Ραψωδία 11η.
Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την
διπλοσκαλισμένη
κάθεται ο Οδυσσεύς με την καρδιά
σκισμένη
μήνες τον εβασάνισαν πείνα και
ταλαιπώρια
και τ'άλλο το χειρότερο το
λογαριάζει χώρια.
Εχει καιρό να δει μουνί, κι αυτό'ναι
που τον σκιάζει
για το φαϊ και το πιοτί δεν το'νε
πολυνοιάζει
ο δύστυχος ο Οδυσσεύς που είχε
συνηθίσει
κι απ'το μουνί τον έβγαζε μόνο να
κατουρήσει.
Εκτος απ'την γυναίκα του που ήταν
θεοκόμματος
είχε γαμήσει και μουνιά κάθε λογής
και χρώματος.
Αυτός που τόσες πέρασαν απ'τον
χοντρό του ψώλο
τους άνδρες να παρακαλεί για να του
δώσουν κώλο.
Αυτά καθώς σκεφτότανε με καύλα και
με πάθος
ξάφνου ακούστηκε φωνή "Νησί
μπροστά στο βάθος".
Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν
ψέμα
είδε αμέσως το νησί το έμπειρο του
βλέμμα.
Δίχως να πάψει μια στιγμή προς τη
στεριά να βλέπει
το βρόμικο το χέρι του έβαλε μεσ'την
τσέπη
κι έβγαλε πάπυρο παλιό και
χιλιοδιπλωμένο
χάρτη καλό που ναυτικός τον είχε
καμωμένο.
Μα πριν του ρίξει μια ματιά να δει
μην είναι η Δήλος
σηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε
σαν στύλος
έσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω η
μισή
και γέρνοντας στ'αριστερά του'δειξε
το νησί.
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ'της
ψωλής τους τρόπους
πως στις σειρήνες φτάσανε που
τρώγανε κι ανθρώπους
μα των σειρήνων το νησί δεν ήταν
τίποτ'άλλο
παρά μπουρδέλο υπαίθριο πάρα πολύ
μεγάλο
γιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε
μια τρέλα
και μ'ένα διάταγμα αυστηρό κλείσανε
τα μπουρδέλα
όλες τις πόρνες μάζεψαν απ'τα κρυφά
τους άντρα
και τις αφήσαν στο νησί μοναχές
δίχως άντρα.
Απ'την πολλή την καύλα τους
ουρλιάζανε κι εκείνες
και απ'την βοή που κάνανε τις
βγάλανε σειρήνες
δίχως να εξετάσουνε, δίχως μεγάλους
κόπους
έγραψαν οι Ιστορικοί πως τρώγανε κι
ανθρώπους.
Θεοί, τι ψέμα φοβερό, εκείνες οι
καημένες
άνδρες σαν φτάναν στο νησί κάναν
σαν λυσσασμένες
με περιποίηση πολλή τους παίρναν
στην αυλή τους
και εκεί βεβαίως τρώγανε, μα μόνο το
καβλί τους.
Αυτό το ήξερ'ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά
μεγάλη
δεν είπε όμως τίποτα να μην το
μάθουν οι άλλοι
έδεσε τους συντρόφους του τους
βούλωσε τ'αυτιά
πετάει και τα ρούχα του και ρίχνει
μια βουτιά
κολύμπαγε ανάσκελα γρήγορα με
τετάρτη
κι ο καβλωμένος πούτσος του φάνταζε
σαν κατάρτι
αυτές τον βλέπουν να'ρχεται
στριμώχνονται σαν βόδια
ξαπλώνουν όλες στην ακτή κι
ανοίγουνε τα πόδια.
Σαν φτάνει κείνος στην στεριά ειν'απ
την καύλα μαύρος
γαμεί δεξιά κι αριστερά και
μουγκανάει σαν ταύρος
τις γάμησε επτά φορές μέσα σε μία
ώρα
και για όγδοη πήγαινε γιατί είχε
πάρει φόρα
μα κείνες ξεκαβλώσανε τους πέρασε η
καύλα
και στο τρελό γαμήσι του βάλαν'
τελεία-παύλα
μέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε
με βιάση
κι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καμιά
τους για να πιάσει.
Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας με
κακία
κι αφού δεν βρίσκει πια καμιά
βαράει μαλακία
κι έφτασε στους συντρόφους του
ταχύς με μακροβούτια
κι άρχισε να τους φιλά να τους κρατά
τα μπούτια
κοιτάει τους συντρόφους του με
μάτια λαμπερά
φουσκώνοντας τ'αρχίδια του τα μαύρα
καυλερά
έτσι δεμένους στ'άλμπουρο πλησίασε
με δόλο
και έναν-έναν στη σειρά τους γάμησε
τον κώλο.
