ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ

Συναφής με το ξεχωριστό ενδιαφέρον που έχει ο απλός ομιλητής για την ετυμολογία είναι και η τάση που παρατηρείται μερικές φορές να τη χρησιμοποιεί ως μέσο για την προβολή καθαρά ιδεολογικών θέσεων, που έρχονται σε αντίθεση με τα διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης. Ένας ετυμολόγος στο διαδίκτυο, π.χ., στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την ελληνική προέλευση του αγγλ. exit, αρχικά παρέπεμψε στα λήμματα exit και issue του ηλεκτρονικού λεξικού Webster:

ex·it

Etymology: Latin, he goes out,  from  exire  to  go  out,  from   ex-  +  ire   to  go  --  more  at  ISSUE
 

 

is·sue

Etymology:  Μiddle  English,  exit,  proceeds, from Middle  French, from Old French, from  issir  to come  out,  go  out,  from Latin exire to go out, from  ex- +  ire  to go; akin to Gothic  iddja  he  went, Greek  ienai  to go, Sanskrit  eti  he goes

 

Ακολούθως, ο συγκεκριμένος ετυμολόγος έβγαλε το συμπέρασμα ότι σύμφωνα με το Webster το αγγλ. issue και κατ’επέκταση το exit ετυμολογούνται από το ελλην.  ιέναι.  Φυσικά, η ψύχραιμη – χωρίς παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς – ανάγνωση του λήμματος issue του ανωτέρω λεξικού οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα, ότι ο αγγλικός τύπος απλώς συνδέεται ετυμολογικά με τον ελληνικό. Άλλωστε, akin to Greek  ienai  σημαίνει ότι το αγγλ. issue είναι  συγγενές με  – και όχι βέβαια  προερχόμενο από το ελλην.  ιέναι! Διαφορετική είναι η περίπτωση λέξεων της Αγγλικής που όντως ανάγονται στην Ελληνική (βλ. Μπαμπινιώτη 2000), όπως π.χ. η λ. calm. Εδώ δεν χρησιμοποιείται η διατύπωση akin to Greek..., αλλά from Greek..., ξεκάθαρο δείγμα ότι ο ελληνικός τύπος εδώ πράγματι αποτελεί τον πρωταρχικό:

calm

Etymology: Middle English  calme,  from Middle French, from Old Italian calma, from Late Latin cauma  heat, from Greek  kauma,  from  kaiein  to burn
 

Η παραποίηση του περιεχομένου του λ. issue οφείλεται ασφαλώς σε ιδεολογικά αίτια. Πέρα από αυτό το κρίσιμο θέμα όμως, ο ίδιος ετυμολόγος επικαλέστηκε δύο επιχειρήματα, για να αποδείξει ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή του issue ο ελληνικός τύπος αποτελεί την πηγή των λοιπών: πρώτον, ότι η ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα είναι «φανταστική» και όχι πραγματική·  δεύτερον, ότι τα Ελληνικά είναι η παλαιότερη και πλουσιότερη γλώσσα. Κατ’αρχάς, όπως θα δούμε ακολούθως (κεφ. Α΄, 2.6.), τα κοινά στοιχεία που παρατηρούνται σε διάφορες ευρωπαϊκές και ασιατικές γλώσσες είναι «βασικά» (αριθμητικά, αντωνυμίες, κλίση ονομάτων και ρημάτων στο σύνολό της, συντακτικές δομές κ.ά.), δηλ. δεν ανήκουν σε αυτά που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δανεισμού από τη μια γλώσσα στην άλλη άρα δεν είναι δάνεια ούτε από την Ελληνική. Ύστερα, έναντι της «φανταστικής» ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας, πραγματική δεν είναι μόνο η Ελληνική, αλλά και η Σανσκριτική, για παράδειγμα. Με αυτήν τη λογική δηλαδή, γιατί να μη θεωρηθεί πρωτογλώσσα η Σανσκριτική;  Στο επιχείρημα ότι η Ελληνική είναι η παλαιότερη, λ.χ., από την Ινδοϊρανική, όπου ανάγεται η Σανσκριτική, απαντούμε ότι παλαιότερες είναι οι πρώτες  γραπτές  μαρτυρίες της Ελληνικής, πράγμα που οφείλεται ασφαλώς σε ιστορικές συγκυρίες·  είναι άγνωστο πότε άρχισε να  μιλιέται  η μία και πότε η άλλη γλώσσα. Στο επιχείρημα ότι τα Ελληνικά είναι πλουσιότερα από τα Σανσκριτικά ως προς τη δομή και το λεξιλόγιο, η απάντηση έρχεται από τα  Είδωλα  του Ροΐδη (1893: 47-48, βλ. και Χάρη 2001: 125-126): «αν περιορισθώμεν εις μόνην [...] την πρωτότοκον θυγατέρα της Αρίας και πρεσβυτέραν αδελφήν της ελληνικής και της λατινικής Σανσκρίτην, την δια πλήθους επικουρημάτων εις πάντα λόγιον σήμερον προσιτήν, ευρίσκομεν και ταύτην αρκούσαν προς μετριασμόν του τύφου παντός πιστεύοντος, ότι εις τον όγκον του τυπικού και του λεξικού έγκειται η μοναδική της ελληνικής υπεροχή. Πώς τω όντι να εξακολουθήση κομπάζων δια τον πλούτον αυτής απέναντι των τεσσαράκοντα επτά στοιχείων του σανσκριτικού αλφαβήτου, των οκτώ πτώσεων του ονόματος, των δέκα του ρήματος συζυγιών, των επτά τύπων του αορίστου και των τριών παρωχημένων της προστακτικής; Πού δε ν’ανεύρωμεν εις ελληνικόν ή άλλης οιασδήποτε γλώσσης λεξικόν πέντε συνώνυμα της χειρός, ένδεκα του φωτός, δεκαπέντε του νέφους, είκοσι της σελήνης, ισάριθμα της σφαγής, τριάκοντα του πυρός και περισσότερα του ηλίου; Μάταιον δε θα ήτο και ν’αναζητήσωμεν ειδικόν επίθετον προς παράστασιν της ερυθρότητος της γλώσσης, άλλο δια το ερύθημα της παρειάς, τρίτον δια τα ούλα και τέταρτον δια τα χείλη, και παρ’αυτοίς πέντε άλλα προς απεικόνισιν της καμπύλης των οφρύων, τέσσαρας βαθμούς απαλότητος του δέρματος και οκτώ λειότητος των τριχών». Φυσικά, αυτό το χωρίο του Ροΐδη δεν αποδεικνύει για τη Σανσκριτική ούτε ότι υπερέχει στον Χάρη (2001: 125), πριν από το απόσπασμα αυτό γίνεται εύστοχα λόγος για την «υπεροχή», δηλ. την  εντός εισαγωγικών  υπεροχή, της σανσκριτικής γλώσσας ούτε ότι συνιστά την πηγή των λοιπών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών·  δίνει όμως μια απάντηση σε όσους επιχειρούν επιπόλαιες συγκρίσεις γλωσσών, βασιζόμενοι σε «ποσοτικά» κριτήρια που δεν έχουν επιστημονικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι διάφορες ανακρίβειες των «αρχαιολατρών» οι οποίες σχετίζονται με τις ινδοευρωπαϊκές σπουδές αξίζει να αντιμετωπιστούν συνολικά, σε ξεχωριστή εργασία.

