ΣΙΦΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ |
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Σίφνιοι «νησιωτέων μάλιστα επλούτεον» δηλαδή από τους νησιώτες οι πιο πλούσιοι και εξηγεί το λόγο: στο νησί υπήρχαν μεταλλεύματα χρυσού και αργύρου. Η Σίφνος χάρη στα μεταλλεύματα της απέκτησε μεγάλο πλούτο στα αρχαϊκά χρόνια (6ος αι. π.Χ.) και ίδρυσε στο μεγάλο δελφικό ιερό του Απόλλωνα, ένα θησαυρό, κτήριο για τη φύλαξη των προσφορών στη θεότητα. Ο Θησαυρός το λαμπρότερο οικοδόμημα των Δελφών όπως αναφέρεται από τους Ηρόδοτο και Παυσανία είχε εξαίσια γλυπτή διακόσμηση που έγινε το 525 π.Χ. από Παριανούς γλύπτες, οι οποίοι είχαν αναπτύξει στο Αιγαίο μια σημαντικότατη σχολή γλυπτικής. Με το τέλος της Αρχαϊκής εποχής τελείωσε και η ακμή της Σίφνου. Την εποχή αυτή, Σάμιοι ήλθαν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από τους πλούσιους Σιφνίους, οι οποίοι και τους αρνήθηκαν. Τότε οι Σάμιοι έκαψαν και κατέστρεψαν την πόλη «το άστυ» που αναφέρει ο Ηρόδοτος και το οποίο πρέπει να ήταν στη θέση του -σημερινού χωριού ονόματι -Κάστρου. Εκεί οι Αγγλικές ανασκαφές, στο τέλος της δεκαετίας του 30, εντόπισαν την αρχαϊκή πόλη , της οποίας σώζονται μέρος του τοίχους , μερικά τμήματα κτιρίων, καθώς και διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη, εντοιχισμένα στα σύγχρονα σπίτια. Η πόλη αναφέρεται ότι είχε πρυτανείο , θέατρο, αγορά. Πολύ περισσότερα ήταν τα κινητά ευρήματα, μεγάλο μέρος όμως των οποίων χάθηκε στο διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ όσα έμειναν διασώθηκαν από κάποιον ιδιώτη σε αποθήκη του Κάστρου, ανακαλύφθηκαν τυχαία από κληρονόμους του, που τα παρέδωσαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Στο αρχαιολογικό Μουσείο που βρίσκεται στο Κάστρο, ένα διώροφο κτίριο με στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής , στεγάζονται μερικά πολύ ενδιαφέροντα αρχαία που μαρτυρούν για μια πλούσια πολιτιστικά κοινωνία με χρόνο ζωής τουλάχιστον από την ύστερη γεωμετρική εποχή (τέλη του 8ου αι. π.Χ.) ως τη λεγόμενη ύστερη αρχαιότητα (3ος /4ος αι. μ.Χ.). Για τους Βυζαντινούς χρόνους της Σίφνου, όπως και των άλλων Κυκλάδων, οι πληροφορίες ,γενικού περιεχομένου, περιορίζονται σε κοσμογονικά γεγονότα και άλλα δεινά όπως σεισμούς, λιμούς, λοιμούς, επιδρομές βαρβάρων, δηώσεις κ.α. Είναι πάντως βέβαιο ότι η Σίφνος αποτέλεσε εξ’αρχής, τμήμα της «Επαρχίας των Νήσων» (Ιεροκλή, Συνέκδημος, 530 μ.Χ.) και βραδύτερα του «Θέματος του Αιγαίου Πελάγους», το οποίο απήλαυσε τα επιτεύγματα της αυτοκρατορίας και δοκιμάσθηκε από τα δεινά της. Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε νωρίς στο νησί και επικράτησε τον 2ο ή 3ο αιώνα. Ανασκαφές στο χωριό Κάστρο έφεραν στο φως παλαιοχριστιανικά λατρευτικά αντικείμενα και ερείπια βυζαντινού ναού, ενώ έχουν επισημανθεί σε άλλες τοποθεσίες, ερείπια παλαιοχριστιανικού οικοδομήματος μεγάλων διαστάσεων, καθώς και λείψανα βυζαντινού οικισμού με δυο ναούς στην περιοχή ‘στου Ποθητού’. Στα θεμέλια των ναών αυτών έχουν ανεγερθεί οι ναοί του Αγίου Θωμά (έτος 787) και της Μεταμόρφωσης. Εκκλησιαστικά η Σίφνος απετέλεσε, από τον 4ο αιώνα, επαρχία της μητροπόλεως Ρόδου, υπό τον επίσκοπο Πάρου, είναι μάλιστα γνωστός το έτος 536, ο Θεόδωρος, επίσκοπος Πάρου -Σίφνου-Αμοργού. Μετά την κατάλυση από τους Φράγκους του Βυζαντινού κράτους , δεκαέξι νησιά των Κυκλάδων, και η Σίφνος, απετέλεσαν το Δουκάτο της Νάξου (1206/7), υπό τον Βενετό Μάρκο Α’ Σανούδο. Το 1307 ο Ισπανός ιππότης Γιαννούλης Ντακορώνια κατέλαβε με ισχυρή στρατιωτική δύναμη το νησί κι εδήλωσε ανεξάρτητος από τον Δούκα της Νάξου. Αυτός και οι διάδοχοι του κυριάρχησαν ως το 1464. Τότε απεβίωσε άκληρος ο τελευταίος από αυτούς και κληρονόμησε το νησί η αδελφή του Μαριέττα, σύζυγος του Νικολάου Β’ Γοζαδίνου, του δυναστικού οίκου της Κέας, με αποτέλεσμα να υπεισέλθουν στην κατοχή του οι Γοζαδίνοι ως την τουρκική κατάκτηση, το 1537. Έκτοτε ‘ηγεμόνευσαν’ , ως φόρου υποτελής στο τουρκικό κράτος μέχρι το 1566, οπότε ο σουλτάνος Σελίμ Β’ παρεχώρησε τα νησιά, και τη Σίφνο, στον ευνοούμενο του Εβραίο Ιωσήφ Νάζη. Μετά τον θάνατο του τελευταίου (1579) οι Γοζαδίνοι επανήλθαν στο κρατίδιο τους , ως φόρου υποτελής πάντοτε, ως το 1617, οπότε εκδιώχθηκε από τους Τούρκους ο τελευταίος δυνάστης. Μετά την κατάκτηση των Κυκλάδων από τους Τούρκους (1537) στην περιοχή επικράτησε μακρυχρόνια περίοδος αβεβαιότητας , λόγω της αδυναμίας των νέων κατοίκων να τη διοικήσουν αυτοδύναμα. Οι Σίφνιοι εκμεταλλευόμενοι το γεγονός και τη μείωση της δύναμης και αίγλης των φόρου υποτελών, ‘ηγεμόνων’ Γοζαδίνων , άρχισαν να υπεισέρχονται συστηματικά στον έλεγχο των πραγμάτων (διοίκηση, εμπόριο, ναυτιλία σύσταση ‘μικρών σχολείων’ κ.λ.π.) Η τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία , δέσμια ως τότε και υπό τον έλεγχο καθολικών επισκόπων , ελεύθερη πλέον και συνεπικουρούμενη από διερχόμενους πατριαρχικούς έξαρχους , αγιοταφίτες και μοναχούς της Πάτμου, ασκεί έντονη δράση και εγκαρδιώνει τους οπαδούς της , οι οποίοι μέχρι τα τέλη του αιώνα , ανατρέπουν τις φεουδαλικές μορφές της κοινωνίας τους και κυριαρχούν εκμηδενίζοντας την καθολική κοινότητα, την ως τότε άρχουσα τάξη. Μέσα στην πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα και υπό την ηγεσία του μεγαλέμπορου Βασίλειου Λογοθέτη, ενός φανατικού ορθόδοξου ,η Σίφνος αναδεικνύετε σε οικονομικό κέντρο των