Κείμενο συντρόφων για το Ευρωσύνταγμα
«Η Ένωση
εργάζεται για τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα μια ισόρροπη οικονομική
μεγέθυνση, μια άκρως ανταγωνιστική
κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την
κοινωνική πρόοδο…» (Ι.άρθ.3.3)
«Θέλαμε να
προσδιορίσουμε ένα σύστημα που θα έχει τη δική του ισορροπία. Μια Ένωση σταθερή, τουλάχιστον για μια ορισμένη
περίοδο» (V.G. d’ ESTAING),
με στόχο «την
προώθηση ενός διεθνούς συστήματος βασιζόμενου σε ενισχυμένη πολυμερή συνεργασία
και χρηστή παγκόσμια διακυβέρνηση»(ΙΙΙ.193.2.η).
Στα
πλαίσια του συνεχώς οξυνόμενου
ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, η Ε.Ε. συγκροτεί την ολοκλήρωσή της σε
υπερεθνικό κέντρο εξουσίας, ώστε να διεκδικήσει πιο επιτυχημένα το ρόλο του
δεύτερου πόλου, οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά, στο έδαφος του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Ευθύς εξ αρχής, αναδεικνύεται η πραγματική φύση του κειμένου που
ονομάστηκε «Ευρωσύνταγμα». Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για σύνταγμα, αλλά για μια
διακρατική συμφωνία (μια «σύμβαση σε βάρος τρίτου») που αποτυπώνει τον παρόντα
συσχετισμό δυνάμεων, κατά τρόπο ελαστικό όσον αφορά τον ενδοαστικό ανταγωνισμό,
αλλά συγκεντρωτικά ανελαστικό όσον αφορά την ταξική πάλη.
Με
δεδομένο ότι η δομή κάθε νομοθετικού κειμένου, πολύ περισσότερο συντάγματος,
υποδεικνύει την ιεράρχηση και την κατεύθυνση της ερμηνείας των διατάξεών
του, πάντα το πρώτο μέρος κάθε
τέτοιου κειμένου εμπεριέχει τις αρχές που το θεμελιώνουν, με βάση τις οποίες
ερμηνεύονται όχι μόνο οι επόμενες διατάξεις του αλλά και όλες οι νομοθετικές και
πολιτικές πράξεις που θα το ακολουθήσουν.
Έτσι, όλα τα μέχρι σήμερα συντάγματα, στα πρώτα τους άρθρα ορίζουν
θεμέλιους λίθους τους, υποκριτικά ή
όχι, την προάσπιση των ελευθεριών του – πάλαι ποτέ- πολίτη, την προώθηση της
ειρήνης και της αλληλεγγύης των λαών κλπ.
Στο ίδιο νοηματικό πλαίσιο, το άρθρο 3 του «ευρωσυντάγματος» ορίζει
θεμέλιο του, την «άκρως ανταγωνιστική
κοινωνική οικονομία της αγοράς», αλλά και ότι «στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η
Ένωση επιβεβαιώνει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της» Η θεμελιακή
κατοχύρωση της αγοράς, διατρέχει, με αυστηρό συγκεντρωτισμό, όλες τις διατάξεις
της συντακτικής συνθήκης, διαλύοντας εξ αρχής κάθε αυταπάτη των πολιτικά αφελών.
Α.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ.
Κάθε συνταγματικό κείμενο αποτυπώνει τον συσχετισμό δύναμης που έχει
διαμορφώσει η ταξική πάλη στο δοσμένο χρονικό σημείο, και με βάση αυτόν
καθορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία αυτή θα διεξάγεται, προσπαθώντας ταυτόχρονα
– μέχρι σήμερα – να φρενάρει τις επαναστατικές διαθέσεις της ε.τ., ενσωματώνοντάς τες, μέσω θεσμών και
μηχανισμών που «γενναιόδωρα» το ίδιο το κράτος της παρείχε.
Αδιαφορώντας σχεδόν για την ενσωμάτωση, η συντακτική ευρωσυνθήκη, προωθεί την κίνηση του κεφαλαίου,
θεσμοποιώντας ένα, ποσοτικά και ποιοτικά, αναβαθμισμένο (σε σχέση με το σήμερα)
μοντέλο αστικής διακυβέρνησης, ή σωστότερα πια, διοίκησης.
Πολιτειακά, εγκαταλείπεται το παρωχημένο μοντέλο της αστικής
δημοκρατίας:
·
Με την επίσημη
κατάργηση του ιστορικού (όσο και ανυπόληπτου πλέον) διαχωρισμού
(«ανεξαρτησίας»), μεταξύ Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας.
Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, αναγορεύεται σε ανώτατη υπερδιοίκηση που συγκεντρώνει νομοθετικές,
εκτελεστικές και δικαστικές εξουσίες: αποκλειστική νομοθετική
πρωτοβουλία («οι νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, μπορούν
να εκδίδονται μόνο βάσει προτάσεως
της Επιτροπής» Ι.25.2), έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων του
συντάγματος, Επίβλεψη της εφαρμογής του
δικαίου της Ε.Ε., Εκτέλεση
του προϋπολογισμού και διαχείριση προγραμμάτων (Ι.25.1).
·
Με την
εγκατάλειψη της, «αντιπροσωπευτικού» χαρακτήρα, διακυβέρνησης και την ανάθεση
της Διοίκησης σε ολιγομελή διορισμένα όργανα. Η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή (με τις παραπάνω αρμοδιότητες) αποτελείται από τον πρόεδρο, τον Υπουργό Εξ. της
Ε.Ε. και 13 (από σύνολο 25)
διορισμένους επιτρόπους, που επιλέγονται με ισότιμη εναλλαγή μεταξύ των
κρατών μελών (Ι.25.3). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψηφίζει μόνο κατόπιν προτάσεως
της επιτροπής. Με δεδομένο δε ότι «η
Ένωση διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να θεσπίζει του αναγκαίους για τη
λειτουργία της εσωτερικής αγοράς κανόνες ανταγωνισμού…» και, επίσης
αποκλειστική αρμοδιότητα χάραξης της νομισματικής και κοινής εμπορικής πολιτικής
(Ι.12.1), γίνεται αντιληπτή η πρόθεση υποβάθμισης του ρόλου των αντιπροσώπων,
έτσι ώστε να σταλεί το μήνυμα, ότι οι, πολιτικά πιο ευάλωτες, εθνικές
κυβερνήσεις, περνούν στο παρασκήνιο, ενώ οι ευρωβουλευτές αποκτούν ρόλο σχεδόν
διακοσμητικό.
·
Με την ανάδυση
της Ε.Ε. (με τη νέα της, πολιτειακά συγκροτημένη, προσωπικότητα) σε ρόλο
συλλογικού καπιταλιστή.