-----------------------------------------------------------

Mπαμπινιώτης Γεώργιος 2000: «Και όμως είναι ελληνικές»: εφημ.  Το Βήμα,  12 Μαρτίου.

Ροΐδης Εμμανουήλ 1893:  Τα είδωλα. Γλωσσική μελέτη  (Αθήνα: Εστία).

Χάρης Γιάννης [επιμ.] 2001:  Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα  (Αθήνα: Πατάκης).

Β. Α.

 

 

«Η ΙΕ υπόθεση είναι πολύ πιο ορθολογικά τεκμηριωμένη από την  υπόθεση  όσων θεωρούν την Ελληνική μητέρα όλων των γλωσσών. Άσε που πολλοί από αυτούς στα πορίσματα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσολογίας καταφεύγουν (διαστρεβλώνοντάς τα φυσικά).

[...]


Διαβάζω ένα βιβλίο του Γεωργαλά αυτόν τον καιρό στο οποίο παρατηρώ λάθη. Προσπαθεί να δείξει ότι η Ελληνική έχει επηρεάσει σε βάθος (και) την Αγγλική και γι
αυτόν τον λόγο λέει ότι το garden (κήπος) της αγγλικής γλώσσας προέρχεται από το ελληνικό  αρδεύω.

Η αλήθεια είναι ότι τα αγγλικά garden, yard και το γαλλικό jardin έχουνε σχέση με τη γερμανική λέξη garten καθώς και με τη λατινική λέξη hortus (= κήπος) και επίσης με τη σλαβική grad και gorod που σημαίνει πόλη (Beograd, Novgorod, Stalingrad). Και το grad και το garden ανάγονται σε μία λέξη η οποία σημαίνει τον φραγμένο, (περι-)ορισμένο τόπο. Δεν έχουνε καμία σχέση τα garden και  αρδεύω,  επειδή όμως ήθελε πάση θυσία να δείξει ότι υπάρχει ελληνική ρίζα, βρήκε το  αρδ-εύω.  Παρόμοια άλματα κάνουνε πολλοί προσπαθώντας σώνει και καλά να ετυμολογήσουν τις λέξεις άλλων γλωσσών από τα ελληνικά, όπως η Τζιροπούλου που προσπαθεί να ετυμολογήσει το  μουσαφίρης  από το  ημίν εσφέρειν...

Μερικές φορές καταφεύγουν στα γλωσσολογικά πορίσματα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσολογίας τα οποία υιοθετούν και απλώς αντικαθιστούν την ΙΕ από την Ελληνική, όπως η Τζιροπούλου που κάπου θα διάβασε ότι τα raja (σανσκριτικά: βασιλιάς), rex, reg-is (λατινικά: βασιλιάς) και  o-ρέγ-ομαι  της Ελληνικής έχουνε κοινό πρόγονο τη ρίζα *reg- και προσπαθεί να δείξει ότι το  μαχαραγιάς  προέρχεται από το ελληνικό μέγα ορεγόμενος. (Όσο για τις επιρροές της Ελληνικής στην Σανσκριτική, παρατηρώ ότι Τζαφερόπουλος και Γεωργαλάς, για να τις δικαιολογήσουν, καταφεύγουν στον
βολικό μύθο της πορείας του Διονύσου προς την Ινδία.).

Από την άλλη ο Γεωργαλάς στο βιβλίο του κάποια στιγμή αποδέχεται πλήρως την ινδοευρωπαϊκή θεωρία λέγοντας ότι είναι σωστή, αλλά ότι ο λαός δεν ήταν οι ΙΕ αλλά οι Αιγαίοι, μία συνομοσπονδία φυλών που βρίσκονταν γύρω από το Αιγαίο με πυρήνα τους Έλληνες. Ουσιαστικά το μόνο σημείο στο οποίο απομακρύνεται από την ΙΕ θεωρία είναι το ότι τους βαφτίζει Αιγαίους και ο ισχυρισμός ότι ο πυρήνας ήταν οι Έλληνες. Κατά τα άλλα περί της κοιτίδας των ΙΕ έχουν υποστηριχτεί πολλά, μεταξύ άλλων και ο αιγαιακός χώρος.

[...] 

Τι αποδείξεις γυρεύουν μερικοί για την ΙΕ, μια γλώσσα που ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους; Το θέμα είναι πως η υπόθεση ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες συνδέονται γενετικά μεταξύ τους βασίζεται σε στοιχεία, ενώ η υπόθεση κάποιων ότι η Ελληνική είναι η μητέρα όλων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν βασίζεται πουθενά.

[...]  

Ο όρος  ινδοευρωπαϊκή  έχει πλαστεί γιατί τα 2 γεωγραφικά άκρα όπου ομιλούντο οι γλώσσες αυτές που θεωρούνται συγγενείς: την Ινδική υποήπειρο και την Ευρώπη. Πολλοί με πολλούς τρόπους ασπάζονται τα πορίσματα της ΙΕ γλωσσολογίας (ακόμα και τις ρίζες των λέξεων), με μόνη διαφορά ότι επιμένουν να βάζουν την ελληνική γλώσσα στην αφετηρία όλων των υπολοίπων.

Βέβαια παραδίδουν και ολότελα λανθασμένες ετυμολογίες, όπως έδειξα παραπάνω, λάθη που μαρτυρούν άγνοια βασικής βιβλιογραφίας
».

 

Παρασκευάς Σταυρόπουλος

(γλωσσολόγος)

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ

 

Ι.