Ραψωδία 12η.
Στη Σκύλα και στη Χάρυβδι μετά απ'τις
Σειρήνες
πέρασαν δύσκολες στιγμές, πέρασαν
δύο μήνες
Ηταν γυναίκες δυνατές, σκληρές
αντρειωμένες
πλακομουνουδες άφθαστες από ψωλή
καμένες.
Καθόλου δεν εχώνευαν τους άντρες
τους γαμιάδες
τους έσκιζαν, τους έγδερναν σα'νατανε
πουλάδες
γι'αυτό κι αρπάξανε πολλούς και
τους σκοτώσαν όλους
αφού τους εβασάνισαν την πούτσα και
τους κώλους.
Οι λίγοι που εγλύτωσαν απ'τα
μαρτύρια τούτα
σε λίγο αντικρίσανε χώρα γεμάτη
φρούτα
ήταν του Ηλιου το νησί με πρόβατα
ωραία
κι αγελάδες ζωηρές που βόσκανε
παρέα.
Τότε ξεχύθηκαν με μιας όλοι τους
στο λιβάδι
και στην κραιπάλη την αισχρή το'ρίξαν
μέχρι βράδυ
γαμούσανε τα ζωντανά με πόθο και
μανία
και κάνανε τους κώλους τους σα να'τανε
χωνία.
Κι υστέρα άρχισε η σφαγή των
γαμημένων ζώων
ιδού πως εκατήντησαν σύντροφοι των
ηρώων.
Μα ο θεός λυπήθηκε τα ζώα τα καημένα
που όλα τα εξέσκισαν και γίναν
γαμημένα
και όλους αυτούς τους ασεβείς τους
έστειλε στον Αδη
να ζούνε κάτω από τη γη και μέσα σε
σκοτάδι.
Και ο Οδυσσέας έμεινε με δίχως πια
συντρόφους
κι αγνάντευε περίλυπος όλους τους
γύρω λόφους.
Ραψωδία 13η.
Μετά από τόπους φοβερούς, πάμπολλες
τρικυμίες
κι αμέτρητες με θάνατο π'έκανε
γνωριμίες
όταν στο πέλαγος γυμνός και με ψυχή
χαμένη
η Καλυψώ δυναμικά τον έσωσε η
καημένη
όταν κολύμπαγε αυτός προς την ξηρά
για να'βγει
κι είδε τον πούτσο του ορθωτό και η
καρδιά εκάγει.
Τότε κατέβει αθέατη και του τον
εφιλούσε
τον έγλυφε, τον έπαιζε και του τον
πιπιλούσε
και στην ξηρά τον έσπρωχνε και λίγο
τον τραβούσε
το αποχαυνωμένο το κορμί που όλο
σπαρταρούσε.
Κι έτσι βγήκε στην ξηρά σχεδόν
ρυμουλκημένος
από τον πούτσο τον μακρύ, κρύος και
μαραμένος
κι όταν συνήλθε κάποτε και φτάνει
στο παλάτι
τότε την βλέπει να'ρχεται φουριόζα
και τρεχάτη.
Βοήθεια, ρούχα και φαϊ να του
προσφέρει τάχα
απ'ανθρωπιά κι αισθήματα που ένιωθε
μονάχα
για κάθε που θα'ρχοτανε στο ερημικό
νησί
κι είχε ανάγκη από φαϊ και ρούχα και
κρασί.
Μα για πολύ δεν κράτησαν τα τυπικά
του κώλου
γιατί λιγουρευότανε το κάλος του
του ψώλου
κι αμέσως τότε άρχισαν τα φοβέρα τα
όργια
μεσ'την θερμή της αγκαλιά την
όμορφη πανόργια
κι έτσι περνούσε ο καιρός γεμάτος
συγκινήσεις
κι έχυνε ο πούτσος του σαν το νερό
της βρύσης
μα λυπημένος κάθεται την θάλασσα
θωρεί
που στην γλυκεία πατρίδα του, να
φθάσει δεν μπορεί.
Μα κάποτε λυπήθηκαν την τύχη του οι
Θεοί
και μήνυμα στην Καλυψώ του Ολυμπου
οι κραταιοί
τον φτερωτό Ερμη της στείλαν για να
δώσει
απόφαση τελειωτική που την καρδιά
θα λυώσει.
Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυμό
γιομάτη
σκέφτηκε νύχτες και στιγμές απ'ηδονή
χορτάτη.
Είστε σκληροί, ζηλόφθονοι,
μουρμούρισε με πόνο
και μα το Δία μου'ρχεται να φτάσω
μέχρι φόνο.
Φθονείτε όλοι σας ψηλά, την όμορφη
μου τύχη
βρέθηκε νάνε πουτσαράς, τον έχει
ένα πήχη.
Ομως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος
πνιγμένο
από ανθρώπους και θεούς τελείως
ξεγραμμένο
και το γλυκό μου το μουνί και όλο
μου το σώμα
αυτός μονάχα το γαμεί και μ'έχει
κάνει λιώμα.
Μα τι να κάνω η δυστυχή και την
καρδιά μου σφάζουν
θα υποταχθώ στη μοίρα τη σκληρή,
αφού με διατάζουν.
Κι είπε ο Ερμης ο φτερωτός θερμά και
λυπημένα:
”Ελα καλή μου Καλυψώ, μη τα'χεις πια
χαμένα
δώσε εσύ τις συμβουλές, βοήθα τον να
φύγει
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν
σε θίγει. “
Αυτά 'πε και εχάθηκε στης νύχτας το
σκοτάδι
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο
χάδι.
Τότε γλυκά, ναζιάρικα μ'αβάσταχτη
τη καύλα
απ'την ακτή τον φώναξε, στους
ρεμβασμούς του παύλα.
Οταν του υποσχέθηκε πως θα τον
βοηθήσει
να φύγει από το νησί κι αλλού να
πάει να ζήσει
τότε αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο
στρώμα
την φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε
το σώμα
μετά την ετουμπάρισε της έστησε τον
κώλο
και μαλάκα της βύθισε τον άγριο του
ψώλο
με χέρια πια τρεμάμενα και λιγωμένα
χείλη
μούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο
ένα μίλι.
Της έτριβε τις ρόγες της, της έγλυφε
το σώμα
κι από την καύλα την πολλή είχανε
γίνει λιώμα.
Μα κάποτε ξημέρωσε και έπρεπε να
φύγει
όσο και αν ελιώσανε με καύλα που να
πνίγει.
Κι η Καλυψώ του φώναζε, γαμιά μου
γύρνα πίσω
έλα αγαπούλα μου γλυκιά και θα
λιποθυμήσω
χωρίς ψωλή στο σπίτι μου πως θα
γεννεί να ζήσω
ντυμένη ωραία προκλητικά το σώμα θα
στολίσω
για να καυλώσω το Θεό μαζί μου και
να χύσει
απ'του Ολύμπου το βουνό σκληρά να με
γαμήσει
καύλα που φύτεψε ο Οδυσσεύς να'ρθεί
να την τρυγήσει.
Τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει ένα
γεια σου
τι καύλες πάλι μ'άναψες, πως δείχνει
η ομορφιά σου
μ'αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώμα μου
καυλώνεις
μα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να
φύγω
και τα πανιά του καραβιού αμέσως τα
ανοίγω.
Ραψωδία 14η.
Ορκο στο γιο του ο Ποσειδών μεγάλο
είχε τάξει
όταν με δόλο ο Οδυσσεύς το μάτι του'χε
κάψει
να τον παιδεύει διαρκώς, να μη το'νε
αφήσει
απ'του σπιτιού το τζάκι του καπνό να
αντικρίσει.
Τα πλοία του εβύθιζε το'να μετά το
άλλο
γιατί το μίσος του γι αυτόν ήταν
πολύ μεγάλο.
Με το στερνό λοιπόν που έφτιαξε ο
Οδυσσεύς καράβι
στην Πηνελόπη την πιστή που τώρα
ράβει
το θρυλικό της κέντημα, σκέφτηκε να
γυρίσει
και κάτι βρόμες π'άκουσε να τις
ξεκαθαρίσει.
Το πλοίο γοργοτάξιδο τα κύματα
ξεσκίζει
και μέσα στην καμπίνα του ο
Οδυσσεύς πασχίζει
τον πούτσο του που καύλωσε κάπως να
τον καλμάρει
κι από το πολύ το σήκωμα μοιάζει σαν
παλαμάρι.
Ηδονικά στην σκέψη του την Πηνελόπη
φέρνει
όταν το πλοίο ξαφνικά αρχίνισε να
γέρνει.
