ΚΥΗΣΗ ΚΑΙ ΟΦΘΑΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ
Οι ενοχλήσεις στην όραση κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι συχνές και αρκετές από αυτές θεωρούνται απόρροια της ίδιας της κυήσεως. Ένα από τα συχνότερα ερωτήματα που απασχολούν τις ασθενείς είναι κατά πόσο τα μυωπικά μάτια θα επηρεαστούν από την κύηση ή τον τοκετό. Ιδιαίτερα οι γυναίκες με υψηλή μυωπία ανησυχούν για τον κίνδυνο αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς κατά το φυσιολογικό τοκετοί και συζητούν με τον μαιευτήρα και τον οφθαλμίατρο τους εάν επιβάλλεται να γεννήσουν με καισαρική ώστε να αποφύγουν τις πιέσεις και το «σφίξιμο». Εδώ δείχνουν να εστιάζονται οι οφθαλμολογικές ανησυχίες των κυοφορουσών γυναικών.
Ας δούμε που βρίσκεται η αλήθεια και που αρχίζουν τα όρια του μύθου, καθώς και τι θα πρέπει να προσέχουν για την όραση τους οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Οι ασθενείς με μέση ή υψηλή μυωπία , ιδιαίτερα όσες έχουν ήδη γνωστή δικτυωτή εκφύλιση περιφέρειας ή ασυμπτωματικές ρωγμές, και πολύ περισσότερο όσες έχουν ήδη χειρουργηθεί για αποκόλληση αμφιβληστροειδούς στον έτερο οφθαλμό, γνωρίζουν ότι ανήκουν στην ομάδα υψηλού κίνδυνου για αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, όποτε βρίσκονται σε εγρήγορση και υποβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε προληπτικό έλεγχο βυθό. Κάνει εντύπωση, ότι πολύ λίγα έχουν γραφεί για την αντιμετώπιση της μύωπος εγκύου και οι απόψεις διίστανται. Οι λίγες σειρές, στις οποίες μελετήθηκαν κατά την κύηση και τον τοκετό γυναίκες υψηλού κίνδυνου για αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, δείχνουν να υποστηρίζουν τον φυσιολογικό τοκετό έναντι της καισαρικής, καθώς επίσης θεωρούν ασφαλή την επισκληρίδιο αναισθησία.
Συχνό φαινόμενο αποτελεί η εμφάνιση χαμηλής μυωπίας ή η αύξηση της προϋπάρχουσας έως μια διοπτρία κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το φαινόμενο αυτό, που στην αγγλοσαξονική ορολογία αναφέρεται ως ‘myopic shift’, μετά τον τοκετό συνήθως υποχωρεί και η διάθλαση επανέρχεται στα επίπεδα προ της εγκυμοσύνης. Συνηθεστέρα και εντονότερα εμφανίζεται σε γυναίκες που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε διόρθωση της μυωπίας τους με κάποια χειρουργική τεχνική με Laser.
Πολύ συχνά παρουσιάζεται αυξημένη δυσανεξία στους φακούς επαφής και θεμιτό είναι να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της κυήσεως, εφόσον εμφανιστούν προβλήματα ανοχής. Έχουν ενοχοποιηθεί αλλαγές στις καμπυλότητες του κερατοειδούς κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κυήσεως, οι οποίες υποχωρούν μετά τον τοκετό ή ακριβέστερα μετά την λήξη του θηλασμού. Εδώ πρέπει να επισημανθεί η προσεκτική υγιεινή προς αποφυγή λοιμώξεων, καθώς η ανοσοκαταστολή και η δυσχέρεια επούλωσης που προκαλεί η εγκυμοσύνη, αποτελούν πρόσφορα έδαφος για την ανάπτυξη κερατοειδών λοιμώξεων, με αυξημένα μάλιστα ακίνδυνο εμφάνισης ερπητικής κερατίτιδας (Herpes Simplex Virus-HSV keratitis).
Εκεί που πραγματικά ελλοχεύει αφενός κίνδυνος αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς, δευτερογενώς μετά την από χοριοειδική ισχαιμία και εξιδρωματική αποκόλληση, και αφετέρου κίνδυνος αμφιβληστροειδικών αιμορραγιών με σκληρά εξιδρώματα ανάλογα της υπερτασικής αμφιβληστροειδοπάθειας, είναι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κύηση επιπλέκεται με προεκλαμψία- ταξινομία. Η προεκλαμψία θεωρείται ότι εμφανίζεται στο 5% των εγκύων. Όχι μόνο απειλεί άμεσα τη ζωή της εγκύου και του νεογνού αλλά, όπως παρουσιάζουν σύγχρονες μελέτες, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιοαγγειακών νόσων στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας, όπως φλεβικών θρομβώσεων των κάτω ακρών και θανάτου από στεφανιαία νόσο. Η βαρύτητα μάλιστα της αμφιβληστροειδοπάθειας θεωρείται δείκτης της βαρύτητας της προεκλαμψίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλες οι κλινικές μελέτες στις οποίες παρακολουθήθηκαν στενά ασθενείς με τις προαναφερθείσες επιπλοκές, πριν και μετά από φυσιολογικό τοκετό, χωρίς να προβούν σε χειρουργική αντιμετώπιση, παρατήρησαν αυτόματη επανασυγκόλληση των αποκολληθέντων αμφιβληστροειδών και ικανοποιητική έως πλήρη αποκατάσταση της οράσεως σταδιακά εντός ολίγων μηνών. Η αποκατάσταση της οράσεως ξεκίνησε άμεσα μετά τον τοκετό, με παραμονή ελαχίστων αλλοιώσεων στο μελάγχρουν επιθήλιο, οι οποίες συνήθως απαιτούσαν τις πλέον σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους για να ανιχνευθούν (όπως Optical Coherence Topography –OCT).