Ένα στοιχείο που προβάλλεται, προκειμένου να αμφισβητηθεί η φοινικική προέλευση του αλφαβήτου, είναι και μια πινακίδα, μη αναγνωσμένη, που έχει ανακαλύψει ο καθηγητής Γεώργιος Χουρμουζιάδης σε έναν λιμναίο προϊστορικό οικισμό, στο Δισπηλιό της Καστοριάς. Υποστηρίζεται ότι τα άγνωστα προϊστορικά σημεία της αποτελούν ελληνικά γράμματα, προδρόμους των σημερινών, μολονότι αγνοείται πλήρως η φωνητική τους αξία. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι του συγκεκριμένου οικισμού ήταν Έλληνες και ότι τα σύμβολα της πινακίδας αποτελούν ελληνικά γράμματα, όπως αυτά που χρησιμοποιούμε σήμερα. Στην εν λόγω πινακίδα υπάρχουν μόνο άγνωστα σε εμάς προϊστορικά σημεία, που δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσωπεύουν. Δεν ξέρουμε σε ποια γλώσσα ανήκουν και – το σημαντικότερο – αγνοούμε εντελώς τη φωνητική τους αξία. Επομένως, είναι αυθαίρετο να ισχυρίζεται κανείς ότι τα σημερινά γράμματα προέρχονται από αυτά που έχουν αποτυπωθεί στην πινακίδα του προϊστορικού Δισπηλιού. Ας δούμε τι δήλωνε για την πινακίδα ο καθηγητής σε παλαιότερη συνέντευξή του στο  Βήμα  (Κιοσσέ 1999): «το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ έχουμε μια προσπάθεια επικοινωνίας του νεολιθικού ανθρώπου που ελπίζουμε κάποτε να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε». Ακολούθως, ο Χουρμουζιάδης εξήγησε ποια είναι τα εμπόδια για την αποκρυπτογράφηση της πινακίδας αυτής: «για να αποκρυπτογραφήσει κανείς ένα κείμενο πρέπει δίπλα στα “σήματα” ή στα ιδεογράμματα να υπάρχει και κάτι το οποίο να του είναι ήδη γνωστό, όπως συνέβη με τον Σαμπολιόν και τη Ροζέτα, όπου επάνω στην πέτρα ήταν χαραγμένα σε αντιστοιχία τρία κείμενα: το ιερογλυφικό, το ελληνιστικό και το δημοτικό. Στην έφυδρη όμως πινακίδα του Δισπηλιού, στην πινακίδα δηλαδή που παρέμεινε στον βυθό της λίμνης 7.500 χρόνια, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». Ο ίδιος αρχαιολόγος, αναφερόμενος στην προϊστορική πινακίδα που έχει ανακαλύψει, χρησιμοποίησε πολύ προσεκτική διατύπωση: έκανε λόγο για  έναν γραπτό κώδικα επικοινωνίας  των κτηνοτρόφων-ψαράδων του Δισπηλιού, για  έναν γραπτό τρόπο επικοινωνίας που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο  και όχι για  μια ελληνική γραφή  (βλ. την ιστοσελίδα). Σε όσους επικαλούνται την ομοιότητα ορισμένων συμβόλων της πινακίδας με σύγχρονα γράμματα, απάντηση δίνει ένα χωρίο του Gelb (19632: 217-218) που δείχνει χαρακτηριστικά πόσο επισφαλή είναι τα συμπεράσματα για την προέλευση διαφόρων συστημάτων γραφής που βασίζονται αποκλειστικά στο κριτήριο της μορφικής ομοιότητας: «αρκετά συχνά σ’αυτό το βιβλίο έχω τονίσει ότι γενικώς διστάζω πολύ να βγάλω συμπεράσματα για την κοινή προέλευση διαφόρων γραφών βασιζόμενος μόνο σε συγκρίσεις εξωτερικής μορφής. Τα σημεία σε όλα τα αρχικά συστήματα γραφής έχουν εικονογραφικό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται για να αναπαραστήσουν αντικείμενα του περιβάλλοντος κόσμου. Εφόσον οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο και τα αντικείμενα που τους περιβάλλουν έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, είναι φυσικό να περιμένουμε ότι και οι εικόνες που επινοούνται για τις γραφές θα μοιάζουν επίσης πολύ μεταξύ τους. Έτσι άνθρωποι και μέλη του σώματος, ζώα και φυτά, εργαλεία και όπλα, κτήρια και κατασκευές, ουρανός, γη, νερό και φωτιά απεικονίζονται παντού με εικόνες που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ομοιότητα στη μορφή, γιατί όλα αυτά τα αντικείμενα πράγματι υπάρχουν με όμοιες μορφές. Γι’αυτό και δεν υπάρχει ανάγκη να ισχυρισθούμε πως η προέλευση αυτών των σημείων είναι μία και μοναδική». Ο προϊστορικός άνθρωπος μπορεί να αποτύπωσε σε μια ξύλινη επιφάνεια ένα τριγωνικό σύμβολο, π.χ., που μοιάζει με το σύγχρονο  δέλτα.  Δεν έχουμε, όμως, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι αυτό το άγνωστης φωνητικής αξίας σύμβολο αποτελεί τον πρόγονο του σημερινού  δέλτα.  Δεν έχει καμία βάση και ο ισχυρισμός ότι η γραφή του Δισπηλιού είναι αλφαβητική σύμφωνα με τον Gelb (19632: 248), η αλφαβητική γραφή (alphabetic writing) είναι το είδος γραφής που εμφανίζει κατά κανόνα αντιστοιχία φωνημάτων-γραφημάτων. Μερικοί «αρχαιολάτρες» χρησιμοποιούν όρους που δεν ξέρουν καν τι δηλώνουν! Ας σημειωθεί, ακόμη, ότι το προαναφερθέν χωρίο, που δείχνει ότι το κριτήριο της μορφικής ομοιότητας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για την προέλευση διαφόρων συστημάτων γραφής, δεν αναιρεί την κρατούσα θεωρία για την προέλευση του αλφαβήτου, αφού κυρίαρχο στοιχείο για τη φοινικική προέλευση των συμβόλων του ελληνικού αλφαβήτου είναι όχι η επιφανειακή ομοιότητα των δύο συστημάτων γραφής, του ελληνικού και του φοινικικού, αλλά η ετυμολόγηση των ονομάτων των γραμμάτων από τη Φοινικική (και πρόκειται για  ετυμολόγηση  από τη φοινικική γλώσσα, όχι για  μετάφραση  σε αυτήν, σύμφωνα με την ανακριβή διατύπωση κάποιου).

-----------------------------------------------------------

Κιοσσέ Χαρά 1999: «Τα μυστικά της λίμνης. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς»: εφημ.  Το Βήμα,  1 Αυγούστου.

Gelb I. J. 19632A study of writing  (Chicago: Chicago University Press).

Β. Α. 

 

ΙΙ.