Θεσμοθετείται, αυτοτελής, πολιτικός ρόλος
για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών
Τραπεζών, το οποίο, αποτελούμενο από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, υπό τη
δ/νση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χαράζει και ασκεί την νομισματική
πολιτική της Ένωσης, με πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών
(Ι.29.1, ΙΙΙ.77.2.α). Ζητείται
δε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για κάθε σχετική πράξη της
ένωσης, αλλά και για κάθε σχέδιο εθνικής νομοθετικής διάταξης
(Ι.29.1,2,5). Κατέχει δε,
και διαχειρίζεται, το σύνολο των συναλλαγματικών αποθεμάτων των κρατών μελών
(ΙΙΙ.77.2.γ)
·
Με την
καταγεγραμμένη τάση απόσπασης των επιτροπών διοίκησης από τις κυβερνήσεις των
κρατών μελών. Η παραδοσιακή
ανεξαρτησία των εξουσιών, δίνει τη θέση της στην ανεξαρτησία των οργάνων.
Χαρακτηριστικά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες,
υποχρεούνται σε απόλυτη ανεξαρτησία από τα κράτη μέλη και τους άλλους
φορείς της Ένωσης, ενώ τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απόσχουν
από κάθε προσπάθεια επηρεασμού των αντιπροσώπων τους σε αυτά (ΙΙΙ.80). Αντίστοιχη ανεξαρτησία οφείλει να
επιδεικνύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ι.25.4) ενώ ο Πρόεδρος της Επιτροπής, «…ορίζει τους 13 Ε. Επιτρόπους με κριτήριο
την επαγγελματική τους επάρκεια…και την αδιαμφισβήτητη ανεξαρτησία τους»
(Ι.26.2).
Πρώτα
συμπεράσματα: Η νέα
πολιτειακή διάρθρωση, απομακρύνει
ακόμη περισσότερο, με καινοτόμο τρόπο, τα θεσμικά - πολιτικά κέντρα αποφάσεων,
από την κοινωνία των εργαζομένων. Ο
πανηγυρικός τύπος και η συντακτική θεμελίωση της κίνησης αυτής, στοχεύουν
στην εγκαθίδρυση ενός πολιτικού αυτοματισμού (στα πρότυπα του οικονομικού
αυτοματισμού της Ο.Ν.Ε.), ανελαστικού σε λαϊκές διεκδικήσεις. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται
μεγαλύτερη ταχύτητα στην απόδοση πολιτικών και οικονομικών κερδών για το
κεφάλαιο, ενώ οι ευάλωτες στο πολιτικό κόστος κυβερνήσεις των κρατών μελών,
απαλλαγμένες πλέον από αυτό,
μπορούν να συνεχίσουν απρόσκοπτα και να επιταχύνουν ανάλογες
αναδιαρθρώσεις και πολιτικές στο εσωτερικό.
Παράλληλα, και ιδιαίτερα ο συγκεντρωτισμός και η τάση απόσπασης των
οργάνων πολιτικών αποφάσεων, αποτυπώνει την προσπάθεια για μια, κατ’ αρχήν,
θεσμική ρύθμιση των ενδοαστικών ανταγωνισμών που θα μπορούσαν να αποβούν
μοιραίοι για το εγχείρημα της ολοκλήρωσης. Περαιτέρω, όπως θα δούμε παρακάτω, η
προσπάθεια ρύθμισης των ανταγωνισμών, εμφανίζεται άμεσα και έμμεσα, και
εξειδικεύεται και σε σειρά άλλων διατάξεων της συντακτικής συνθήκης (εναλλαγή
ομοφωνίας – ειδικής πλειοψηφίας, ομάδες ενισχυμένης συνεργασίας, ειδικές ρυθμιστικές για την αγορά
διατάξεις κ. ά.).
Β. ΕΓΓΕΝΕΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ
ΕΧΘΡΟΥ.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ταύτιση εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού,
δεν αποτελεί ανάγκη κάποιας μαρξιστικής ανάλυσης, αλλά ακριβή μεταφορά της
θεμελιώδους οπτικής της συντακτικής ευρω-συνθήκης. Πράγματι, ήδη από το πρώτο μέρος της,
ρυθμίζεται σε επίπεδο αρχών η «κοινή
πολιτική ασφάλειας και άμυνας»(Ι.40) εξειδικευόμενη στο τρίτο μέρος της
συνθήκης. Ειδικότερα:
·
Καθιερώνεται δόγμα ενιαίας
αντιμετώπισης εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού, με την αναγόρευση της
τριπλέτας «κοινή εξωτερική πολιτική + πολιτική άμυνας + πολιτική ασφάλειας», στον δεύτερο
(μαζί με την αγορά) κεντρικό, στρατηγικό, ενιαίο και συγκεντρωτικό πυρήνα της
ολοκλήρωσης, χαρακτηριζόμενο δε από το ίδιο το κείμενο, ως στοιχείο εγγενές (Ι.40.1).
Δόγμα που, καθ’ ομολογία των συμβαλλομένων, υπαγορεύθηκε από την
ανάγκη να εκδηλωθούν οι επιθετικού χαρακτήρα παγκόσμιες επιδιώξεις της
ένωσης.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αξιολογεί τακτικά τις απειλές που αντιμετωπίζει η
Ένωση και οι περιπτώσεις «πρόληψης τρομοκρατικής απειλής» στο έδαφος
κράτους μέλους, ή «ενδεχόμενης τρομοκρατικής επίθεσης» στο εσωτερικό
κράτους μέλους, αντιμετωπίζονται από κοινού με πολιτικά ή στρατιωτικά μέσα, με
συνεργασία των αμιγώς στρατιωτικών οργάνων με τις επιτροπές δήθεν ασφαλείας (βλ.
παρακάτω).
·
Τίθεται ως πρωταρχικό το ζήτημα
της κατάκτησης της στρατιωτικής επιχειρησιακής αυτονομίας της Ε.Ε. κυρίως
στις αποστολές στο εξωτερικό (Ι.40.1), στοιχείο απαραίτητο για να ανταγωνιστεί
τις Η.Π.Α. και να διεκδικήσει το ρόλο του 2ου πόλου στην παγκόσμια
παλέτα του πολεμικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Διεκδίκηση στρατηγικής σημασίας, με
δεδηλωμένο στόχο «την προώθηση ενός
διεθνούς συστήματος βασιζόμενου σε ενισχυμένη πολυμερή συνεργασία και χρηστή
παγκόσμια διακυβέρνηση» (ΙΙΙ.193.2.η).
