Οι λέξεις «τάξη»
[ευπείθεια εις τους νόμους, ευνομία,
τήρησις των κανόνων του ορθού και του
πρέποντος] και «ησυχία» [ηρεμία, σιωπή,
γαλήνη, αταραξία, τόπος άνευ θορύβου] και «ασφάλεια»
[προφύλαξις από ολίσθημα ή άλλον κίνδυνον,
σταθερότης της καταστάσεως, βεβαιότης]
όταν ακολουθεί η μία την άλλη αποκτούν ένα
ιδιαίτερο νόημα, ειδικά σε κοινωνίες που
ζουν κάτω από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οι
γηραιότεροι εξ ημών ενθυμούμαστε, ασφαλώς,
τις ανακοινώσεις της στρατιωτικής χούντας
τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου,
τον Νοέμβριο του 1973, που περιελάμβανε και
το περιβόητο «ησυχία, τάξις και ασφάλεια
επικρατεί καθ’ άπασαν την επικράτειαν».
Σήμερα, που οι –κατά τον εξαιρετικό
χαρακτηρισμό του Λ. Αποσκίτη–
Επικυρίαρχοι του πλανήτη προσπαθούν να
επιβάλουν τη Νέα Τάξη Πραγμάτων σε όλα τα
γεωγραφικά πλάτη και μήκη της Γης οι τρεις
προαναφερθείσες λέξεις μπορούν να
αντικατασταθούν κάλλιστα μόνον από μία: τη
λέξη «υποταγή». Υποταγή στη «μπότα»
των υπερεξοπλισμένων μισθοφόρων τους,
υποταγή στους νόμους τους, υποταγή στους
κανόνες του «πολιτικά ορθού», υποταγή στην
προπαγάνδα και στα ψεύδη της εξουσίας,
υποταγή στα λόγια τους. Και όσον αφορά στο
τελευταίο σημείο, η υποταγή δεν σημαίνει
παρά άκριτη αποδοχή του ά-λογου λόγου των
Μέσων Ενημέρωσης [που ελάχιστη σημασία
έχει αν εκείνες που τα ελέγχουν ασφυκτικά
είναι οι ιδιωτικές εταιρείες ή οι
κυβερνήσεις], που, ενώ μιλούν για όλα,
αποφεύγουν συστηματικά να μιλήσουν για τα
πάντα. [Εξ ου και η αντιπαλότητα των
ηλεκτρονικών –κυρίως– μέσων προς το
Διαδίκτυο, που παρότι είναι τεράστιο,
χαώδες, ανοργάνωτο και σε μεγάλο βαθμό
μυθολογικό, παραμένει ακόμα ελεύθερο.] Και
αν τα μέσα ενημέρωσης, που λειτουργούν
σύμφωνα με τους κανόνες της «ελεύθερης [μπρρρ!]
αγοράς] απολύουν τους εκάστοτε «ενοχλητικούς»,
τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες
και των προσπαθειών κάποιων «πρακτορείων
οργάνωσης της σιωπής» που επιχειρούν να
επιβάλουν την –κατά Διονύσιο Σολωμο– «άκρα
του τάφου σιωπή» και στο χώρο των
πανεπιστημίων ή της ιστορικής έρευνας εν
γένει. Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά
παραδείγματα.
@
Ολοκαύτωμα Α.Ε.
Ο Νόρμαν
Φινκελστάιν,
γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1953, είναι γιος
εβραίων της Πολωνίας που επέζησαν των
ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Την
τελευταία δεκαετία δίδασκε πολιτική
θεωρία στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του
Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, από το
οποίο «απομακρύνθηκε» το Μάιο του 2001,
εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε σε
κάποια πρακτορεία οργάνωσης της σιωπής το
τέταρτο βιβλίο του Η Βιομηχανία του
Ολοκαυτώματος –Σκέψεις Σχετικά με την
Εκμετάλλευση της Εβραϊκής Οδύνης, που
είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα και
πρόσφατα εκδόθηκε μεταφρασμένο και στα
ελληνικά από τις Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου. Ο Ν. Φινκελστάιν αναφέρει στο
βιβλίο του ότι το Ισραήλ αναδείχθηκε σε
στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ μόνον μετά τον
πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, όταν και
άρχισε να στήνεται και η τεράστια
βιομηχανία του «Ολοκαυτώματος», που
αποτελεί ιδεολογική αναπαράσταση του
ναζιστικού ολοκαυτώματος, «τα κεντρικά
αξιώματα του οποίου υποστηρίζουν
σημαντικά πολιτικά και ταξικά συμφέροντα».
