ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΞΙΚΟ
ΥΠΟΒΑΘΡΟ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΣΜΟΘΕΤΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
«Οι νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις
ιστορικές
πολιτιστικές και υπαρξιακές
προκλήσεις
για το κίνημα της εργατικής
χειραφέτησης»
«Μια πρωταρχική προϋπόθεση χωρίς την
οποία όλες οι παραπέρα προσπάθειες για βελτίωση και απελευθέρωση θα αποδειχθούν
μάταιες, είναι ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας (8ωρο). Είναι απαραίτητος για
να είναι δυνατή η αποκατάσταση της υγείας και των φυσικών δυνάμεων της εργατικής
τάξης, δηλαδή του μεγάλου κορμού κάθε έθνους, όπως επίσης και για να της εξασφαλιστεί η δυνατότητα για
πνευματική ανάπτυξη, κοινωνικών σχέσεων, κοινωνικής και πολιτικής δράσης» [Κ.
Μαρξ για την Διεθνή Ένωση των Εργατών (1866)].
«Η υπερβολική εργασία του
απασχολούμενου μέρους της εργατικής τάξης πληθαίνει τις γραμμές της εφεδρείας
της (ανέργων), ενώ αντίθετα η αυξημένη πίεση που η εφεδρεία ασκεί με το
συναγωνισμό της στους απασχολούμενους εργάτες, τους υποχρεώνει να εργάζονται
υπερβολικά και να υποτάσσονται στις προσταγές του κεφαλαίου. Η καταδίκη ενός
μέρους της εργατικής τάξης σε αναγκαστική αργία εξαιτίας της υπερβολικής
εργασίας του άλλου μέρους, και αντίστροφα, μετατρέπεται σε μέσον πλουτισμού του
ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη και επιταχύνει ταυτόχρονα τη δημιουργία του
βιομηχανικού εφεδρικού στρατού σε κλίμακα που να ανταποκρίνεται στην πρόοδο της
κοινωνικής
συσσώρευσης» [Κ. Μαρξ, Το
Κεφάλαιο, τόμος πρώτος].
ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Θεσσαλονίκη – Ιούλιος
2005
Τηλ. : 6944 – 943085
Email :
atarpagos@mailbox.gr
Ιατρού Ζάννα 21 – 54643 Θεσσαλονίκη
Λίγες και ακριβές ή πολλές και φτηνές υπερωρίες ;
Ένα από τα κεντρικά επίδικα αντικείμενα της κοινωνικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας και στην κυβερνητική εξουσία της ΝΔ και τις εργοδοτικές δυνάμεις του ΣΕΒ αναδεικνύεται στην τρέχουσα συγκυρία ο χρόνος, οι μορφές και το ύψος της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης που αποτελεί το πεδίο μιας εσπευσμένης νομοθετικής ρύθμισης πέρα από προσχηματικές διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου. Η στόχευση του σημερινού κυβερνητικού και εργοδοτικού νεοφιλελευθερισμού είναι διπλή : Αφ’ ενός επιδιώκει να διευρύνει το μέγεθος της υπερωριακής απασχόλησης στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και να το απελευθερώσει από οποιονδήποτε κρατικό εποπτικό έλεγχο των (ούτως ή άλλως αδρανοποιημένων) Επιθεωρήσεων Εργασίας, κατά έναν τρόπο εντελώς ανεξέλεγκτο. – Αφ’ ετέρου επιχειρεί να μειώσει το ύψος της αμοιβής της υπεραπασχόλησης των εργαζομένων καθηλώνοντάς το στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, πράγμα που απαξιώνει ακόμη παραπέρα την (σε κάθε περίπτωση αποψιλωμένη) αμοιβή της μισθωτής εργασίας.
Αυτές οι κυβερνητικές επιδιώξεις που
ανταποκρίνονται στις συνεχείς πιέσεις των εργοδοτικών οργανώσεων όλα τα
τελευταία χρόνια για διεύρυνση της υπεραπασχόλησης και φτηνό κόστος των
υπερωριών έρχονται να καταργήσουν τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Ν. 2874 /
2000 και ουσιαστικά να επικυρώσουν
θεσμικά και να επιτείνουν και ενισχύσουν μια παραγωγική οικονομική πρακτική που
είχε επιβληθεί στην προηγούμενη περίοδο (1990 – 2005) της καπιταλιστικής
αναδιάρθρωσης και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Βέβαια η
νομοθετική ρύθμιση αυτού του νόμου αποσκοπούσε πραγματικά στην ουσιαστική τυπική
σχεδόν απαγόρευση της υπερωριακής απασχόλησης και σε κάθε περίπτωση στον μέγιστο
δυνατό περιορισμό της (χαρακτηρίζοντας «παράνομη» την παραπέρα υπεραπασχόληση),
και σε κάθε περίπτωση καθόριζε μια «ακριβή» αμοιβή των υπερωριών (ιδιαίτερα των
«παράνομων») τέτοια που καθιστούσε απαγορευτική τη χρήση του συστήματος
πραγματοποίησης τους από την καπιταλιστική
εργοδοσία.
Προφανώς αυτές οι προηγούμενες νομοθετικές
ρυθμίσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ δεν εμπνέονταν από τον όποιον «φιλεργατισμό»
των ταγών του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού αλλά υπαγορεύονταν από την πρόθεση
άσκησης μιας ορισμένης πίεσης προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στην κατεύθυνση
πραγματοποίησης ορισμένων προσλήψεων, στο μέτρο που ο περιορισμός των υπερωριών
και το ακριβό τους κόστος θα επενεργούσε σ’ αυτή την προοπτική. Κι’ αυτό πάλι
προέκυπτε από το γεγονός της υπερμεγέθους διόγκωσης της εργατικής ανεργίας που
έπαιρνε (και διατηρεί και σήμερα) εκρηκτικές διαστάσεις και μπορούσε δυνητικά να
επιφέρει μιαν ορισμένη κοινωνική αποσταθεροποίηση. Παρ’ όλα αυτά οι ίδιες οι κυβερνητικές πρακτικές
του ΠΑΣΟΚ υπονόμευσαν καίρια αυτή την ίδια την εφαρμογή του Ν. 2874 / 2000 στο
μέτρο που οι Επιθεωρήσεις Εργασίας απείχαν από οποιονδήποτε έλεγχο του χρόνου
εργασίας στις ιδιωτικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα και οι «παράνομες» υπερωρίες
να πραγματοποιούνται εντελώς ανοιχτά και «νόμιμα» (η ίδια η εργατική νομολογία
το αποδέχονταν ως «φυσιολογικό» σε αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις) και να
πληρώνονται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα των προβλέψεων του νόμου. Έτσι οι ίδιοι
οι δυσμενείς ταξικοί συσχετισμοί στην παραγωγική διαδικασία όσο και η αναίρεση
των διατάξεων αυτού του νόμου από τις φιλοεργοδοτικές κυβερνητικές πρακτικές,
οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση όπου η κυβέρνηση της ΝΔ «έρχεται να εκκαθαρίσει
το τοπίο» επαναφέροντας νομοθετικά
την ανεξέλεγκτη πραγματοποίηση των υπερωριών και το φτηνό κόστος τους για την
εργοδοσία.