Μπατάρισε πάρα πολύ, ήρθε η επάνω
κάτω
και ξαφνικά ευρέθηκε στης θάλασσας
τον πάτο.
Γιατί το πλοίο μπλέχτηκε σε φοβερό
κυκλώνα
που είχε στείλει η οργή του θείου
Ποσειδώνα.
Ο Οδυσσεύς κολύμπησε να βρει κανένα
ξύλο
και τέλος τα κατάφερε, πιάστηκε σ'ένα
στύλο.
Μέρες πολλές κολύμπησε στο
κούτσουρο πιασμένος
και με μεγάλη του χαρά αντίκρισε ο
καημένος
στο βάθος του ορίζοντα ένα μικρό
νησάκι
κι ο νους του αμέσως πέταξε σε
τρυφερό μουνάκι
που πιθανόν θα έβρισκε, εκεί για να
γαμήσει
και με τη σκέψη του αυτή του'ρθε να
ξεροχύσει.
Ευθύς δυνάμεις μάζεψε, δυο απλωτές
ακόμα
κι ως που να πεις βερίκοκο, επάτησε
στο χώμα.
Παρ'όλο που αισθανότανε τόση μεγάλη
καύλα,
απ τη μεγάλη κούραση έπεσε κάτω
τάβλα.
Πόσο πολύ κοιμήθηκε, ούτε ο ίδιος
ξέρει,
μα όταν στο τέλος ξύπνησε, τον
κράταγε στο χέρι.
Είδε πως ήταν τάχατες σ'ωραίο
περιβόλι
κι από τα δέντρα κρέμονταν σωρό
αφράτοι κώλοι
κώλοι λευκοί και στρογγυλοί, κώλοι
αφροπλασμένοι,
λες και για την ψωλάρα του να ήτανε
φτιασμένοι.
Στο βάθος εκελάρυζε το χύσι στα
ρυάκια
κι έσκυβαν να δροσιστούν σωρό γλυκά
μουνάκια.
Μόλις τον μυριστήκανε άρχισαν οι
κώλοι
σα να'τανε καλόγνωμες ν'ανοιγοκλείνουν
όλοι.
Κι αυτός γαμούσε τάχατες τ'αφράτα
κωλομέρια,
και δυο βυζάκια στρογγυλά έτριβε με
τα χέρια,
το στόμα του πιπίλιζε ένα μουνί
παρθένο
κι απ'τη μεγάλη καύλα του ξεφύσαγε
σαν τρένο.
Είχε αρχίσει κι έχυνε, τι ηδονή
μεγάλη
υγρά κι αντάρα ξέρναγε του πούτσου
το κεφάλι,
πέταγε το ψωλόχυμα σωστά εξήντα
μέτρα
και είχε τόση δύναμη που τρύπαγε
και πέτρα.
Μα ξάφνου εκεί που άρχιζε να βγάζει
τα υγρά του,
εξύπνησε ο φουκαράς κι είδε, ω
συμφορά του,
πως όλα ήταν ψέματα, τα είδε στ'όνειρο
του
κι ο πούτσος του ζωγράφιζε νησιά
στο σώβρακο του.
Σηκώθηκε απότομα, πέταξε τον μανδύα
και με τα μούτρα ρίχνεται στη
σωβρακομαντεία.
Με μια ματιά που έριξε στων νήσων
την σωρεία
το γερακίσιο βλέμμα του γέμισε
απορία.
Σήκωσε το κεφάλι του στιγμή χωρίς
να χάσει
κι αμέσως ετινάχτηκε ορθός γεμάτος
βιάση
γιατί ένιωσε πως βρίσκονταν όχι στο
Καπανδρίτι
μα κει που βασίλευε Αλκίνοος και
Αρίτη.
Ευθύς αμέσως ένιωσε γλυκιά
ανατριχίλα,
σκούπισε τα παπάρια του με λίγα
ξερά φύλλα
κι ολόγυρα εκοίταξε γεμάτος απορία,
γιατ'ήξερε ο μπάσταρδος από την
ιστορία
πως των Φαιάκων το νησί δεν ήταν
τίποτ'άλλο
παρά ένα σωστό κωλάδικο πάρα πολύ
μεγάλο.
Η Αρίτη αβέρτα το'κανε μ'όλους τους
αυλικούς της
κι ο Αλκίνοος χαχάνιζε γιατ'ήταν
μέγας πούστης.
