Λεξικό

 

 

Α                                                  

Αγουρόλαδο (το)  λάδι που μόλις βγαίνει στη μηχανή από ραβδιστές ελιές.

Άδολο (το) ή απάρθενο λάδι. Το ζυμάρι, που προέκυπτε μετά το άλεσμα των ελιών, μέσα στα ζεμπίλια - χωρίς να το σφίξουν στη βίδα - το έβαζαν σε δοχεία και το άφηναν έως το πρωί και αυτό έβγαζε λάδι από μόνο του. Αυτό το λάδι, που ήταν το καθαρότερο το έλεγαν «άδολο». Επίσης έτσι λέγεται και το λάδι που προέκυπτε μετά από την τοποθέτηση των ζεμπιλιών στο μάγκανο και το 1ο σφίξιμο τους – χωρίς νερό - (από τα 3, συνολικά).

Αδράχτι (το) μέσα στο άνοιγμα της χαζίρας κινείται η αντίστοιχη σκαλιστή βίδα (το «αδράχτιν του μύλου») που απολήγει κάτω σε τετράγωνο ογκώδες ξύλο με δυο διασταυρούμενες οπές, έτσι ώστε να φαίνεται μια οπή σε κάθε μια από τις τέσσερις πλευρές του τετραγώνου και μέσω του τελάλη γινόταν η περιστροφή του (αδραχτιού) που πίεζε μέσω σανίδας τα γεμάτα ζεμπίλια.

Αλουπός το κατακάθι του άβραστου λαδιού.

Αμούρη (η) νερό με μικρή ποσότητα λαδιού, η οποία κατακάθεται στη στέρνα, μπροστά από την πρέσα. Στη συνέχεια διοχετεύεται έξω από το Ελαιοτριβείο.

Αξαγιά (η)  πληρωμή του Λιτρουβιάρη.  Για κάθε μόδι ελιάς κρατάει από τον παραγωγό 100 δράμια λαδιού.

 

 

Β

Βάκλες (οι) λεπτές βέργες με τις οποίες χτυπούσαν τα κλαδιά για να πέσουν οι ελιές.

Βάκλισμα (το) μάζεμα ελιών με χτύπημα των κλαδιών με βέργες (προκαλούσε σημαντικές ζημιές στα δένδρα).

Βούρνα (η) κυκλικό αυλάκι – κανάλι ελαιοτριβείου.

 

 

 

Δ

Δάκος (ο)  η χειρότερη ασθένεια της ελιάς.

Δάνη (η) του μύλου δοχείο μετά τη βούρνα.

Διαχωρισμός (ο) [3ο στάδιο μετατροπής του καρπού σε λάδι].

Δίστυλλα (τα) οι δύο στύλοι, μέρη του πιεστηρίου, κάθετα μπηγμένοι σε βάση, λίθινη ή ξύλινη, με οπή στο πάνω μέρος τους.

 

 

Ε

Ελιομαζώχτρες (οι) γυναίκες ή νέες κοπέλες - εργάτριες για να μαζέψουν ελιές.

Ελιόμυλοι (οι) έτσι ονομάζονται τόσο οι μικρές  εγκαταστάσεις (έως τα μέσα του 20ου αιώνα) για το άλεσμα των ελιών όσο και το κτίσμα όπου στεγάζονται.

 

 

Ζ

Ζεμπίλια ή Ζιμπίλια (τα) στρογγυλά πλεκτά από φλούδι ή βούρλα με τρύπα ή άνοιγμα στο μέσον.

Ζυμάρι (το) [ή/και πολτός (ο)] οι αλεσμένες με την μυλόπετρα ελιές. Με αυτό το ζυμάρι γέμιζαν τα ζεμπίλια. Το ζυμάρι, χωρίς να το σφίξουν στη βίδα, το έβαζαν σε δοχεία και το άφηναν έως το πρωί. Το ζυμάρι αυτό έβγαζε λάδι από μόνο του και αυτό το λάδι, που ήταν το καθαρότερο το έλεγαν «άδολο».

 

 

 

Θ

Θέρμισμα (το)  Η διαδικασία κατά την οποία ρίχνεται καυτό νερό στα τσουπιά που βρίσκονατι στην πρέσα.

 

 
 

Κ

Καπίρα  Ψημένο ψωμί βουτηγμένο σε αγουρόλαδο.

Κιούπι (το) / Κιούπια (τα)  Πιθάρι.  Μεγάλο πήλινο δοχείο για την αποθήκευση του λαδιού.

Κοντάρι (το) ή/και Μουκλός (ο) μακρύ ξύλο, το «κοντάριν του μύλου», που γύριζαν άνθρωποι ή δεμένο ζώο, συνήθως γαϊδούρι, κινούμενο κυκλικά γύρω από τη βάση.