Ένας αρχαιολάτρης έγραψε:

«Και επειδή ποτέ δεν είναι αργά, ο κ. Μπαμπινιώτης, θιασώτης της Φοινικικής προέλευσης του Αλφαβήτου, αρχίζει δειλά-δειλά και ανακρούει πρύμναν, πράγμα ευχάριστο»:

«Ως προς την ουσία τού θέματος, ας το πούμε μια για πάντα: δεν είναι ποτέ δυνατόν οι Ελληνες να διανοηθούν να απομακρυνθούν από μια γραφή και ένα αλφάβητο, που  οι ίδιοι επινόησαν και διαμόρφωσαν ως σύστημα  και που το χρησιμοποιούν 3.000 χρόνια τώρα. Γιατί η αποτύπωση τής Ελληνικής με το ελληνικό αλφάβητο, ένα συγκεκριμένο σύστημα γραφής θεωρούμενο ως το πιο επαρκές, με τη στενή εσωτερική σύνδεση γλώσσας και γραφής που έχει ιστορικά δημιουργηθεί στην Ελληνική μέσα από έναν ποταμό γραπτού λόγου 30 αιώνων αποτελεί πολιτισμικό μόρφωμα που κανείς δεν διανοείται και δεν έχει το δικαίωμα να αλλάξει προς όφελος οποιασδήποτε χρησιμοθηρικής σκοπιμότητας».

Άλλη μια ανακρίβεια είναι αυτή που είχε δημοσιευθεί ανώνυμα στον  Δαυλό  (τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2002, σελ. 16.093) και που βλέπω τώρα να επαναλαμβάνεται από άλλον αρχαιολάτρη: ότι δηλ. ο συγκεκριμένος καθηγητής άλλαξε άποψη! Φυσικά, καμία γνώμη δεν άλλαξε για το θέμα του αλφαβήτου! Μερικοί απλώς δεν έχουν καταλάβει για τι μιλάμε! Δεν έχουν καταλάβει τι σημαίνει η μεταρρύθμιση για την οποία γίνεται λόγος (γιατί μία μεταρρύθμιση ήταν και τίποτε άλλο, φοβερό!).

Όταν ο καθηγητής λέει (ορθώς) για τους Έλληνες ότι  οι ίδιοι επινόησαν και διαμόρφωσαν ως σύστημα  τη γραφή και το αλφάβητο, μιλάει ακριβώς για τη μετάβαση από τη συλλαβογραφική στην αλφαβητική γραφή. Πράγματι, οι Έλληνες πρώτοι στον κόσμο επινόησαν και διαμόρφωσαν το αλφαβητικό σύστημα γραφής, που άλλωστε συνιστά και το πραγματικό αλφάβητο, το πρώτο σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό λέει ο καθηγητής! Δεν έχει αναιρέσει όμως ποτέ ότι για τη μετάβαση αυτή στην αλφαβητική γραφή χρησιμοποιήθηκαν απλώς σαν πρώτη ύλη μερικά σύμβολα, δάνεια από άλλον λαό (τους Φοίνικες). Αυτό δεν το αρνείται ούτε τώρα (και καλά κάνει). Ούτε στη διδασκαλία του το έχει αρνηθεί.  Απλώς, απάντησα σε μία ακόμα ανακρίβεια...
 

Β. Α.

 


ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ

Ο Ζηκίδης (19264: λδ΄- λε΄) υποστήριξε ότι το επίρρ.  αλλιώς  πρέπει να γράφεται με  -οι-,  δηλ.  αλλοιώς,  επειδή συνέδεσε παρετυμολογικά το  αλλιώτικα  (κατά τον Ζηκίδη:  αλλοιώτικα ) με το αρχ. επίθ.  αλλοιωτικός.  Ωστόσο, η έρευνα του Ψάλτη (1923: 93- 94) σε μεσαιωνικά κείμενα απέδειξε ότι το  αλλιώς  προήλθε από το μεσαιωνικό  αλλέως  με συνίζηση, που μπορεί να δηλωθεί στη γραφή με ένα απλό     -ι-,  και όχι από το λόγιο και σπάνιο  αλλοίως,  που τάχα συνιζήθηκε σε  αλλοιώς ·   το  αλλιώτικος,  και αυτό μεσαιωνικό, έχει σχηματιστεί με βάση το  αλλιώς  κατά τα  ρουμελιώτικος, ηπειρώτικος, αναφιώτικος, φαναριώτικος  κ.ά. και δεν αποτελεί εξέλιξη του αρχ.  αλλοιωτικός  για τρεις λόγους (Ψάλτης 1923: 98- 100): πρώτον, επειδή το αρχαίο επίθετο είναι πάρα πολύ σπάνιο·  δεύτερον, επειδή δεν σήμαινε τον διαφορετικό, αλλά τον κατάλληλο προς αλλοίωση·  και, τρίτον, επειδή τα επίθετα σε   -ικός  που κατάγονται από την Αρχαία,  όπως  γραμματικός, μυστικός, ψυχικός, κοπιαστικός  κ.λπ., εξακολουθούν να τονίζονται στη λήγουσα – όσα τονίζονται στην προπαραλήγουσα, όπως  αιγύπτικος, βενέτικος, τούρκικος, πολίτικος,  είναι μεσαιωνικά ή νεότερα·  ειδικά το τελευταίο δεν αποτελεί εξέλιξη του αρχ.  πολιτικός,  η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εξέλιξη και του  αλλοιωτικός  σε  αλλοιώτικος,  αλλά είναι νεότερο και προέρχεται από το  Πολίτης  – απεναντίας, το μεσαιωνικό  πολιτική  «εταίρα», ως κληρονομημένο από την Αρχαία, τονιζόταν ακόμη στη λήγουσα.

Ο καθηγητής γλωσσολογίας που απάντησε στην Ά. Τζ. για το θέμα της ορθογραφίας σημείωσε στο  Βήμα  σχετικά με το εν λόγω επίρρημα τα εξής: «το  αλλιώς  από το μεσαιωνικό  αλλέως / αλλεώς  η κυρία Ά. Τζ. δεν το δέχεται γιατί «τύπος  αλλέως  […] είναι ανύπαρκτος στην ελληνική γλώσσα, την κλασική», γι’ αυτό πρέπει να γράφουμε  αλλοιώς  (από το  αλλοίος ). Άρα η μεσαιωνική Ελληνική, από την οποία προήλθε με φυσική εξέλιξη και συνέχεια η νέα Ελληνική, είναι ανύπαρκτη και απορριπτέα! Μόνο η κλασική Ελληνική μπορεί να εξηγήσει τη νεοελληνική! Χωρίς να το ξέρει – δεν φαίνεται να γνωρίζει τίποτε από τη σχετική βιβλιογραφία – η κυρία Ά. Τζ. μάς ξαναφέρνει πίσω στην άποψη του, σοφού κατά τα άλλα, Αδ. Κοραή και του Αθ. Χριστόπουλου για την απευθείας σύνδεση της νέας Ελληνικής με την Αρχαία, περί της οποίας έγινε λόγος στην αρχή. Τίθεται λοιπόν ζήτημα καταγωγής της νέας Ελληνικής και αμφισβητείται αναπόφευκτα η συνέχεια της νέας Ελληνικής. Να, πού οδηγούν τέτοιες πρόχειρες και ξεπερασμένες ετυμολογίες και ορθογραφίες, που άκριτα επαναλαμβάνει η κυρία Ά. Τζ. […].