Από μικρός φαινότανε τι πούσταρος
θα γίνει
τότε που καθ'ένα μωρό το δάχτυλο
βυζαίνει,
αυτός γύρευε σαν τρελός να γλείφει
για ματζούνι,
των αυλικών, των δούλων του, των
φίλων το τσουτσούνι.
Αν πεις και για την Ναυσικά, την
όμορφη μαργιόλα,
ήτανε μέγας πούτανος, μια τρομερή
καριόλα,
Σ'όλα τα σπίτια έτρεχε, έμπαινε πριν
βραδιάσει
και κανενός δεν άφηνε τον πούτσο να
σκουριάσει.
Διάλεγε όμορφες ψωλές, τις χαΐδευε
με τρέλα,
κι ύστερα τις πιπίλαγε σαν να'ταν
καραμέλα.
Παιδούλα ακόμα άπραγη με
μεταξένιες μπούκλες
τότε που όλα τα παιδιά παίζουνε με
τις κούκλες
αυτ'είχε για παιχνίδι της μικρό ένα
τακουνάκι
κι ολημερίς το'χωνε στ'ωραίο της
μουνάκι,
κι όταν ποτέ βαριότανε να παίζει το
τακούνι
επιδινόταν σ'ένα σπορ, γνωστό σαν
πλακομούνι.
Στη Ναυσικά τριγύρναγε ο νους του,
την κουφάλα,
όταν πάνω στον πούτσο του γκελάρισε
μια μπάλα.
Ηταν μια μπάλα όμορφη, γεμάτη
μπιχλιμπίδια,
κι απ'το γερό το χτύπημα του ζάλισε
τ'αρχίδια.
Αμέσως ακούστηκαν φωνές, κραυγές
και γέλια
και να κοπέλες φάνηκαν μ'ολόγυμνα
τα σκέλια
και πρώτη απ'όλες, πανώρια η Ναυσικά
του,
ίδια όπως την είχε δει πριν λίγο στ'όνειρο
του.
Ητανε κάτασπρη, ψηλή, όμορφη σαν
μαντόνα
κι ήτανε πλήθος τα παιδιά που
κάνανε σφεντόνα
το πούτσο τους για χάρη της
κοιτώντας με κακία
και τράβαγαν βράδυ-πρωί με λύσσα
μαλακία.
Τα χείλη της μαργιόλικα σου λέγαν
πάντα όχι,
το ναι της όμως το'βλέπες μες των
ματιών την κόγχη.
Τα στήθη της δροσοπηγές, κι απ'της
φωνής τον τόνο
έβλεπες πως εγνώριζε πάμπολλα για
τον φόνο.
Με καλοσύνη ρώτησε, ποιος είναι, τι
γυρεύει,
αλλά αυτός αρχίνισε κιόλας να
χαμουρεύει.
σε όλα της απάντησε ψέματα από δόλο,
κι ενώ περνούσε δίπλα της της
έπιανε τον κώλο.
Αυτή τότε κατάλαβε πως ήθελε να
σπρώξει
και πρόφαση εγύρεβε, τις δούλες της
να διώξει
τις διαβολόστειλε λοιπόν να πάνε
μάνι-μάνι
να δούνε αν κουνιώντουσαν οι βάρκες
στο λιμάνι.
Μέσα στις φτέρνες ξάπλωσε και του'ριξ'ένα
βλέμμα
που ήταν σαν να του'ριχνε φωτιά μέσα
στο αίμα.
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε να περιμένει
άλλο
κι όρμησε λες κι ελέφαντας του
πάτησε τον κάλο.
Παρ'όλο που η καύλα του ήταν πολύ
μεγάλη
κρατήθηκε κι ακούμπησε στα μπούτια
το κεφάλι
τα δυο του χέρια χούφτωσαν τα
τορνευτά της στήθη
κι όλες τις άλλες σκέψεις του τις
σκέπασε η λήθη.
Σιγά-σιγά τον πούτσο του μεσ'το
μουνί της βάζει
και κείνη απ'την καύλα της αρχίζει
να ουρλιάζει,
όμως ο πολυμήχανος δεν της τον
βάζει όλο,
κι όταν αυτή εσπάραζε της χαΐδευε
τον κώλο.
Μες του μουνιού της τρίβοντας, ο
πούτσος τα καπάκια
γιατ'ήξερε ο μπάσταρδος τερτίπια
και κολπάκια,
που τα'μαθε τόσο καιρό που'χε τα
πηγαιν'έλα
κι είχε φοιτήσει ανελλιπώς στα πιο
καλά μπουρδέλα.
