Το μόνο που θυμάμαι είναι το ψέμα.
Τα υπέροχα χείλια που το χρωμάτιζαν κόκκινο.
Τα μάτια της που το έλουζαν με φως αλήθειας.
Το απάνεμο λιμάνι του εναγκαλισμού της.
Την αράχνη αγάπη της που καραδοκούσε το ίδιο πάντα θύμα.
Το κουφάρι της δικής μου αγάπης που έτρεμε στον ιστό της.
Την διαίσθηση του θανάτου μου και τα σταθερά βήματα προς τη πυρά που
άναβε από δυό μάτια κάρβουνο.
Το άρωμα των ερωτικών φωνών που σαν θυμίαμα εξάγνιζαν αυτό που ονομάζαμε
Ωμέγα.
Το μόνο που θυμάμαι είναι το αίμα, πηχτό και κολασμένο να σπάει τις
φλέβες της δικής μου παράκρουσης.
Το αίμα των απόντων εραστών.
Αυτό που καβάλαγε μιά καλημέρα κι ένα σ’ αγαπώ και έδρεπε ψυχές.
Ψυχές που ήξεραν μα και άλλες που δεν γνώριζαν.
Που αθώες και άθεες, γινόταν βορά στην αρένα της αυτάρκειάς της.
Το μόνο που θυμάμαι είναι η άλως της στο πέρασμα από τον έναν εαυτό
της στον άλλο.
Την αιώνια φυγή της από το Είμαι.
Και το σκοτάδι να ξεχύνεται από τα μάτια της στο φως στου μεσημεριού.
Από πιά κρύπτη αυτού του κόσμου αναδύθηκε ποτέ δε θα το μάθω.
Το μόνο που θυμάμαι είναι οι εγκλωβισμένες επιθυμίες που άφηναν τα ίχνη
τους στους τοίχους των κελιών τους.
Αποτυπώματα εγκλήματος πάθους και λεκέδες φονικού έρωτα.
Ιδρώτας και σπέρμα με άρωμα γιασεμιού και πόνο ασημιού.
Το μόνο που θυμάμαι είναι το αγρίμι που ούρλιαζε κάθε που έχανε το φεγγάρι
του.
Που κυνηγημένο κατέφευγε στις μνήμες.
Μη ξέροντας πως οι μνήμες λειτουργούν σα δόκανο.
Μη γνωρίζοντας πως η λύτρωση έρχεται, όπως σε όλες τις τραγωδίες, με
την κάθαρση και με τη κοινωνία της λήθης.
Τα μόνα που θυμάμαι.
Σεπτέμβριος 20 1999