Παίζοντας σ’ ένα γήπεδο εντελώς ναρκοθετημένο…
Ωστόσο η συζήτηση που διεξάγεται στον
αντιπολιτευτικό χώρο κυρίως του θεσμικού συνδικαλισμού και των πλειοψηφιών των
ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, αλλά και σε τμήματα του ταξικού εργατικού κινήματος και της
Αριστεράς, όσο και προφανώς σε μεγάλα στρώματα της εργατικής τάξης στις
επιχειρήσεις της ιδιωτικής οικονομίας, επικεντρώνονται κατ’ εξοχήν στο μέγεθος
και στον έλεγχο της υπερωριακής εργασίας καθώς και στο ύψος (χαμηλότερο ή
υψηλότερο) της αμοιβής της. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που διεξάγεται κυριολεκτικά
στο έδαφος των ταξικών αντιπάλων του αριστερού εργατικού κινήματος και με τους
όρους που κυριολεκτικά υπαγορεύουν
τα αστικά κέντρα και οι εργοδοτικές επιχειρηματικές δυνάμεις. Η αποδοχή της
πρακτικής της υπερωριακής απασχόλησης και η συνακόλουθη επιζήτηση υψηλού κόστους
της υπεραπασχόλησης αντιπροσωπεύει μια καταστρεπτική κοινωνική πολιτική
αντιμετώπισης του κεντρικού αυτού εργασιακού ζητήματος από όλες τις απόψεις
:
Κατά πρώτο γιατί η συστηματική και
γενικευμένη της πρακτική ουσιαστικά καταργεί το ιστορικό 8ωρο εφ’ όσον η
εργοδοσία προσφεύγει κατ’ εξακολούθηση στην επιβολή της υπεραπασχόλησης, με
αποτέλεσμα σε ορισμένους τομείς (λ.χ. τεχνικές κατασκευές κλπ.) το 8ωρο – 5μερο
– 40ωρο να αποτελεί μακρινό παρελθόν και να έχει αντικατασταθεί από το
υποχρεωτικό 10ωρο – 6μερο – 60ωρο, μ’ όλες τις καταστρεπτικές κοινωνικές
συνέπειες για τους εργαζόμενους.
Κατά δεύτερο, επιφέρει την πάγια καθήλωση
των εργατικών αμοιβών και την απουσία διεκδίκησης αύξησής τους στη βάση της
8ωρης εργασίας (πράγμα που έχει γίνει ενδημική πλέον κατάσταση στην πλειονότητα
του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος), στο μέτρο που ο μισθωτός εργαζόμενος
κόσμος, μπροστά στους δυσμενείς ταξικούς συσχετισμούς, την πίεση της
υπερμεγέθους ανεργίας και την έλλειψη ισχυρών συνδικαλιστικών διαπραγματευτικών
δυνατοτήτων, έχει καταλήξει να επιζητεί την εισοδηματική του βελτίωση
αποκλειστικά δια μέσου της επιδίωξης της υπερωριακής απασχόλησης, τόσο στις καθημερινές εργάσιμες ημέρες
όσο και στα Σαββατοκύριακα.
Κατά τρίτο τέλος, αυτήν η κοινωνική πρακτική
όχι μόνον δεν συμβάλλει στην οποιαδήποτε αντιμετώπιση της σταθερής και υψηλής
ανεργίας, αλλά απεναντίας συνεργεί συστηματικά στην αναπαραγωγή και στην
προσαύξησή της, εφ’ όσον τμήματα της εργατικής τάξης υπεραπασχολούνται κι’ έτσι
αφαιρείται εξ αντικειμένου χρόνος εργασίας
από το άνεργο εργατικό δυναμικό.
Παρ’ όλα αυτά η σημερινή κυβερνητική εξουσία
επικαλείται την ορισμένη «συναίνεση» που απορρέει τόσο από την εκλογική της
κοινοβουλευτική επιρροή όσο και από ορισμένες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης
σε σχέση με τις αναδιαρθρώσεις που προωθεί (ιδιωτικοποίηση εργασιακού καθεστώτος
στις ΔΕΚΟ, αποδιάρθρωση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, ελαστικοποίηση
των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας). Κι’ αυτό σ’ έναν
ορισμένο βαθμό έχει μια σχετική υπόσταση ως η ιδεολογική αντανάκλαση μιας
υπαρκτής ολέθριας κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης που έχει προκύψει στην
εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής σ’ ολόκληρη την τελευταία
νεοφιλελεύθερη 15ετία, κι’ όχι ως αποτέλεσμα ελεύθερων πολιτικών και κοινωνικών
επιλογών των μισθωτών εργαζομένων.
