ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Ραψωδία 1η.

Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο
και όσα λέει ο Ομηρος γνωστά στον κόσμο όλο.
Ο κώλος και όχι το μουνί υπήρξε η αιτία
και προς απόδειξη αυτού ιδού η ιστορία:

Τον Πάρη γιο του Πρίαμου νέο πολύ ωραίο
που όπως λέν'οι ιστορικοί κωλομπαρά σπουδαίο.
Τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη
ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.

Είχ'όμως ο Μενέλαος εν'ανιψιό ωραίο
με κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο.

Ο Πάρης ο κωλομπαράς σαν είδε αυτό τον κώλο
τον τορνευτό, το σπάνιο διά τον κόσμον όλο,
τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
κι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτι.

Κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει την τρομερή ψωλή την τριπλοκαυλωμένη
και όπως ήταν φυσικό εκαύλωσε πολύ
και σκέφτηκε του Πάριδος να φάει την ψωλή.

Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι
αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει.
Στου Πάρη πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει
μ'αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.

Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο
και ο Πάρης την εξέσκισε τη γάμησε απ'τον κώλο.
Μα σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθει
την έσκισε κι ο κώλος της με το μουνί ενωθεί.

Εις την κατάσταση αυτή δεν ήταν δυναμένη
να ζεί με τον Μενέλαο η κωλογαμημένη,
τον Πάρη ακολούθησε και φύγαν για την Τροία
και κει πλέον ελεύθερα γαμιέται η αχρεία.

Τσιμπούκια και εξηνταεννιά, ψαλίδια, πλακομούνια
στενάζει ο τόπος και βογγούν, βογγούν τα κορφοβούνια.
Ολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέται
και τώρα πια το κέρατο τ'ανδρός της δε μετριέται.

Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζεί πλέον σαν χαμένος
περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος.
"Πούτσα μου πως κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι
που όταν μύριζες μουνί γινόσουνα μεγάλη.
Αγρίευες και θερίευες, γινόσουν άνω κάτω
και ξέσκιζες της καθεμίας τον μούνο και τον πάτο.
Τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδια
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια".

Μα κάποτε σκεφτήκανε όλοι οι Βασιλιάδες
και βρήκαν λύση τολμηρή για άντρες Πουτσαράδες.
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροία
μα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η ιστορία...



Ραψωδία 2η.

Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάλη
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι.
Ο Βασιλιάς Μενέλαος μονολογεί σαν γραία
και κλαίει και οδύρεται μαζί με Οδυσσέα:

Μενέλαος:
”Μου'φυγε το Λενάκι μου και πήγε με τον Πάρη
Λές και δεν είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι. “

Οδυσσεύς:
”Ησύχασε Μενέλαε μην κάνεις σαν μωρό
ξέρεις εγώ τα κλάματα πολύ τα τιμωρώ.
Θα στον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσει
την ώρα π'αποφάσισε να σου την εγαμήσει.
Είναι κι αυτή παλιόπραμα και για δυο φρέσκα μήλα
με Ανδρομάχη και λοιπές γαμιέται σαν τη σκύλα.“

Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα
το λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία:

Αίας:
”Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλ'Οδυσσέα γεια σας
και όπως λέν'οι σύγχρονοι ψωλή μου στα μεριά σας.
Το έμαθα Μενέλαε, μαλάκα να σε βράσω
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ'άφησε στον άσο.
Κι αν η Ελένη σου'φυγε δίκη σου ήταν βλακεία
όμως μην απελπίζεσαι σου μένει η μαλακία.
Τώρ'απομένει σύντροφοι, να δούμε τι θα γίνει
και την δική του προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει.
Ακόμα δεν σας μίλησα και μου'ρθε μια ιδέα
τι διάβολο Μενέλαε, γιατί με λένε Αία:
Είμαι της γνώμης το λοιπόν να μεταμφιεστούμε
σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυο να μπούμε.
Εσύ του Υγειονομικού και εγώ της ασφαλείας
ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση υγείας.
Ολες τις εξετάζουμε, φτάνουμε στην Ελένη
κοιτάμε το μουνάκι της με πούτσα καβλωμένη.
Της βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερμετρωπία
την παίρνουμε για του Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Και έτσι δίχως βάσανα και δίχως φασαρία
στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.“


Αγαμέμνων:
”Καλή είναι η ιδέα σου μα θ'ανακαλυφθούμε
και δεν θα τη γλυτώσουμε, σκληρά θα γαμηθούμε.
Και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
αφού τη γλίτωσε μικρός να γαμηθεί μεγάλος.“

Μενέλαος:
”Φέρτε μου το Λενάκι μου κι άμα μου το ζητήσετε
πολύ ευχαρίστως κάθομαι να μου τον κοπανίσετε.”