Βεβαίως υπάρχουν και κλινικές που υποστηρίζουν την άμεση διακοπή της κυήσεως και τη χειρουργική αντιμετώπιση των ασθενών. Είναι πιθανό στα κέντρα αυτά να μην έχει μελετηθεί η φυσική πορεία της νόσου, η αναμενόμενη δηλαδή εξέλιξη στις ασθενείς αυτές, εάν απέφυγαν τη χειρουργική αντιμετώπιση και περιορίζονταν στην αποκατάσταση της αρτηριακής πιέσεως και της υπολευκωματιναιμίας – πρωτεινουρίας, με κάποια συμπληρωματική αντιφλεγμονώδη και αποιδηματική αγωγή. Αξίζει να επισημάνουμε ότι τα χειρουργεία του βυθού δεν είναι άμοιρα επιπλοκών και δεν εξασφαλίζουν την πλήρη αποκατάσταση της οράσεως. Αναφέρονται μάλιστα περιπτώσεις αυτοίασης και μετά από διακοπή της κυήσεως, μόνο που η επάνοδος της οράσεως εδώ είναι μερική. Ο βασικός τρόπος πρόληψης είναι η συχνή μέτρηση εκ μέρους των γυναικών της αρτηριακής τους πιέσεως με το κλασσικό πιεσόμετρο χειρός και η προληπτική άναυλος δίαιτα. Η άνοδος της αρτηριακής πιέσεως αποτελεί πρώιμο σημείο εμφάνισης της νόσου, ώστε να καταφύγουν οι ασθενείς εγκαίρως σο νοσοκομείο για ρύθμιση της, πριν την εμφάνιση επιπλοκών.
Όσον αφορά στις ασθενείς που αναπτύσσουν σχετικά ελάσσονες διαταραχές όπως χοριοαμφιβληστροειδίτιδα με υπαμφιβληστροειδικά εξιδρώματα κατά την κύηση, ο Gass JD, ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους αμερικανούς οφθαλμίατρους και πατέρας της απεικόνισης των αμφιβληστροειδικών βλαβών, υποστηρίζει την πλήρη ανάκαμψη της οράσεως μετά τον τοκετό σε όλες τις ασθενείς που παρακολούθησε. Όσο για το μικρό ποσοστό των νεαρών γλαυκωματικών γυναικών, μπορούν να χαρούν ήσυχες την εγκυμοσύνη τους: η ενδοφθάλμιος πίεση μειώνεται αρκετές μονάδες κατά τη διαρκείς της κυήσεως, όπως συμβαίνει φυσιολογικά και με την αρτηριακή.
Τα ανεβασμένα λόγω της κυήσεως επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, ενώ δεν έχουν ιδιαίτερες παρενέργειες στους οφθαλμούς υγιών ασθενών, μπορούν να επηρεάσουν τις γυναίκες που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Εδώ μια προϋπάρχουσα αμφιβληστροειδοπάθεια υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να επιδεινωθεί, ήδη από την αρχή της κυήσεως, με την εμφάνιση σκληρών εξιδρωμάτων κατά το πρώτο τρίμηνο της κυήσεως και κυστικό οίδημα της ώχρας και υαλοειδική αιμορραγία με την πρόοδο της εγκυμοσύνης. Οι κλινικοί προτείνουν την αντιμετώπιση των πιθανών επιπλοκών με φωτοπηξία Laser κατά την εγκυμοσύνη και υαλοειδεκτοτομή, εάν χρειαστεί, μετά τον τοκετό. Βλάβες μπορούν να εμφανιστούν και σε κατά τα αλλά υγιή μάτια διαβητικών ασθενών. Λίγες προοπτικές μελέτες έχουν γίνει. Στις υπάρχουσες όμως, φαίνεται ότι κατά 80% οι αμφιβληστροειδοπάθειες που ξεκινούν στην εγκυμοσύνη διαβητικών γυναικών δεν εξελίσσονται. Επιβάλλεται η καλή ρύθμιση του σακχάρου όσο και ο μηνιαίος όσο και ο μηνιαίος βυθοσκοπικός έλεγχος.
Συνοψίζοντας, η καλύτερη οφθαλμολογική πρόληψη που θα μπορούσε να συστηθεί στις κυοφορούσες γυναίκες είναι ο τακτικός βυθοσκοπικός έλεγχος στις υψηλού κίνδυνου ασθενείς και η συχνή μέτρηση της αρτηριακής πιέσεως σε όλες.