·
Καθιερώνονται
συνταγματικά οι προληπτικοί πόλεμοι, και οι
επεμβάσεις μέσω αποστολών εκτός Ένωσης (Ι.40.1), περιλαμβάνουσες δράσεις «αφοπλισμού», αποστολές «πρόληψης» των συγκρούσεων,
επέμβαση μάχιμων δυνάμεων στη διαχείριση των κρίσεων, επιχειρήσεις
σταθεροποίησης κλπ (ΙΙΙ.210.1).
·
«Όλες αυτές οι
αποστολές μπορούν να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της
τρομοκρατίας…»(ΙΙΙ.210.1)
αναδεικνύοντας πανηγυρικά τη στόχευση εναντίον του παγκόσμιου εσωτερικού εχθρού.
Για την αποφυγή δε, κάθε παρεξήγησης, η θεμελιώδης «ρήτρα αλληλεγγύης» αναφέρεται στη
χρήση όλων των μέσων, «συμπεριλαμβανομένων των
στρατιωτικών…» για «την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο
έδαφος κράτους μέλους, την προστασία από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση και
παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του σε περίπτωση τρομοκρατικής
επίθεσης» (Ι.42). Για
την εφαρμογή δε της ρήτρας αυτής, προβλέπεται σταθερή συνεργασία και στήριξη όλων των
δομών ασφάλειας και άμυνας (και επιτροπής ασφάλειας, και Οργανισμού
Εξοπλισμών και διαρθρωμένων συνεργασιών) ΙΙΙ.231.
·
Ιδρύεται
επιπλέον, μόνιμη επιτροπή, «…προκειμένου
να διασφαλισθεί στο εσωτερικό της Ένωσης, η προώθηση και ενίσχυση της
επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής
ασφάλειας»(ΙΙΙ.162), μια
νέα αδιαφανής και ανεξέλεγκτη υπερ-υπηρεσία, μιλιταριστικού χαρακτήρα.
·
Ιδρύεται
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Εξοπλισμών, Ερευνών και Στρατιωτικών
Δυνατοτήτων με
αρμοδιότητες, την εναρμόνιση στον προσδιορισμό των επιχειρησιακών αναγκών
και την λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την
προώθηση και ενίσχυση της έρευνας και πολεμικής τεχνολογίας (Ι.40.3), αλλά και
τη διαχείριση των μεθόδων προμηθειών
(ΙΙΙ.212.1.β), αναδεικνυόμενου σε ένα ακόμη αυτοτελές όργανο της ολοκλήρωσης,
του οποίου το καταστατικό και οι κανόνες λειτουργίας, παραμένουν ανοικτοί στον
ανταγωνισμό δεδομένου ότι η απόφαση που τους καθορίζει λαμβάνεται με ειδική
πλειοψηφία και με βάση το βαθμό πραγματικής συμμετοχής κάθε κράτους μέλους, στον
οργανισμό αυτό(ΙΙΙ.212.2).
·
Η
προαναφερόμενη ανάγκη αυτόνομης επιχειρησιακής δράσης, σε συνδυασμό με τον
παρόντα συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Ε., επέβαλαν, αφ’ ενός μεν, την
παραπομπή στο μέλλον της χάραξης κοινής αμυντικής πολιτικής και τη δήλωση σεβασμού στο ΝΑΤΟ
(Ι.40.2), αφ’ ετέρου δε, την δέσμευση
των κρατών μελών να επιδοθούν σε κούρσα εξοπλισμών προκειμένου να
υπηρετήσουν το κοινό ευρω-στρατιωτικό όραμα (Ι.40.3).
·
Στο
μεσοδιάστημα, ο μαινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Ε. αλλά και εντός
των πλαισίων της Ε.Ε., οδηγεί στην εμφάνιση του θεσμού της «διαρθρωμένης» ή «ενισχυμένης συνεργασίας» (Ι.40.6,
ΙΙΙ.213.1,2) δια της οποίας, κράτη μέλη με ενισχυμένες στρατιωτικές δυνατότητες,
μπορούν να συγκροτούν ειδικές ομάδες αποστολής και επέμβασης που θέτουν στην
υπηρεσία της Ε.Ε. Καθίσταται προφανές ότι τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στις
ομάδες αυτές αποτελούν και την πρώτη
ταχύτητα της ολοκλήρωσης, με
προωθημένες θέσεις στον εσωτερικό ανταγωνισμό, πολύ περισσότερο, που για να
ενταχθεί νέο μέλος σε μία ήδη διαμορφωμένη ομάδα «διαρθρωμένης συνεργασίας»,
αποφασίζουν οι υπουργοί εξωτερικών των κρατών μελών της
ομάδας.
Γ. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ
ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.
Το κεφάλαιο αυτό
αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα, τον σκληρό πυρήνα της ολοκλήρωσης, γι’ αυτό και
θεμελιώνεται με τον πιο συγκεντρωτικό τρόπο από τη συντακτική ευρωσυνθήκη. Η κατοχύρωση της πιο βάρβαρης αγοράς
συνοδεύεται από ρυθμιστικές του ανταγωνισμού διατάξεις, σε μια προσπάθεια να
τεθεί αυτός, εντός αμοιβαία αποδεκτών πλαισίων. Παράλληλα, προκειμένου να
υπηρετηθεί ο κεντρικός στόχος της ολοκλήρωσης, θεμελιώνεται η πιο βαθιά και ολοκληρωμένη
επέμβαση, όχι μόνο στις μέχρι σήμερα δεδομένες εργασιακές σχέσεις, αλλά στο
σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν την κοινωνική, πολιτιστική, ηθική ακόμη και
την ανθρώπινη φύση του εργαζόμενου.
·
Όπως είδαμε, στο θεμελιώδες άρθρο 3 της συντακτικής ευρωσυνθήκης,
καταγράφεται «η άκρως ανταγωνιστική
κοινωνική οικονομία της αγοράς» ενώ η Ένωση «διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να θεσπίζει
τους αναγκαίους για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς κανόνες ανταγωνισμού»
(Ι.12.1), καθώς και να χαράζει τη
«νομισματική πολιτική» «κοινή εμπορική πολιτική» (Ι.12.1). Επιπλέον, το ανώτατο διοικητικό όργανο
της ολοκλήρωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξασφαλίζει δια των αρμοδιοτήτων που της
ανατίθενται, την υποταγή όλων των επιμέρους πολιτικών και κοινωνικών ρυθμίσεων,
στην κερδοφορία του πιο βάρβαρου πολιτικοοικονομικού μοντέλου. Στο θεμέλιο
αυτό λίθο της ολοκλήρωσης, κανένας ανταγωνισμός δεν καταγράφεται, καμία
σύγκρουση που, εν δυνάμει έστω, να
θέτει σε αμφισβήτηση την απόλυτη συμφωνία των εθνικών αστικών τάξεων στο
στόχο της μεσαιωνικής εκμετάλλευσης της ε.τ.
