ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΞΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

 

Εργοδοτικός Θεσμικός Συνδικαλισμός

και Εργατική Ταξική Ενότητα

 

«ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΩΝ

 ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΝ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΩΝ -ΣΧΗΜΑΤΩΝ – ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ»

(ΑΘΗΝΑ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005)

 

 

 

«Η Διεθνής ιδρύθηκε για να αντικαταστήσει τις σοσιαλιστικές ή μισό-σοσιαλιστικές αιρέσεις με την πραγματική οργάνωση της εργατικής τάξης για τον αγώνα…Η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών αιρέσεων και η ανάπτυξη του πραγματικού εργατικού κινήματος  είναι πάντα αντίστροφα ανάλογες. Όσο καιρό οι αιρέσεις είναι ιστορικά δικαιολογημένες, η εργατική τάξη είναι ακόμα ανώριμη για ένα ανεξάρτητο ιστορικό κίνημα. Μόλις φτάσει αυτή την ωριμότητα όλες οι αιρέσεις είναι ουσιαστικά αντιδραστικές…Και η ιστορία της Διεθνούς ήταν ένας συνεχής αγώνας του Γενικού Συμβουλίου ενάντια στις αιρέσεις και στους ερασιτεχνικούς πειραματισμούς που προσπαθούσαν να επιβληθούν μέσα στην ίδια τη Διεθνή ενάντια στο πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης.»

 

[Καρλ Μαρξ σε γράμμα στο γερμανό σοσιαλιστή Φρίντριχ Μπόλτε για τη Διεθνή Ένωση Εργατών].

 

 

 

 

ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ

Θεσσαλονίκη – Οκτώβριος 2005

Τηλ. : 6944 – 943085

Email : atarpagos@mailbox.gr

Ιατρού Ζάννα 21 – 54643 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΞΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

 

Εργοδοτικός Θεσμικός Συνδικαλισμός

και Εργατική Ταξική Ενότητα

 

ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ

Θεσσαλονίκη - Οκτώβριος 2005

Δ.Σ. Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών

 

1.-Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ

 

1.-Α.- Από τον εργατικό μεταρρυθμισμό της «αλλαγής»

στην εργοδοτική μετάλλαξη της νεοφιλελεύθερης εποχής

 

          Η πλειοψηφία που επικρατεί στον θεσμικό συνδικαλισμό (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΕΚ και Ομοσπονδίες) βρίσκεται στη σημερινή περίοδο μακράν του να αντιπροσωπεύει την οποιαδήποτε στοιχειακή έκφραση του εργατικού μεταρρυθμισμού. Ο ρόλος της ιστορικά χαρακτηρίστηκε από πρακτικές και προσανατολισμούς του συνδικαλιστικού μεταρρυθμισμού γενικά στη διάρκεια της 10ετίας του 1980 ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης παρέμβασης των εργοστασιακών σωματείων, κλαδικών συνδικάτων και των εργατικών Ομοσπονδιών της Κοινής Ωφέλειας και της γενικότερης πολιτικής του ελληνικού αριστερού και σοσιαλδημοκρατικού κινήματος για την «αλλαγή δια μέσου του (αστικού) κράτους». Ωστόσο από τα τέλη αυτής της 10ετίας, με τη μονεταριστική μετάλλαξη της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, με την εκσυγχρονιστική – αναπτυξιακή μετατόπιση της ελληνικής Αριστεράς, με την επανενσωμάτωση της ΣΣΕΚ – Μετώπου των Εργαζομένων και το δικαστικό πραξικόπημα του διορισμού κυβερνητικά ελεγχόμενης Διοίκησης στην εργατική συνομοσπονδία, άρχισε να επέρχεται η παραφθορά του εργατικού μεταρρυθμισμού. Έτσι, με την μετέπειτα επικράτηση της 15ετούς νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής διαχείρισης (με την εναλλαγή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ) επήλθε η οριστική εγκατάλειψη των συνδικαλιστικών μεταρρυθμιστικών κατευθύνσεων και δράσεων, και η σταδιακή εργοδοτική μετάλλαξη της πλειοψηφίας του θεσμικού συνδικαλισμού, παράλληλα  με την φθίνουσα πορεία και αποδιάρθρωση του συνολικού εργατικού κινήματος ως αποτέλεσμα των καταστρεπτικών κοινωνικών συνεπειών των αλλεπάλληλων νεοφιλελεύθερων  αναδιαρθρώσεων και της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της παραγωγής που επέφερε από τα μέσα της 10ετίας του 1990 και μέχρι σήμερα την ανάκαμψη της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και κερδοφορίας.

          Σαφέστατες και σταθερές έτσι εκφάνσεις της εργοδοτικής – κυβερνητικής μετάλλαξης της θεσμικής συνδικαλιστικής πλειονότητας στην περίοδο 1990 – 2005, στάθηκαν μεταξύ των άλλων : Η πάγια συναίνεση στην επιχειρηματική πολιτική της εισοδηματικής αποψίλωσης της εργατικής τάξης με τις ΕΓΣΣΕ της «κοινωνικής ειρήνης». – Η ολοσχερής αδρανοποίηση έναντι της συνεχώς διογκούμενης ανεργίας που έτεινε να πάρει τα χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας, ιδιαίτερα σε επιμέρους τομείς όπως η κλωστοϋφαντουργία, τα ναυπηγεία, οι νέοι άνεργοι κλπ. – Η οχύρωση του θεσμικού συνδικαλισμού πίσω από τις αστικές εργοδοτικές κατευθύνσεις της προαγωγής της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της προώθησης της παραγωγικότητας, της εισαγωγής και επέκτασης των μορφών ελαστικοποίησης της απασχόλησης. – Η τυπική και πανηγυρική συμπαράταξη της με τις στρατηγικές κατευθύνσεις του εκσυγχρονισμού και της αναδιάρθρωσης του αστικού νεοφιλελεύθερου δικομματισμού, με αποκορύφωμα τη συνυπογραφή της ΓΣΕΕ στη Διακήρυξη της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων υπέρ του «Ναι» στο Σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος στα πλαίσια της εκστρατείας του γαλλικού δημοψηφίσματος του Μαίου 2005. – Η κοινωνικά υπονομευτική της στάση έναντι κάθε μορφής αυτοτελούς ταξικής παρέμβασης τμημάτων των εργαζομένων και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος : Από τον κατασταλτικό της ρόλο στην κινητοποίηση της ΕΑΣ στη ΔΕΘ στην αρχή της 10ετίας του 1990 μέχρι την απεργία των εργαζομένων της Ιονικής για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησής της, κι’ από την κατασταλτική της παρέμβαση στο μαθητικό κίνημα καταλήψεων των Λυκείων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της μέσης εκπαίδευσης μέχρι τη διαλυτική της δράση στις περιπτώσεις ανάπτυξης αυτόνομων ταξικών εργατικών συγκροτήσεων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (λ.χ. περιπτώσεις ΒΙΟΤΕΡ και ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗΣ στα εργοτάξια κατασκευής της Εγνατίας Οδού).  