Επιλύοντας τον αξεδιάλυτο Γόρδιο
Δεσμό
χρόνου, αμοιβής και απασχόλησης των εργαζομένων
Συγκεκριμένα ο οικονομικός μηχανισμός
κοινωνικού αυτοματισμού που έχει επιβληθεί δεν είναι άλλος από τον ακόλουθο : Η
καπιταλιστική αναδιάρθρωση έχει προκαλέσει μια υπερμεγέθη διόγκωση της ανεργίας
του εργατικού δυναμικού. Αυτή με τη σειρά της με την αφόρητη πίεση που ασκεί
έχει επιφέρει την πολύμορφη καθυπόταξη των ενεργών εργαζομένων στην ιδιωτική
οικονομία. Καίρια έκφρασή της η μακροχρόνια μισθολογική καθήλωση της αμοιβής της
μισθωτής εργασίας με τη συναίνεση της εργοδοτικής πλειονότητας του θεσμικού
συνδικαλισμού. Μπροστά σ’ αυτή την απροσμέτρητη εισοδηματική ανέχεια της
εργατικής τάξης, και μέσα στα πλαίσια μιας δυναμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης,
σημαντικά τμήματα των εργαζομένων, εν απουσία ορατών διεξόδων συνδικαλιστικών
οικονομικών διεκδικήσεων, οδηγήθηκαν στην υιοθέτηση της επιδίωξης μισθολογικής
τους βελτίωσης δια μέσου της επιζήτησης και πραγματοποίησης της συστηματικής
υπερωριακής εργασίας. Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στο
έδαφος των δυσμενών ταξικών συσχετισμών απέκτησε πλέον χαρακτηριστικά «συνέχειας
– μονιμότητας», με αποτέλεσμα να καταστεί κυρίαρχη κατάσταση και πρακτική για
σημαντικά εργατικά στρώματα. Η συνέπεια είναι έτσι να αντανακλασθεί και στο
ιδεολογικό επίπεδο, πράγμα που δημιουργεί και τους πολιτικούς όρους και για την
ίδια πλέον την θεσμική κατάργηση του ιστορικού 8ωρου (επιχειρώντας να κλείσει τη
ρωγμή του 1886).
Το ελληνικό αριστερό και εργατικό κίνημα, εν
αντιθέσει με οποιαδήποτε παραφθαρμένη αντιπολιτευτική εκδοχή των συνδικαλιστικών
και πολιτικών δυνάμεων του «σοσιαλφιλελευθερισμού» δεν μπορεί να ασκήσει την
οποιαδήποτε στοιχειωδώς αριστερή εργατική πολιτική παρά με την πλήρη απεμπλοκή
του από το εντελώς ναρκοθετημένο γήπεδο του μεγέθους, της μορφής και του ύψους
πληρωμής της υπερωριακής εργασίας. Δεν μπορεί να έχει την οποιαδήποτε αξιοπιστία
και φερεγγυότητα παρά επιζητώντας την ολοκληρωτική, ρητή, άμεση και
κατηγορηματική κατάργηση κάθε μορφής υπεραπασχόλησης του οποιουδήποτε είδους,
επανεδραιώνοντας το ιστορικό 8ωρο – 5μερο – 40ωρο. Ωστόσο αυτό είναι πολύμορφα
αναποτελεσματικό εφ’ όσον συνοδεύεται από τους εργατικούς μισθούς της
μακρόχρονης άκρατης εισοδηματικής λιτότητας που ακριβώς όσο διατηρούνται
τροφοδοτούν την ισχυρότατη πίεση για την επιζήτηση της υπερωριακής απασχόλησης.
Κατά συνέπεια η σύγχρονη επανακατάκτηση του ιστορικού 8ωρου δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί παρά με την εργατική ταξική διεκδίκηση της ριζοσπαστικής αύξησης
της αμοιβής της μισθωτής εργασίας. Παρ’ όλα αυτά κι’ αυτός ο δυνητικός
επιτακτικά αναγκαίος στόχος δεν μπορεί να προωθηθεί ενεργητικά (κι’ αυτό
καταμαρτυρεί η υπαρκτή πρακτική των συναπτομένων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
που αναπαράγουν την ΕΓΣΣΕ της ΓΣΕΕ της «εργασιακής ειρήνης και συναίνεσης»), εξ
αιτίας της πίεσης της υπεδιογκωμένης ανεργίας, που ακριβώς συμπληρώνει τον φαύλο
κύκλο του νεοφιλελεύθερου αδιεξόδου. Για να απαλλαγεί όμως ο ενεργός εργαζόμενος
κόσμος από την καταλυτική πίεση του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού και να
μπορέσει να διεκδικήσει την ριζική αύξηση του μεριδίου του στο παραγόμενο
προϊόν, χρειάζεται πρωτίστως να συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση της
ανεργίας. Αυτό προφανώς σημαίνει αφετηριακά την καθολική και αδιαπραγμάτευτη
απαγόρευση κάθε μορφής υπεραπασχόλησης καθώς και την διεκδίκηση κατά τρόπο
έμπρακτο, άμεσο και υλικό την κατάκτηση του 35ωρου – 5μερου – 7ωρου. Και μόνον
το γεγονός της κατάργησης της ετήσιας εργασίας των 2.700 ωρών (10ωρου – 6μερου –
60ωρου) που ισχύει σε πολλούς τομείς της ιδιωτικής οικονομίας με τις
συστηματικές υπερωρίες και η άμεση επαναθεμελίωση του καθημερινού 5μερου 8ωρου
(1.800 ώρες ετήσιας εργασίας) με την επιζήτηση και κατάκτηση του καθημερινού
7ωρου πενθήμερου (1.600 ώρες ετήσιας εργασίας), είναι σε θέση να δημιουργήσει
ποσότητα εργασίας για εκατοντάδες χιλιάδες
ανέργους.
Άρα, η αντιπαλότητα στη νομοθετική ρύθμιση που επιχειρεί να καθιερώσει η κυβέρνηση της ΝΔ σε σύμπλευση με τις εργοδοτικές οργανώσεις, δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα παρά θέτοντας ταυτόχρονα στο επίκεντρο το ολοκληρωμένο και αδιάσπαστα ενιαίο τρίπτυχο της πλέον στοιχειώδους αριστερής εργατικής πολιτικής : Απαγόρευση της υπερωριακής απασχόλησης – Ριζοσπαστική αύξηση των αμοιβών των μισθωτών εργαζομένων – 35ωρη εργάσιμη εβδομάδα των 7 ημερήσιων ωρών απασχόλησης. Χρόνος εργασίας, αμοιβή της εργατικής τάξης και ανεργία του εργατικού δυναμικού αντιπροσωπεύουν στην αλληλοδιαπλοκή τους τον σύγχρονο γόρδιο δεσμό που το εργατικό αριστερό κίνημα έχει να επιλύσει στο πεδίο της σύγχρονης ταξικής πάλης έναντι της όποιας εμπλοκής στο φαλκιδευμένο πλαίσιο του μεγέθους και της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας.
Υπαρξιακός και πολιτιστικός ο πυρήνας
του σημερινού κοινωνικού ζητήματος.
