Η ΔΙΑΘΗΚΗ
Η στερνη μου θεληση, ειναι οταν
πεθανω,
εκατονταδες γυναικων στον ταφο μου
επανω,
να γαμηθουν ολογυμνες, απο μπροστα
και πισω,
για να καυλωσω και εγω, στο μνημα
μου να χυσω.
Ο,τι κι αν εχω, κτηματα, επιπλα και
παραδες,
να μοιραστουν στους πουστηδες και
τους κωλομπαραδες.
Να γινουν γλεντια και χαρες, να
γινουν πανηγυρια,
κι οι καλογεροι να γαμουν, μεσα στα
μοναστηρια,
τις ομορφες καλογριες και
καλογεροπαιδια,
να βγουν παιδια απο μουνι, να βγουν
και κωλοπαιδια.
Τ'αρχιδια μου κληροδοτω, στα ομορφα
κοριτσια,
που μου δροσιζαν την ψωλη με τα
τρελα καπριτσια.
Επανω απο τον ταφο μου, βαλτε δυο
αγγελουδια,
να'ναι μικρα, ξεβρακωτα, με φινα
κωλαρουδια.
Το χρημα μου το μετρητο, θελω να
παρουν ολο,
οσες με ευχαριστησαν με τον στενο
τους κωλο.
Τα κινητα κι ακινητα θα τα
κληροδοτησω,
σ'οσες μικρες και νοστιμες, το
κανουν απο πισω.
Τα κοκκαλα μου κανουλες, για
κλυσματα να κανουν,
και οι γυναικες με ορμη, με καυλα να
τα βανουν,
μες το σγουρο τους το μουνι, με τον
αφρατο πατο,
να συγχωρνουνε καποτε, και μενα τον
βαρβατο.
Στην κουρασμενη μου ψωλη, να βαλετε
στεφανι,
γιατι κωλο δεν αφησε, στον κοσμο
πριν πεθανει.
Συγχωρεσε με φιλε μου, για ολ' αυτα
που γραφω,
και αν σου κακοφανηκε, στ'αρχιδια
μου σε γραφω...