          Η εκτίμηση αυτής της εργοδοτικής μετάλλαξης και του κυβερνητικού συναινετικού ρόλου της θεσμικής συνδικαλιστικής πλειοψηφίας αποτελεί κοινό τόπο στις θέσεις, αν όχι στις πρακτικές, του συνόλου των δυνάμεων του ελληνικού αριστερού εργατικού κινήματος, από το ΠΑΜΕ μέχρι τις Εργατικές Συσπειρώσεις κι’ από την Αυτόνομη Παρέμβαση μέχρι την Ταξική Πορεία. Ωστόσο τα αριστερά ρεύματα του εργατικού συνδικαλισμού υιοθετούν εντελώς διαφορετικές στάσεις απέναντι στο κοινά αναγνωριζόμενο φαινόμενο του εργοδοτικού συναινετικού συνδικαλισμού : Ενώ οι δυνάμεις της Αυτόνομης Παρέμβασης λ.χ. συμμετέχουν «κριτικά» στις διαδικασίες που υπαγορεύουν οι εργοδοτικές θεσμικές πλειοψηφίες, το ΠΑΜΕ όσο και οι Εργατικές Παρεμβάσεις διαχωρίζονται στις πρακτικές και κατευθύνσεις τους απ’ αυτόν. Και παράλληλα καθορίζουν διαφοροποιημένες προοπτικές αντιμετώπισής του : Τόσο το ΠΑΜΕ όσο και η Αυτόνομη Παρέμβαση, καθώς και άλλες δυνάμεις προσβλέπουν στην «αλλαγή των συσχετισμών» στο εσωτερικό του θεσμικού συνδικαλισμού, προκειμένου «ν’ αλλάξει ρότα» το συνδικαλιστικό κίνημα, ενώ τα Εργατικά Σχήματα έχουν, από μια γενική άποψη, επίγνωση του ανέφικτου και αδιέξοδου χαρακτήρα μιας τέτοιας επιδίωξης.

          Ωστόσο, κυρίαρχο κοινό και πανομοιότυπο χαρακτηριστικό στις τοποθετήσεις όλων ανεξαίρετα των μορφοποιήσεων του αριστερού εργατικού κινήματος είναι το γεγονός ότι θεωρούν την εργοδοτική και κυβερνητική φυσιογνωμία του θεσμικού συνδικαλισμού ως ένα «αυθύπαρκτο» φαινόμενο, ως προϊόν «ξεπουλήματος – συμβιβασμού» και αδυνατούν να ερμηνεύσουν τις κοινωνικές και ταξικές αφετηρίες του. Παρ’ όλα αυτά μόνον η υλιστική ταξική κριτική ανάλυση και εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι σε θέση να οδηγήσει σε φερέγγυες και αξιόπιστες  μορφές  αντιμετώπισής του. Έτσι ευθέως τίθεται το ζήτημα της πραγματικής κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ ως προοιμιακή προϋπόθεση κάθε αναλυτικής διερεύνησης και απάντησης του μείζονος αυτού ζητήματος του εργατικού κινήματος. Από μια γενική άποψη μπορεί να υποστηριχθεί αφετηριακά ότι η ΓΣΕΕ στερείται σχεδόν εξολοκλήρου κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας στο τοπίο της «συνδικαλιστικής ερήμου» της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής, ενώ απεναντίας η κύρια μορφή κοινωνικής της εκπροσώπησης αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις εργατικές Ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΣΕ, ΟΤΕ, ΗΛΠΑΠ-ΗΣΑΠ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ, ΕΛΤΑ, ΤΡΑΠΕΖΕΣ κλπ.). Αντίστοιχα η κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα της ΑΔΕΔΥ εντοπίζεται προφανώς αποκλειστικά στον εργαζόμενο κόσμο του δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα ουσιαστικά και οι δύο τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις να εκπροσωπούν αθροιστικά συνολικά τον κόσμο της «μόνιμης – σταθερής» απασχόλησης του «προνομιακού» εργασιακού καθεστώτος.

 

1.-Β.-Συνδικαλιστικό κίνημα της «μόνιμης» απασχόλησης έναντι της «συνδικαλιστικής ερήμου» του ιδιωτικού τομέα

 

