Η Ρωμιοσύνη

(Ποίηση: Βασίλης Μιχαηλίδης)

Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου.

Κανένας εν ευρέθηκεν για να την ι-ξηλίψει.

Κανένας, γιατί σσιέπει την που τά' ψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει.

*

Το 'νύν, αντάννα τρώ' την γην, τρώει την γην θαρκέται,

μα πάντα, τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλιέται.

*

Σφάξε μας ούλλους τζι' ας γινεί, το γαίμαν μας αυλάτζιιν.

κάμε τον κόσμον ματζιελειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλια.

αμμά' ξερε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιιν,

τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.

*

Το 'νύν, αντάννα τρώ' την γην, τρώει την γην θαρκέται,

μα πάντα, τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλιέται.

*******

Για κείνον που στερείται την αγάπη.

Ο τίτλος που έδωσε στο ποίημα ο ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης είναι:

Για τζιείνον που τ' αρνιούνται την αγάπην.

Ο συνθέτης, θέλοντας να δώσει στο τραγούδι του ένα τίτλο προσιτό στο ευρύτερο κοινό, απόδωσε τον τίτλο στην πανελλήνια επίσημη γλώσσα.

`Αννοιεν η καρτκιά μου φύλλα - φύλλα

όντας σου έμπλαζα μες τα πυτίδκια.

Χαρές τζιαι αγαλλίασες, παιχνίδκια

σφυχταγκαλιάσματα τζιαι φίλα - φίλα.

*

Τζιείν' η πυτιερή ήτουν για μέναν

παράδεισος σωστή τζιαι' μείς πουλιά της.

Τωρά κλαμάτου βρύση τζιαι προλάτης,

που μ' άφηκες να ζιω χωρίς εσέναν.

*

Τα φύλλα του δεντρού τζιείνου που σάπην

ππέφτουν χαμαί στην γην τζιιτρινιασμένα.

Τζι' ούλλα τα πάντα πιον εν πικραμμένα

για τζείνον που τ' αρνιούνται την αγάπην.

*******

Νυχτερινό

(Ποίηση: Δώρος Χρίστης)

Αργό, συρτό, παραπονιάρικο,

γλυκό τραγούδι κάτω απ' τάστρα,

που τρελλοπαίζεις με τον πόθο μου

μεσ' τη νυχτιά την ξελογιάστρα!

Αργό, συρτό, παραπονιάρικο,

γλυκό τραγούδι κάτω απ' τάστρα.

*

Στα βύθια της ψυχής μου σέρνεσαι

και μεγαλώνεις μου τον πόνο

ωσάν γυμνού κορμιού καθρέφτισμα

κι' από χαρά ή αγάπη λυώνω!

Αργό, συρτό, παραπονιάρικο,

γλυκό τραγούδι κάτω απ' τάστρα.

 

*******

ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ

(Τίτλος  ποιήματος: "Κανεί σε πκιον")

Ποίηση: Παύλος Λιασίδης.

Πόλεμε, δαίμονα, κακόν αξείλιφτον στον κόσμον

παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του άδη, ψεύτη, κλέφτη,

όπου της νειότης θκιαλεχτούς κόφκεις αθθούς των θκιόσμων,

τζι' η φάκκα στες κακόσορτες μανάδες πάντα ππέφτει,

που κάμνουσιν παιθκιά φτωχά, της πείνας χτυπημένα,

τζι' εν εις τους φόους τους καμούς ομπρός κατταρκασμένα.

*

Τα στήθη τζιείνα πάνω τους π' αλύπητα χτυπούσιν

σφαίρες πασαλοΐτιτζιες, σε πόλεμον τζι' ειρήνην,

απένταροι τζιαι νηστιτζιοί, τζι' ατιμασμένοι ζιούσιν.

Το στόμαν τους μερόνυχτα, καπνίζει σαν καμίνιν,

γιατ' έν μπορούσιν πόλεμε, να παραπονηθούσιν.

Τρέμουν σε, σαϊτίζουν σε, κάμνουν πως σ' αγαπούσιν.

*

Μα, γέρασες, κανεί σε πκιον. Εν μιλιούνια γρόνια

που ζιείς κηφίνα της ζωής τζιαι τρως τζιαι πίννεις γαίμαν.

Αναστηθήκαν οι νεκροί, τζιαι στρέψαν τα κανόνια πίσω.

Τζιαι κατά πάνω σου να σε σκοτώσουν ψέμαν.

Να λείψεις που το πρόσωπον της γης. Να  κυβερνήσει το δίτζιον.

Να ξαναπλαστεί χαρά, τιμή, τζιαι ζήση.

 *******

Η  ΝΙΚΗ ΜΟΥ

Ποίηση: Παύλος Λιασίδης.

Ποφής ήμουν εφτά γρονών, που μ'όμπην μια ιδέα:

Δίχως να θέλ' αγάπησα, κόρην του βασιλέα.

Τζι' άησ' το π' όν την έξαιρα, παρά στην φαντασίαν,

του νου μου την εσσιάζουμουν, πού' χα φωτογραφίαν.

Με τζιείν' το τέρτιν στην καρτκιάν που μ' έτρων λλίον-λλίον,

μεσόστρατα μ' ανάγκασεν να φκω που το σκολείον.

Πκιον να με σφάξει ο τζιύρης μου συγκόφκει στο μυαλόν του,

Της μάνας μ' όμως η καρτκιά γίνεται μπόϊστρον του.

Τα καταγνώσματα τους λας, ήτουν γυρόν μου κάστρα,

μμα νίκαν τα το πείσμαν μου, σωστή κρεμμοχαλάστρα.

*

Κάμνω' ναν αερόπλανον μ' εφεύρεσην δικήν μου

τζιαι τράβησα για τζι' εύρω την, για χάσω την ζωήν μου.

Πεζίναν είσιεν πόλιτζιην μιτά του ο έρωτας μου.

Δράμιν να ππέσει έν έφηννεν την βράστην της καρτκιάς μου.

`Ισια με τρεις βολές την γην γυρόν εγύρισα την,

τζι' εις τους κοσπέντε τζιαι μισόν γρόνους αντάμωσα την.

Τζιαι που την πρώτην αμμαθκιάν ήρτεν τζι' αγκάλλιασεν με

γιατί τζιαι τζιείνη που μωρόν εκρυφαγάπησεν με.

Εμπροβουρήσαν με πολλά, τζι' η πορπισιά τζι' ο φόος,

μμα κέρτισα την αγαπώ. Την ποίησην ο λόος.

 

HOME - - ΕΛΛΗΝΙΚΑ