WILLIAM GEORGE ALLUM Εγνώρισα κάποια φορά σ ένα καράβι ξένο έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή, οπου δε μίλαγε ποτέ κι oύτε ποτέ είχε φίλους και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή. Oλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχεν ιστορία κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί έλεγαν ότι κάποτες ,, απ το λαιμό ως τα νύχια, είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί. Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα, μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε με στίγματ' ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή... Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτήν είχε αγαπήσει μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή. Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του την ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά κι από κοντά του εξάλειψεν ο,τι δικό της είχε, έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά. Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια με βότανα το στήθος του να τριβει, οι θερμαστές... Του κάκου...γνώριζεν αυτός-καθώς το ξέρουμ' όλοι- ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές. Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky, μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί. Ο πλοίαρχος είπε : "θέλησε το στίγμα του να σβήσει" και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.