Η ΤΖΕΗΝ
Η ιστορια που θα πω, δεν εγινε
τυχαια.
Τη διηγουνται οι χωρικοι, που'χουν
ψωλη ωραια.
Απο τα βαθη της σπηλιας, ενος βουνου
μεγαλου,
ξεπηδησε ενα μουνι... μουνι απειρου
καλλους.
Γεννηθηκε απ' τον Ταρζαν, της
ζουγκλας το καμαρι,
κι απο την Τσιτα, τη μαιμου, που ο
Ταρζαν ειχε παρει.
Σαρανταδυο μερονυχτα, κι εξηντα
νυχτομερια,
ποναγανε της κοκκινης μαιμους τα
κωλομερια.
Το ομορφο αυτο μουνι, μεγαλωσε στ'
αληθεια,
και επερνε των χωρικων, τον πουτσο
και τ' αρχιδια.
Κι απο παρθενα που' τανε, η
μικροκαυλωμενη,
κατεληξε πορνιδιο, που ολο τον
κοσμο παιρνει.
Ωσπου μια μερα, το λοιπον, καθοτανε
στ' αμπελι,
κι ενα παιδι που αγαπα, της ειπε πως
τη θελει.
Αυτη δεν εχασε καιρο, στεφανι να
ετοιμασει,
κι ο νιος που την εζητησε, τη βερα ν'
αγορασει.
Εικοσιδυο μερονυχτα, σαραντα
νυχτομερια,
τραβαγανε οι χωρικοι, την ψωλα με τα
χερια,
κοιταζανε το ομορφο, το τρυφερο
μουνακι,
να το'χει ενα κωλοπαιδο, με πουτσο
γαριδακι.
Ωσπου το ροζ της το μουνι, το
τρυφερο μουνακι,
που με το ζορι αντεξε τον πουτσο
καλαμακι,
εδωσε μια και του' φυγε, και
σκεφτηκε τα χυσια,
πεθυμησε η καυλα της, τα πλουσια
γαμησια.
Γι' αυτο και η μαργιολα μας, που το'παιρνε
απ'τον κωλο,
παρεμεινε πορνιδιο, γνωστη στον
κοσμο ολο.
Κι ο νιος που την αγαπησε, την
πουτσα εχει πιασει,
μαλακας θα' ναι μια ζωη κι αρχιδια
θα περασει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