Το ακατάβλητο ανθρώπινο πνεύμα.

Σιωπή. 
Μόνο ο ήχος κάποιου περιστασιακού ανέμου, που πάλλεται, 
απομακρυσμένος απ’ τους υπόλοιπους, απελπισμένος μες στην
αιώνια κατάρα του της αλητείας, αρπάζοντας άμμο από τη γη σε ένα άδοξο ταξίδι δευτερολέπτων.

Μετά, πάλι σιωπή. Κάπου-κάπου, ο ήχος της πάλης του πανιού με τον περιστασιακό
εκείνο άνεμο, το οποίο, άλλοτε υποχωρώντας στη δικαιολογημένη βία του, άλλοτε επιτρέποντάς
του να γλιστρήσει στην επιφάνειά του ελεύθερα, παίζει με αυτόν, αφήνοντας ως αποτέλεσμα έναν μονότονο,
αισθησιακό ήχο που χάνεται μες την απεραντοσύνη της ίδιας του της ύπαρξης.

Φλαπ, φλαπ, φλαπ. Μετά, πάλι σιωπή. Απόκοσμη σιωπή, από κείνες που τείνουν να βασανίζουν τον άνθρωπο,
και να τον στεναχωρούν, βυθίζοντάς τον σε μια νοσταλγική μελαγχολία.

‘Ετσι ακριβώς ένιωθε ο Τάρυ Καρνστειν εκείνη τη στιγμή.
Ξαπλωμένος ανάσκελα, τα πόδια και τα χέρια του ολάνοιχτα, παραδομένος στη μαλακή καυτή άμμο,
τα χείλη του ξεραμένα από τη δίψα, ανίκανος να πάρει πρωτοβουλία.

Εσφιξε στην παλάμη του μια χούφτα άμμο
και παρακολούθησε με τα υγρά του μάτια τους καταρράχτες κόκκων στεγνής γης που χύνονταν στο έδαφος,
ακολουθώντας ταπεινά τον νόμο της βαρύτητας, από φόβο μήπως κάτι συμβεί, άμα δεν υπακούανε πιστά,
άμα αποφασίζανε να πρωτοτυπήσουν...εάν αρχίζανε να αιωρούνται στον αέρα,
να κάνουν σχήματα και να φτιάχνουν εικόνες ή εάν αρχίζανε να τραγουδάνε το Dust in the Wind,
αν φέρονταν σαν ανεξάρτητα όντα με δικαίωμα πρωτοβουλίας.

Ο Τάρυ Καρνστειν χαμογέλασε ειρωνικά στην ιδέα. Εκανε να ανασηκωθεί. Το θολό του βλέμμα ήταν αδύνατο να εστιάσει κάπου.
Αντιθέτως, του πρότεινε να ξαναπέσει στον λήθαργό του,
που ήταν όπως και να χει η ευκολότερη λύση.

Γύρω του άμμος απλωνόταν παντού,
άμμος, και μόνο οι πολύχρωμες λωρίδες της τέντας που ακουγότανε στο υπόβαθρο τόση ώρα,
σπάγανε το τρελό μονοπώλιο του κίτρινου.

Μια σκιά. Σκιά; Μια ανθρώπινη σκιά γλίστρησε από μπροστά του
σαν φάντασμα και χάθηκε στιγμιαία.

Ο Τάρυ Καρνστειν ξανάπεσε στην αρχική του στάση μη θέλοντας να δώσει περαιτέρω σημασία.
Το βλέμμα του απλανές, ο ίδιος συγκεντρώθηκε στην προσπάθειά του να ακούσει την σιωπή.

Σιωπή. Νοσταλγία. Μελαγχολία.
Ξαφνικά, μια φωνή. - «Είμαι ο Οζουμάνδιας, ο βασιλιάς των βασιλιάδων. Δες τα έργα μου, ισχυρέ, και απελπίσου.» - Σέλλευ! Απάντησε ο Τάρυ θριαμβευτικά.

- Ναι....... Ο Τάρυ Καρνστειν ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον αυτόν που είχε μιλήσει.
Ηταν όμορφος .Γύρω στα σαράντα, με μουστάκι μιας άλλης εποχής,
ντυμένος σε ένα γαλάζιο κοστούμι και ένα γαλάζιο καπέλο.
Η θολούρα στην οποία είχαν υποκύψει τα μάτια του δεν του επέτρεπε
μια πιο λεπτομερή εικόνα του άνδρα, ο οποίος στεκότανε δίπλα στον ήλιο,
πράγμα που έκανε την προσπάθεια του Τάρυ να τον δει,
εξαιρετικά επίπονη.