Παρ΄ όλα αυτά, η νομοθετική ρύθμιση της
κυβέρνησης της ΝΔ εμφανίζεται να προωθείται και να εφαρμόζεται, οξύνοντας
παραπέρα την ήδη ολέθρια κοινωνική κατάσταση της εργατικής τάξης στην ιδιωτική
οικονομία, χωρίς την προβολή των αναγκαίων αποτελεσματικών αντιστάσεων. Αυτό
ακριβώς το γεγονός οδηγεί στο να τεθεί το θεμελιακό ερώτημα των κοινωνικών
αφετηριών αυτής της αδυναμίας απάντησης και σ’ αυτή τη νεοφιλελεύθερη
αναδιάρθρωση της οποίας η καίρια συνέπεια, πέρα από την απαξίωση της αμοιβής της
υπεραπασχόλησης, επιδιώκει κυρίως να μονιμοποιήσει την υπερωριακή εργασία, να
αποτρέψει τις οποιεσδήποτε προσλήψεις εργατικού προσωπικού στις ιδιωτικές
επιχειρήσεις, να νομιμοποιήσει την έμπρακτη κατάργηση του ιστορικού 8ωρου και να
σταθεροποιήσει τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο στο πρότυπο του 10ωρου – 6μερου –
60ωρου που ίσχυε μέχρι σήμερα στην παραγωγική πρακτική ορισμένων μόνον τομέων
του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα επιχειρείται πλέον τελικά να
αντιστοιχηθεί η αμοιβή της εργασίας του καθημερινού 10ωρου σ’ εκείνη που θα
χρειάζονταν να αντιστοιχεί στην ημερήσια 8ωρη εργασία. Μ’ άλλες λέξεις για τον
εργατικό μισθό που ανταποκρίνεται στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες στην 8ωρη
εργασία θα χρειάζεται πλέον νομιμοποιημένα η παροχή 10ωρης καθημερινής εργασίας.
Στρατηγική επιδίωξη του κεφαλαίου έτσι
σήμερα, πέρα από την αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου (δια μέσου της
σταθεροποίησης της υπεραπασχόλησης και του χαμηλού κόστους των υπερωριών), που
συμβάλλει στην παραπέρα αύξηση του ποσοστού εργατικής εκμετάλλευσης και
αποδοτικότητας – κερδοφορίας των επιχειρήσεων, είναι η ουσιαστική κατάργηση κάθε
μορφής ελεύθερου χρόνου που είναι αναγκαίος τόσο για την ανασύνθεση των φυσικών
δυνάμεων των εργαζομένων, όσο και για την ανάπτυξη των κοινωνικών τους σχέσεων,
της εργατικής συλλογικότητας και πολιτικής παρέμβασης, της ίδιας της
διανοητικότητας και κριτικής τους σκέψης. Η ολοκληρωτική εξουθένωση της
εργατικής δύναμης που επιδιώκεται αποσκοπεί και στην ίδια την συντριβή κάθε
δυνατότητας κοινωνικής υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης από κάθε άποψη
(συνδικαλιστική, διανοητική, πολιτική). Κι’ αυτό ακριβώς σηματοδοτεί μια
ιστορικών διαστάσεων μετάλλαξη της «κατάστασης» σημαντικών τμημάτων του κόσμου
της μισθωτής εργασίας, μια ακόμη δυσμενέστερη τροποποίηση του ταξικού
συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην σημερινή περίοδο.
Πού ανάγεται και στηρίζεται τελικά η
πρακτική ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων της ιδιωτικής οικονομίας στην
καταναγκαστική επιζήτηση της υπερωριακής απασχόλησης (έναντι της
δραστηριοποίησης για την ριζοσπαστική αύξηση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας
μέσα από την ενίσχυση της κοινωνικής συνδικαλιστικής συλλογικότητας), πράγμα που
επιτείνει την εργατική καθυπόταξη στην εργοδοτική εξουσία και διαχειρίζεται
πολιτικά ο σύγχρονος κυβερνητικός νεοφιλελευθερισμός ; Σε τελική ανάλυση και στο
βάθος των πραγμάτων βρίσκεται πλέον η καταναγκαστική επιβολή μιας αλλοτριωμένης
μορφής ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών που αντιπροσωπεύει ένα αντικειμενικό
αδιέξοδο για την εργαζόμενη πλειοψηφία : Υπεραπασχολούμενη συντείνει στην
αναπαραγωγή της ανεργίας και στην ενίσχυση της επιχειρηματικής εργοδοσίας,
επιτυγχάνει την στοιχειακή αναπαραγωγή της σ’ ένα ορισμένο βιοτικό επίπεδο, ενώ
ταυτόχρονα υφίσταται την ολοκληρωτική απώλεια του ελεύθερου χρόνου, των
κοινωνικών σχέσεων, της διανοητικής ανάπτυξης, της προαγωγής της εργατικής
συλλογικότητας. Μ’ άλλες λέξεις η πλειονότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης για
να μπορέσει να ζήσει σ’ ένα ιστορικά διαμορφωμένο επίπεδο διαβίωσης είναι
αναγκασμένη να χάνει τη ζωή της. Το να ζεις για να εξουθενώνεσαι στην
υπεραπασχόληση προκειμένου να μπορέσεις να ζήσεις, αλλά έτσι ενεργώντας να
χάνεις τη ζωή για την οποία υποτίθεται ότι υπεραπασχολείσαι για να την ζήσεις :
Να το σύγχρονο υπαρξιακό και πολιτιστικό κεντρικό ζήτημα της σημερινής εργατικής
τάξης. Πρόκειται σε τελική ανάλυση για ένα τεραστίων διαστάσεων υπαρξιακό
πολιτιστικό ζήτημα που εντοπίζεται στο επίκεντρο της σημερινής συγκυρίας και που
αφετηριακά απαιτεί την υλική και γειωμένη απάντηση του αριστερού πολιτικού,
διανοητικού και εργατικού κινήματος, ως όρος ζωής τόσο για τον κόσμο της
μισθωτής εργασίας όσο και για το κίνημα της γενικευμένης εργατικής
χειραφέτησης.