Ο συγγραφέας, με ιδιαίτερα καυστική γλώσσα,
επικρίνει δριμύτατα τη «βιομηχανία» που «από
τη μία εκτρέπει ή απαγορεύει τις
επικρίσεις σε βάρος του Ισραήλ, ενώ, από
την άλλη, δικαιώνει τη συνολική
αμερικανική πολιτική και την ηθική
αυταρέσκεια που τη διακρίνει». Η
Ολοκαύτωμα Α.Ε. δεν είναι παρά αποτέλεσμα
της οικονομικής και ταξικής ανόδου των
αμερικανοεβραίων μετά το Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και της συντελεσθείσας
συντηρητικοποίησής τους, όταν πια
αποτέλεσαν μέρος της άρχουσας τάξης των
ΗΠΑ με το να ελέγχουν μεγάλους τομείς των
πανεπιστημίων, των μέσων ενημέρωσης και
του θεάματος. Έκτοτε δημιουργήθηκε και η «βιομηχανία»
που φουσκώνει ή μειώνει εναλλάξ τον αριθμό
των θυμάτων, ανάλογα με τις πολιτικές
σκοπιμότητες της στιγμής ή ακόμα και
θολώνει τον ορισμό του επιζώντος του
Ολοκαυτώματος, ανάλογα με τις
αποζημιώσεις που διεκδικούν εβραϊκές
οργανώσεις κατευθυνόμενες από
εκατομμυριούχους για λογαριασμό των
επιζώντων, που τελικά δεν καταλήγουν στα
θύματα, αλλά στα ταμεία εβραϊκών
οργανώσεων και χρησιμοποιούνται για να
θολώσουν ακόμα περισσότερο την ιστορική
πραγματικότητα σχετικά με το ολοκαύτωμα.
Και «φυσικά» όταν επικρίνεις την
Ολοκαύτωμα Α.Ε. ότι έχει καταντήσει Holocash [«Όλα
μετρητά»], τότε δεν είσαι παρά «full of shit» ή
ακόμα και «φαρμακερό ζωύφιο», όπως κάποιοι
χαρακτήρισαν τον Ν. Φινκελστάιν…
@ Πίστις
Α.Ε.
«Φαρμακερά ζωύφια»
υπάρχουν και σε άλλους χώρους, όπως στις
θεολογικές –χριστιανικές–σχολές. Ο
Γκερντ Λύντεμαν ήταν καθηγητής της Καινής Διαθήκης στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του
Γκαίτινγκεν (Γερμανία), αλλά λόγου του
περιεχομένου των γραπτών του και των
παραδόσεών του απομακρύνθηκε από τη θέση
του και του ανατέθηκε η έδρα της ιστορίας
και της φιλολογίας του Αρχέγονου
Χριστιανισμού. Η «γκετοποίηση» του Γκ.
Λύντεμαν δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της
αγαστής συνεργασίας μεταξύ του υπουργού
Παιδείας της τοπικής κυβέρνησης του
ομόσπονδου κρατιδίου της Κάτω Σαξωνίας,
της Συνομοσπονδίας Προτεσταντικών
Εκκλησιών της Κάτω Σαξωνίας και της
Θεολογικής Σχολής. Ποίο το αμάρτημα του Γκ.
Λύντεμαν; Είχε απαρνηθεί δημόσια τη
χριστιανική πίστη του από τα μέσα της
περασμένης δεκαετίας με τη δημοσίευσης
της «Επιστολής προς τον Ιησού», που
προκάλεσε και την απομάκρυνση από τη θέση
του το 1998. Το περιεχόμενο της επιστολής δεν
ήταν παρά η επιτομή των μελετών του
σχετικά με την ιστορικότητα του
χριστιανισμού. [Χαρακτηριστικά αναφέρω τα
βιβλία του, Η Ανάσταση του Ιησού. Ιστορία,
Εμπειρία, Θεολογία (1994) και Τι Συνέβη
Πραγματικά στον Ιησού. Ιστορική
Προσέγγιση της Ανάστασης (1995)] στα οποία
αρνείτο την Ανάσταση του Ιησού]. Σύμφωνα με
τον Λύντεμαν ο σύγχρονος λογικός κόσμος
είναι πια ασύμβατος με το βιβλικό κόσμο
των θαυμάτων. Η «αυθεντία των αρχαίων
κειμένων» δεν αντέχει σε καμία κριτική. «Δεν
μπορώ πια να είμαι σκλάβος της παράδοσης»,
δηλώνει. Και κλείνει την εισαγωγή της
αγγλικής έκδοσης του βιβλίου του Ο
Μεγάλος Δόλος (1999) με τη φράση του
Μπέρταρντ Ράσσελ: «Ακόμα και όταν τα
ανοιχτά παράθυρα της επιστήμης μας κάνουν
στην αρχή να τουρτουρίζουμε από το κρύο,
μετά τη βολική εσωτερική ζεστασιά των
παραδοσιακών εξανθρωπιστικών μύθων,
τελικά ο φρέσκος αέρας φέρνει ικμάδα και
οι ανοιχτοί χώροι αποκτούν τη δική τους
λαμπρότητα».
|