Κυκλάδων, με θεαματικά άλματα προόδου σε όλους τους τομείς, ενισχύεται με κάθε τρόπο η τοπική Εκκλησία η οποία επιδίδεται σ ’ένα αγώνα ανάδειξης του ορθόδοξου οικουμενικού τρόπου ζωής των Ελλήνων. Το 1630 οι 4.000 ορθόδοξοι κάτοικοι εκκλησιάζονται σε 40 ενοριακούς ναούς που αποτελούν και ‘μικρά σχολεία’ υπό τους εφημέριους τους, ενώ από το 1625-1634 λειτουργούσε και ‘ανώτερο’ σχολείο με διδασκάλους δυο καθολικούς ιερείς. Από το 1651-1664 λειτουργεί στο νησί σχολείο ‘Μέσης’ Εκπαίδευσης της εποχής με δυο διδασκάλους αποφοίτους του κολεγίου Urbano της Ρώμης, ενώ στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία ιδρύεται αγιογραφικό εργαστήρι, σε αυτό Δε του Θεολόγου Μογκού σχολή κοδικογράφων υπο τον λόγιο ιερομόναχο Παρθένιο Χαιρέτη. Η μεγάλη δραστηριοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων της Σίφνου οδήγησε στο κορυφαίο επίτευγμα της ίδρυσης το 1687 Κοινής Σχολής που στεγάστηκε στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου και λειτούργησε ως το1835. Η στελεχωσή τηε με φωτισμένους δασκάλους την έκανε διάσημη ως «Κοινόν Παιδευτήριον του Αρχιπελάγους» το οποίο με την πάροδο των χρόνων απέκτησε κτιριακό συγκρότημα δυναμικότητος 300 μαθητών. Στην σχολή αυτή μορφώθηκαν εκατοντάδες νέων των νησιών και άλλων περιοχών, διδασκάλων μετά και αναγεννητών του Ελληνισμού. Προς τα τέλη του 18ου αι. στην πνευματικά προηγμένη κοινωνία της Σίφνου, σημαντική μερίδα πολιτών μετέχει σε συνωμοτική κίνηση - προάγγελο της ενεργού συμμετοχής των Σιφνίων στην επανάσταση του 1821.Σ’αυτήν παρά τις αντιδράσεις μερίδας οικονομικών παραγόντων πήραν μέρος δεκάδες ικανοί άνδρες του νησιού υπό τον διδάσκαλο Νικόλαο Χρυσόγελο, που πολέμησαν σε διάφορα πεδία μαχών και τα πολεμικά πλοία, σημαντικές δε υπήρξαν οι χρηματικές συνεισφορές των λοιπών κατοίκων και των μοναστηριών στις ανάγκες του Αγώνα. Στο νέο Ελληνικό κράτος, η πορεία της οικονομίας του νησιού ακολουθεί φθίνουσα πορεία, η οποία είχε αρχίσει από τα χρόνια της Επανάστασης και τα γεγονότα της κοινωνικής αναστάτωσης. Πολλοί κάτοικοι αποδημούν με αποτέλεσμα να αυξάνεται αριθμητικά η, από παλαιότερα αυξανόμενη Σιφναϊκή παροικία της Πόλης και να δημιουργείται βραδύτερα άλλη στην Αίγυπτο, και οι δυο ανθούσες. Οι απόδημοι προοδεύουν θεαματικά σε επιστήμες, τέχνες και επαγγέλματα, ενώ δεν παύουν να διατηρούν στενές επαφές με την γενέτειρα την οποία ενισχύουν οικονομικά. Μεγάλος αριθμός εκλεκτών τέκνων της Σίφνου πήρε μέρος εξ’αρχής , στη διοργάνωση, την κοινωνική αναβάθμιση και ανάπτυξη του κράτους. Πολιτικοί, πολυάριθμοι διδάσκαλοι, θρησκευτικοί ηγέτες, λογοτέχνες, ποιητές, αγωνιστές δημοσιογράφοι, κορυφαίοι νομικοί, οικονομικοί παράγοντες κ.α. |