ΤΑ ΣΚΟΥΡΑ
ΓΙΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ
Σήμερα βάλθηκα να γιορτάσω τον θάνατό μου. Σκοτεινά στολίδια οι τύψεις κι άρχισα να ντύνω το δωμάτιο απ' άκρη σ' άκρη. Πάνω στο τραπέζι πέντε ποτήρια ροδοδάκρυα. Στο πάτωμα απλωμένα μαύρα φτερά και πέταλα από κόκκινες τουλίπες. Μισάνοιχτο το σεντούκι με τα λάθη που, ξεπροβάλλοντας σιγά-σιγά έρχονται να πλαισιώσουν τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Ο φωτισμός χαμηλός, ατμοσφαιρικός, όπως πρέπει για μια τέτοια θλιβερή πανδαισία. Μωβ κουρτίνες συμπληρώνουν τον διάκοσμο πέφτοντας με χάρη πάνω στα δυστυχισμένα, απ' όσα έχουν αντικρίσει, παράθυρα. Οι συνδαιτημόνες καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλο.
Ο γέρο χάρος, κατάκοπος, σκονισμένος. Η πανέμορφη κατάμαυρη στολή του έχει χάσει το χρώμα της και φαντάζει γκρίζα, ξεθωριασμένη. Ο ίδιος δεν φαίνεται να έχει το κουράγιο μήτε το δικό του πτώμα να σύρει. Το δρεπάνι του, σπασμένο στην κόψη, συμπληρώνει την αξιολύπητη εμφάνισή του. Έπειτα ο νεκροθάφτης, λασπωμένος από την κορφή μέχρι τα νύχια, κουβαλώντας ένα κατάμαυρο εβένινο φέρετρο που απιθώνει καταμεσής στο δωμάτιο. Την παράξενη συντροφιά έρχεται να συμπληρώσει σε λίγο ένα αμίμητο δίδυμο. Στη γλώσσα των πεθαμένων τους λένε διεκδικητές. Ο ένας, λένε, είναι απεσταλμένος του Θεού κι ο άλλος του διαβόλου. Κάτι σαν πλασιέ δηλαδή, που ερίζουν για την απόκτηση των δικαιωμάτων της πελάτισσας ψυχής.
Καθόμαστε γύρω από το τραπέζι και σηκώνουμε τα ποτήρια μας. Σαν οικοδεσπότης κάνω πρόποση:
"Στο θάνατό μας!". Ο χάρος, πρώτος απ' όλους, φτύνει τον κόρφο του. Κρυφογελάω και με παίρνουνε χαμπάρι. Κοιτάζονται μεταξύ τους συνωμοτικά. Μάλλον δεν πρέπει να τους έχει τύχει ξανά τέτοιος πελάτης-στόκος. Τότε ακριβώς, τα σκουλήκια λάθη μου, που στο μεταξύ έρποντας έχουν πλησιάσει στο τραπέζι, αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στα πόδια των υψηλών καλεσμένων μου για να φτάσουν κοντά μας και να πιουν από τα ποτήρια μας στην υγειά τους. Επικρατεί πανδαιμόνιο. Ο νεκροθάφτης πηδάει με ένα σάλτο που θα ζήλευε και ακροβάτης στην αγκαλιά του χάρου, ο οποίος μέσα στη βαρεμάρα του και ταλαιπωρημένος από την βαριά κώφωσή του (να γιατί πέφτουν στο κενό τα παρακάλια σας) πιστεύει ότι έληξε η τελετή και με μια κουρασμένη κίνηση τον ρίχνει στην πλάτη του και ανοίγοντας την πόρτα εξαφανίζονται. Οι δυο παράξενοι απεσταλμένοι των αφεντάδων τους, κατάπληκτοι από την εξέλιξη, αρχίζουν να τρέχουν ξοπίσω τους φωνάζοντας και χειρονομώντας για να πείσουν τον μακαρίτη με τα επιχειρήματά τους, υποσχόμενοι μια θαυμάσια διαμονή στα θέρετρα των αφεντικών τους.
Και τώρα; Τι κάνω εδώ με ένα φέρετρο στο δωμάτιο και μερικές εκατοντάδες λάθη μέσα στο ποτήρι μου; Τι στο διάβολο, ούτε να πεθάνει δε μπορεί κανείς με την ησυχία του.