          Η μηδαμινή αντιπροσωπευτικότητα της ΓΣΕΕ στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας δεν είναι τόσο αποτέλεσμα της ίδιας της εργοδοτικής της στάσης, όσο είναι κυρίως προϊόν των συνεπειών της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και καπιταλιστικής ανασυγκρότησης που έχουν προκαλέσει την υπερμεγέθη ανεργία κι’ αυτή με τη σειρά της έχει επενεργήσει παραλυτικά στον ενεργό εργαζόμενο κόσμο. Ωστόσο όμως από εκεί και πέρα η εργοδοτική της φυσιογνωμία λειτουργεί αποδιαρθρωτικά και διαλυτικά και σε οποιοδήποτε εγχείρημα και απόπειρα συλλογικής συνδικαλιστικής ενεργοποίησης των εργαζομένων, πράγμα που συντείνει και συνεργεί στην αναπαραγωγή της «συνδικαλιστικής ερήμου» στην καπιταλιστική παραγωγή. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, ένα σημαντικό τμήμα των εργαζομένων που εκπροσωπούνται σε συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονται ενταγμένες στα πλαίσια του θεσμικού συνδικαλισμού, ουσιαστικά βρίσκονται σε ρήξη με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό και έχουν συσπειρωθεί στο ΠΑΜΕ (οικοδόμοι, νοσηλευτικοί, ναυτεργάτες, κλωστοϋφαντουργοί, ξενοδοχοϋπάλληλοι κλπ.), με αποτέλεσμα η κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα της ΓΣΣΕ να εξασθενίζει ακόμη περισσότερο. Οι μοναδικές μορφές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης της εργοδοτικής πλειοψηφίας του θεσμικού συνδικαλισμού (με την καταγραμμένη αποστασιοποίηση των δυνάμεων του ΠΑΜΕ) στον ιδιωτικό τομέα εντοπίζονται σε εντελώς παραφθαρμένες και υποταγμένες συνδικαλιστικές εκφράσεις με περιθωριακά, αποψιλωμένα  και συντεχνιακά χαρακτηριστικά και έντονο φιλο-εργοδοτικό χαρακτήρα όπως σωματεία χειριστών, τεχνικών υπαλλήλων, καθώς και εναπομείναντα επιχειρησιακά συνδικάτα εντελώς χειραγωγημένης υπόστασης (λ.χ. Ιντρακόμ, Έλβο κλπ.). ¶λλωστε αυτό εκφράζεται και στην παντελή αδυναμία οποιασδήποτε μορφής απεργιακής κινητοποίησης της ΓΣΕΕ (όσο και της ΑΔΕΔΥ), με μηδαμινά ποσοστά εργατικής συμμετοχής : Η τελευταία κινητοποίηση για την νομοθετική κατάργηση του ιστορικού 8ωρου του Ιουλίου 2004 κατέγραψε μια ολοκληρωτική απουσία απεργιακής συμμετοχής.

          Είναι προφανές ότι η «συνδικαλιστική έρημος» της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το σύνθετο αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων μεταξύ των οποίων κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισαν οι ολέθριες κοινωνικές συνέπειες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης (με την συνεχή έκλυση της μαζικής ανεργίας που επενεργεί παραλυτικά στον ενεργό κόσμο της εργατικής τάξης) καθώς και οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις (θεσμοποίηση της υπεραπασχόλησης, ελαστικοποίηση των μορφών απασχόλησης, αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων). Το τελικό αποτέλεσμα στη διάρκεια της τελευταίας νεοφιλελεύθερης 15ετίας στάθηκε η εμπέδωση ενός κοινωνικού καθεστώτος άτεγκτης εργοδοτικής δικτατορίας στις επιχειρήσεις με την ντεφάκτο ακύρωση των συλλογικών συνταγματικών εργατικών ελευθεριών κι’ έτσι την αντικειμενική υλική αδυναμία διαμόρφωσης εργατικών συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων. Επομένως και πέρα από εντελώς αποσπασματικές περιπτώσεις η εργατική τάξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, και μάλιστα στο επιχειρησιακό συνδικαλιστικό επίπεδο, «απουσιάζει» τόσο στις κοινωνικές αντιπροσωπεύσεις του θεσμικού συνδικαλισμού, όσο και εξίσου στις συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις των ρευμάτων του αριστερού εργατικού κινήματος (με την μοναδική εξαίρεση του ΠΑΜΕ που κι’ αυτή εμφανίζει εντελώς υποτονικά χαρακτηριστικά απ’ αυτή την άποψη).

          Κατά συνέπεια η κοινωνική εκπροσώπηση του θεσμικού συνδικαλισμού στο επίπεδο της  ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ δεν εκφράζει κυρίαρχα παρά τον κόσμο της μισθωτής εργασίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ποσοστιαία περί το 20% έναντι του 80% των εργαζομένων – ανέργων – μεταναστών της καπιταλιστικής παραγωγής), με δεδομένο ότι η ΓΣΕΕ εκφράζει κατ’ εξοχήν τους μισθωτούς εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ ενώ η ΑΔΕΔΥ αντιπροσωπεύει τον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο (εκπαιδευτικοί, νοσηλευτικοί, δημόσια διοίκηση κλπ.). Μ’ αυτά τα δεδομένα είναι πλέον ευχερές να ερμηνεύσει κανείς την εργοδοτική – κυβερνητική μετάλλαξη της πλειονότητας του θεσμικού συνδικαλισμού όπου η παρουσία των αριστερών συνδικαλιστικών σχηματοποιήσεων είναι σαφέστατα μειοψηφική. Μέσα στα πλαίσια του 15ετούς νεοφιλελεύθερου κοινωνικού ολέθρου της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα ο εργαζόμενος κόσμος του ευρύτερου δημόσιου τομέα διατήρησε το «προνοιακό» εργασιακό καθεστώς εξ αιτίας της σχετικής πλεονεκτικότητας του οποίου οδηγήθηκε στην υιοθέτηση συναινετικών πρακτικών έναντι της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής διαχείρισης και της εργοδοτικής πολιτικής. ¶λλωστε το «πλεονεκτικό» αυτό εργασιακό καθεστώς διασφαλίζονταν ιστορικά από το αστικό κράτος – εργοδότη των εργαζομένων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα η εργοδοτική εξουσία της καπιταλιστικής παραγωγής (που ασκεί δικτατορική κοινωνική εξουσία στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα) να τίθεται εξολοκλήρου στο απυρόβλητο της κριτικής και πρακτικής της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Η επίγνωση της βαθιάς κοινωνικής διχοτομίας – ανισότητας ανάμεσα στους δύο κόσμους της μισθωτής εργασίας (μονιμότητα – προσωρινότητα, υπέρτερες αμοιβές – μισθοί εξαθλίωσης, αμβλυμένοι παραγωγικοί ρυθμοί – άκρατη εντατικοποίηση, κοινωνικά πλεονεκτήματα – κατάργηση του κοινωνικού κράτους κλπ.) επόμενο ήταν να επιφέρει την επικράτηση συναινετικών πρακτικών στον κυρίαρχο θεσμικό συνδικαλισμό του ευρύτερου δημόσιου τομέα, την κοινωνική του συμμαχία με τις κυρίαρχες αστικές και μικροαστικές δυνάμεις του αστικού συνασπισμού εξουσίας, την ίδια την πολιτική του ενσωμάτωση στο σύστημα πολιτικών εκπροσωπήσεων του αστικού νεοφιλελεύθερου δικομματισμού. Πανηγυρική τυπική επιβεβαίωση η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη συμφωνία της εργοδοτικής πλειοψηφίας της ΟΜΕ με την διοίκηση του ΟΤΕ για την παροχή των πλεονεκτημάτων της εθελουσίας εξόδου έναντι της κατάργησης της σταθερότητας της απασχόλησης για τους νεοπροσλαμβανόμενους εργαζόμενους. Είναι επόμενο ότι μ’ αυτά τα δεδομένα κοινωνικών εκπροσωπήσεων στο πεδίο της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ όχι μόνον δεν είναι νοητή οποιαδήποτε «τροποποίηση του συσχετισμού των δυνάμεων» στο εσωτερικό τους, αλλά εξίσου ότι οι ίδιοι οι όροι κοινωνικής αναπαραγωγής της πλειονότητας των αντιπροσωπευομένων στρωμάτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα συντείνουν στον υπονομευτικό – διαλυτικό ρόλο της εργοδοτικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