Ο Τάρυ παρ’ όλα αυτά πρόσεξε πως το κάτω χείλος του άνδρα έτρεμε.
Ο άντρας έπνιξε έναν λυγμό και δάκρυσε,
έτσι πως στεκόταν, από πάνω από τον Τάρυ. Το δάκρυ του έπεσε πάνω στο μάγουλο του νεαρού.
Στέγνωσε πάνω στο ξερό του δέρμα. Ο Τάρυ έμεινε ανέκφραστος.

- ο Σέλλευ είναι νεκρός. Το ίδιο και εμείς. Σε λίγο τουλάχιστον θα είμαστε. Είπε.

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. - Ναι, έχεις δίκιο. Κρίμα. Τέτοιο μεγαλείο, τέτοια τελειότητα να πάει χαμένη.
Από όλον τον κόσμο, η τέχνη έχει τον χειρότερο θάνατο.

Ο άντρας χαμογέλασε με πίκρα. Μετά, το βλέμμα του ξαναγύρισε στο σοβαρό,
λες και είχε δει τον θάνατο να περνάει από μπροστά του.
Η αλήθεια είναι,- αν καθόταν να το καλοσκεφτεί ο Τάρυ-, ότι πιθανώς και να τον είχε δει.

Ξαφνικά, ο άντρας ταλαντεύτηκε, έβγαλε έναν αναστεναγμό
και έπεσε μισολιπόθυμος στο καυτό στρώμα της άμμου, δίπλα στον Τάρυ Καρνστειν.

Ο Τάρυ δεν κουνήθηκε.
Ηταν η ευκαιρία του να παρατηρήσει τον άντρα. Ηταν πραγματικά όμορφος. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σχεδόν σκληρά,
αλλά διαχέονταν από μια έμφυτη παιδικότητα. Aμμος είχε κολλήσει στο ιδρωμένο του μάγουλο.
Το καπέλο του είχε πέσει στο πλάι και ο αέρας έπαιζε τώρα
με τα μαύρα μαλλιά του. Το πιο όμορφο όμως πράγμα πάνω στον μισολιπόθυμο άντρα δίπλα του, παρατήρησε ο Τάρυ,
ήταν τα κατακόκκινα λεπτά χείλη του.

Ο Τάρυ Καρνστειν τότε θυμήθηκε το χρυσόψαρό του.
Κάποτε, είχε ένα χρυσόψαρο. Ενα υπερβολικά όμορφο ζώο που μια μέρα άρχισε να πεθαίνει.
Εμενε ακίνητο, ώρες, με το στόμα του μισάνοιχτο και το βλέμμα θολό.
Καταλάβαινε κανείς πως ζούσε ακόμα,
από τα βράγχια του που ανοιγόκλειναν με ραθυμία,
τελευταίο ενθύμημα πως το ψάρι ήταν ακόμα ζωντανό.

Τραγική ειρωνεία.
Σκέφτηκε ο Τάρυ. Το ψάρι πέθαινε στο νερό.
Ο άγνωστος άντρας δίπλα του θα πέθαινε από την έλλειψή του. Ξαφνικά, ο Τάρυ συνειδητοποίησε ότι η σιωπή γύρω του είχε διακοπεί. Ενας ήχος την εμπόδιζε.
Ενας μονότονος ήχος. Οι απελπισμένες αναπνοές του αγνώστου,
που τώρα τον κοίταζε κατάματα, με ένα ζευγάρι πράσινα μάτια.

Σε μια παρόρμηση τρυφερότητας, ο Τάρυ σύρθηκε ακόμα πιο κοντά στον άντρα, σχεδόν μέσα στην αγκαλιά του.
Ο άντρας δεν κουνήθηκε.
Τα μάτια του είχαν αρχίσει να θολώνουν από την εξάντληση. Ο Τάρυ άγγιξε το μάγουλό του. Eκαιγε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ανάσα του αγνώστου. Ο Τάρυ δεν ήξερε τι ένοιωθε εκείνη τη στιγμή.
Δεν ήθελε να ξέρει.

Πλησίασε τον άγνωστο πιο πολύ, σε απόσταση αναπνοής.
ένοιωθε το ζεστό του σώμα κοντά στο δικό του και ένα ελαφρό τρέμουλο τον διαπέρασε.

Τότε, οι ανάσες των δύο αντρών ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί. Oχι πρόστυχο, αγνό.
Ενα φιλί ανάγκης, συμπαράστασης.
Γιατί ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσαν να προσφέρουν εκείνη τη στιγμή ο ένας στον άλλο.

Iσως αυτό το φιλί να ήταν το τελευταίο έργο τέχνης που δημιούργησε η ανθρωπότητα,
σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διατηρηθεί το ανθρώπινο πνεύμα,
που τόσους αιώνες είχε υπάρξει ακατάβλητο και ιερό.

Ύστερα, σιωπή. Κορνηλία