Κύηση και σακχαρώδης διαβήτης
Γενικά
Ο σακχαρώδης διαβήτης παρουσιάζεται ως επιπλοκή στην κύηση σε ποσοστό περίπου 1-2% και είναι δεύτερη σε συχνότητα μετά την υπέρταση. Η πάθηση οφείλεται σε ανεπάρκεια ή σε ελαττωμένη δράση της ινσουλίνης, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση υπεργλυκαιμίας και παθολογικού μεταβολισμού των υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπιδίων. Οι διαταραχές αυτές, στην κύηση, δημιουργούν μικροαγγειακές αλλοιώσεις στις μικρολάχνες, με αποτέλεσμα την οιδηματώδη εκφύλισή τους και την αύξηση της απόστασης μεταξύ της εμβρυϊκής και της μητρικής κυκλοφορίας, έτσι ώστε να δυσκολεύει η απόδοση, κυρίως του οξυγόνου.
Ταξινόμηση του σακχαρώδους διαβήτη στην κύηση
Στην κύηση ο
σακχαρώδης διαβήτης ταξινομείται στις εξής κατηγορίες:
1) Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενος).
2) Σακχαρώδης
διαβήτης τύπου 2 (μη ινσουλινοεξαρτώμενος).
3) Δευτεροπαθής σακχαρώδης διαβήτης.
4) Διαβήτης της εγκυμοσύνης.
5) Προδιαβήτης.
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενος) χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ή την ελαττωμένη έκκριση της ενδογενούς ινσουλίνης. Οι ασθενείς έχουν ανάγκη την εξωτερική χορήγηση ινσουλίνης για την αποφυγή των βαρύτατων επιπλοκών. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι η πολυδιψία, η πολυουρία, η πολυφαγία και η κετοξέωση. Η συχνότερη ηλικία έναρξη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1 είναι 10ο-14ο έτος. Η αιτιολογία της πάθησης είναι άγνωστη.
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται από την διαταραχή της έκκρισης της ινσουλίνης και από την αντίσταση του κυττάρου στη δράση της ορμόνης. Στο πλάσμα αίματος, τα επίπεδα της ινσουλίνης είναι συνήθως ελαττωμένα ή φυσιολογικά, αλλά μετά από χορήγηση γλυκόζης, η έκκριση της ινσουλίνης είναι πάντα μειωμένη. Οι ασθενείς είναι κυρίως παχύσαρκα άτομα, ηλικίας άνω των 40 ετών και δεν έχουν τάση για κετοξέωση.
Δευτεροπαθής σακχαρώδης διαβήτης
Ο δευτεροπαθής σακχαρώδης διαβήτης οφείλεται σε οργανική ή παθολογική διαταραχή ή σε λήψη φαρμάκων. Τα συχνότερα αίτια είναι η παγκρεατίτιδα, το σύνδρομο Cushing, το φαιοχρωμοκύτωμα, το γλυκαγόνωμα, η μεγαλακρία και η λήψη κορτικοστεροειδών, διουρητικών, της φαινυτοΐνης και προπρανολόλης.
Διαβήτης της εγκυμοσύνης
Η κύηση ασκεί διαβητογόνο δράση. Η δράση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις έχει σαν αποτέλεσμα την εκδήλωση σακχαρώδους διαβήτη. Η νόσος ονομάζεται σακχαρώδης διαβήτης της κύηση και έχει όλες τις κλινικές και παθολογικές εκδηλώσεις του κλινικού διαβήτη. Επίσης, μετά τον τοκετό η καμπύλη σακχάρου επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα και μόνο σε μικρό αριθμό περιστατικών ο σακχαρώδης διαβήτης παραμένει μόνιμα. Σε ποσοστό 50% θα εγκατασταθεί ο σακχαρώδης διαβήτης μετά τα 10 χρόνια.