          Ωστόσο, όσο υπάρχει επίγνωση του εργοδοτικού – συναινετικού χαρακτήρα της πλειοψηφίας του θεσμικού συνδικαλισμού (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ) στο επίπεδο όλων των αριστερών συνδικαλιστικών ρευμάτων, άλλο τόσο καταγράφεται η απροθυμία υιοθέτησης αυτής της υλιστικής  ταξικής ερμηνείας. Αυτό το γεγονός έχει στην αφετηρία του μια εξίσου σημαντική κοινωνική παράμετρο που χαρακτηρίζει τις αριστερές συνδικαλιστικές σχηματοποιήσεις : Ότι και αυτές συντίθενται κυρίαρχα από συνδικαλιστικά ταξικά σχήματα που έχουν ως παραγωγική τους αναφορά και ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ η κοινωνική τους αντιπροσωπευτικότητα στο επίπεδο της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα παραμένει εντελώς αναιμική. Αποτελώντας έτσι την μειοψηφική αριστερή κοινωνική έκφραση της μισθωτής εργασίας στις ΔΕΚΟ και στη δημοσιοϋπαλληλία, και έχοντας ως πεδίο κοινωνικής αναφοράς εξ αντικειμένου τον θεσμικό συνδικαλισμό της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, επόμενο είναι να αναπαράγουν την εναντίωση στην «ξεπουλημένη – προδοτική» φυσιογνωμία του, αδυνατώντας όμως να εξέλθουν απ’ αυτό τον κύκλο. Οι αριστερές συνδικαλιστικές δυνάμεις, μ’ όλη τη διαφορετικότητα των προσανατολισμών τους, που έχουν κυρίαρχη παρουσία στην Αυτόνομη Παρέμβαση, στις Εργατικές Συσπειρώσεις, στο ΠΑΜΕ κλπ. αποτελούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την «ταξική πτέρυγα» του κόσμου της μισθωτής εργασίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα με το «προνομιακό» εργασιακό καθεστώς, κι’ όχι την «αριστερή πτέρυγα» της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται ο Γόρδιος Δεσμός του σύγχρονου εργατικού κινήματος, του οποίου η επίλυση αποτελεί προϋπόθεση για την συλλογική κοινωνική οργάνωση και ταξική ενεργοποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

          Αν έτσι η ΓΣΕΕ όσο και η ΑΔΕΔΥ αποτελούν στην πλειοψηφική τους έκφραση μορφές του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού, μακράν οποιουδήποτε εργατικού αγωνιστικού μεταρρυθμιστικού ρόλου. – Αν κατά συνέπεια η «αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων» στα πλαίσια του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι αδύνατη εξ αιτίας της παντελούς έλλειψης αντιπροσωπευτικότητας στην καπιταλιστική παραγωγή και λόγω της αποδιαρθρωτικής – αποσυσπειρωτικής τους στάσης στη σύγχρονη περίοδο. – Αν ο εργοδοτικός χαρακτήρας της πλειονότητας του θεσμικού συνδικαλισμού δεν είναι απότοκος της «ξεπουλημένης – προδοτικής» του φυσιογνωμίας αλλά των συγκεκριμένων κοινωνικο – ταξικών του εκπροσωπήσεων της πλειοψηφίας του απασχολούμενου πληθυσμού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα του «προνομιακού» εργασιακού καθεστώτος. – Τότε ποιες είναι οι προοπτικές και οι δυνατότητες ανάδειξης ενός ταξικού μαζικού εργατικού κινήματος, ικανού και επαρκούς να ανταποκριθεί στην αγωνιστική προαγωγή των άμεσων ζωτικών (όσο και στρατηγικών) συμφερόντων χειραφέτησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας ;

 

2.-ΑΠΟ ΤΟ «ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ» ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

 ΤΟΜΕΑ ΣΤΗΝ «ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΤΕΡΥΓΑ» ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

2.-Α.-Η εργοδοτική δικτατορία στην καπιταλιστική παραγωγή στο επίκεντρο της εργατικής ριζοσπαστικής παρέμβασης

 