»Θέλει επιστήμην και μέθοδον η ετυμολογία».

            Τα γραφόμενα από την Ά. Τζ. για το  αλλιώς  δίνουν εδώ την αφορμή για άλλη μια γενικότερη αναφορά στην εσφαλμένη ετυμολογική μέθοδο που ακολουθούσαν οι υποστηρικτές της αιολοδωρικής θεωρίας στην Ελλάδα, προτού η ετυμολογία θεμελιωθεί επιστημονικά. Οι αιολοδωριστές είχαν την τάση να συνδέουν σύγχρονους τύπους απευθείας με αντίστοιχους αρχαίους αιολικούς και δωρικούς, χωρίς να λαμβάνουν υπ’όψιν τα ενδιάμεσα στάδια της Ελληνικής, δηλ. την Αλεξανδρινή (Ελληνιστική) Κοινή και τη Μεσαιωνική. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα αυτό που αναφέρει η Καλιτζοπούλου- Παπαγεωργίου (1991: 37) για τον Αθ. Χριστόπουλο, τον μελετητή που συστηματοποίησε την αιολοδωρική θεωρία: «η Ελληνιστική Κοινή ήταν προφανώς άγνωστη στον Χριστόπουλο». Ομοίως, η Ά. Τζ. στην περίπτωση της ετυμολογίας του  αλλιώς  παρέκαμψε τη μεσαιωνική Ελληνική και έλαβε υπ’όψιν της μόνο την Αρχαία, όπου ανήκει το επίρρημα  αλλοίως.  Ωστόσο, μια τέτοια μέθοδος, που ακολουθεί τα αιολοδωρικά πρότυπα του 18ου και του 19ου αι., συνιστά επιστημονικό αναχρονισμό. Εξίσου εσφαλμένη είναι και η μέθοδος ενός ετυμολόγου που εμφανίστηκε στο διαδίκτυο και υποστήριξε ως «ορθότατη» τη γραφή  αλλοιώς  με τα ακόλουθα επιχειρήματα: πρώτον, ότι αυτήν τη γραφή έμαθε στο σχολείο. Δεύτερον, ότι η συγκεκριμένη γραφή έρχεται από τα βάθη της ελληνικής γλώσσας. Φυσικά, το γεγονός ότι η γραφή  αλλοιώς  διδασκόταν άλλοτε στο σχολείο δεν σημαίνει ότι είναι σωστή! Επίσης, το  αλλοίως  δεν έρχεται από τα βάθη των αιώνων κουβαλώντας μαζί του το  -οι-  μέχρι σήμερα, για τον απλούστατο λόγο ότι μεσολαβεί ο μεσαιωνικός τύπος  αλλέως,  άρα το  -οι-  του συγκεκριμένου επιρρήματος δεν έχει έλθει στη νέα Ελληνική! Δείγμα αντιεπιστημονικής μεθόδου από τον ίδιον ετυμολόγο είναι και η δήλωσή του ότι δεν εκφέρει γνώμη για την ορθότητα της γραφής  αλλιώς,  αλλά υποστηρίζει ότι είναι ορθότατη η γραφή  αλλοιώς ! Δεν μπορούν, όμως, να είναι και οι δύο γραφές ετυμολογικά σωστές! Το  αλλιώς  κάποτε γραφόταν  αλλοιώς  ως  άμεσα  προερχόμενο από το αρχαίο  αλλοίως.  Αυτή ήταν απλώς μια άποψη για την ετυμολογία του επιρρηματικού τύπου, η οποία αναθεωρήθηκε με τη μελέτη του Ψάλτη. Απεδείχθη δηλ. ότι ήταν εσφαλμένη άποψη. Σήμερα, γνωρίζουμε πλέον ότι το  αλλιώς  δεν προήλθε  απευθείας  από το αρχ.  αλλοίως,  αλλά αποτελεί εξέλιξη του μεσαιωνικού  αλλέως.  Η άμεση εξάρτηση του νεοελληνικού από τον αρχαίο τύπο ακολουθεί τα πρότυπα της αιολοδωρικής θεωρίας. Ο ετυμολόγος του διαδικτύου, για να προσδώσει κύρος στις «αιολοδωρικές» απόψεις του, έκανε σύγκριση μεταξύ του Κοραή, υποστηρικτή της αιολοδωρικής θεωρίας, και ενός σύγχρονου γλωσσολόγου, υπαινισσόμενος διαφορά πνευματικών μεγεθών! Όπως είδαμε, όμως, η θεωρία για την άμεση εξάρτηση της νέας με την αρχαία Ελληνική αναιρέθηκε όχι από κάποιον σύγχρονο γλωσσολόγο, που υποτίθεται ότι δεν έχει τη σοφία του Κοραή, αλλά από τον Χατζιδάκι στα τέλη του 19ου αι.  

            Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η φιλόλογος Ά. Τζ. στο δεύτερο άρθρο της δεν έγραψε απολύτως τίποτε για τη λέξη  αλλιώς,  που να αποτελεί απάντηση στον καθηγητή!

-----------------------------------------------------------

Ζηκίδης Γεώργιος 19264Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης  (Αθήνα).

Καλιτζοπούλου- Παπαγεωργίου Ειρήνη 1991:  Η αιολοδωρική θεωρία. Συμβολή στην Ιστορία της ελληνικής γλώσσας.  Διδακτορική διατριβή (Αθήνα).

Ψάλτης Σταμάτιος 1923: «Ορθογραφικά:  αλλοίθωρος, αλλοιώς, αλλοιώτικος ».  Λεξικογραφικόν αρχείον της μέσης και νέας Ελληνικής  6, 88- 100. 

 

Β. Α.

 


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΛΑΣΓΟΥΣ

«Οι αρχαίοι Έλληνες ποιηταί Όμηρος, Ησίοδος, Αισχύλος κ.λπ. ούτε εθνολόγοι ήσαν ούτε τοιαύτας ερεύνας εποιούντο. Ήσαν απλώς ποιηταί και υπό το όνομα  Πελασγοί  ενόουν αληθώς τους παλαιοτάτους κατοίκους της Ελλάδος ασχέτως προς τον εθνικόν αυτών χαρακτήρα. Τούτων δε ένεκα, οσάκις ήθελον να εξάρωσι την παλαιότητα καθεστώτος ή άλλου τινός, αποσεμνυνόμενοι μετεχειρίζοντο το όνομα Πελασγός, όπως εν τη ημετέρα εκκλησία λέγεται  ο θεός των πατέρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.