Αγαπημένα μου λάθη που με κρατήσατε στη ζωή, αν δεν σας είχα κάνει πώς θα μπορούσα να ζήσω άλλη μια φορά και να γιορτάσω ξανά τον θάνατό μου;
24 Ιουνίου 2002
Είναι κάτι μέρες τώρα που μου σφηνώθηκε μια αλλόκοτη ιδέα. Θέλω κάτι να μισήσω! Αλλά, είναι εύκολο σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς να βρεις το σκοτεινό αντικείμενο του... μίσους σου; Πρέπει να έχει συμβεί κάτι συγκλονιστικό για να οδηγηθείς σε τέτοια ακραία συναισθήματα. Και συγκλονιστικά γεγονότα έχω να ακούσω από τον καιρό που η μαμή ανήγγειλε στους γονείς μου τη γέννησή μου! Έτσι κι εγώ, αποφάσισα να μισήσω τον εαυτό μου. Το βρήκα πολύ πιο εύκολο από το να κάθομαι να ψάχνω για εξιλαστήρια θύματα. Έβαλα σε λειτουργία όλους τους φανερούς και τους κρυμμένους μηχανισμούς της αγιοσύνης μου, αναβόσβησα τα φωτοστέφανά μου, έκαψα κεράκια στις ακριβότερες αναμνήσεις μου, ώσπου, ω του θαύματος, βρήκα μια σειρά από αιτίες που θα μπορούσα να με μισήσω.
Και πρώτα-πρώτα δεν είμαι ο πλησίον μου για να με αγαπάω. Να που γλίτωσα μια αμαρτία. Έπειτα, όσο και να ψάξω πάλι, τόσες μαλακίες μαζεμένες αποκλείεται να έχει κάνει άνθρωπος, ούτε άγιος φαντάζομαι. Το απόφθεγμα λοιπόν είναι να μισείτε τον βλάκα. Ωραία. Μετά άρχισα να σκαλίζω τις καλές πράξεις που έχω κάνει στη ζωή μου και ανακάλυψα με δέος ότι δεν υπήρχε ούτε μία από μένα για μένα. Θάνατος στον αυτόχθονα! Ή μάλλον καλύτερα μαζευτείτε να τον κατοικήσουμε. Πόσους να φιλοξενήσει πια τούτο το έρημο τομάρι; Εδώ μαλάκα μου χρειάζονται αποφάσεις. Σοβαρές αποφάσεις. Να! Οι φωνές! Αυτές οι φωνές ξέρουν τι πρέπει να κάνω. Μόνο ένα φονικό μπορεί να ξεπλύνει τόσο μίσος! Απέραντο μίσος της οικουμένης συγκεντρώσου μέσα μου. Όπλισε το χέρι μου. Μπες στα σωθικά μου. Τρύπωσε στο μυαλό μου. Θάνατος! Απονομή δικαιοσύνης. Θάνατος! Απόκοτη εσχατιά της φρόνησης αποχαιρέτα τον λατρεμένο οπαδό σου.
Είναι νύχτα κι εδώ πάνω, σε τούτο το γεφύρι, λυσσομανάει ο άνεμος. Κάτω, το παγωμένο ποτάμι φαντάζει σκοτεινό και αφιλόξενο. Τι κάνω εδώ; Μισείς γέρο μαλάκα, ξέχασες; Μισείς! Σκύβω να δω γιατί σάμπως μου ακούστηκαν φωνές από την επιφάνεια του ποταμού. Χέρια υψώνονται. Χιλιάδες χέρια μου γνέφουν με σφιγμένη τη γροθιά, κάνοντας ταυτόχρονα μια κίνηση με τον αντίχειρα προς τα κάτω. Τι μου ζητάνε; Κρύος ιδρώτας τρέχει στην πλάτη μου. Ο εχθρός! Η εκδίκηση! Η φωνή:
"Να τι πρέπει να κάνεις". Στην άλλη άκρη της γέφυρας ξεχωρίζει μια σκιά που πλησιάζει προς το μέρος μου. Η ομίχλη πυκνώνει και δυσκολεύομαι να διακρίνω χαρακτηριστικά. Κοντοζυγώνει. Εγώ! Εγώ είμαι! Είμαστε δύο. Κάτι κρατάει στο χέρι. Πανικός! Στρέφομαι ένα γύρω. Ψυχή! Τα πόδια μου κόβονται καθώς σχεδόν αγγίζουμε ο ένας τον άλλο. Το χέρι του σηκώνεται και η λάμα του μαχαιριού αστράφτει κάτω από το χλωμό φεγγαρόφωτο. Υπάρχω ή όχι; Μια αγκαλιά με σφίγγει μέσα της. Ασφυκτιώ. Νιώθω να είμαστε δύο. Έχω την αίσθηση πως γέρνουμε πάνω στα κάγκελα της γέφυρας. Και οι δύο. Ακροβασία στο κενό για λίγα δευτερόλεπτα. Για δύο. Ίλιγγος. Μια πτώση. Μια βουτιά διαρκείας. Από δύο. Σίγουρα είμαστε δύο. Αλλά, έτσι σκοτεινά εδώ πέρα δεν μπορώ να τον ξεχωρίσω. Ψάχνω με τα χέρια στο πηχτό σκοτάδι. Καμιά επαφή. Κανένα συναίσθημα. Τίποτα υπαρκτό. Νιώθω άδειος. Θεέ μου, όταν με το καλό καταφέρω να βγω από 'δω, βοήθησέ με να βρω κάτι να μισήσω!
ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ
24 Ιουνίου 2002
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ
1
ΜΕΡΕΣ ΠΑΓΙΔΕΣ