·
Νέου τύπου «δημοκρατικές ελευθερίες και ισότητες» εμφανίζονται, όπως η άρση κάθε
περιορισμού ή ελέγχου στην εγκατάσταση εταιριών ή υποκαταστημάτων τους στο
έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους (ΙΙ.22.1), η απελευθέρωση της παροχής
υπηρεσιών από εταιρίες, ακόμη και αν πρόκειται για καταγεγραμμένα
αστικοδημοκρατικά λειτουργήματα (ΙΙΙ.29,30), ή η κατάργηση των ενισχύσεων που
χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή σε ορισμένους κλάδους επιχειρήσεων – π.χ.
κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως οι συγκοινωνίες – προκειμένου να μην νοθεύεται ο
ανταγωνισμός (ΙΙΙ.56.1).
·
Τα
παραπάνω πλαίσια, όπως είναι φυσικό, δημιουργούν συνθήκες ανταγωνισμού τόσο
άκρατου, ώστε θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η ολοκλήρωση. Προς αποφυγή
λοιπόν τέτοιου κινδύνου, θεσπίζονται κανόνες οικονομικής συμπεριφοράς των
εταιριών (όπως η απαγόρευση κατανομής αγορών ή πηγών εφοδιασμού, ή η απαγόρευση
ελέγχου της τεχνολογικής ανάπτυξης), οι οποίοι όμως, υποχωρούν μπροστά σε
«συλλογικές» αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων (ΙΙΙ.50,51). Χαρακτηριστική δε
αποτύπωση του καπιταλιστικού πλέγματος και των διαφορετικών ταχυτήτων των κρατών
μελών μέσα σ’ αυτό, αποτελεί ο νέος θεσμός των «ενισχυμένων συνεργασιών», από
οκταμελείς ομάδες κρατών μελών, προκειμένου «να υπηρετηθούν οι στόχοι της Ένωσης, να
διαφυλαχθούν τα συμφέροντά της και να ενισχυθεί η διαδικασία
ολοκλήρωσης»(Ι.43).
·
Όσον αφορά τη διαχείριση των
εργαζομένων, «τα κράτη μέλη προωθούν την ανταλλαγή
εργαζόμενων νέων» (ΙΙΙ.20),
εργάζονται «…για να προάγουν τη δημιουργία
εξειδικευμένου, εκπαιδευμένου και ευπροσάρμοστου εργατικού δυναμικού και
αγοράς εργασίας ανταποκρινόμενης στις εξελίξεις της οικονομίας, προκειμένου
να επιτύχουν τους στόχους που ορίζονται στο άρ. 1.3»
(ΙΙΙ.97), για την «ανάπτυξη των ανθρώπινων
πόρων…» (ΙΙΙ.103), ενώ «ιδρύεται Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο το οποίο
έχει ως στόχο να προωθεί μέσα στην Ένωση τις δυνατότητες απασχόλησης και τη
γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα των εργαζομένων και να
διευκολύνει την προσαρμογή τους στις μεταλλαγές της βιομηχανίας και
στις αλλαγές των συστημάτων παραγωγής ιδίως μέσω της επαγγελματικής
κατάρτισης και του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού» (ΙΙΙ.113)
Με
την πανηγυρική χρησιμοποίηση ενός νέου, όσο και χυδαίου λεξιλογίου, η συντακτική
συνθήκη δηλώνει την πρόθεση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να μεταχειριστεί και
διαχειριστεί τους εργαζόμενους, χωρίς
προσχήματα, ως αναλώσιμα ανταλλακτικά.
Για να είναι αποδοτικό για το κεφάλαιο, το
σύγχρονο μοντέλο εργαζόμενου,
πρέπει αυτός να κόψει το ιστορικό νήμα που τον συνδέει με την έννοια του
πολίτη (πολύ περισσότερο του προλετάριου). Να αποδεχθεί τον νέο κοινωνικό του ρόλο
ως «μονάδα παραγωγής κέρδους» για το κεφάλαιο, να αντιλαμβάνεται τη
χρησιμότητα της ύπαρξής του, συνδεδεμένη με τη δυνατότητά του να ανταποκρίνεται
στις εναλλασσόμενες ανάγκες του κεφαλαίου σε κάθε συγκυρία. Να μεταλλάξει
την ανάγκη του για γνώση, σε αγώνα για «συνεχή κατάρτιση και ανακατάρτιση». Να
θεωρεί υποχρέωσή του την κατάκτηση των κάθε φορά «απαιτούμενων» προσόντων που θα
εκτιμηθούν από την εργοδοσία η οποία θα του απονείμει τη θέση εργασίας. Ακόμη
και οι πιο ιδιωτικοί τομείς της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής, πρέπει εκ
προοιμίου να υποταχθούν στην αποδοχή μιας ζωής «νομαδικής», μια αέναη μετακίνηση
προς διαφορετικές κάθε φορά «γαίες της επαγγελίας» που θα του παρέχουν μια
κακοπληρωμένη θέση πολύωρης εργασίας.
ΠΑΙΔΕΙΑ |
Πολύ μακριά ακόμη και από το αστικό ιδεολόγημα της «αταξικής» γνώσης και
επιστήμης, που «υπερίπταται» δήθεν της κοινωνίας, η εκπαίδευση
της ευρωσυνθήκης είναι απόλυτα ενταγμένη στο σύστημα της αγοράς
και εξ ίσου υποταγμένη στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Αποτελεί δικαίωμα παρεχόμενο δωρεάν, μόνο μέχρι το βαθμό της
«υποχρεωτικής εκπαίδευσης», θεμελιωμένο στην ίδια διάταξη που θεμελιώνει την «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων» (ΙΙ.14.2,3), τη συντακτική δηλαδή κατοχύρωση της αγοραίας
ιδιωτικής εκπαίδευσης. Παράλληλα, ο βραχνάς της συνεχούς κατάρτισης βαφτίζεται
δικαίωμα, το οποίο φυσικά δεν
παρέχεται δωρεάν (ΙΙ.14.1).
Η
Ε.Ε. με ειδικότερες πολιτικές «ενθαρρύνει
την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως» (ΙΙΙ.182.2.στ), με στόχο «την προσαρμογή στις μεταλλαγές της
βιομηχανίας, ιδίως μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και επαγγελματικού
αναπροσανατολισμού», καθώς επίσης «να βελτιώνει την αρχική
επαγγελματική εκπαίδευση και την συνεχή κατάρτιση, για να
διευκολύνεται η επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά
εργασία» και «να ενισχύει την
κινητικότητα των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίων των νέων»
(ΙΙΙ.183.2.α,β,γ).