Τότ'επενέβει Οδυσσεύς και μίλησε σταράτα
στο Βασιλιά Μενέλαο και του'σκισε τη γάτα:
“Άστα κουβαρνταλίκια σου κι εμείς δεν τα μασάμε
το ξέρεις δα πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε.
Κι αν κάτι τέτοιο κάνουμε μια μέρα παρά φύση
τότε ο πούτσος ο καυτός να μην μπορεί να χύσει.“

Έτσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουν
για να σκεφθούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουν.
Και ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρει
να γλυτωθούν τα βάσανα μακριά σε ξένα μέρη.

Τ'απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψεις
με βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμη
κι έτσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι...

Ραψωδία 3η.

Πρωί π'αρχίζουν να γαμούν τις κότες τα κοκόρια
απ'την Αυλίδα φύγανε σαρανταδυό βαπόρια.
Ο ψωλαράς Μενέλαος κι ο Μέγας Αχιλλέας
ο Οδυσσεύς κι ο Πάτροκλος ο πούστης της παρέας.

Μπροστά στα τείχη στάθηκαν τσαμπουκαλήδες όλοι
και μάταια προσπαθούσανε να πάρουνε την πόλη.
Στα γύρο τα περίχωρα μουνί δεν είχε μείνει
κι όλος ο κόσμος γενικά μπουρδέλο είχε γίνει.
Κι αγάμιτο αν πετύχανε μουνί να μην αφήσουν
την πόλη δεν κατάφεραν όμως να την πατήσουν.
Γύρω απ'το κάστρο το ψηλό με τα γερά τα τείχη
κάθοντ'οι Ελληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.
Μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.

Ως κι ο πανούργος Οδυσσεύς κι αυτός έχει σαστίσει
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουν κάποια λύση.
"Αχ Οδυσσέα" έλεγε "Είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος του'πε του Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκας.
Κι έτσι τον Πάρη άφησε να τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.
Κι εγώ τι φταίω για όλα αυτά ν'αφήσω την καλή μου
και δέκα χρόνια να βαρώ στην Τροία την ψωλή μου".

Αυτά λοιπόν σκεφτότανε μάτι χωρίς να κλείσει
και το μυαλό του το'στιβε να για να'βρει κάποια λύση.
Καθώς στη τρύπια του σκηνή μια μέρα ξαπλωμένος
εχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωμένος
τα μαλιαρά αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρη
να'σου μπροστά η Αθηνά μ'ασπίδα και κοντάρι.
Σηκώνει την χλαμύδα της, του δείχνει το μουνί της
σκύβει και λέει του στ'αυτί με τη γλυκεία φωνή της:

"Ω πολυμήχαν'Οδυσσεύ απ'τ'ουρανού τα ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη.
Της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και σου'γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα την μακριά ψωλή σου
τ'αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καβλί σου.
Μεγάλη καύλα μ'έπιασε και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις
μα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τόνε φερμάρεις.”

Ο Οδυσσέας σκέφτηκε μονάχα ώρα λίγη
και είδε πως αδύνατο ήταν να τ'αποφύγει.
Της βάζει μια τρικλοποδιά και την πετά στο χώμα
κι από την καύλα την πολλή θα την γαμούσε ακόμα.

Η Αθηνά εσπάραζε σαν κότα σουβλισμένη
μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.
Παρόλη όμως την καύλα του σκέφτεται τη δουλειά
σκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά.

"Μικρή καυλιάρα στο'κανα και τούτο το χατίρι
πες μου το κόλπο γρήγορα και πήγαινε σιχτίρι"

Κι αυτή πάνω στην καύλα της, στο ερωτικό μεθύσι
το μυστικό του έδωσε την Τροία να πατήσει.
Και ξέρουμε απ'τον Ομηρο τι να το λέω ξανά
τι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά.

Έσαξαν ένα άλογο καλό, ύψος τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
Μέσα στην κούφια την κοιλιά κρυφτήκανε μ'ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ'την κωλοτρυπίδα.
Αλλά επειδή δεν χώραγαν σ'ένα άλογο όλο κι όλο
ο ένας είχε την ψωλή στου αλλουνού τον κώλο.