Προδιαβήτης
Ο Προδιαβήτης είναι η ύπαρξη παθολογικού μεταβολισμού των υδατανθράκων χωρίς ύπαρξη κλινικών συμπτωμάτων. Ο προδιαβήτης μπορεί να συνδυαστεί με σοβαρές περιγεννητικές επιπλοκές, όπως οι εμβρυϊκές ανωμαλίες της διάπλασης, η μακροσωμία και οι ανεξήγητοι θάνατοι του εμβρύου.
Παθοφυσιολογία
Τα παθολογικά επίπεδα της γλυκόζης οφείλονται στην αδυναμία πρόσληψής της από τους σκελετικούς μυς, το ήπαρ, τους υποδόριους ιστούς και την αδυναμία χρησιμοποίησής της κατά την ηπατική γλυκογονόλυση και γλυκονεογένεση. Επομένως, η αδυναμία πρόσληψης της γλυκόζης από το μυϊκό ιστό έχει σαν συνέπεια την απελευθέρωση αμινοξέων για γλυκονεογένεση. Ενώ, η αδυναμία πρόσληψης της γλυκόζης από το λιπώδη ιστό έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ελεύθερων λιπαρών οξέων, τα οποία μεταβολίζονται στο ήπαρ και προκαλούν αύξηση της συγκέντρωσης των κετονοσωμάτων στην κυκλοφορία. Η παθολογική αυτή διαταραχή ονομάζεται κετοξέωση και είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για το έμβρυο και τη μητέρα.
Κλινική ταξινόμηση του σακχαρώδους διαβήτη
Η κλινική ταξινόμηση των διαβητικών εγκύων γίνεται με βάση την πιθανότητα ανάπτυξης επιπλοκών σε 3 ομάδες.
Ομάδα 1: μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης, η ρύθμιση του οποίου γίνεται με δίαιτα.
Ομάδα 2: ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης χωρίς παρουσία αγγειοπάθειας, η ρύθμισή του γίνεται με χορήγηση ινσουλίνης
Ομάδα 3: ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης με αγγειακές βλάβες.
Διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη κατά την κύηση
Η διάγνωση του διαβήτη γίνεται με την δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης. Στην εξέταση αυτή προσδιορίζονται τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος μετά την χορήγηση 100 gr γλυκόζης, σε διαδοχικές λήψεις δειγμάτων αίματος πριν από και 1, 2 και 3 ώρες μετά τη χορήγησή της. Η διάγνωσή του γίνεται όταν διαπιστωθούν δύο παθολογικές τιμές του σακχάρου. Η δοκιμασία ελέγχου κατά κανόνα γίνεται μεταξύ 24ης-28ης εβδομάδας. Σε περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου, η δοκιμασία ελέγχου γίνεται πιο νωρίς. Επίσης, σε αρνητική δοκιμασία ελέγχου, επαναλαμβάνεται την 32η και την 36η εβδομάδα.
Επίδραση του σακχαρώδους διαβήτη στην κύηση
Ο διαβήτης στην κύηση προκαλεί την εμφάνιση ορισμένων επιπλοκών από μέρους της μητέρας και του εμβρύου.
Από μέρους της μητέρας, οι σημαντικότερες επιπλοκές είναι:
1) Η διαβητική κετοξέωση, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, για να αποφευχθεί ο εμβρυϊκός θάνατος, ακόμα και ο μητρικός.
2) Η προεκλαμψία-εκλαμψία, η οποία παρουσιάζεται σε 4πλάσια συχνότητα.
3) Το υδράμνιο, το οποίο οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή του αμνιακού υγρού λόγω της αυξημένης εμβρυϊκής οσμωτικής διούρησης που προκαλεί η γλυκόζη και αφορά τους ασθενείς με κακή ρύθμιση του διαβήτη στην κύηση.
4) Η αμφιβληστροειδοπάθεια, η εμφάνιση της οποίας εξαρτάται από τη διάρκεια και τη βαρύτητα του διαβήτη πριν από τη κύηση.