Είναι προφανές ότι το προαναφερόμενο μοντέλο εργαζόμενου απαιτεί και ένα
ανάλογο μοντέλο εκπαιδευόμενου.
Η λέξη «παιδεία» ούτε μια φορά δεν συναντάται στο κείμενο της
συντακτικής ευρωσυνθήκης. Για ευνόητους λόγους, έχει αντικατασταθεί από τη λέξη
«εκπαίδευση». Μια αντικατάσταση, που δηλώνει τη μετατόπιση του κέντρου
βάρους, από την κοινωνική γνώση, στην ευθεία λειτουργική προσαρμογή της
εκπαιδευτικής διαδικασίας στην απόδοση κερδών για το κεφάλαιο. Από το «μάθε παιδί μου γράμματα» στον
στρατευμένο λειτουργικό αναλφαβητισμό.
Η αγωνία της δια βίου κατάρτισης και της εργασιακής περιπλάνησης αποκτά
συντακτική νομιμότητα και απελπιστική μονιμότητα. «Απαλλαγμένος» από κάθε κοινωνικό ακόμη
και ανθρωπιστικό χαρακτηριστικό, ο
ευρωπαίος μαθητής ή φοιτητής
συλλέγει τις πληροφορίες που θα του είναι απαραίτητες για να ανταποκριθεί στο ρόλο του εργαζόμενου
που περιγράψαμε παραπάνω. Η όλη εκπαιδευτική διαδικασία αφ’ ενός προσδένεται
απόλυτα όχι μόνο στις στρατηγικές αλλά και τις συγκυριακές ανάγκες του
κεφαλαίου, αφ’ ετέρου εμπεριέχει τον ίδιο τον εκπαιδευόμενο, ο οποίος με
στρατιωτική πειθαρχία μεταλλάσσεται ολόκληρος (αλλάζει τόπο, γνωστικό
αντικείμενο, ιδιότητα επιστημονική ή επαγγελματική, θεωρεί αυτονόητο το να
εναλλάσσει περιόδους εργασίας με περιόδους ανεργίας, κατά τις οποίες υποχρεούται
να ανακαταρτίζεται) προκειμένου, ολοένα και πιο ευέλικτος, να γίνει απλώς πιο
ελκυστικός «απασχολήσιμος», στη
βάση των αναγκών του κεφαλαίου σε κάθε εποχή.
Δ.
ΧΑΡΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ
ΔΟΜΩΝ.
Στο
πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των συλλογικών ελευθεριών καταγράφεται, η
αποφορά της πολιτικής «ασφάλειας»,
η απεμπόληση των πιο παραδοσιακά δεδομένων δημοκρατικών πολιτικών
δικαιωμάτων, μαζί με την κατάργηση δεδομένων μέχρι σήμερα εργασιακών
δικαιωμάτων. Από την άλλη πλευρά και για πρώτη φορά, εμφανίζεται, στο ίδιο
πλαίσιο «δημοκρατικών» διατάξεων,
η χάρτα δικαιωμάτων της
εργοδοσίας! Ακόμη όμως και για
την περίπτωση που τα ελάχιστα κατοχυρωμένα δικαιώματα και ελευθερίες κριθούν
«πολυτελή» για το κεφάλαιο σε κάποια συγκυρία, ειδική ρήτρα προβλέπει τη
δυνατότητα περιορισμού τους προς εξυπηρέτηση στόχων «γενικού ενδιαφέροντος»
(ΙΙ.52). Σε κάθε δε περίπτωση υπαγορεύεται ρητά η ερμηνεία των
παρεχόμενων δικαιωμάτων, υπό τους όρους που καθορίζουν τα λοιπά μέρη της
συντακτικής συνθήκης (αγορά, πόλεμοι, τρομοκρατία κλπ) (ΙΙ.52)
Ειδικότερα:
·
Η συντακτική
ευρωσυνθήκη, αρνείται να ενσωματώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι χαρακτηριστική η θεμελιώδης
διάταξη, δια της οποίας «Η Ένωση
επιδιώκει την προσχώρηση…» στην ΕΣΔΑ. (Ι.7.2), πράγμα που
σημαίνει ότι α) η ΕΣΔΑ, που
ψηφίστηκε το 1957, έχει ενσωματώσει
τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα στο έδαφος των αστικοδημοκρατικών κατακτήσεων
και έχει αναγνωρισθεί από το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών, εγκαταλείπεται και
για τα κράτη μέλη της Ε.Ε., υπονομεύεται έναντι των συνταγματικών διατάξεων της
Ε.Ε. που υπερισχύουν, και κάθε της
διάταξη στο εξής θα εξετάζεται υπό το πρίσμα της μη σύγκρουσής της με τις
ευρωσυνταγματικές διατάξεις ενώ, β)
στο βαθμό που ανοιχθεί η σχετική συζήτηση στο μέλλον, η Ε.Ε., ως αυτοτελής
νομική προσωπικότητα, θα εξετάσει την ΕΣΔΑ υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις
της δεν συγκρούονται με τις συνταγματικές διατάξεις της Ε.Ε. (σύγκρουση ήδη
δεδομένη).
·
Η
αποφορά της «ασφάλειας» βαφτίζεται ελευθερία με προφανή προσανατολισμό την
ασφάλεια των δομών (ιδιαίτερα με την όσμωσή του με τις προαναφερθείσες πολιτικές
ασφάλειας, σελ.7,8) .
Υπό αυτή τη σκέπη άλλωστε, αναγνωρίζεται η δυνατότητα κάθε προσώπου «να συμβουλεύεται δικηγόρο»
αλλά όχι πια απαραίτητα της επιλογής του (ΙΙ.47.2), «διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της
υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο» (ΙΙ.48), αλλά όχι συγκεκριμένα, π.χ. η
γνώση όλων των εγγράφων της δικογραφίας, η γνώση της κατηγορίας, σειρά εγγυήσεων για τα δικαιώματα του
κατηγορουμένου που τον προφυλάσσουν από αυθαίρετες σκευωρίες των διωκτικών
αρχών, έχουν εξαφανισθεί. Στην
θέση τους θεμελιώνεται το «αμοιβαία
παραδεκτό των αποδείξεων» π.χ. ευάλωτων μαρτυρικών
καταθέσεων(ΙΙΙ.171.2.α) , η
ολοένα στενότερη συνεργασία δικαστικών και διωκτικών αρχών στο φακέλωμα
και την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, με μια κουβέντα ανατρέπεται εκ θεμελίων το παραδοσιακό
σύστημα αστικοδημοκρατικών εγγυήσεων με μια κίνηση που θυμίσει το αναποδογύρισμα
της κλεψύδρας.
