Πλοίο στη στεριά

 

Άσπρο καλοκαιρινό φως, τόσο χλωμό αυτή την εποχή

και τόσο θλιμμένο το χειμώνα.

Κι ένας Σεπτέμβρης, για πρώτη φορά, τόσο ξένος

και πικρός μέχρι τη τελευταία γουλιά.

Βλέμμα αφημένο στο κάδρο του παραθύρου.

Εκεί που το Μπλε αγκαλιάζει το Μπλε.

 

Κι ας μην έχει πλοίο πια.

Δια βίου θα επιστρέφει απ’ αυτό το μακρινό ταξίδι,

φέρνοντας πάντοτε το πιο τίμιο  δώρο.

Τον Νόστο.

Θα επιστρέφει πάντοτε γυμνός και πλούσιος.

Γυμνός και ιερός.

Από εκεί που το Μπλε  έρωτα κάνει με το Μπλε.

 

Άπλωσε τα χαρτιά της κι άρχισε να ζωγραφίζει

για να φυλάξει για πάντοτε ακέραια

το βότσαλό του και το κοχύλι της.

Δεν την ένοιαζε από που αναβλύζει η ζωγραφική

μονάχα να μη στερέψει έτρεμε.

 

Κάθε δική του προσπάθεια να την καταλάβει

τον δεξίωνε αμέσως στο πλοίο των τρελών.

Και τότε ανοιγόταν μ’ εκείνο το ακυβέρνητο καράβι

σε ταξίδια όπου μπερδευόταν

τα δρομολόγια με τα λόγια,

τα πρόσωπα με τα προσωπεία,

και οι μικρές ασύνδετες προτάσεις των αγαπημένων

μ’ εκείνες των εραστών,

αυτές, δηλαδή,  που σημαδεύουν τη πορεία μιας ζωής.

 

Ποτέ δε προσπάθησε να ξεχάσει

ακόμα κι όταν κινδύνευε να τσακιστεί τούτο το καράβι.

Και κάθε φορά που σάλπαρε νόμιζε ότι την έβλεπε

ανάμεσα στο πλήθος της προκυμαίας.

Φορώντας πάντοτε τα ίδια ρούχα, το ίδιο καπέλο.

Το ίδιο πάντα βλέμμα βουβό καρφωνότανε στα μάτια της.

 

Πίεζε τον εαυτό του κι απόστρεφε τη ματιά του απ’ την ακτή

κι όταν δειλά, σε λίγο, ξανά κοίταζε

εκείνη είχε χαθεί μέσα στο κόσμο.

Ή μήπως δεν ήταν ποτέ εκεί ;

«Εκείνη» ή ο κανένας ;

Έκλεινε τότε τα μάτια του και τη χρωμάτιζε

όχι τόσο στο πρόσωπο, όσο σε άλλα άδηλα σημεία.

 

Δεν καταδεχόταν ωστόσο να δακρύσει

για τη τιμωρία που αργά συνεχιζόταν.

Γύρω του απλωνόταν ένα γαλάζιο ατλάζι

που τον τύλιγε απαλά, όπως όλους τους θαλασσινούς.

Έστριβε τότε το πηδάλιο, λέγοντας στον εαυτό του

να μη παραπονιέται για τις τόσο σύντομες επισκέψεις των νεκρών

και χανόταν αργά.

Εκεί που το Μπλε θα αγαπάει πάντοτε το Μπλε.

 

Σεπτέμβριος 1999

πίσω