Κοχλίας (ο) εξάρτημα ξύλινου πιεστηρίου / μπασκί.

 

 

Λ

Λαγήνια (τα)  γανωμένα δοχεία που το καθένα χωρούσε 6 1/2 οκάδες λάδι.
Λα(δ)ίνιο (το)  λάδι νέας σοδειάς.

Λαδόκουμνες (οι) πιθάρια λαδιού, εφυαλωμένες, πισσωμένες ή κερωμένες με καλό κερί μέλισσας.

Λιοκόκκι (το) [ή/και Πυρήνας (ο)]

Λιόπανο (το) το πανί που στρώνεται κάτω από την ελιά για το μάζεμα του καρπού.

 

 

Μ

Μάγκανο (το) [ή/και πιεστήριο] το μηχάνημα όπου πιέζονταν οι αλεσμένες και τοποθετημένες μέσα σε ζεμπίλια ελιές. Αποτελείται από δύο στύλους τα «δίστυλλα», κάθετα μπηγμένους σε βάση, λίθινη ή ξύλινη, με οπή στο πάνω μέρος τους.

Μαξούλι (το)  Η ετήσια παραγωγή.

Μαστραπάς (ο)  μεταλλικό δοχείο στο οποίο μάζευαν το λάδι που έβγαινε από το ξύλινο πιεστήριο / μπασκί.

Μόδι (το)  Μονάδα μέτρησης παραγωγής λαδιού.  Ένα μόδι = 500 οκάδες λάδι.

Μορίαι (οι) οι 12 ιερές ελιές στην Ακαδημία

Μοχλός (ο) [ή/και τελάλης]

Μουκλός (ο) ή/και Κοντάρι (το) μακρύ ξύλο, το «κοντάριν του μύλου», που γύριζαν άνθρωποι ή δεμένο ζώο, συνήθως γαϊδούρι, κινούμενο κυκλικά γύρω από τη βάση.

Μπασκί (το) / Μπασκιά (τα)  Το παλιό ξύλινο πιεστήριο που χρησιμοποιείτο για να ξεχωρίσει το λάδι από τα σπασμένα κουκούτσια της ελιάς. Αποτελείται από δύο πλάκες, από τις οποίες: η κάτω ήταν ακίνητη ενώ η επάνω κατέβαινε σιγά - σιγά με την βοήθεια ενός κοχλία.

Μπότης (ο) πιθάρι λαδιού.

Μπουρού (η)  Σωλήνας - Σειρήνα πάνω από το καζάνι του ελαιοτριβείου.  Μ' αυτή ειδοποιούνταν στις 6 η ώρα το πρωί οι εργάτες του ελαιοτριβείου για να αρχίσουν δουλειά.

 

 

 

Ξ

Ξερές ελιές (οι) αυτές που πέφτουν από το δένδρο ριγμένες από τον άνεμο (με χαμηλή απόδοση).

 

 

Ο

Οκά (η) παλαιά μονάδα βάρους στερεών και υγρών - ίση με 1280 γραμμάρια

Οξύτητα (η)  Είναι το βασικότερο κριτήριο ποιοτικής αξιολόγησης του ελαιόλαδου και διαμορφωτής της εμπορικής αξίας του.  Εκφράζεται είτε σε γραμμάρια ελαϊκού οξέος ανά 100 γρ. λιπαρής ύλης (βαθμός οξύτητας) είτε σαν αριθμός οξύτητας που αποδίδει τα χιλιοστά του ΚΟΗ τα οποία απαιτούνται για την εξουδετέρωση των ελεύθερων λιπαρών οξέων, που υπάρχουν σε ένα γραμμάριο λαδιού.

 

Η σχέση που συνδέει τις δύο εκφράσεις (οξύτητα - αριθμός οξύτητας) είναι:

οξύτητα (σε ελαϊκό )  %  =  αριθμός οξύτητας  χ  0,503.

 

Με βάση την οξύτητα το ελαιόλαδο διακρίνεται σε:

•   φαγώσιμο - οξύτητα μέχρι 3,3%

•   βιομηχανικό - οξύτητα μεγαλύτερη από 3,3%

 

 

 

Π

Πιεστήριο (το) [ή/και μάγκανο (το)] το μηχάνημα όπου πιέζονταν οι αλεσμένες και τοποθετημένες μέσα σε ζεμπίλια ελιές. Αποτελείται από δύο στύλους τα «δίστυλλα», κάθετα μπηγμένους σε βάση, λίθινη ή ξύλινη, με οπή στο πάνω μέρος τους.

Πίθος (ο)  Δοχείο για προσωρινή αποθήκευση του λαδιού.

Πολήμι  Η στέρνα που βρισκόταν μπροστά από το πιεστήριο.  Εκεί μαζευόταν το υγρό που έβγαινε από την πρέσα (λάδι και νερό) μετά από το θέρμισμα.