·
Θεσμοθετείται
συνταγματικά το lock-out!
Αναβαπτιζόμενο
ως «δικαίωμα ανταπεργίας», το από
χρόνια απαγορευμένο αυταρχικό κλείσιμο του εργοστασίου ή της εταιρίας και η
άρνηση της εργοδοσίας να δεχθεί την παροχή εργασίας των ανυπάκουων εργαζομένων
(συνοδευόμενη φυσικά από άρνηση να τους πληρώσει), αναγνωρίζεται ως «δικαίωμα συλλογικής δράσης» (ΙΙ.27) των εργοδοτών, απέναντι στο
δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων.
·
Οι
εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους, ενημερώνονται και διαβουλεύονται με την
επιχείρηση «στα ενδεδειγμένα επίπεδα» (ΙΙ.27),
ενώ διαπραγματεύονται και συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, επίσης, «στα ενδεδειγμένα επίπεδα» (ΙΙ.28). Η
απουσία προσδιορισμού των πλαισίων των «ενδεδειγμένων επιπέδων», παραπέμπει στον
αυτοματισμό που παράγει η αυστηρά
συγκεντρωτική κατοχύρωση της ακραία ανταγωνιστικής οικονομίας, ως άξονα και
κριτήριο που πρέπει να υπηρετείται από κάθε επιχειρησιακή τακτική και σύμβαση με
οικονομικές συνέπειες. Στον ίδιο άξονα και η αναγνώριση στους
εργαζομένους του δικαιώματος σε «μέγιστο» ωράριο (π.χ. 12 ώρες;) ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους
ανάπαυσης (ελαστικά), και ετήσια περίοδο διακοπών (ΙΙ.31.2),
απονέμοντας στους εργοδότες το δικαίωμα να προσδιορίζουν, με βάση τις ανάγκες
τους, τα όρια της «ελαστικότητας» των εργαζομένων.
E.
ΝΕΑ
(;) ΣΧΕΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ – ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΥ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
Ένα
πρώτο συμπέρασμα, ότι η συντακτική ευρωσυνθήκη, αποτυπώνει την αποφασιστική
ενίσχυση του διεθνούς δικαίου σε σχέση με το εθνικό, είναι, κατ’ αρχήν,
σωστό. Το πρώτο καθορίζει αυστηρά
τα πλαίσια και τις αρχές, εντός των οποίων η παραγωγή του δευτέρου οφείλει να
κινηθεί. Τα πολιτικά κέντρα
αποφάσεων μετατοπίζονται, απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από την εργαζόμενη
πλειοψηφία, έτσι ώστε η, εντός των αστικών πλαισίων, αποδεκτή, ταξική πάλη
αποκτά χαρακτήρα έμμεσο, μακροπρόθεσμο και ακίνδυνο, τόσο για τις εθνικές
κυβερνήσεις όσο και για την υπερεθνική διοίκηση. Ο προαναφερθείς πολιτικός αυτοματισμός
απονομιμοποιεί, κάθε εργατική αμφισβήτηση,
και την καταστέλλει προληπτικά, εν τη γενέσει
της.
Πρόκειται άραγε για μια επιβολή
του διεθνούς δικαίου επί του εθνικού, μια έξωθεν επέμβαση και
αναδιαμόρφωση του εσωτερικού; Στο ερώτημα αυτό, μια καταφατική απάντηση θα ήταν
απολύτως λανθασμένη.
Ήδη, από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90, το εσωτερικό δίκαιο αλλάζει,
εξελίσσεται και αναδιαρθρώνεται στις ίδιες κατευθύνσεις με το διεθνές,
υπηρετώντας τους ίδιους, άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους του κεφαλαίου. Τα
τελευταία χρόνια αυτή η αναδιάρθρωση του εσωτερικού δικαίου έχει αποκτήσει
ιδιαίτερη ταχύτητα και βιαιότητα, αναδομεί δε, ολοένα και πιο ολοκληρωμένα και
βαθιά, όλα τα επίπεδα της ζωής του εργαζόμενου, ανατρέποντας κάθε «αυτονόητο»
και παγιωμένο εργατικό δικαίωμα. Η νέα,
εσωτερική νομιμότητα έχει, ήδη, αποκτήσει «γκρίζες ζώνες» στις οποίες
συνωστίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και όχι μόνο οι πρωτοπορίες.
Επιπλέον, και στη συντακτική ευρωσυνθήκη, αποτυπώνεται και αντίστροφη
κίνηση, ενίσχυσης δηλ. του εσωτερικού δικαίου. Στις «περιοχές» του δικαίου
όπου υπάρχει, εν δυνάμει έστω, πιθανότητα, η υπερεθνική ρύθμιση θεμάτων να
ευνοήσει εργατικές διεκδικήσεις, το διεθνές δίκαιο, παραχωρεί αποκλειστική
αρμοδιότητα στο εθνικό. Έτσι, αποκλείεται η εναρμόνιση (ΙΙΙ.104.2.α) των νομοθετικών
διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την κοινωνική προστασία της εργασίας
(συνθήκες εργασίας, εκμετάλλευση μεταναστών, μέτρα προστασίας της υγείας και της
ασφάλειας των εργαζομένων κ.ά.) μια που μια τέτοια εναρμόνιση θα μπορούσε να
οδηγήσει π.χ. έλληνες εργαζόμενους ή μετανάστες, να διεκδικήσουν την εφαρμογή
και στην Ελλάδα, των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος των μητροπόλεων του
καπιταλισμού.
Η
ταυτόχρονη παρατήρηση της εξέλιξης εσωτερικού και διεθνούς δικαίου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι
δεν πρόκειται για μια έξωθεν επιβολή των συμφερόντων του κεφαλαίου δια της
ενίσχυσης του διεθνούς δικαίου, αλλά για ταυτόχρονη, αλληλοδιαπλεκόμενη
κίνηση εσωτερικού και διεθνούς, προς την
κατεύθυνση της διαμόρφωσης του κερδοφόρου για το κεφάλαιο,
κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού χάρτη της φάσης του συστήματος που
διανύουμε. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση του διεθνούς
δικαίου έναντι του εθνικού είναι αναγκαία για την επιτυχία των, στρατηγικού
χαρακτήρα για το κεφάλαιο, ολοκληρώσεων, υπηρετείται ταυτόχρονα από το εθνικό
και το διεθνές δίκαιο, και παράγει κέρδη τόσο για το διεθνές κεφάλαιο όσο και
για την εθνική αστική τάξη.
Την ίδια, αμφίδρομη κίνηση ακολουθεί και η σχέση μεταξύ εθνικού κράτους
και υπερεθνικού σχηματισμού.