»Προ της αφίξεως των Ελλήνων εις την γην ταύτην κατώκουν άλλοι άνθρωποι, αλλόγλωσσοι και αλλόφυλοι [...]. Πλείστα τοπωνύμια των χωρών τούτων καθώς και άλλαι λέξεις δεν ερμηνεύονται ούτε εξ αυτής της Ελληνικής γλώσσης ούτε εξ άλλης τινός των αδελφών Ιαπετικών [...]. Παρ
Ομήρω, τ 175, γίνεται λόγος περί αναμείξεως γλωσσών και μάλιστα αντιδιαστέλλονται οι Πελασγοί προς τους Ετεόκρητας και τους Κύδωνας [...]. Αλλεπί των παλαιοτάτων, προϊστορικών τούτων δύναται να λεχθή το κοινόν λόγιον, καθο  εις το σκοτάδι όλες οι αγελάδες είναι μαύρες ».

Χατζιδάκις Γεώργιος 1977:  Γλωσσολογικαί έρευναι,  τόμ. Β΄ (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών), σ. 479-480 και 540.


ΣΧΟΛΙΟ

«Έχω κουραστεί με αυτούς τους ελληναράδες [...] που δεν θέλουν να βάλουν στο μυαλό τους μερικά βασικά πράγματα. Δεν τους βάζει σε σκέψεις το γεγονός ότι ανατρέπουμε τα παραμύθια τους. Απλώς συσπειρώνονται περισσότερο και ελπίζουν ότι κάποια απάντηση θα υπάρχει που να επαναφέρει στο μυαλό τους την κυριαρχία της εθνικιστικής άποψής τους για τη γλώσσα.  Όταν τα χάνουν, αρχίζουν να βρίζουν.  Μετά τρέχουνε και κάνουνε άπειρα copy-paste κειμένων του κάθε τυχάρπαστου βλάκα που δεν τον αναγνωρίζει ούτε μισό πανεπιστήμιο. Αυτοί οι άνθρωποι με την όλη στάση τους λένε συνεχώς: ναι, είμαστε βλάκες, θέλουμε να ζούμε στο σκοτάδι, τα επιχειρήματά σας δεν μας βάζουν σε αμφιβολίες, αλλά μας φανατίζουν ακόμα περισσότερο... Τελικά το ζήτημα είναι ένα: ο Λόγος είναι αδύναμος. Δεν μπορεί να νικήσει τη μάθηση». 

 

Παρασκευάς Σταυρόπουλος

(γλωσσολόγος) 


ΠΟΙΚΙΛΑ ΣΧΟΛΙΑ

«Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι ηλίθιες. Η παγκοσμιοποίηση απλά συμβαίνει, δεν υπάρχει κάποιο σκοτεινό μυαλό που να την προκαλεί (αν και αναμφίβολα υπάρχουν σκοτεινά και φωτεινά μυαλά που αντί να κάθονται να κλαψουρίζουν προτιμούν να επωφεληθούν). Και τέλος πάντων, εγώ ποτέ δεν κοιτάω τα κίνητρα κάποιου. Αν μπορεί να με πείσει με σοβαρά επιχειρήματα (και η ΙΕ γλωσσολογία έχει χίλια δυο) σκασίλα μου αν είναι παγκοσμιοποιητής ή ελληναράς.

[...]

Ειδικά τώρα για την ΙΕ γλωσσολογία, μου φαίνεται πολύ απίθανο αυτοί οι παγκοσμιοποιητές εδώ και 3.800 χρόνια (γιατί τέτοια ηλικία έχει το παλιότερο χιττιτικό κείμενο) να επεμβαίνουν συστηματικά σε 400 συνολικά γλώσσες κάνοντάς τες να μοιάζουν τόσο πολύ. Και δεν καταλαβαίνω με ποιον τρόπο η αποδοχή της ΙΕ γλωσσολογίας συνιστά αντεθνική πράξη ή εξυπηρετεί τα συμφέροντα των παγκοσμιοποιητών. Αυτό πραγματικά αδυνατώ να το καταλάβω!

[...]

Ερχόμαστε τώρα στις αντιρρήσεις [ενν. στην ινδοευρωπαϊκή θεωρία]. Και δεν μιλάμε για αντιρρήσεις σε επιμέρους σημεία της θεωρίας, αλλά για καθολική απόρριψη. Αυτή προέρχεται από δύο ομάδες ψευδοεπιστημόνων. Η μία είναι Έλληνες αρχαιολάτρες και η άλλη είναι Ινδοί αρχαιολάτρες. Και οι δύο ξεκινούν από την (αντιεπιστημονική) άποψη ότι οι πρόγονοί τους ήταν αυτόχθονες στον αιώνα τον άπαντα. Και οι δύο θεωρούν πως κατά κάποιον τρόπο “πλήττονται” οι αρχαιότατοι πολιτισμοί τους ή η φοβερή και τρομερή εθνική τους ανωτερότητα αν αποδειχθεί ότι ήρθαν από αλλού και συγγενεύουν γλωσσικά με τους Δυτικοευρωπαίους. Ωστόσο η γλωσσική συγγένεια είναι πολύ προφανής για να την προσπεράσουν έτσι. Πρέπει να δώσουν μια εξήγηση.

Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι όλοι κατάγονται από τους Έλληνες και η Ινδική πλευρά θεωρεί ότι όλοι κατάγονται από τους Ινδούς. Τα επιχειρήματα είναι συνήθως φαιδρότατα. Για παράδειγμα, στο κείμενό του “What is the Aryan Migration Theory” […] ένας Ινδός καθηγητής σβήνει μονοκονδυλιά πολλά από τα επιχειρήματα των αντιπάλων του με το φοβερό αντεπιχείρημα ότι είναι κομμουνιστές (!).

[…]

Το ξεμπρόστιασμα της ψευδοεπιστήμης είναι καθήκον. Δεν βλέπω γιατί δεν είναι χρήσιμο να τονίζω ότι δεν είναι θεμιτό επιστημονικά να απορρίπτεις μια άποψη με κριτήριο αν ο φορέας της είναι κομμουνιστής, ή να ξεκινάς με το αξίωμα ότι η δική σου γλώσσα είναι η ανώτερη και τελειότερη όλων.