Τα χέρια του της χαΐδευαν τις πιο
κρυφές γωνίες της
κι εκείνη ξεφωνίζοντας δάγκωνε τις
γροθιές της
κι ενώ αυτή σκεφτότανε τώρα θα μου
τον χώσει,
αυτός τον ξαναέβγαζε σαν να'χε
μετανιώσει.
Το γλείψιμο αρχίνισε σε όλο το
κορμί της
μα όμως δεν επρόλαβε να φτάσει στο
μουνί της.
Τ'άρπαξε την ψωλάρα του με το λευκό
της χέρι
και στο μουνί την έβαλε σαν να'ταν
γουδοχέρι.
Με ψαλίδια τα πόδια της στη μέση του
τυλίγει
κι απάνω του γαντζώνεται μήπως και
της ξεφύγει.
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε άλλο να
περιμένει
γιατ'είχε αρχίσει και αυτός βαριά
να ανασαίνει.
Σα λυσσασμένος έσπρωξε τον τρομερό
του ψώλο,
κι η Ναυσικά ξεφώνισε, σκίσε με,
βάλτον όλο.
Η καύλα την πλημμύρισε, λαχάνιασμα
την πιάνει
κι όλο τον κόσμο γύρω της αρχίζει να
τον χάνει.
Κι αρχίζει σκαμπανέβασμα σα να'τανε
φρεγάδα
και το μουνί της το'τρεμε μ'ανήκουστη
σβελτάδα.
Το ρυθμικό της κούνημα βάσταξε
πολλή ώρα
τέλος όμως δυνάμωσε κι είχαν πάρει
φόρα
στη μια στιγμή ενώνονταν στην άλλη
χωριζόνταν
σα φίδια στριφογύριζαν και
σφιχταγκαλιαζόνταν.
Μάνα μου σκουζ'η Ναυσικά, από την
καύλα σβήνω.
Βιάσου εμούγκρισ'ο Οδυσσεύς, κι εγώ
σε λίγο χύνω.
Μα κείνη το κατάλαβε, δεν ήταν δα
χαζή
χύσε αγάπη μου γλυκιά, να χύσουμε
μαζί
και σ'ένα ύστατο σπασμό,
τρεμούλιασμα σαν ψάρια
καθώς αυτή του χαΐδευε τα τριχωτά
παπάρια.
Ακόμη του εχαΐδεβε τ'αριστερό
παπάρι
και δεν επρόλαβε καλά χαμπάρι να το
πάρει
για πότε την εγύρισαν τα στιβαρά
του χέρια
κι ο πούτσος του καρφώθηκε στ'αφράτα
κωλομέρια.
Σα της γαρίδας βγήκανε της Ναυσικάς
τα μάτια
απ'την ψωλιά την φοβερή την έκανε
κομμάτια
από τον πόνο τον πολύ τη πλουμιστή
χλαμύδα
καθώς χάμω εσπάραξε σα να'ταν
παλαμίδα.
Ομως ο πολυμήχανος που τη δουλειά
του ξέρει,
τ'αυτάκι της πιπίλαγε με το'να του
το χέρι
χαϊδεύει τ'αναιδέστατα, τα μυτερά
της στήθη,
ενώ τ'άλλο ευκίνητο μεσ'το μουνί
εχύθει.
Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό
γλωσσίδι
και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς,
γλιστράει σαν το φίδι.
"Τσόγλανε" σκουζ'η Ναυσικά, "Μαλάκα
μου, με τσούζει
μου έσκισες τον κώλο μου σαν να'τανε
καρπούζι
εγώ τον εκαμάρωνα και το'χα καύχημα
μου,
τον κούναγα και σειόντανε η γη στο
πέρασμα μου,
κι εσύ μου τον σακάτεψες, μαλάκα, αϊ
σιχτίρι,
δεν είναι κώλος πια αυτός, μα τρύπιο
σουρωτήρι".
Ομως του πολυμήχανου τ'αυτί του δεν
ιδρώνει,
σφυράει του πούτσου το χαβά και πιο
βαθιά τον χώνει
νιώθει του κώλου την δροσιά, τα
σάλια του μαζεύει,
"Κούνα γλυκά τον κώλο σου, κούνα
τον κυκλικά,
θέλω να χυσ'αγάπη μου, να χύσω πιο
γλυκά".
συνεχεια...Odysseia (Raps.15 & 16)
επιστροφη...Αρχικη Σελιδα