Από τη μια πλευρά, η νέου τύπου πολιτειακή οργάνωση της
Ένωσης και ο αυστηρός συγκεντρωτισμός στη λήψη των κεντρικών πολιτικών
αποφάσεων, μαζί με την αφαίμαξη των διοικητικών οργάνων από το σύνολο σχεδόν του
αντιπροσωπευτικού τους χαρακτήρα, σηματοδοτούν την υποχώρηση του εθνικού κράτους
έναντι του υπερεθνικού σχηματισμού όσον αφορά τη χάραξη της, ενιαίας, στρατηγικού χαρακτήρα για το
σύνολο του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, πολιτικής της ολοκλήρωσης (αγορά, επιχειρησιακή
αυτονομία, εσωτερικός εχθρός).
Από την άλλη, μεγάλη συζήτηση έγινε, κατά τις διαπραγματεύσεις για την συντακτική ευρωσυνθήκη, για την
επιλογή του όρου που θα δηλώνει την μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα κράτη μέλη στην
Ένωση υπό τη νέα νομική της προσωπικότητα. Τελικά, επιλέχθηκε η διατύπωση
«τα κράτη μέλη αναθέτουν στην Ένωση…» τις παραπάνω
αρμοδιότητες (αντί π.χ. η ένωση αναλαμβάνει, ή τα κράτη μέλη χορηγούν, ή
μεταφέρουν). Κι αυτό για να
διατυπωθεί και πανηγυρικά η
διατήρηση από μέρους των κρατών μελών του αποφασιστικού τους ρόλου για την ίδια
την ύπαρξη της συγκεκριμένης ολοκλήρωσης, και συνακόλουθα της δυνατότητάς τους, να
αποσύρουν την «ανάθεση» των παραπάνω αρμοδιοτήτων, όταν κάτι τέτοιο κριθεί
αναγκαίο στα πλαίσια του διεθνούς ενδοαστικού ανταγωνισμού. Άλλωστε, η δήλωση
του V.G.
d’
Estaing
για
«Ένωση
σταθερή, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο»
είναι
δηλωτική του στρατηγικού μεν χαρακτήρα των ολοκληρώσεων για το κεφάλαιο, αλλά
όχι απαραίτητα και για πάντα, αυτής της ολοκλήρωσης.
Οι «διαρθρωμένες»
ή
«ενισχυμένες
συνεργασίες» που είδαμε αναλυτικά παραπάνω,
αποτυπώνουν ευκρινέστερα το καπιταλιστικό πλέγμα εντός της συγκεκριμένης
ολοκλήρωσης, με τα, πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά, εθνικά κράτη να συγκροτούν ομάδες
αυτόνομης οικονομικής ή στρατιωτικής δράσης και επέμβασης στο εσωτερικό ή το
εξωτερικό της ΄Ενωσης, με συνακόλουθα αποτελέσματα, αφ’ ενός οικονομικά,
γεωστρατηγικά και πολιτικά κέρδη για τις αστικές τους τάξεις, αφ’ ετέρου τη
δυνατότητα να επιδρούν, στην πράξη καθοριστικά, στη διαμόρφωση πολιτικών
δεδομένων για την ίδια την Ένωση στο σύνολό της.
Ένα επιπλέον στοιχείο που πρέπει να προστεθεί στη συλλογιστική μας είναι
η εξέλιξη του ίδιου του εθνικού αστικού κράτους, την τελευταία δεκαετία. Αν και
η αναλυτική παρατήρηση είναι αντικείμενο ενός άλλου ξεχωριστού κειμένου, εν
τούτοις, μπορούμε συνοπτικά να πούμε ότι καθαυτό το εθνικό αστικό κράτος
μεταλλάσσεται στα πρότυπα του υπερεθνικού. Απαλλάσσεται από όλες τις υποχρεώσεις
πρόνοιας και ελέγχου των μηχανισμών του, αναθέτοντας αυτές τις αρμοδιότητες σε
«ανεξάρτητες» και διορισμένες φυσικά, αρχές (συνήγορος του πολίτη, αρχή
προστασίας προσωπικών δεδομένων, εθνική επιτροπή δικαιωμάτων του ανθρώπου
κ.ά.), αναδεικνύει το πρόσωπό του
ως συλλογικού καπιταλιστή (με τον ιδιωτικοοικονομικό, και στη μορφή πλέον,
χαρακτήρα των υπηρεσιών του και το επιχειρηματικό κεντρικό προφίλ του), βρίσκεται «κοντά στον
πολίτη» με τη στρατιωτικοποίηση και γιγάντωση των αδιαφανών μηχανισμών ελέγχου
και καταστολής, ενώ η ανυποληψία του πολιτικού προσωπικού έχει, ήδη από καιρό,
φέρει στο προσκήνιο, σε πολλαπλούς ρόλους, π.χ. ως εγγυητές της καλής
λειτουργίας του συστήματος και κοινωνικούς ταγούς, μηχανισμούς όπως ο
δικαστικός, η εκκλησία, τα μ.μ.ε. κλπ.
Εθνικό κράτος και υπερεθνικός σχηματισμός, κινούνται,
αλληλοδιαπλεκόμενα και ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση, με ενίσχυση του
ενός ή του άλλου, όπου υπάρχει αντίστοιχη ανάγκη του κεφαλαίου. Η ενίσχυση
του υπερεθνικού αποτελεί αναγκαιότητα για την επιτυχία της ολοκλήρωσης, στο
βαθμό που αυτή αποτελεί κοινό κεντρικό στόχο του ευρωπαϊκού κεφαλαίου,
προκειμένου η ένωση να διεκδικήσει με επιτυχία το ρόλο του δεύτερου πόλου, αλλά
και να ανταγωνιστεί τις Η.Π.Α., στην παγκόσμια σκακιέρα. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση
αυτή, εξυπηρετεί τα εθνικά κράτη που, κινούμενα στην ίδια κατεύθυνση,
επιτυγχάνουν μεγαλύτερες ταχύτητες και λιγότερους κοινωνικοπολιτικούς
τριγμούς (π.χ. εκτός των άλλων,
πολεμικός προσανατολισμός της Ε.Ε., στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας στο
εσωτερικό, επαγγελματικός εθνικός στρατός, αλλαγή δόγματος του Ελληνικού στρατού
από το δόγμα του «ισοδύναμου πλήγματος», στο «προληπτικό πλήγμα»). Με την
πολιτική αυτοματοποίηση που «προσφέρει» ο υπερεθνικός σχηματισμός, κερδοφορούν
και το εθνικό κράτος και οι εθνικές
αστικές τάξεις από τη μεσαιωνική εκμετάλλευση των εργατικών τάξεων. Μια
κερδοφορία, που κατόπιν μεταφράζεται σε ισχύ στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό,
εντός και εκτός ολοκλήρωσης.