Πολτός (ο) [ή/και ζυμάρι (το)] οι αλεσμένες με την μυλόπετρα ελιές. Με αυτό το ζυμάρι γέμιζαν τα ζεμπίλια. Το ζυμάρι, χωρίς να το σφίξουν στη βίδα, το έβαζαν σε δοχεία και το άφηναν έως το πρωί. Το ζυμάρι αυτό έβγαζε λάδι από μόνο του και αυτό το λάδι, που ήταν το καθαρότερο το έλεγαν «άδολο».

Πυρηνέλαιο (το)  Το λάδι που είχε μείνει μέσα στα τσουπιά / τσεπιά το έπαιρναν άλλα εργοστάσια το ξανάσφιγγαν και παρήγαγαν το πυρηνέλαιο - χρήσιμο για την κατασκευή σαπουνιού και χρήση μηχανημάτων.

 

 

Ρ

Ραβδί (το) μακριό, λεπτό και γερό, ξύλο ή και καλάμι για το ραβδισμό των ελιών.

Ραβδισμός (ο) η διαδικασία μαζέματος με χτύπημα στα κλαδιά για να πέσουν οι ελιές.
Ραφινάρισμα (το)  Η χημική επεξεργασία του λαδιού.

Οι κυριότερες χημικές επεξεργασίες του, είναι:

1.  απομάκρυνση ελεύθερων λιπαρών οξέων

2.  εξουδετέρωση ελεύθερων λιπαρών οξέων

3.  απόσμηση

4.  αποχρωματισμός (λεύκανση).

Ρίζα (η) δηλώνει το κάθε δένδρο ελιάς.

Ρουπάδες  Μύκητας στο δένδρο της ελιάς που διαφοροποιεί τον καρπό.

 

 

Σ

Σαράκι (το)  ασθένεια του κορμού της ελιάς.

Σκουτέλλιν (το) ο ελιόμυλος αποτελείτο από πετρόκτιστη κυκλική βάση με (λαξευτή πέτρινη ρηχή) λεκάνη στο πάνω μέρος, το «σκουτέλλιν του μύλου».

Στάμα (το)  Η δουλειά που γινόταν στο αρχικό πιεστήριο για να ξεχωρίσουν το λάδι από τον πολτό.  Συνήθως διαρκούσε 1 1/2 ώρα και συνθλίβονταν 500 οκάδες ελιές.

Συμπίεση (η) [2ο στάδιο μετατροπής του καρπού σε λάδι]

Σύνθλιψη (η) [1ο στάδιο μετατροπής του καρπού σε λάδι]

 

 

Τ

Ταγάρια  Αγωγοί μέσω των οποίων διοχετεύεται η αμούρη έξω από το ελαιοτριβείο.

Ταξίμι  Μικρή δεξαμενή που αποθηκεύεται η αμούρη.

Τελάλης (ο) σε κάθε μια από τις τέσσερις πλευρές του τετραγώνου της βάσης του πιεστηρίου υπήρχε μια οπή. Στις οπές αυτές περνούσαν τον μοχλό (τον τελάλη) για την περιστροφή του αδραχτιού που πίεζε μέσω σανίδας τα γεμάτα ζεμπίλια.

Τζύζουρος το κατακάθι του βρασμένου λαδιού.

Τουλούμι  Ασκί από δέρμα προβάτου με το τρίχωμα προς τα μέσα.

«Τσακιστές» ελιές (οι)  Πράσινες τσακισμένες με πέτρα, αρωματισμένες, βαλμένες σε άρμη, ελιές.

Τσεπί (το) [ή/και Τσουπί (το)]  Μεγάλα τετράγωνα ελαιόκαρπα, αρχικά τρίχινα και στη συνέχεια από φυτικές ίνες που τα γέμιζαν με το χαμούρι (πολτός της ελιάς) τα δίπλωναν σε σχήμα φακέλου και τα στοίβαζαν πάνω στο πιεστήριο.

  
 

Φ

Φραγκοελιές (οι) αυτές που φυτεύτηκαν την εποχή της Φραγκοκρατίας

Φτερωτή (η)  τροχός με πτερύγια τροχός. Περιστρέφεται με το βάρος του νερού που γεμίζει τα πτερύγια και δίνει κίνηση στα γρανάζια

 

 

Χ

Χαζίρα (η) χοντρή οριζόντια δοκός που έχει στο μέσον της ατρακτοειδή οπή και τα άκρα της εισέρχονται στις δυο οπές των στύλωνδίστυλλα) του πιεστηρίου.

Χαμούρι   Ο πολτός που προκύπτει από το άλεσμα της ελιάς.
Χαμουριέρα  Μεταλλική δεξαμενή όπου μαζευόταν ο πολτός της ελιάς που προέκυπτε από το αρχικό άλεσμα.