[…]

[…] Eγώ προτιμώ να εμπιστεύομαι τα συμπεράσματα ενός γλωσσολόγου, που μαθαίνει 4 χρόνια στο προπτυχιακό και 3 στο διδακτορικό τί και πώς πρέπει να συγκρίνει. Πείτε με αφελή (αλλά την επόμενη φορά που θα αρρωστήσετε μην πάτε σε γιατρό, γιατί “έχει τις δικές του σκοπιμότητες”).

[…]

Μύθοι, μύθοι, μύθοι παντού. Όπως ότι […] οι λέξεις της ελληνικής έχουν τη μοναδική ιδιότητα να αντιστοιχούν ακριβώς στο πράγμα που περιγράφουν (ξεχάσαμε τις αφηρημένες έννοιες μου φαίνεται), μέχρι και ότι ένας σκελετός […] είναι απόδειξη της αυτοχθονίας των Ελλήνων.

[…]

[…] ένας τύπος βγάζει λανθασμένους τους συγγραφείς του 3ου αιώνα π.Χ. που διαφωνούν με την άποψή του ότι η νέα ελληνική έχει πανομοιότυπη προφορά με την αρχαία! Αυτό είναι φιλοπατρία; Να κόβεις και να ράβεις το παρελθόν στα διεστραμμένα εθνικιστικά σου κολλήματα;

Είμαι σίγουρος ότι κάθε ελληνόπληκτος βαθιά μέσα του μάλλον τσαντίζεται με αυτούς τους αρχαίους, που δεν ήξεραν βλέπεις οι άμοιροι ότι 2.500 χρόνια μετά οι απόγονοί τους θα ναρκώνονταν με το παραισθησιογόνο της Τέλειας Αρχαιότητας και δυστυχώς έγραψαν με χίλιους δυο τρόπους ότι δεν ήταν αυτόχθονες, ούτε τα ανακάλυψαν όλα μόνοι τους, ούτε μιλούσαν όπως οι νεότεροι […].

[…]

Μ αρέσει που κράζετε επειδή δήθεν οι Ινδοευρωπαίοι δεν άφησαν ίχνη, αλλά δεν έχετε ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ να αποδεχθείτε ότι μια ξύλινη πλάκα [...] σημαίνει αυτομάτως ότι το 6.000 π.Χ. ζούσαν Έλληνες στην Καστοριά.

[…]

Ξεκινήσαμε να συζητάμε για την ΙΕ θεωρία, μια γενικά παραδεκτή επιστημονική άποψη, η οποία (όπως κάθε επιστημονική άποψη) δεν είναι a priori σωστή. Κάθε επιστημονική άποψη δέχεται κριτική και αν δεν μπορεί να αντισταθεί στην κριτική, αναθεωρείται ή απορρίπτεται. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ΙΕ θεωρία στην τρέχουσα μορφή της είναι το προϊόν αναθεωρήσεων που οφείλονται σε κριτική 150 χρόνων. Συνεπώς είναι πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ ό,τι ήταν όταν ξεκίνησε, για τον απλούστατο λόγο ότι η -βάσιμη- κριτική την έχει βελτιώσει.

Από την πλευρά των αρχαιολατρών […] εκφράζονται διάφορα επιχειρήματα ενάντια στη θεωρία. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν όλοι όμως […] πως δεν μπορούν να απαιτούν για την κριτική τους ευνοϊκή αντιμετώπιση και αξιωματική αποδοχή, τη στιγμή που η άποψη την οποία κρίνουν έχει δεχθεί πρόθυμα τεράστια κριτική και έχει αναθεωρηθεί (εξίσου πρόθυμα) πολλάκις! Την ίδια ακριβώς κριτική (η οποία είναι διεξοδική, όχι λυσσαλέα) θα δεχθεί και ο αντίλογος και αν δεν μπορεί να αντιτάξει επιχειρήματα θα πρέπει να απορριφθεί […].

Απλώς εφ’ όσον κάποιος “τη λέει” σε μια επιστημονική θεωρία, θα πρέπει να καταλάβει ότι παίζει πλέον στο πεδίο της επιστήμης και θα δεχθεί επιστημονική κριτική. Και ως μέλος του ακαδημαϊκού χώρου σε βεβαιώνω ότι δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΑ πιο αμείλικτο, επίμονο και εκνευριστικό από την επιστημονική κριτική. […] Αν ο […] μου λέει πως η ελληνική είναι η μόνη πραγματική γλώσσα, δεν πρέπει να του επισημάνω ότι γλωσσολογικά βρίσκεται σε άλλον πλανήτη;

[…]

[…] Η ψευδοεπιστήμη είναι επίσης ένα πλέγμα αντιλήψεων που σε γενικές γραμμές συνδέονται μεταξύ τους (αν και εδώ έχουμε πολύ περισσότερες αντιφάσεις, λ.χ. υπάρχουν άτομα που πιστεύουν ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ότι οι Έλληνες είναι εξωγήινοι, ότι οι Έλληνες ζούσαν από πάντα στην Ελλάδα, ότι οι Έλληνες είναι απόγονοι του Homo Erectus των Πετραλώνων). Γκρεμίζοντας τη μία αντίληψη αποδυναμώνουμε ολόκληρο το οικοδόμημα. Και σε διαβεβαιώ ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο να γίνει αυτό, γιατί το οικοδόμημα της ψευδοεπιστήμης δεν έχει ούτε τη μισή από τη σταθερότητα του οικοδομήματος της επιστήμης, για τον απλούστατο λόγο ότι οι ψευδοεπιστήμονες πάντοτε προσαρμόζουν τα δεδομένα στις απόψεις τους (αντί για το αντίθετο) και επιπλέον σιχαίνονται την κριτική.

[…] Δεν είμαι και κανένας σοφός. Είμαι απλά ένας σκεπτικιστής που ό,τι φοβερό και τρομερό επιχείρημα μου παρουσιάσει με ύφος 50 καρδιναλίων η “αντιπολίτευση” μπορώ να το καταρρίψω ψάχνοντας 5 λεπτά στο Google. Δεν τους προβληματίζει άραγε αυτό; Δεν τους περνάει από το μυαλό ούτε για μια στιγμή ότι οι αντιλήψεις τους εφ’ όσον καταρρίπτονται τόσο εύκολα από οποιονδήποτε κάνει τον κόπο να τις ψάξει λίγο, υπάρχει μία έστω πιθανότητα να μην είναι και τόσο σωστές; Προσωπικά […] πίστευα ότι υπήρχε πολύ περισσότερη αλήθεια στις ελληνόπληκτες θέσεις. Τώρα είμαι σχεδόν βέβαιος ότι το όλο πράγμα είναι μια ατελείωτη συρραφή ψεμάτων και παρερμηνειών που δεν αντέχουν στην παραμικρή κριτική.