Ποιοί είναι οι κοινωνικοί, οικονομικοί και ιδεολογικοί
παράγοντες που έχουν ωθήσει στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης 15ετίας (1990 –
2005) σημαντικά τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας στην υιοθέτηση
πρακτικών εργασιακής υπεραπασχόλησης ; Αφετηρία προφανώς των τάσεων αυτών πυκνής
και συνεχούς υπερωριακής εργασίας στάθηκε η πολιτική (επιχειρηματική και
κρατική) της παρατεταμένης εισοδηματικής αποψίλωσης της εργατικής τάξης που
χρησιμοποιήθηκε για την τροφοδότηση της ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας
(1996 – 2004) με τη συνέργεια της κυβερνητικής διαχείρισης του αστικού
κοινοβουλευτικού δικομματισμού. Βέβαια ο εργαζόμενος κόσμος, ιδιαίτερα στον
ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, δεν οδηγήθηκε στην ανάπτυξη συνδικαλιστικών
διεκδικητικών πρακτικών προσαύξησης των εργατικών μισθών, εξ αιτίας δύο
καθοριστικών παραγόντων : Αφ’ ενός της ισχυρής, μόνιμης και αφόρητης πίεσης του
εφεδρικού στρατού των ανέργων, που έφτασε στο 17% του ΟΕΠ (11% εγγεγραμμένη
ανεργία + 2% λανθάνουσα + 4% μετρούμενη κατηγορία των νέων ανέργων), και που δρα
ακυρωτικά για οποιαδήποτε μισθολογική αγωνιστική διεκδίκηση. – Αφ’ ετέρου της
μακρόχρονης συναινετικής στάσης της εργοδοτικής – κυβερνητικής πλειονότητας του
θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος που αποτυπώνονταν στις ΕΓΣΣΕ της ΓΣΕΕ της
«εργασιακής ειρήνης» των κατώτατων αποδοχών της έσχατης εργατικής ανέχειας.
Αποτέλεσμα έτσι της μακρόχρονης εισοδηματικής λιτότητας και της αδυναμίας
αποτελεσματικής της αντιμετώπισης (πίεση της υπερμεγέθους ανεργίας – συναινετική
στάση πλειοψηφίας θεσμικού συνδικαλισμού), υπήρξε η αντικειμενική τροφοδότηση
μιας έντονης ροπής προς την υπεραπασχόληση (με την τάση της μετάβασης από το
ιστορικό 8ωρο στο 10ωρο και από το εβδομαδιαίο 5μερο στο 6μερο) που σταδιακά
επεκτείνονταν στους περισσότερους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής. Συνέπεια
αυτής της διευρυμένης παραγωγικής πρακτικής ήταν να διαμορφωθούν αντικειμενικές
κοινωνικές καταστάσεις τέτοιες που έδωσαν τη δυνατότητα στη σημερινή
νεοφιλελεύθερη κυβερνητική εξουσία της ΝΔ να επιχειρεί να αποκρυσταλλώσει
νομοθετικά με τις ρυθμίσεις για τις υπερωρίες και την ελαστικοποίηση του χρόνου
απασχόλησης την ουσιαστική επιβολή και γενίκευση του 10ωρου – 6μερου – 60ωρου.
Το όφελος για την επιχειρηματική εργοδοσία είναι περισσότερο από προφανές :
Ουσιαστικά αξιοποιεί την 10ωρη καθημερινή απασχόληση για να καταβάλει αμοιβές
που αντιστοιχούν στο ιστορικό 8ωρο, αποφεύγει την πρόσληψη του αναγκαίου
εργατικού δυναμικού συντηρώντας έτσι την ανεργία σε υπερδιογκωμένα επίπεδα, απαλλάσσεται από τις
ασφαλιστικές εισφορές για την υπεραπασχόληση, θρυμματίζει κάθε μορφή ελεύθερου
χρόνου των εργαζομένων καταστρέφοντας κάθε δυνατότητα κοινωνικών σχέσεων,
διανοητικής ανάπτυξης και συλλογικής πολιτικής παρέμβασης της εργατικής τάξης.
Οι παράγοντες έτσι που λειτούργησαν προωθητικά για την εισαγωγή,
επέκταση, γενίκευση και την σημερινή επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση της
υπεραπασχόλησης, και που εξ αντικειμένου
αποδιάρθρωσαν τις βάσεις του 8ωρου – 5μερου – 40ωρου κι’ έτσι το
κοινωνικό στάτους της μισθωτής εργασίας της 10ετίας του 1980, στάθηκαν κατ’
εξοχήν :
Κατά πρώτο, η έντονη ροπή προς την υπεραπασχόληση του
μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, κατ’ εξοχήν της αλβανικής πλειοψηφίας
(χωρίς δικαιώματα ή με μερική αναγνώριση δικαιωμάτων) καθώς και των
ελληνο-ποντίων και άλλων κατοίκων των νοτιοανατολικών περιοχών της πρώην ΕΣΣΔ
(Γεωργίας – Καζαχστάν – Ουζμπεκιστάν κλπ.) με αναγνώριση των εργατικών τους
δικαιωμάτων. Η ισχυρή επιβολή της συνεχούς υπερωριακής εργασίας επιβλήθηκε στους
αλβανούς μετανάστες με όρους αντικειμενικού καταναγκασμού, εφ’ όσον δεν
μπορούσαν να αντιδράσουν και οδηγούνταν στην αντίθετη περίπτωση στην απέλαση.
Απεναντίας η υπεραπασχόληση του ελληνο-ποντιακού και ρωσικού μεταναστευτικού
δυναμικού δεν μπορούσε να επιβληθεί καταναγκαστικά (αναγνώριση δικαιωμάτων) αλλά
προέκυπτε από τους ίδιους τους οικονομικούς όρους εγκατάστασής τους στην
ελληνική επικράτεια : Έχοντας οδηγηθεί να εγκαταλείψουν κατοικίες, αυτοκίνητα,
οικιακό εξοπλισμό στις πατρίδες προέλευσής τους, ήταν υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν
εξυπαρχής την συγκρότηση της κοινωνικής και οικογενειακής τους ζωής με την
στοιχειώδη προσπάθεια απόκτησης μιας κατοικίας, επίπλων και ηλεκτρικού
εξοπλισμού, ενός αυτοκινήτου κλπ., πράγματα που επέβαλαν την πολύμορφη
υπεραπασχόλησή για όλα τα μέλη των οικογενειών τους.