5) Η αυξημένη θνησιμότητα.
6) Η ασυμπτωματική βακτηριουρία, η οποία παρουσιάζεται με τριπλάσια συχνότητα στις διαβητικές γυναίκες.
Από μέρους του εμβρύου, οι σημαντικότερες επιπλοκές είναι:
1) Η μακροσωμία, η οποία εμφανίζεται σε ποσοστό 40-50% των περιπτώσεων με βάρος πάνω από 4000 gr.
2) Οι ανωμαλίες της διάπλασης, όπως οι ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος(ανεγκεφαλία, δισχιδής ράχη), οι καρδιακές ανωμαλίες (μετάθεση των μεγάλων αγγείων) και η αγενεσία του ιερού οστού. Οι ανωμαλίες της διάπλασης έχουν τριπλάσια μέχρι τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης σε νεογνά από μητέρες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.
3) Οι τραυματικές κακώσεις κατά τον τοκετό παρουσιάζονται σε ποσοστό 15% περίπου λόγω της μακροσώμιας.
4) Η εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη στη μετέπειτα ζωή.
5) Ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου που κυμαίνεται σε 2-5%.
6) Ο νεογνικός θάνατος.
Βασικές αρχές για διαβητικές γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη
Οι γυναίκες που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη και επιθυμούν εγκυμοσύνη πρέπει να ενημερωθούν από το θεράποντα ιατρό τους, για τους πιθανούς κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν αυτές και το παιδί τους, όπως και για τη σημασία της ρύθμισης του διαβήτη πριν από τη σύλληψη. Σε μια κύηση, όταν ο σακχαρώδης διαβήτης δεν είναι καλά ρυθμισμένος, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα για αυτόματη έκτρωση, συγγενών ανωμαλιών, απώλεια του εμβρύου και μακροσωμία. Ενώ, όταν ο σακχαρώδης διαβήτης βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση και είναι καλά ρυθμισμένος, η πιθανότητα εμφάνισης των πιο πάνω επιπλοκών είναι ίδια με το γενικό πληθυσμό. Στις πρώτες εβδομάδες μετά τη σύλληψη πρέπει να γίνεται σωστή ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου, λόγω του ότι στο διάστημα αυτό διαμορφώνονται τα διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος δηλαδή οργανογένεση. Ακόμα, με τη μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) πριν από τη σύλληψη και στη συνέχεια κάθε μήνα γίνεται ο έλεγχος της καλής ρύθμισης της διαβητικής εγκύου. Επίσης, η παρακολούθηση των διαβητικών εγκύων πρέπει να γίνεται από ενδοκρινολόγο, μαιευτήρα και διαιτολόγο. Στις ασθενείς είναι απαραίτητη η εκπαίδευση στο να ελέγχου οι ίδιες τις τιμές του σακχάρου στο αίμα και στα ούρα και να συμμετέχουν στη ρύθμιση της δόσης της ινσουλίνης. Επίσης, μέχρι τη καλή ρύθμιση του διαβήτη γίνεται χρήση των μεθόδων αντισύλληψης, αποφεύγοντας τα αντισυλληπτικά λόγω του κινδύνου θρομβωτικών αγγειακών επεισοδίων.
Παρακολούθηση και αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη στην κύηση
Σακχαρώδης διαβήτης της κύησης
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του διαβήτη είναι η σωστή διαιτητική διατροφή της ασθενούς, που καθορίζεται ανάλογα με το σωματικό βάρος και τις καθημερινές δραστηριότητες της εγκύου. Η επιτρεπόμενη αύξηση του σωματικού βάρους της διαβητικής εγκύου είναι τα 12 kg. Η ημερήσια κατανάλωση των θερμίδων είναι περίπου 25-35 kcal/kg βάρους σώματος και κατανέμονται σε τρία κανονικά και τρία ενδιάμεσα γεύματα. Η διατροφή θα πρέπει να περιλαμβάνει 40-50% υδατάνθρακες, 30% λιπαρά οξέα και 20-30% πρωτεΐνες. Επίσης, καθημερινά θα πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα του σακχάρου από την ίδια την ασθενή και όταν σε δύο τουλάχιστον μετρήσεις βρίσκονται τα επίπεδα του σακχάρου πάνω από 105 mg/dL νήστις και πάνω από 120 mg/dL δύο ώρες μετά το γεύμα, τότε εφαρμόζεται η αγωγή με ινσουλίνη.
Ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης
Σε διαβητικές έγκυες με ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτη είναι απαραίτητος ο προσεκτικός έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου και η σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση με ινσουλίνη, η οποία χορηγείται υποδόρια 30-40 min πριν από το πρόγευμα και το βραδινό γεύμα. Επίσης, πρέπει να γίνεται έλεγχος για αμφιβληστροειδοπάθεια με βυθοσκόπηση και εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη εγκυμοσύνης. Ακόμα, πρέπει να γίνεται έλεγχος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, της αρτηριακής πίεσης, των αιματολογικών παραμέτρων, της γενικής ούρων και καλλιέργεια ούρων, καθώς και ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η εισαγωγή σε νοσοκομείο γίνεται σε κάθε περίπτωση σοβαρής διαταραχής του μεταβολισμού των υδατανθράκων ή όταν η διάγνωση του διαβήτη γίνει μετά την 32η εβδομάδα της κύησης.
Μαιευτική παρακολούθηση της διαβητικής εγκύου
Κατά την διάρκεια της κύησης πρέπει να γίνεται υπερηχογραφικός έλεγχος σε τακτά χρονικά διαστήματα, η τριπλή δοκιμασία με προσδιορισμό αFP, E3 και β- hCG και αμνιοπαρακέντηση στις περιπτώσεις που χρήζουν περαιτέρω έλεγχο. Επίσης, συνίσταται ο έλεγχος της εμβρυοπλακουντιακής μονάδας με καρδιοτοκογραφική δοκιμασία ηρεμίας (NST) από την 32η εβδομάδα και από την 28η εβδομάδα σε περιπτώσεις με κακή ρύθμιση του διαβήτη ή αγγειοπάθειας.
Διαβητική έγκυος και τοκετός
Με τις σημερινές μεθόδους παρακολούθησης της εμβρυοπλακουντιακής μονάδας γίνεται έγκαιρα η διάγνωση της εμβρυϊκής δυσχέρειας, με αποτέλεσμα την έγκαιρη πρόκληση τοκετού όπου υπάρχει κίνδυνος. Εφόσον, η ανάπτυξη του εμβρύου είναι φυσιολογική και η ρύθμιση του διαβήτη είναι καλή, η κύηση εξελίσσεται μέχρι την 40η εβδομάδα. Σήμερα, σε μία διαβητική έγκυο ο τοκετός διεξάγεται κολπικά με τη προϋπόθεση να μη ξεπερνά τις 6-8 ώρες. Η καισαρική τομή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις με εμβρυϊκή δυσχέρεια, με χαμηλό δείκτη Bishop και σε μακροσωμία του εμβρύου.
Κύηση υψηλού κινδύνου
Σύντομη περιγραφή-ορισμός
Ως κύηση υψηλού κινδύνου εννοούνται εκείνες οι εγκυμοσύνες, στις οποίες είτε η μητέρα είτε το έμβρυο βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο από ότι στις εγκυμοσύνες, με φυσιολογική εξέλιξη, καθώς και στις κυήσεις εκείνες που έχουν περισσότερες πιθανότητες να οδηγήσουν στη γέννηση ενός παιδιού, το οποίο θα εμφανίσει κάποιο πρόβλημα, που βρίσκεται σε άμεση σχέση με την κύηση ή τον τοκετό.