Τα παραπάνω μας οδηγούν σε μερικά συμπεράσματα, κρίσιμα για την αντίληψη
που πρέπει να κυριαρχήσει στην ανάπτυξη της πάλης ενάντια στη συντακτική
ευρωσυνθήκη.
Το πρώτο αφορά τον, στρατηγικό για το κεφάλαιο, χαρακτήρα των υπερεθνικών
ολοκληρώσεων, ο οποίος δεν αποκλείει, αντίθετα εμπεριέχει, τον πιο λυσσαλέο
ενδοαστικό ανταγωνισμό των εθνικών αστικών τάξεων, ταυτόχρονα με την αδιατάραχτη
συμμαχία τους στην προώθηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της
διεκδίκησης του δεύτερου ρόλου στην παγκόσμια καπιταλιστική
παλέτα.
Στα πλαίσια αυτά, η συντακτική ευρωσυνθήκη καταγράφει τους συσχετισμούς,
αλλά και προωθεί την ολοκλήρωση και δι’ αυτής, τα σχέδια του ευρωπαϊκού και του
εθνικού κεφαλαίου, ταυτόχρονα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η τάση αυτή,
υπηρετείται ταυτόχρονα από τον υπερεθνικό οργανισμό αλλά και από το εθνικό
κράτος και επεμβαίνει, αναδιαρθρώνει και αναδομεί, με τρόπο ενιαίο, αδιαίρετο
και αλληλοδιαπλεκόμενο, όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας,
ξεχερσώνοντας ακόμη και τα θεωρούμενα αυτονόητα εργατικά δικαιώματα,
περιγράφοντας το νέο μοντέλο του διοικούμενου εργαζόμενου, νεολαίου, ανθρώπου εν γένει, ως μονάδα
παραγωγής κέρδους για το κεφάλαιο.
Στα παραπάνω πλαίσια, η γραμμή αντιπαράθεσης του κινήματος μέσω της
υπεράσπισης του παλιού γνώριμου αστικού κράτους αποδεικνύεται τουλάχιστον
ανεδαφική. Κι αυτό γιατί, κατ’ αρχήν, το παλιό γνώριμο εθνικό κράτος των
αστικοδημοκρατικών αρχών διακυβέρνησης δεν υπάρχει πια. Το νέο εθνικό
κράτος, με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, απαλλάσσεται από την παρωχημένη
για το κεφάλαιο αστική δημοκρατία και φέρνει στην επιφάνεια τον πιο σκληρό
πυρήνα της δικτατορίας της αστικής τάξης. Είμαστε ήδη σε θέση να
περιγράψουμε τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, όχι βερμπαλιστικά, αλλά
ως υπαρκτή τάση με ταχεία εξέλιξη, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αποτελέσματα
για την ταξική πάλη.
Ούτε αυτό το κράτος μπορούμε να υπερασπιστούμε ούτε φυσικά να
επιστρέψουμε στην ιστορική στιγμή που η αστική τάξη ως πρωτοπορία επέβαλε τις αστικοδημοκρατικές
ελευθερίες (μια που οι εργατικές κατακτήσεις του 19ου και του 20ου αι., συνδέονται
περισσότερο με τον άξονα των
σοσιαλιστικών επαναστάσεων και των παγκοσμίων πολέμων που έθεσαν εν τοις
πράγμασι ζήτημα ανατροπής του συστήματος).
Μήπως όμως η μη υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας σημαίνει εγκατάλειψη των αστικοδημοκρατικών κατακτήσεων από την εργατική τάξη; Κατηγορηματικά όχι. Αντίθετα, σημαίνει υπεράσπιση οποιασδήποτε ελευθερίας, όπου και να είναι καταγεγραμμένη, ακόμη και αν δεν είναι καταγεγραμμένη, από τη σκοπιά της διεκδίκησης της πλήρους απελευθέρωσης, της εργατικής δημοκρατίας. Σημαίνει, ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ, οι διεκδικήσεις στο μερικό και στο λίγο είναι καταδικασμένες σε συντριβή και η εργατική απελευθέρωση αποτελεί τη μόνη δυνατότητα και προοπτική.
Το σύστημα, μέσω της ολοκληρωτικής, ανελαστικής, εκμετάλλευσης, δίνει τη δυνατότητα σε κάθε εργατική διεκδίκηση, να αποτελέσει τη σπίθα μιας συνολικής ανατρεπτικής αντίληψης και δράσης, στο βαθμό που το εργατικό κίνημα αντιτάσσει, στον άνθρωπο «μονάδα παραγωγής κέρδους», τον εργαζόμενο παραγωγό του κοινωνικού πλούτου, στη στρατευμένη στα κέρδη του κεφαλαίου εκπαίδευση, την κοινωνική γνώση, στην αντιπροσωπευτική διοίκηση την εργατική αυτοδιεύθυνση, σε κάθε περίπτωση την δυνατότητα του σύγχρονου ανθρώπου να διευθύνει ο ίδιος τη ζωή του, χρησιμοποιώντας όλες τις δυνατότητες της εποχής.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, η πάλη για την συντακτική ευρωσυνθήκη, δεν μπορεί παρά να: α. στρέφεται, ταυτόχρονα, κατά της Ε.Ε. και της κυβέρνησης της Ν. Δ. (και της προηγούμενης φυσικά), β. αναδεικνύει το ρόλο της Ε.Ε. ως υπερεθνικής ολοκλήρωσης που μοναδικό στόχο, δυνατότητα και προοπτική έχει την εξυπηρέτηση του εθνικού και διεθνούς κεφαλαίου μέσα από την μεσαιωνική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, γ. έρχεται σε σύγκρουση με όλες τις δυνάμεις που σπέρνουν αυταπάτες στο εργατικό κίνημα για το ρόλο της Ε.Ε., τη δήθεν δυνατότητα επιμέρους ρήξεων και μεταρρυθμίσεων, αποκαλύπτοντας ότι στην πραγματικότητα αυτές οι δυνάμεις αποτελούν το δούρειο ίππο της αστικής τάξης για την ιδεολογική ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος, δ. καταλήγει ότι, η συντακτική ευρωσυνθήκη αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη της πραγματικής φύσης της Ε.Ε., των συμφερόντων που αυτή υπηρετεί, του πολεμικού αγοραίου προσανατολισμού της, του γεγονότος ότι ο ιμπεριαλιστικός αυτός υπερεθνικός σχηματισμός δεν είναι δυνατόν να μεταρρυθμιστεί, παρά μόνο να ανατραπεί από το διεθνές εργατικό κίνημα ε. θέτει ως άμεσο αίτημα πάλης το ζήτημα της άμεσης αποδέσμευσης.