          Ο μοναδικός κοινωνικός παράγοντας που μπορεί με την συλλογική του κίνηση να τροποποιήσει τους δυσμενέστατους ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων είναι η εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής, (από κοινού με τον άνεργο κόσμο, τους οικονομικούς μετανάστες και τις αριστερές κοινωνικές μειοψηφίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα) η οποία ουσιαστικά «απουσιάζει» από το κοινωνικο-πολιτικό προσκήνιο εδώ και ολόκληρη την τελευταία νεοφιλελεύθερη 15ετία (με τη μοναδική εξαίρεση, που επιβεβαιώνει ωστόσο τον κανόνα, της απεργιακής κινητοποίησης του Απριλίου 2001 για το ασφαλιστικό σύστημα). Διάλυση του συνδικαλιστικού της ιστού (ιδιαίτερα στο καίριο επιχειρησιακό επίπεδο), παρατεταμένη εισοδηματική αποψίλωση, υπερδιογκωμένη σταθερή ανεργία, κυριαρχία του εργοδοτικού δεσποτισμού, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ελαστικοποίηση (προς τα πάνω και προς τα κάτω) του χρόνου απασχόλησης, με συνολικό και συνδυασμένο αποτέλεσμα την ίδια την απονέκρωση – εξουδετέρωση των συλλογικών συνταγματικών εργατικών ελευθεριών. Η ίδια η λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υπό την ασφυκτική κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού, εδράζεται στην εργοδοτική κοινωνική δικτατορία στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Οι μοναδικές εργατικές δράσεις στην καπιταλιστική παραγωγή σ’ αυτή την περίοδο αφορούν την «κινητοποίηση» εργαζομένων σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που κλείνουν και μάλιστα συνήθως «κατόπιν εορτής» (από την Σίσερ Πάλκο μέχρι τον Καματάκη, κι’ από τις κλωστοϋφαντουργίες της Νάουσας μέχρι τα Κλωστήρια της Πρέβεζας), χωρίς προφανείς ορατές προοπτικές αποτελεσματικότητας. Οι ίδιες οι γενικές «απεργιακές» κινητοποιήσεις είτε εθνικού χαρακτήρα της ΓΣΕΕ, είτε κλαδικού χαρακτήρα του ΠΑΜΕ (λ.χ. ΟΕΚΙΔΕ, Ομοσπονδίας Οικοδόμων, ΟΣΝΙΕ κλπ.) μετά βίας προσεγγίζουν επίπεδα πραγματικής συμμετοχής της τάξης του 0,5% έως 1%, αν δεν φτάνουν σε μηδενικά επίπεδα όπως στην περίπτωση της πανελλαδικής απεργίας για την υπεράσπιση του 8ωρου του Ιουλίου 2005 (που αφορούσε τόσο τη ΓΣΕΕ όσο και τις αριστερές συνδικαλιστικές δυνάμεις). Κι’ αυτό τη στιγμή που πανεθνικές  εργατικές κινητοποιήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όπως η πρόσφατη γενική κινητοποίηση του τρέχοντος Οκτωβρίου στη γαλλική κοινωνία) φτάνουν σε μέγιστα ποσοστά αληθινής συμμετοχής του 30% για τον δημόσιο τομέα και του 10% για τον ιδιωτικό τομέα, απεργιακή συμμετοχή εξαιρετικά υψηλή για την σύγχρονη ιστορική περίοδο. Η αναφορά στους αγώνες αφορά μέχρι σήμερα στην περίοδο 1990 – 2005 αποκλειστικά σε ορισμένες κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ιονική, ΟΤΑ, Τράπεζες, Εκπαιδευτικοί,  κ.ά.), που όσο κι’ αν κατά καιρούς ανέδειξαν μιαν ορισμένη δυναμική, εντούτοις δεν εξέρχονται απ’ τα πλαίσια του εργαζόμενου κόσμου του «προνοιακού» εργασιακού καθεστώτος και δεν σηματοδοτούν οποιοδήποτε καινούργιο ταξικό στίγμα στο συνολικό εργατικό κίνημα.  

Και το ίδιο το ΠΑΜΕ, παρ’ όλη του την κυρίαρχη παρουσία σε δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (Ομοσπονδία Οικοδόμων, ΟΕΚΙΔΕ, ΕΚ Νάουσας, ΕΚ Λάρισας κλπ.), καταλήγει συστηματικά στην υπογραφή ΣΣΕ των αντίστοιχων χώρων που ελάχιστα αφίστανται από τις ΕΓΣΣΕ της ΓΣΕΕ. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στην απουσία  αγωνιστικότητας από την πλευρά του (πολύ θα ήθελε να επιτύχει επιμέρους «πιλοτικές» προωθήσεις…), αλλά στην καταφανή του «αδυναμία» να κινητοποιήσει απεργιακά τον αντίστοιχο εργαζόμενο κόσμο. Και πάλι αυτό δεν θα ήταν το πρόβλημα αν αναγνώριζε την πραγματική αντικειμενική κατάσταση (ανεπάρκεια εργατικής δραστηριοποίησης από την πλευρά του) και έτσι οδηγούνταν στην ειλικρινή διερεύνηση των αιτίων της που θα μπορούσε να απολήξει στην αποτελεσματική τους αντιμετώπιση. Το ζήτημα είναι ότι μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση (προβολή διεκδικητικών στόχων - αναιμική κινητοποίηση - αποδοχή συμβάσεων που ακολουθούν εκείνες του θεσμικού εργοδοτικού συνδικαλισμού) αποκρύπτει αυτή την οικτρή πραγματικότητα τόσο από τον εαυτό του όσο και από τον αριστερό εργαζόμενο κόσμο (εκρηκτικός στρουθοκαμηλισμός)  και κάνει συστηματικά ψευδή λόγο για «φουλάρισμα των μηχανών των απεργιακών αγώνων» κι’ αντίστοιχα ευτράπελα…Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε γιατί αδυνατεί να επιτύχει τις όποιες αυξήσεις μισθών πέραν των κατευθύνσεων των ΕΓΣΣΕ της ΓΣΕΕ και προσφεύγει στην «επάρατη» διαιτησία ; 