Παράγοντες κινδύνου
Οι πιο συχνοί και σοβαροί παράγοντες, που η παρουσία τους μπορεί να χαρακτηρίσει μία κύηση ως κύηση υψηλού κινδύνου (ΚΥΚ) είναι
1. Έγκυες ηλικίας κάτω των 19 ετών ή άνω των 35 ετών
2. Έγκυες υπερπολυτόκες, δηλαδή με περισσότερους από 5 τοκετούς
3. Έγκυες με ιστορικό αυτόματων ή τεχνητών αποβολών, πρόωρων τοκετών, ενδομητρικών θανάτων εμβρύων, συγγενών ανωμαλιών των εμβρύων και νεογνικών θανάτων
4. Εγκυμοσύνες, που σχετίζονται με παθολογικές καταστάσεις, που προϋπήρχαν ή πρωτοεμφανίζονται στην κύηση, όπως σακχαρώδη διαβήτη, αναιμία, καρδιοπάθεια, υπέρταση, ευαισθητοποίηση στον παράγοντα Rhesus, ασυμβατότητα ΑΒΟ μητέρας-εμβρύου, πυελονεφρίτιδα, σύφιλη, τοξοπλάσμωση, φλεγμονές του ουρογεννητικού συστήματος, ενδοκρινείς παθήσεις κλπ
5. Εγκυμοσύνες, που παρουσιάζουν επιπλοκές από χειρουργικές παθήσεις, όπως νεοπλασίες γεννητικών οργάνων, σκωληκοειδίτιδα, ειλεό, κλπ.
6. Προεκλαμψία
7. Εμπύρετα νοσήματα στην κύηση
8. Αιμορραγία κατά την κύηση, που μπορεί να οφείλεται σε προδρομικό πλακούντα ή πρόωρη αποκόλληση
9. Δίδυμη ή πολύδυμη κύηση
10. Πρώιμη ρήξη των υμένων
11.Κυήσεις με υπολειπόμενη ανάπτυξη εμβρύου
12. Έγκυες με ανωμαλίες της διάπλασης της μήτρας ή του κόλπου
13. Έγκυες με προηγούμενες καισαρικές τομές ή άλλες εγχειρήσεις στη μήτρα
14. Έγκυες με ανεπάρκεια του έσω τραχηλικού στομίου της μήτρας
15. Έγκυες με οικογενειακό ιστορικό γενετικών παθήσεων
16. Έγκυες με μακροχρόνια στείρωση
17. Έγκυες μετά από πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας
18. Έγκυες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο
19. Έγκυες, που κατά τη διάρκεια της κύησης είχαν ανεπαρκή ιατρική παρακολούθηση, δηλαδή λιγότερους από 3 ιατρικούς ελέγχους
20. Παρατεταμένος προηγούμενος τοκετός, ή προηγούμενος τοκετός με μαιευτική επέμβαση
Οι παραπάνω καταστάσεις εμφανίζονται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 14% στο σύνολο των εγκύων, αλλά ευθύνονται για το 50% της μητρικής και περιγεννητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας και για το 60% των καισαρικών τομών, που γίνονται για πρώτη φορά σε μία έγκυο γυναίκα. Η δράση τους μπορεί να είναι άμεση, όπως συμβαίνει με τις αιμορραγίες ή έμμεση, στο δε έμβρυο συνήθως επεμβαίνουν άμεσα σε αυτό και τον πλακούντα επιφέροντας αυτόματη αποβολή, πρόωρο τοκετό, ενδομήτριο θάνατο, λιποβαρές ή υπέρβαρο έμβρυο, λοιμώξεις του εμβρύου, διαπλαστικές ανωμαλίες, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας του νεογέννητου.