[…]

Δεν είμαστε όλοι εμείς Έλληνες; Γιατί; Επειδή το λέει κάποιος που έχει αποφασίσει – παντελώς αυθαίρετα – ότι η Ελλάδα (και ο πολιτισμός) άρχισε το 750.000 π.Χ. και τελείωσε με την επικράτηση του Χριστιανισμού και ότι μόνο όσοι πιστεύουν σε αυτήν την προφανή βλακεία είναι Έλληνες;

Δεν προσβάλλουν [ενν. οι εκφράσεις μου] όλους τους Έλληνες, προσβάλλουν μόνο τα θύματα των νεοεποχίτικων δοξασιών και τα νεοναζιστικά ξαδερφάκια τους. Όλοι αυτοί, αν θες την ταπεινή μου γνώμη, με τη θρησκευτική λατρεία της αρχαιότητας και την έλλειψη παιδείας και στοιχειώδους λογικής που τους διακρίνει (αλλά και με τα ορθογραφικά λάθη τους) αξίζουν πολύ λιγότερο τον τίτλο του Έλληνα απ’ όσο αρέσκονται να πιστεύουν […].

[…]

Και μια γενική παρατήρηση: το κεντρικό γλωσσολογικό επιχείρημα, ότι δηλαδή ο μισός πληθυσμός του πλανήτη […] μιλάει γλώσσες συγγενικά σχετιζόμενες μεταξύ τους χωρίς αυτό να εξηγείται με δάνεια και άρα υπήρξε κοινή πρωτο-γλώσσα πρόγονος είναι απλά σωστό. Καμία εναλλακτική λύση δεν εξηγεί το φαινόμενο. ΟΚ, στο μυαλό ενός αμαθούς εθνικιστή μπορεί “όλα να προέρχονται από τους Έλληνες”, αλλά αυτές οι “εξηγήσεις” απλά δεν στέκουν σε αντικειμενική κριτική.

[…]

Πρώτα προσπαθούν να σε προσεταιριστούν, μετά όταν δεν ψαρώσεις είσαι ο ανθέλληνας, μετά προσπαθούν να σε βγάλουν κακό / ψεύτη / αγενή / άρρωστο, και όταν κάποια στιγμή δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματά σου, συμπεραίνουν ότι είσαι μία ολόκληρη εξοπλισμένη μηχανή προπαγάνδας, με άτομα να ψάχνουν για πληροφορίες και επιχειρήματα και άλλα άτομα να μπαίνουν στο σάιτ και να συμφωνούν μαζί σου, ή ίσως ένας πραγματικά μανιακός που τα κάνει όλα αυτά. Θλιβερό.

[…]

[…] Έχουμε “ΙΕ” γεγονός (ότι οι γλώσσες του μισού πλανήτη μοιάζουν συστηματικά), ΙΕ υπόθεση (ότι οι ομοιότητες οφείλονται στο ότι όλες αυτές οι γλώσσες κατάγονται από μία) και πολλές ΙΕ θεωρίες που ασχολούνται με το πότε, το πώς και το γιατί.

[…]

Όπως είπα, το γεγονός στα περί ΙΕ είναι ότι αυτές κι αυτές οι γλώσσες μοιάζουν. Γκαραντί. Οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να συμφωνεί με αυτό. Να ξεκινάει “μπλα μπλα μπλα” και να καταλήγει “και έτσι αυτές οι γλώσσες μοιάζουν και μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο”.

[…]

[…] η γλωσσική συγγένεια των ΙΕ γλωσσών είναι απλά αναντίρρητη. Οποιαδήποτε θεωρία θα πρέπει να την εξηγεί. Δεν γίνεται να την προσπεράσουμε σαν αποικιοκρατικά ψέματα. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες σελίδων που την τεκμηριώνουν».

 

Δημήτρης K.

 (από συζήτηση στο διαδίκτυο)


ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

«[...] Δεν θα ξόδευα ούτε μια λέξη για να απαντήσω σε αυτά τα νούμερα... Είναι γελοίο να τους μιλάς με πορίσματα αντλούμενα από επιστημονικά συγγράμματα ή κι απτα ίδια ταρχαία κείμενα και να σαπαντούν με παραπομπές στο πόνημα της μεγίστης επιστήμονος Τζιροπούλου... Είναι σαν να πηγαίνει ο Μπαμπινιώτης στο Blue Sky να συζητήσει... με τον Πλεύρη ή με τον Γεωργιάδη... Σε ποια βάση, με τι όρους, σε ποια...γλώσσα; [...] Πάντως οφείλω να εκφράσω τον θαυμασμό μου και τη συμπαράστασή μου στα παιδιά που υπερασπίζονται την επιστημονική αλήθεια μέσα σε αυτήν τη σφηκοφωλιά... Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος με τα επιχειρήματά τους να πείσουν κανένα χριστιανό που διαθέτει κοινή λογική και δεν έχει ακόμα πωρωθεί από τον φανατισμό των ηλιθίων... Και επειδή είδα ότι κάποιος [...] πολύ επικαλείται τον Νίκο Γκάτσο, να πω ότι και η υπογραφούλα μου είναι ένα δικό του τετράστιχο, από μια ευρύτερη σύνθεση που ονομάζεται  Ελλαδογραφία,  και τους είναι αφιερωμένο εξαιρετικά...

Πότε θανθίσουνε τούτοι οι τόποι,
πότε θα
ρθούν καινούργιοι ανθρώποι,
να συνοδέψουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;

»Απλά, ως ένα σημείο αμφιβάλλω και για την απήχηση που όντως έχουν αυτές οι αντιεπιστημονικές και ακραίες απόψεις... Και εδώ παραθέτω ένα κλασικό παράδειγμα του Έκο: Μια επαρχιακή εφημερίδα με 500 αναγνώστες γράφει ότι ο Πάπας είναι ομοφυλόφιλος... Το Βατικανό εκδίδει μια διάψευση για όλες τις εφημερίδες, απευθύνει διάγγελμα δια της ιταλικής τηλεόρασης, αποκαθιστώντας τη φήμη του Πάπα και καταδικάζοντας το κατάπτυστο μύθευμα... Αποτέλεσμα; Εκεί που τοξεραν 500 άνθρωποι, τώρα 20.000.000 άνθρωποι μαθαίνουν, έστω κι αρνητικά, ότι κυκλοφόρησε η φήμη πως ο Πάπας είναι γκέυ... Ελπίζω να μην πέσουμε κι εμείς στην ίδια παγίδα, την παγίδα της προπαγάνδας...».
 

Δημήτρης Μιχελιουδάκης

(γλωσσολόγος)