Τα μεταναστευτικά αυτά στρώματα χρησιμοποιήθηκαν στον αναπτυσσόμενο
ελληνικό καπιταλισμό μέσα στα πλαίσια της σφαίρας των κατώτατων αμοιβών της
«ανειδίκευτης» εργασίας (ανεξαρτήτως των ειδικοτήτων που είχαν από τις χώρες
προέλευσής τους), οι οποίες ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά χαμηλές και αφορούσαν
εξίσου κι’ ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής μισθωτής εργασίας, το οποίο εξ
αυτού του λόγου οδηγούνταν αντικειμενικά στην υπεραπασχόληση. Κατά συνέπεια η
ροπή προς την συνεχή υπερωριακή εργασία υπήρξε εντονότατη σ’ όλο το φάσμα του
κόσμου της «ανειδίκευτης» εργασίας των κατώτατων αμοιβών της ΕΓΣΣΕ (αλβανοί
μετανάστες, έλληνες εργάτες, ελληνο-πόντιοι και ρώσοι), με αφετηρία την
εξόφθαλμη οικονομική ανέχεια, την εργασιακή καταστολή και τις υπέρμετρες ανάγκες
πρωταρχικής κοινωνικής εγκατάστασης στην ελληνική επικράτεια.
Κατά δεύτερο, το γεγονός της ευρύτερης και εντονότερης ανεργίας των
γυναικών και των νέων, οδηγεί συνήθως τους εργαζόμενους άνδρες των εργατικών
οικογενειών (ή και τα δύο μέλη του εργατικού ζευγαριού) στην υπεραπασχόληση,
προκειμένου να καλύψουν τα πρόσθετα οικονομικά έξοδα που απορρέουν από την
ανεργία της (ή του) συζύγου. Γιατί βέβαια το βάρος της ανεργίας δεν το
επωμίζεται το αποδιαρθρωμένο πλέον «κράτος πρόνοιας» (με τα εξευτελιστικά
επιδόματα ανεργίας των 330 ευρώ) αλλά τα υπόλοιπα εργαζόμενα μέλη της εργατικής
οικογένειας τα οποία είναι υποχρεωμένα αντικειμενικά να απασχολούνται
υπερωριακά. Το ίδιο συμβαίνει με την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης της κοινωνικής
κατηγορίας των «νέων ανέργων» που απαρτίζεται μάλιστα από μορφωμένα νεολαιίστικα
στρώματα, και τα οποία βρίσκονται στην οικονομική κατάσταση της μερικής
υποαπασχόλησης, με αποτέλεσμα τα γονικά εργατικά ζευγάρια να είναι αναγκασμένα
να τροφοδοτήσουν συνεχείς μορφές υπεραπασχόλησης προκειμένου να συνδράμουν στο
οικονομικό βάρος των άνεργων νέων.
Κατά τρίτο, οι ισχυρές μορφές ιδιωτικοποίησης κοινωνικών υπηρεσιών και
ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών διαδικασιών, που επέβαλαν στις εργατικές λαϊκές
οικογένειες υπέρογκα πρόσθετα οικονομικά βάρη. Έτσι, μια εργατική οικογένεια
με ένα ή δύο παιδιά που υπάρχει η
θεμιτή επιθυμία να σπουδάσουν, εξ αιτίας του άκρατου εκπαιδευτικού αξιοκρατικού
ανταγωνισμού που έχει επιβάλει το αστικό επιλεκτικό σύστημα εισαγωγής στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση (συνεχείς νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις), είναι
αναγκασμένη να χρηματοδοτεί μακροχρόνια ιδιωτικά φροντιστήρια, που είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση ενός εισιτηρίου για μια πανεπιστημιακή
σχολή σχετικής υπεραξίωσης. Παράλληλα, και στο μέτρο που αυτό επιτυγχάνεται, η
ίδια εργατική οικογένεια επωμίζεται εξολοκλήρου και παρατεταμένα τα υπέρμετρα
έξοδα σπουδών των γόνων της συνήθως σε διαφορετικές πόλεις απ’ αυτήν της γονικής
κατοικίας. Πρόκειται για δύο καίριες συνέπειες της αστικής εκπαιδευτικής
πολιτικής με εξαιρετικά εξοντωτικά ταξικά χαρακτηριστικά για την σύγχρονη
εργατική τάξη. Έτσι, προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση του εργαζόμενου κόσμου
σ’ αυτές τις ανάγκες που καλύπτουν έναν βασικό εργατικό μισθό για κάθε παιδί που
σπουδάζει επί μια 7ετία (δύο έτη του Λυκείου + πέντε χρόνια πανεπιστημιακών
σπουδών), δρομολογείται η καταναγκαστική προσφυγή στην συστηματική υπερωριακή
απασχόληση. Διαφορετικά ο αστικός κοινωνικός αυτοματισμός επιφέρει τον
εξοστρακισμό των εργατικών γόνων από τις βαθμίδες της ανώτερης εκπαίδευσης, ή
ακόμη περισσότερο την πρώιμη προσφυγή στα κοινωνικά αδιέξοδα και υποβαθμισμένα
ΤΕΕ. Η εργατική τάξη είναι αντικειμενικά υποχρεωμένη στο ελληνικό καπιταλιστικό
εκπαιδευτικό σύστημα, είτε να βλέπει τους γόνους της να αποβάλλονται από τους
εκπαιδευτικούς μηχανισμούς των ανώτερων βαθμίδων και να οδηγούνται σε ακόμη
χειρότερες θέσεις (από αυτή την ίδια) του ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας, είτε
να υπεραπασχολείται διπλάσια προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί οικονομικά
στις σπουδές των γόνων της (ιδιωτικά φροντιστήρια + σπουδές σε πόλη διάφορη του
τόπου καταγωγής και κατοικίας).
Κατά τέταρτο, η
τροφοδότηση της υπεραπασχόλησης νέων τμημάτων της εργατικής τάξης με μεσαίο
επίπεδο εξειδίκευσης και μόρφωσης, προέρχεται κατ’ εξοχήν από την πολιτιστική
επιβολή ενός συγκεκριμένου καταναλωτικού προτύπου. Γενικά τα νέα στρώματα των
μισθωτών εργαζομένων (από μια γενικά άποψη οι χειριστές μηχανών και
μηχανημάτων), εξ αιτίας της «υποδεέστερης» θέσης τους στον αστικό κοινωνικό
καταμερισμό εργασίας, πείθονται από το σύγχρονο αστικό καταναλωτικό πρότυπο,
στην υιοθέτηση της επιδίωξης απόκτησης ορισμένων πάγιων καταναλωτικών αγαθών (σε
τελική ανάλυση ενός και μόνου : του καινούργιου αυτοκινήτου μέσου κυβισμού και
κόστους) προκειμένου να «αντισταθμίσουν» αυτή την «υποδεέστερη» κοινωνική τους
θέσης στην ιεραρχική πυραμίδα και να προβληθούν με ορισμένες αξιώσεις και
καταναλωτικά πρότυπα στο κοινωνικό προσκήνιο. Επειδή όμως αυτό είναι οικονομικά
ανέφικτο με τις αμοιβές που κυριαρχούν, χρειάζεται να μπουν στη διαδικασία της
μακρόχρονης υπερωριακής απασχόλησης προκειμένου να ανταποκριθούν στις
οικονομικές αυτές απαιτήσεις (μικροαστικές πρακτικές σ’ ένα εργατικό έδαφος).