Διάγνωση
Στις περιπτώσεις ΚΥΚ απαιτείται η έγκαιρη διάγνωσή της, προκειμένου να ακολουθηθεί κατά το δυνατό συντομότερα η προβλεπόμενη θεραπευτική αγωγή, η οποία σε συνδυασμό με την κατάλληλη μαιευτική διευθέτηση της κατάστασης, μειώνουν σημαντικά τις ενδεχόμενες επιπλοκές. Για το σκοπό αυτό μάλιστα υπάρχουν σε ορισμένες περιοχές και τα λεγόμενα Κέντρα Εντατικής Παρακολούθησης των ΚΥΚ (ΚΕΠΚΥΚ), τα οποία διαθέτουν το κατάλληλο ιατρικό, νοσηλευτικό και τεχνολογικό εξοπλισμό για τον διενέργεια των απαιτουμένων εξετάσεων με σκοπό τον περιορισμό της περιγεννητικής και μητρικής νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι, που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και χαρακτηρισμό μίας κυήσεως ως ΚΥΚ. Αυτές είναι
1. Οι βιοχημικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό ορισμένων ουσιών, όπως της οιστριόλης, της οιστρετρόλης, του πλακουντιακού γαλακτογόνου, των πρωτεϊνικών ορμονών και για τον προσδιορισμό ορισμένων παραμέτρων στο αμνιακού υγρό. Η σημασία αυτών των εξετάσεων είναι πλέον δευτερεύουσα λόγω της ανάπτυξης διαφόρων βιοφυσικών μεθόδων, που έχουν περισσότερα και ασφαλέστερα αποτελέσματα.
2. Οι βιοφυσικές μέθοδοι παρακολούθησης της εμβρυοπλακουντιακής μονάδας. Με τις μεθόδους αυτές αποσκοπείται η παρακολούθηση και εκτίμηση της λειτουργίας και της κατάστασης του εμβρύου. Αυτή η παρακολούθηση γίνεται
α. με την καρδιοτοκογραφική δοκιμασία, δηλαδή την καταγραφή του βασικού εμβρυϊκού καρδιακού ρυθμού σε συνδυασμό με τη δραστηριότητα του μυομητρίου, είτε σε κατάσταση ηρεμίας είτε μετά από διέγερση του μυομητρίου
β. Με τη μελέτη των εμβρυικών σκιρτημάτων και κινήσεων. Οι κινήσεις του εμβρύου φαίνεται να αυξάνονται από τον ήχο, το φως, τον μηχανικό ερεθισμό, ακόμα και από τους υπερήχους. Για το λόγο αυτό έχουν επινοηθεί ορισμένοι μέθοδοι, όπως η υπερηχογραφική και η ηλεκτρομαγνητική, οι οποίες χρησιμεύουν για την καταγραφή των κινήσεων αυτών, καθώς η καταγραφή των εμβρυικών κινήσεων θεωρείται ότι παρουσιάζει σημαντική στατιστική συσχέτιση με την περιγεννητική έκβαση
γ. Με τη μέθοδο Doppler, η οποία αποτελεί μία πολύ σημαντική μέθοδο αξιολόγησης, καθώς μετρά τις αντιστάσεις στην κυκλοφορία του εμβρύου ή της μητέρας, σε διάφορες αρτηρίες
δ. Με τη μέθοδο της υπερηχογραφίας, της οποίας η συνδρομή είναι πλέον καθολικά αποδεκτή
ε. Σημαντικό παράγοντα αποτελεί και το βιοφυσικό προφίλ, του εμβρύου, καθώς πλέον με την εφαρμογή της υπερηχογραφίας υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγησης των λειτουργιών του εμβρύου, που αφορούν στις αναπνευστικές κινήσεις του, στο μυϊκό τόνο, στις κινήσεις του σώματος και των άκρων στην αξιολόγηση του αμνιακού υγρού.
Σε κάθε περίπτωση για την καλύτερη διευθέτηση των περιπτώσεων ΚΥΚ είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα και οι μετρήσεις όσο το δυνατό περισσοτέρων παραμέτρων και μεθόδων.