Χειμώνας μεσ’ τη καρδιά του καλοκαιριού

Χαλάσματα, ερείπια, σημάδια ζωής, ίχνη ανθρώπων.
Ακόμη πιστεύω, ακόμη νιώθω, ακόμη βιώνω.
Αισθήματα σαν ξεραμένα ίχνη κισσού σ’ ερειπωμένο πύργο.
Τι κι αν μαράθηκε ο κισσός ;
Τι κι αν ερημώθηκε ο πύργος ;
Τα σημάδια του κισσού πάνω στη πληγωμένη πέτρα παραμένουν.
Μάρτυρες της προσπάθειας, της θέλησης ν’ ανέβει, να καλύψει, να ζήσει.
Και τώρα χειμώνας, χωρίς την αναμονή μιας άνοιξης.

Σκέψεις σαν σύννεφα σε βοριαδάκι, ν’ αλλάζουν συνεχώς σχήμα,
από αλλού να ξεκινούν και αλλού να φτάνουν.
Επιθυμίες που σφίγγουν τα χείλη
και κοιτάς αμήχανα τη φλόγα του κεριού και τη σκιά της πέννας στο χαρτί.
Τουλάχιστο, λες, υπάρχει κάτι που σε σπρώχνει να γράψεις
να θέλεις να πεις. Έτσι όμορφα όπως νιώθεις απόψε.
Νιώθω ότι με ακούς, ότι με βλέπεις, ότι μ’ αγγίζεις.
Χωρίς να αναμένω κάτι.
Ακούγοντας ότι διάλεξα και σου ‘δωσα για ν’ ακούς κι εσύ.

Δεν ξέρω αν είναι «μοιραίο», όπως λες.
Πάντως σίγουρα δεν είναι τυχαίο.
Τι να υποθέσω;
Προηγούμενες ζωές !;
Ειλικρινά είναι κάτι που με βάζει σε σκέψεις.
Επειδή φουντώνει και μετά καταλαγιάζει και ύστερα ξαναφουντώνει,
χωρίς αφορμή από μόνο του.
Τι να ξεριζώσω και τι ν’ αφήσω;
Αυτό αψηφά τα πάντα, κάθε επιφύλαξη, κάθε επίφοβη σκέψη του μη ξανασυμβεί κάτι.
Τα ξεπερνάει όλα και στέκεται μακριά
για να ξεχωρίζει.
Με ξαφνιάζει η επιμονή του και η αντοχή του.
Χωρίς καν τη δική μου συνδρομή τραβάει μόνο του πορεία,
χαράζει μονοπάτι ολόδικο του, ξέχωρο.
Νοσταλγεί και αναπολεί χωρίς να ζυγίζει καταστάσεις και πρόσωπα.
Φεύγει, ξανάρχεται, χαιρετά και αποχαιρετά.

«Τι θα έκανες αν όλα τ’ άλλα δεν υπήρχαν;»
Το ερώτημα που έμεινε αναπάντητο εκείνο το βράδυ της Τετάρτης.
Ίσως, αλήθεια, έτσι του αρμόζει.
Ο καθένας να δώσει τη δική του απάντηση και να τη κρατήσει, να τη φυλάξει
για όταν θα ταιριάζει να τη ψιθυρίσει στον άλλο.

Σε μία τρελή και ατέλειωτη κούρσα συναισθημάτων,
σ’ ένα απίθανο πανηγύρι χρωμάτων, μουσικής, αναμνήσεων και αισθημάτων
χάνομαι, αφήνομαι.
Ανταμώνω - Σμίγω - Χωρίζω
και ξανά απ’ την αρχή.
Καλοκαιριάτικο πανηγύρι μεσ’ το χειμώνα της ψυχής μου.
Στιγμές που θες οπωσδήποτε να τις μοιραστείς για τις νιώσεις πιο έντονα.

Ένα κόκκινο φως, μια φωτιά που φεγγοβολάει πίσω απ’ τις κορυφές των δένδρων
και που σιγά - σιγά παίρνει το σχήμα του φεγγαριού
και τελικά γίνεται ακόμη ένα συνηθισμένο φεγγάρι,
ένα οποιοδήποτε φεγγάρι.
Κι όμως εκείνη η πρώτη ματιά η στιγμή που αναρωτιέσαι «είναι ;»
Αυτή η στιγμή μένει, αυτή αξίζει.
Κατόπιν όταν συνειδητοποιείς, παύει να είναι δικό σου
είναι πλέον ολονών.
Εκείνο όμως το χιλιοστό της στιγμής που τη σφίγγεις στην αγκαλιά σου
και αναρωτιέσαι «είναι ;»
αυτό το χιλιοστό ισοδυναμεί με αιωνιότητα.
Ένα κατακόκκινο φεγγάρι λοιπόν
που όποιος δεν αξιώθηκε να το σφίξει στην αγκαλιά του
και συνάμα να αμφιβάλλει, δεν έχει ζήσει
νομίζει ότι ζει.
Γιατί ο ‘Έρωτας’ και ο ‘Πόθος’ δεν ζουν στη σιγουριά,
στη καθημερινή ανάλωση,
στη σχέση αν θες.
Παρά κρατούνε συντροφιά στο ‘Νόστο’ και στη ‘Μοναξιά’

Στο επανιδείν. . .

Αύγουστος 1998


πίσω