Έτσι κλασικό και συνηθέστατο είναι πλέον το παράδειγμα των νέων εργαζομένων
μέσης κατάρτισης και ειδίκευσης να χρησιμοποιούν τον βασικό τους εργατικό μισθό
(στα επίπεδα των 800 περίπου ευρώ) για να καλύψουν τις βασικές βιοτικές τους
ανάγκες, και την αμοιβή των πολλών υπερωριών (τουλάχιστον 80 ωρών μηνιαία,
δηλαδή περί τα 500 ευρώ) να την καταναλώνουν για την κάλυψη της μηνιαίας δόσης
του δανείου για την αγορά του καινούργιου τους αυτοκινήτου. Στην προκειμένη
περίπτωση πρόκειται για μια καθαρή νίκη του αστικού πολιτιστικού – καταναλωτικού
προτύπου με ολέθριες συνέπειες στην επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου. Είναι
συνηθέστατη η έκφραση νέων εργαζομένων μέσης κατάρτισης και εξειδίκευσης σε
πολλές επιχειρήσεις ότι «η κατάσταση είναι χάλια …γιατί πήζουν στα 8ωρα», ενώ
«χρειάζονται υπερωρίες για να μπορέσουν να πάρουν ένα καινούργιο αυτοκίνητο»,
κι’ έτσι αναζητούν απασχολήσεις που δίνουν τη δυνατότητα υπεραπασχόλησης.
Κατά πέμπτο, η προαγωγή και ιδεολογική κυριαρχία σε εργαζόμενα στρώματα,
ιδιαίτερα νέας ηλικίας και ανώτερου μορφωτικού επιπέδου , και εν μέσω κυριαρχίας
του νεοφιλελευθερισμού, της κοινωνικής θεώρησης της «προκοπής». Αυτή προφανώς
δεν μπορεί να προέλθει παρά με την ξέφρενη υπεραπασχόληση («το 8ωρο είναι
δημοσιοϋπαλληλικό χαρακτηριστικό»…) είτε στο πεδίο της μισθωτής εργασίας, είτε
σ’ εκείνο των μεσαίων ελευθεροεπαγγελματικών δραστηριοτήτων. Η ιδεολογία της
ατομικής ή οικογενειακής «προκοπής» (το αντίστοιχο του διαψευσμένου, ωστόσο
ισχυρού, «αμερικανικού ονείρου») αντιπροσωπεύει την ισχυρότερη μορφή αστικής
ιδεολογικής ηγεμονίας σε εργαζόμενα στρώματα (μισθωτής ή ανεξάρτητης μορφής) που
βρίσκεται στην κυριολεξία στον αντίποδα της εργατικής κοινωνικής χειραφέτησης.
Παρ’ όλα αυτά η θεώρηση της «προκοπής» (ισχυρή άλλωστε σ’ ολόκληρη τη διαδρομή
του παραδοσιακού αριστερού κινήματος «για την ανεξαρτησία, την ανάπτυξη και την
προκοπή του τόπου») δρώντας σε μια κατεύθυνση καθαρής «ατομικοποίησης» διευρύνει
τα χρονικά όρια του εργάσιμου χρόνου απεριόριστα και προκαλεί μια άνευ
προηγουμένου πολιτιστική και κοινωνική
οπισθοδρόμηση.
Κατά έκτο τέλος, πρόκειται για την υπεραπασχόληση τμημάτων της μισθωτής εργασίας που έχουν μια σχετικά προωθημένη εξειδίκευση και μορφωτικό επίπεδο και συγκριτικά υψηλότερες αμοιβές ή πιο αμβλυμένες συνθήκες απασχόλησης έναντι των πλέον υποβαθμισμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης (τμήματα δημοσίων υπαλλήλων, εργαζομένων σε ορισμένες ΔΕΚΟ κλπ.). Τα στρώματα αυτά στρέφονται στην εξω-υπηρεσιακή υπεραπασχόληση (ιδιωτικά φροντιστήρια καθηγητών δημόσιας εκπαίδευσης, ολοκληρωμένες δεύτερες απασχολήσεις τεχνικών του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, των ΟΤΑ, του ΥΠΕΧΩΔΕ κλπ.) γιατί προφανώς οι όροι της θεσμικής τους εργασίας τους παρέχουν αυτή την επαγγελματική δυνατότητα. Έτσι, ορισμένα τμήματα αυτών των στρωμάτων χρησιμοποιούν τις ευκαιρίες εξω-θεσμικής τους υπερωριακής εργασίας κυρίως για να επιτύχουν και να εμπεδώσουν την κοινωνική τους ένταξη στην μικροαστική τάξη, με δεδομένο μάλιστα ότι μια σημαντική τους πλειονότητα εμφορείται από την ιδεολογική αντίληψη ότι «ανήκει» στα μεσαία στρώματα, λόγω της θέσης τους στον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας. Και στην προκειμένη βέβαια περίπτωση δεν πρόκειται παρά για μια εκδοχή ιδεολογικής ηγεμονίας του μικροαστισμού σε στρώματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, που καθίσταται εφικτή εξ αιτίας της σχετικά υπέρτερης θέσης ορισμένων τμημάτων εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Γίνεται κατά συνέπεια περισσότερο από εμφανές ότι το
εγχείρημα θεσμικής ρύθμισης της σταθερής υπεραπασχόλησης (10ωρου – 6μερου-
60ωρου) έρχεται να πατήσει στο οικονομικό έδαφος μιας πολύχρονης διαμορφωμένης
πραγματικότητας, πράγμα που έγινε στη διάρκεια μιας ολόκληρης 15ετίας και με
τρόπους πολύμορφους και πολυσύνθετους. Δεν πρόκειται τόσο για την νομοθετική
κατάργηση του 8ωρου που επιχειρείται σήμερα (πού ζούσαν μέχρι σήμερα αυτοί που
ισχυρίζονται κάτι τέτοιο…) όσο για την θεσμική αποκρυστάλλωση, εμβάθυνση και
γενίκευση μιας διαμορφωμένης κοινωνικής νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας στο
έδαφος του ολέθρου της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και των δυσμενέστατων
συσχετισμών μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι
αναποτελεσματική και φορμαλιστική μια επιχειρηματολογία που στέκεται στο νομικό
μέρος των θεσμικών ρυθμίσεων (ελαστικοποίηση – υπερωρίες) και άλλωστε αδυνατεί
να λειτουργήσει στην κατεύθυνση συσπείρωσης, αντίδρασης και ενεργοποίησης της
σύγχρονης εργατικής τάξης. Απεναντίας η αριστερή εργατική πολιτική χρειάζεται να
απαντά ριζοσπαστικά στις προκλήσεις του κοινωνικού υπόβαθρου της σημερινής
οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας, δηλαδή στις δύο μορφές υπεραπασχόλησης που
έχουν εμπεδωθεί μέχρι σήμερα στην παραγωγική κοινωνική πρακτική (καταναγκαστική
και μικροαστική).