          Δεν μπορεί να υπάρξει ταξική συνδικαλιστική σχηματοποίηση, δεν είναι δυνατό να νοηθεί αριστερή υπόσταση πολιτικού κόμματος, δεν μπορεί να υπάρξει μαρξιστική διανοητική ιδεολογική αναφορά και παρέμβαση που να θέλει να επιβεβαιώσει τον εαυτό της σαν τέτοια εάν δεν θέτει πρωταρχικά και κυρίαρχα στο επίκεντρό της την άμεση, ενεργό, έμπρακτη, υλική συμβολή στην κοινωνική ενεργοποίηση, συνδικαλιστική συγκρότηση, διεκδικητική κινητοποίηση της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής, των ανέργων και των οικονομικών μεταναστών απέναντι στην εργοδοτική κοινωνική δικτατορία, τον κυβερνητικό νεοσυντηρητισμό και τις κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. ¶λλωστε και καμιά ουσιαστική εξέλιξη, διεύρυνση της επιρροής και εμβέλειας του ελληνικού αριστερού κινήματος δεν είναι δυνατό να καταγραφεί (όπως αποδεικνύει η ίδια η ιστορική εξέλιξη της ελληνικής Αριστεράς εδώ και πάνω από μισόν αιώνα), στο μέτρο που δεν συνδέεται οργανικά και κυρίαρχα με την μεταλλαγή της κοινωνικής κατάστασης καθυπόταξης της μισθωτής εργασίας στον πλειοψηφικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Κυρίαρχα πεδία συλλογικής εργατικής οργάνωσης και ταξικής ενεργοποίησης που σηματοδοτούν υλικά αυτή τη διαδικασία : Ο χρόνος εργασίας απέναντι στην υπεραπασχόληση – μερική απασχόληση, η επανακατάκτηση των συνταγματικών συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις, η ριζοσπαστική αύξηση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας, ο δραστικός περιορισμός του διεθυντικού δικαιώματος («αιτιολόγηση» απολύσεων μόνον για σπουδαίο λόγο καταφανούς επαγγελματικής ανεπάρκειας ή απάτης κλπ.), η ενεργός υπεράσπιση των κοινωφελών υπηρεσιών και θεσμών (ό,τι δηλαδή σε ευρωπαϊκές κοινωνίες όπως η γαλλική τροφοδοτεί ένα ισχυρό ταξικό ενωτικό εργατικό και αριστερό πολιτικό ριζοσπαστικό κίνημα). Ο τρόπος ταξικής παρέμβασης στη σύγχρονη συγκυρία καθορίζεται από τον γόνιμο και αποτελεσματικό συνδυασμό των τριών αναγκαίων παραμέτρων της αριστερής εργατικής πολιτικής : Της αποτελεσματικής κοινωνικής άμυνας (λ.χ. προάσπιση του ιστορικού 8ωρου, επανακατάκτηση των συνταγματικών συλλογικών εργατικών ελευθεριών κλπ.). – Των μεσοπρόθεσμων τακτικών ριζοσπαστικών ρήξεων και μεταλλαγών (π.χ. προαγωγή ριζοσπαστικών αυξήσεων της αμοιβής της μισθωτής εργασίας, υποχρέωση «αιτιολόγησης» των απολύσεων για βαριά επαγγελματική ανεπάρκεια ή απάτη κ.ά.). – Της στρατηγικής γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης σ’ όλα τα επίπεδα (π.χ. κοινωνικοποίηση της επιχειρηματικής ιδιοκτησίας και διεύθυνσης, κατάκτηση της πανεπιστημιακής γνώσης από την εργατική τάξη της εκτελεστικής εργασίας κλπ.).

          Το ιστορικό βάρος τροφοδότησης μιας τέτοιας μεγάλης εμβέλειας παρέμβασης δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί μονομερώς από κανένα επιμέρους αριστερό συνδικαλιστικό ρεύμα, αλλά με την ταυτόχρονη ενωτική ταξική συμβολή του συνόλου των αντιεργοδοτικών, αντινεοφιλελεύθερων, αντικυβερνητικών εργατικών δυνάμεων, που αντικειμενικά εντοπίζονται στις ταξικές δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα (από κοινού με τις αριστερές κινήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα) στην κοινωνική βάση του ΠΑΜΕ, των Εργατικών Σχημάτων, της Αυτόνομης Παρέμβασης – Κοινωνικού Φόρουμ και σε μικρότερες αριστερές συνδικαλιστικές σχηματοποιήσεις. Κοινωνικό υποκείμενο μιας τέτοιας ιστορικών διαστάσεων παρέμβασης δεν μπορεί να είναι άλλο από ένα Εργατικό Ταξικό Μέτωπο, σε ριζικό διαχωρισμό από την εργοδοτική συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ (αλλά και της ΑΔΕΔΥ), με πλατειά εργατικά χαρακτηριστικά σε πρωτογενείς – πρωτοβάθμιες σχηματοποιήσεις – κινήσεις σ’ όλους τους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής (και πρωτίστως στο επιχειρησιακό – εργοστασιακό επίπεδο), με φυσιογνωμία ενότητας μέσα από τη διαφορετικότητα και πολυμορφία όσο και με σχέσεις δημοκρατικής ισοτιμίας, με διαλεκτική σύνθεση και κοινή ταξική αγωνιστική δράση όλων των ταξικών ρευμάτων (μεταρρυθμιστικών, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών κλπ.), ολοκληρωτικά αυτόνομο από κάθε είδους αριστερά πολιτικά υποκείμενα. Οι Εργατικές Συσπειρώσεις όχι μόνον οφείλουν να συμμετέχουν οργανικά σ’ ένα τέτοιο συνολικό (τυπικό ή άτυπο) συνδικαλιστικό κοινωνικό μέτωπο, αλλά να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ενωτικό ταξικό ρόλο στη διαμόρφωσή του, διεκδικώντας με όρους ισοτιμίας και υλικής αγωνιστικότητας τη ριζοσπαστική ηγεμονία στα πλαίσιά του. 

          Το Εργατικό Ταξικό Μέτωπο, ως ενωτικό ταξικό πανελλαδικό και διεπαγγελματικό δίκτυο συνδικαλιστικών σχημάτων μέσα στα πλαίσια των πρωτοβάθμιων συνδικάτων (στους κλάδους και ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις, όχι όμως στις «ομοιοεπαγγελματικές συντεχνίες»), όσο και στο επίπεδο των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, παρεμβαίνει ως ταξική εργατική αντιπολίτευση σ’ όλα τα επίπεδα του θεσμικού συνδικαλισμού. Κινείται αποκλειστικά με τη λογική της συγκρότησης και παρέμβασης προγραμματικών ταξικών προεδρείων και απέχει κάθετα από τη συμμετοχή σε κάθε είδους αναλογικά προεδρεία (τακτική που εφαρμόζουν τόσο το ΠΑΜΕ όσο και η Αυτόνομη Παρέμβαση), επιμένοντας στο ρόλο της ταξικής αντιπολίτευσης απέναντι στον εργοδοτικό γραφειοκρατικό συνδικαλισμό.