Κι οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
εγκρέμισαν τα τείχη τους και το'βαλαν στην πόλη.
"Ο πόλεμος τελείωσε" σκέφτονταν τα χαμούρια
κι αμέσως τότε ρίχνονται στο πήδημα με φούρια
Πήραν τα στρώματα φωτιά απ'το πολύ γαμήσι
τόσο που δεν προλάβαινε το χύσι να τη σβήσει.
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.

Μέσα στης νύχτας το βαθύ τ'ατέλειωτο σκοτάδι
ξεχύνονται από παντού σα να'ρχονταν απ'τον Αδη.
Εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας όλοι
κι απ'του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.
Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τους
με τ'άλλο χέρι πιάνουνε τα κόκκινα καβλιά τους.
Μέσα στην Τροία μπαίνουνε σαν Πρίαποι βαρβάροι
κι όποια γυναίκα η άντρα βρουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.

Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες κουρασμένοι
για πότε γαμηθήκανε, μυστήριο θα τους μένει.
Του κάκου έσκουζ'ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
οι Ελληνες ακράτητοι τους έσκαψαν τους κώλους.
Τότε κατάλαβ'ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε των Αχαιών τα τρία.

Ραψωδία 4η.

Ήταν σχεδόν αδύνατο μες την παλιά την πόλη
να βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι η περβόλι.
Την Τροία πια την όμορφη την είχαν ξεκληρίσει
και οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση.
Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γη
για να'βγει το ψωλόχυμα και κάνανε πληγή.
Κι αδιάκοπα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές
κι όποιος αντιστέκετο, έπεφταν και σφαγές.

Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη
γλέντια, χαρές, ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασμένα
κι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα'χανε χαμένα.

Στους καβλερούς τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοι
στους Τρωαδήτες σκούζοντας "πονάνε πια οι κώλοι".
Το βράδυ που κουράστηκαν απ'την πολλή καβάλα
αρχίσανε να σκέπτονται για σύντομη φευγάλα.

Στα πλοία κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδια
χρυσό, ασήμι και χαλκό μεσ'τα βαθιά σκοτάδια.
Τα πήγαιναν στ'αμπάρια τους τα παραφορτωμένα
κι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαμένα.

Κι αφού τελειώσαν όλα αυτά, τα τόσο λυπηρά
την χιλιογαμημένη πήρανε, σαν να'τανε κυρά.
Και την παρουσιάσανε πως ήταν αρπαγμένη
και πως με ζόρι κι απειλές ήτανε γαμημένη.

Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι
έξυπνη και πανέμορφη και καύλα όλο γεμάτη
κι ολόγυμνη με το μουνί καλά αρωματισμένο
με μόνο το βρακάκι της κι αυτό μισό βγαλμένο
μπροστά εις τον Μενέλαο εστάθει η Ελένη
κι αυτός θωρώντας την βουβά με πούτσα καβλωμένη
άρχισε να γυμνώνεται, πετώντας το σπαθί
και στη στιγμή οι σύντροφοι τον έχουν μιμηθεί
Και όσο αυτός εγάμαγε μ'ορμή και φλυαρία
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε μαλακία.

Μα όλα ετελείωσαν, τέρμα στα πανηγύρια
έλυσαν τα καράβια τους, χάλασαν τα τσαντίρια.
Στοιβάζουν τις αιχμάλωτες, βουνό τις κακομοίρες
νέες μικρές ανύπαντρες, γεμάτες όλο ψείρες.
Θυσίασαν του Πριάμου την κόρη Πολυξένη
για να τιμήσουν τους Θεούς σ'όλη την οικουμένη.

Ετσι εξεκινήσανε απ'την ερειπωμένη Τροία
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία,
για της πατρίδας το χωριό, της πόλης, το λιμάνι
μ'επιθυμία αμέτρητη να φτάσουν μάνι-μάνι.
Και δεν θ'αργούσαν να'φταναν στην όμορφη πατρίδα
αν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.

Φύσηξ'αέρας τρομερός, κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση,
σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καράβια
κι έχασε η μάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια.
Και έτσι επροσπαθίσανε και περιπλανήθηκαν
κι άλλοι γύρισαν νικητές κι άλλοι εγαμηθήκαν.

Ομως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η Ιστορία,
όπως ο πολυμήχανος, πανούργος Οδυσσέας
που από μικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας.

Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακία
όταν αυτός εδιάλεξε μια δόση μαλακία
και δεν την άφησε γυμνή τον πούτσο του να παίζει
να τον ρουφά αχόρταγα σα να'χε πετιμέζι.

συνεχεια...Odysseia (Raps.5 -10)

επιστροφη...Αρχικη Σελιδα