Η επανακατάκτηση (γιατί περί αυτού πρόκειται) του ιστορικού 8ωρου (στην
προοπτική μάλιστα της μετάβασης προς το 7ωρο) δεν αντιπροσωπεύει έτσι μια νομική
– φορμαλιστική διεκδίκηση αλλά ένα ολόκληρο διεκδικητικό οικονομικό, θεσμικό,
πολιτιστικό πλαίσιο που αφορά πολλές παραμέτρους της σημερινής κοινωνικής
νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας και έρχεται να αντιμετωπίσει ριζοσπαστικά τις
υλικές αφετηρίες της καταναγκαστικής και μικροαστικής υπεραπασχόλησης. Λ.χ.
αποτελεί φαιδρότητα ο ισχυρισμός να παραμείνει η εργατική οικογένεια στην 8ωρη ή
ακόμη 7ωρη απασχόληση όταν έχει να καταβάλει τουλάχιστον έναν επιπλέον μισθό για
την χρηματοδότηση των σπουδών των γόνων της, ή να ισχύσει το ίδιο για το
ευρύτατο φάσμα των «ανειδίκευτων» εργατικών στρωμάτων με τις κατώτατες αμοιβές
της ΕΓΣΣΕ της ΓΣΕΕ, γι’ αυτό και η όποια αναφορά της πλειοψηφίας του θεσμικού
εργοδοτικού συνδικαλισμού ξεχειλίζει από ένοχη υποκρισία και απέχθεια. Έτσι, ένα
άμεσο και μεσοπρόθεσμο (με στρατηγικές απολήξεις) εργατικό ριζοσπαστικό πλαίσιο
αντιμετώπισης των πραγμάτων δεν μπορεί να απαντήσει στην επανακατάκτηση του
ιστορικού 8ωρου (και προοπτικά 7ωρου) παρά θέτοντας σε κίνηση
:
Την άμεση ριζική αναβάθμιση όλων των επιπέδων των κατώτατων αμοιβών της
μισθωτής εργασίας (που καθορίζουν οι ΣΣΕ της «εργασιακής ειρήνης» της
νεοφιλελεύθερης 15ετίας), τόσο για το στρώμα των «ανειδίκευτων» ελλήνων και
μεταναστών εργατών της ΕΓΣΣΕ, όσο και των κατώτατων αμοιβών όλων των άλλων
εξειδικευμένων κατηγοριών των μισθωτών εργαζομένων (από χειριστές μέχρι
εμποροϋπάλληλους, κι’ από μηχανοτεχνίτες μέχρι
τεχνικούς).
Την ριζοσπαστική μεταλλαγή των εκπαιδευτικών μηχανισμών κατά τρόπο που να
εκριζώνει τον αξιοκρατικό – ανταγωνιστικό – επιλεκτικό ρόλο του καπιταλιστικού
σχολείου , να επιφέρει την καθολική πρόσβαση στην πανεπιστημιακή γνώση, να
προκαλεί τον οριζόντιο καταμερισμό της εργασίας στην κοινωνική παραγωγή, να
μεταβιβάζει το κοινωνικό κόστος των σπουδών της νεολαίας στον κρατικό
προϋπολογισμό.
Την ριζική αντιμετώπιση της ανεργίας δια μέσου της κατηγορηματικής
απαγόρευσης κάθε μορφής υπερωριακής εργασίας και κάθε έκφανσης δεύτερης
εξω-θεσμικής απασχόλησης των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και
της αναγκαίας κατάκτησης του 7ωρου – 5μερου – 35ωρου, κι’ έτσι την απελευθέρωση
επαρκούς ποσότητας εργασίας για την επαγγελματική κάλυψη του συνόλου του
ΟΕΠ.
Παράλληλα είναι επιτακτικά αναγκαία η ηγεμονία ενός εργατικού
πολιτιστικού καταναλωτικού προτύπου που επικεντρώνεται στη διεκδίκηση της
συλλογικής διαχείρισης και ικανοποίησης των διανοητικών, κοινωνικών,
οικονομικών, ψυχαγωγικών αναγκών του εργαζόμενου κόσμου, τέτοιου που να οδηγεί
στην πολύμορφη εργατική γενικευμένη χειραφέτηση, απαντώντας στην πρόκληση του
«αμερικανικού ονείρου» και της ιδεοληψίας της
«προκοπής».
Τέλος την δυναμική προαγωγή μιας ριζικής κοινωνικοποίησης των δημόσιων
υπηρεσιών, των κρατικών μηχανισμών, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας απέναντι
στο παλιροϊκό κύμα της ιδιωτικοποίησης, που να διαμορφώνει όρους κατάργησης και
εκρίζωσης κάθε μορφής εξω-θεσμικής απασχόλησης των εργαζομένων του ευρύτερου
δημόσιου τομέα, που να λειτουργεί στην κατεύθυνση ικανοποίησης των συλλογικών
κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Η διεκδίκηση προάσπισης του ιστορικού 8ωρου απέναντι στη νεοφιλελεύθερη σημερινή νομοθετική επίθεση της ΝΔ, την υποκριτική συναίνεση του ΠΑΣΟΚ και του θεσμικού εργοδοτικού συνδικαλισμού, τις επιδιώξεις όλων των τμημάτων του ελληνικού κεφαλαίου, γίνεται αντιληπτό ότι είναι απλά συνώνυμη με την επίκληση της κατεπείγουσας επικαιρότητας του σοσιαλισμού. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ αυτό.