 

2.-Β.-Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά

του Εργατικού Ταξικού Μετώπου

 

          Ωστόσο, κυρίαρχη λειτουργία του Εργατικού Ταξικού Μετώπου είναι η αυτοτελής ενωτική αγωνιστική του παρέμβαση στον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο (από κοινού με τους ανέργους και τους οικονομικούς μετανάστες) της καπιταλιστικής παραγωγής, από την άποψη της συλλογικής του οργάνωσης, κινητοποίησης και διεκδικήσεων. Με την ανάπτυξη της ενωτικής ταξικής εργατικής δυναμικής του απέναντι στην επιχειρηματική εργοδοσία, τον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωπαϊκό κοινοτικό νεοσυντηρητισμό, σε ριζικό και ολομέτωπο διαχωρισμό από τον θεσμικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, παρεμβαίνοντας αντιπολιτευτικά στους υπαρκτούς συνδικαλιστικούς θεσμούς, και αυτοτελώς ταυτόχρονα στην εργατική τάξη κυρίαρχα του ιδιωτικού τομέα, διαμορφώνει τους όρους υπέρβασης του εκφυλισμού της εργοδοτικής πλειονότητας του θεσμικού συνδικαλισμού, όσο και της καταγραμμένης αναποτελεσματικότητας των υφισταμένων αριστερών εργατικών ρευμάτων, στην προοπτική είτε της περιθωριοποίησης – απαξίωσης της ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, είτε της ιστορικής τους υπέρβασης.

          Το Εργατικό Ταξικό Μέτωπο, πολυφωνική και πολύμορφη δημοκρατική ταξική σύνθεση των υπαρκτών εργατικών αριστερών σχηματοποιήσεων, δεν μπορεί να συσπειρώνει μετωπικά και κατά τρόπο σεχταριστικό πρωτοβάθμια σωματεία ή δευτεροβάθμιες ενώσεις (που αποτελούν γενικές εργατικές οργανώσεις και διατρέχονται και από άλλα ρεύματα πέραν του αριστερού προσανατολισμού), μέσα στα πλαίσια ενός ασφυκτικού πολιτικού επικαθορισμού (του ΚΚΕ εν προκειμένω) όπως κάνει το ΠΑΜΕ, συνοδεύοντάς το από έναν ακίνδυνο «διακηρυκτισμό» και ανέξοδο «διαδηλωτισμό» χωρίς αγωνιστικές παραγωγικές αντιστοιχήσεις. Μια τέτοια συνδικαλιστική τακτική έχει ολοσχερώς καταστρεπτικά χαρακτηριστικά και διέπεται από την καταφανή αναποτελεσματικότητα. Αλλά και από την άλλη πλευρά η λογική της υπαγωγής στους, σε τελική ανάλυση, κοινωνικούς επικαθορισμούς του εργοδοτικού θεσμικού συνδικαλισμού, όπως συμβαίνει με τις δυνάμεις της Αυτόνομης Παρέμβασης – Κοινωνικού Φόρουμ, αλλά και άλλες αριστερές συνδικαλιστικές σχηματοποιήσεις, οδηγεί εξίσου στην απουσία αποτελεσματικότητας και συσπειρωτικής δυναμικής, στο μέτρο που αυτή δεν μπορεί να αναζητηθεί παρά στον υπαρκτό εργαζόμενο κόσμο της ιδιωτικής οικονομίας, ο οποίος καταφανώς «απουσιάζει» από τον θεσμικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, κι’ όχι στις «σκιαμαχίες» σε θεσμικά πλαίσια άνευ ουδεμίας εργατικής αντιπροσωπευτικότητας στην καπιταλιστική παραγωγή. Ωστόσο το Εργατικό Ταξικό Μέτωπο δεν μπορεί να παίρνει σάρκα και οστά παρά συσπειρώνοντας ταξικά και ενωτικά τους εργαζόμενους της κοινωνικής βάσης της συνδικαλιστικής Αριστεράς σε ρήξη και ανταγωνισμό τόσο με την σεχταριστική – διακηρυκτική – αναποτελεσματική πολιτική του ηγετικού μηχανισμού του ΠΑΜΕ, όσο και με την πρακτική της θεσμικής υπαγωγής στον εργοδοτικό συνδικαλισμό των ηγετικών πηρύνων της Αυτόνομης Παρέμβασης – Κοινωνικού Φόρουμ, που εξίσου έχει άγονα – συμπληρωματικά χαρακτηριστικά. 

          Είναι περισσότερο από εμφανές ότι μια τέτοια εργατική ταξική ενωτική συμπαράταξη δεν μπορεί να επικαθορίζεται αφετηριακά από πολιτικούς στρατηγικούς προσδιορισμούς που προσιδιάζουν φυσιολογικά σε αριστερές και ριζοσπαστικές πολιτικές υποκειμενικότητες, όχι όμως σε μια ανοιχτή, πλατειά, αγωνιστική, ταξική μετωπική συσπείρωση. Οι όποιοι προοιμιακοί αντικαπιταλιστικοί, επαναστατικοί, ριζοσπαστικοί συνολικοί επικαθορισμοί αντιπροσωπεύουν νόμιμα χαρακτηριστικά των πολιτικών υποκειμενικών συγκροτήσεων, και κατά τούτο διαφοροποιείται το πολιτικό αριστερό κόμμα από το εργατικό ταξικό συνδικάτο : Πρόκειται για δύο διαφοροποιημένες μορφές υπόστασης του κινήματος που έχουν την πλήρη μεταξύ τους αυτονομία όσο και την αναγκαία μεταξύ τους ισότιμη αλληλοτροφοδότηση. Οι εργατικές ριζοσπαστικές δυνάμεις των Παρεμβάσεων και Κινήσεων συμμετέχουν ενωτικά και δημιουργικά στο Εργατικό Ταξικό Μέτωπο, προάγοντας τους ταξικούς αγωνιστικούς τους στόχους, και παράλληλα διεκδικούν δημοκρατικά την αποτύπωση της αντικαπιταλιστικής τους ηγεμονίας στα πλαίσιά του, χωρίς προφανώς οι όροι μιας τέτοιας ηγεμονίας να μπορούν να είναι αφετηριακή προϋπόθεση της συμμετοχής και δράσης τους σ’ αυτό. Ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός του εργατικού κινήματος είναι σύνθετο αποτέλεσμα ταξικών, ιδεολογικών και πολιτικών παραμέτρων στα πλαίσια της εξέλιξης και κορύφωσης της πάλης των τάξεων και των κοινωνικών συσχετισμών και σε καμία περίπτωση αφετηριακό προαπαιτούμενο. Η σύγχρονη «απουσία» αριστερών ριζοσπαστικών πολιτικών υποκειμένων με όρους ευρείας εμβέλειας, παρουσίας και παρέμβασης, δεν μπορεί να καταλήγει στην επιζήτηση αποτύπωσης των αντικαπιταλιστικών πολιτικών χαρακτηριστικών που «απουσιάζουν» (με όρους μαζικής πολιτικής υποκειμενικής συγκρότησης) στην εργατική ταξική μετωπική σχηματοποίηση, γιατί έτσι το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από την περιθωριοποίηση και την εξουδετέρωση.

