας που πε­ριέχει. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν άμεση σύνδεση με τον εβραιοχριστιανισμό!]).

 

 

ΤΕΛΟΣ -

 

 

  Ο Μεταφραστής

Ιωάννης, Νεοκλής Φιλάδελφος, Μ. Ρούσσος,

Διδάκτωρ, Καθηγητής Μαθηματικών

Ερευνητής Χριστιανολογικών και Βιβλικών Zητημάτων

Νοέμβριος 2007.

 

 


 

Google


  Copyright © 2007. Ιωάννης Ρούσσος.

Sponsored by Γιάννης Φραγκούλης.

http://www.oocities.org/epsilonband