          Το Εργατικό Ταξικό Μέτωπο επιχειρεί να πραγματώσει στα πλαίσιά του την αναγκαία ταξική συμμαχία ανάμεσα στους τρεις κοινωνικά άνισους κόσμους της μισθωτής εργασίας : Τον εργαζόμενο κόσμο του ευρύτερου δημόσιου τομέα (20%) με το «προνομιακό» εργασιακό καθεστώς και με τις ριζοσπαστικές συνδικαλιστικές παρεμβάσεις. – Την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής (55%) με την ενεργό απασχόληση και την απονέκρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, με περιθωριακές μορφές ταξικής εργατικής συλλογικότητας. – Τον κόσμο των ανέργων, των οικονομικών μεταναστών, των νέων ανέργων (25%) που στερείται τόσο της εργασίας όσο και των παρεπομένων εργατικών ελευθεριών (οι «κάτω από τους κάτω»), στερημένου κάθε μορφής κοινωνικής οργάνωσης. Η αναγκαία όσο και δυσχερέστατη αυτή κοινωνική συμμαχία δεν μπορεί να πραγματοποιείται παρά με την απαρέγκλιτη ηγεμονία των ζωτικών ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα, των μεταναστών και των ανέργων, δηλαδή της πρωταρχικής και κυρίαρχης διεκδίκησης της κατάκτησης της κοινωνικής ισότητας «προς τα πάνω», με το «προνοιακό» εργασιακό καθεστώς του δημόσιου τομέα (σταθερότητα απασχόλησης, άμβλυνση των παραγωγικών ρυθμών, απαγόρευση απολύσεων, υπέρτερη εισοδηματική κατάσταση, επαγγελματική εξέλιξη, έλεγχος της διευθυντικής εξουσίας, καταβολή εφάπαξ με τη συνταξιοδότηση κλπ.), στόχευση που προφανώς δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά με την στρατηγική ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας και την καθολική εργατική χειραφέτηση. Η επίτευξη της κοινωνικής ισότητας «προς τα πάνω» των τριών κόσμων της μισθωτής εργασίας είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την μεταξύ τους οργανική συμμαχία στα πλαίσια του Εργατικού Ταξικού Μετώπου.

          Ο ίδιος ο σχηματισμός του Εργατικού Ταξικού Μετώπου είναι μια μακρόχρονη πολυσύνθετη διαδικασία που έρχεται να αντιπαρατεθεί συγκρουσιακά και ταυτόχρονα ενωτικά στο πραγματικό πεδίο του εργαζόμενου κόσμου της καπιταλιστικής παραγωγής, με τον απομονωτισμό και τις περιχαρακώσεις που επικαθορίζουν τις υπαρκτές συγκροτήσεις των αριστερών εργατικών ρευμάτων. Το σπάσιμο των τειχών της περιχαράκωσης ή υπαγωγής στον θεσμικό εργοδοτικό συνδικαλισμό που αναπαράγονται με διαφοροποιημένες μορφές σ’ όλες τις εργατικές ταξικές σχηματοποιήσεις (ΠΑΜΕ, Αυτόνομη Παρέμβαση – Κοινωνικό Φόρουμ, αλλά και άλλα μικρότερα αριστερά συνδικαλιστικά σχήματα), απαιτεί ουσιαστικά την ολομέτωπη αντιπαράθεση με τη βαθύτατη μικροαστική ηγεμονία που διαμεσολαβούν οι κυρίαρχοι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί (ΣΥΝ και ΚΚΕ κ.ά.) πάνω στα εργαζόμενα στρώματα του ελληνικού αριστερού κινήματος. Απ’ αυτή την άποψη αυτό το εγχείρημα όχι μόνον δεν μπορεί να βρίσκεται σε παραλληλία με την όποια διαδικασία της «πολιτικής παναριστεράς», αλλά απεναντίας αντιτίθεται στους όρους επιβολής της καταλυτικής μικροαστικής της ηγεμόνευσης στον αριστερό εργαζόμενο κόσμο της κοινωνικής της βάσης, που είναι όρος για την εργατική ταξική ενότητα, με σχετική μαζικότητα και αποτελεσματικότητα. Κι’ αυτή πάλι η προοπτική αντιπροσωπεύει την απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την μεσοπρόθεσμη ανάδειξη στο πολιτικό επίπεδο αξιόπιστων και ευρείας εμβέλειας μορφών της εργατικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όσο και μεταστροφής των κυρίαρχων υπαρκτών αριστερών σχηματισμών προς εργατικές ριζοσπαστικές κατευθύνσεις, μέσα από κρίσεις και επαναπροσδιορισμούς που μόνον η ενωτική ταξική εργατική παρέμβαση μπορεί δευτερογενώς να επιφέρει.

 





| Επιστροφή | Αφίσσες | Υποψήφιοι | Σύνδεσμοι - Links | Επικοινωνία |