Ραψωδία 5η.

Ο άνεμος τους έφερε στη χώρα των Κικόνων
επάνω στο κατάστρωμα τα πάντα όλα σαρώνουν.
Βγήκαν αμέσως στην ξηρά κι άρχισαν επιθέσεις
μάζεψαν λάφυρα πολλά, του μέλλοντος ανέσεις.

Μάχη εδώσανε σκληρή και χάσανε σύντροφους
όταν τους επιτέθηκαν στους γύρω-γύρω λόφους
την ώρα που γαμούσανε τα δροσερά μουνάκια
και τρώγανε και πεινάνε με καύλα και μεράκια.

Μετά εξεκινήσανε και στα καράβια μπήκαν
αυξάνοντας σημαντικά των θυγατρών την προίκα.
Δεν άργησε κι αγνάντεψαν ξανά ένα νησί
κι αρχίσανε να τραγουδούν, να πίνουν και κρασί,
μα η ξηρά π'αράξανε είχε πολλές παγίδες
οι Λωτοφάγοι μένανε, κοντοί και με φακίδες
μα τις ψωλές πολύ καλά τις είχαν ακονίσει
κώλο μονάχα γάμαγαν σ'ένα τρελό μεθύσι.

Και λένε οι ιστορικοί, πως τρώγοντας λωτούς
τόσο γλυκοί που ήτανε, ξεχνούσαν τους γνωστούς
οι επισκέπτες όλοι τους όσο κι αν λαχταρούσαν
και στη γλυκεία πατρίδα τους ποτέ τους δεν γυρνούσαν.

Κι αυτό πάντα συνέβαινε που είπα παραπάνω
μα ο λόγος ήταν διάφορος και στη αλήθεια φτάνω.

Σ'αυτό το ωραίο το νησί με τις πολλές κοιλάδες
ζούσαν οι μεγαλύτεροι, τρανοί κωλομπαράδες.

Αυτοί με τέχνη ασύγκριτη και μέθοδο σπουδαία
γαμούσανε χωρίς ντροπή και μόνοι και παρέα
με σχέδιο αλάνθαστο, πάντα πετυχημένο
για κώλο που'χε γαμηθεί, για κώλο και παρθένο.

Ετσι τα καταφέρνανε, με τέχνη και μανία
και δεν παρέμενε ποτέ καμία παρθενία
κι οι Αχαιοί γλυκάθηκαν απ'το τρελό γαμήσι
κι έχυνε ο κώλος ολονών σα να'τανε μια βρύση.

Μα ο πανούργος Οδυσσεύς που όλα τα ρυθμίζει
τους κώλους υποσχέθηκε σ'όλους να τους δροσίζει
και τότε δέχτηκαν αυτοί το πλοίο να κινήσει
μα ζήτησαν όλοι μαζί πρώτα να τους γαμήσει.


Κι ο Οδυσσεύς γλυκόψωλος πηδώντας και με γέλια
τον πόθο άναψε παντού σε κώλους και σε σκέλια
και η ψωλή καβλώθικε, μαγκούρα έχει γίνει
καθόλου δεν κουράστηκε, σαν βρύση όλο χύνει.

Ικανοποιώντας τους λοιπόν όλους εις την αράδα
τους γάμησε, τους ξέσκισε όλους με νουμεράδα
και ξαναφύγαν μ'όρεξη για τη γλυκιά πατρίδα
ελπίζοντας μη πέσουνε σ'άλλη καμιά παγίδα.



Ραψωδία 6η.

Πολύ εδυσκολεύτηκε την συντροφιά να πείσει
να ξεχαστούν συνήθειες που είχε αποχτήσει
να σταματήσουν να ζητούν όλους να τους γαμήσει
φωνάζοντας και λέγοντας πως θα τους απολύσει.

Κι έτσι τα κατάφερε ένα πρωί να φτάσουν
σε κάποια όμορφη στεριά θεό για να δοξάσουν
που όλους τους απήλαξε απ'τα κακά τα βίτσια
αυτούς τους Λεβεντόκορμους ψηλούς σαν κυπαρίσσια.

Μα η χώρα που πατήσανε ήτανε των Κυκλώπων
κι εκεί τους επερίμενε ζωή γεμάτη κόπων.

Οταν σκοτείνιασε αρκετά, ξεκίνησαν με τάξη
ο Οδυσσεύς με δώδεκα, προμήθειες να αρπάξει.
Εμπήκαν μέσα σε σπηλιά κι όλα πηγαίναν φίνα
και είχαν εξασφαλιστεί στο μέλλον από πείνα.

Μα ξάφνου εμφανίστηκε ο Κύκλωπας στη πόρτα
έμπασε μέσα τα αρνιά και άναψε τα φώτα.
Αγρίεψε και φώναξε κι άρπαξε δυο συντρόφους
ξερίζωσε τον πούτσο τους, τους έκανε πια ψόφιους
κι ενώ αυτοί εβόγγαγαν πεθαίνοντας στο χώμα
τους έσχισε ολοζώντανους λουρίδες τους το σώμα.

Μα ο πανούργος Οδυσσεύς τα βόλεψε και πάλι
τον πότισε γλυκό κρασί, τον έκανε ρετάλι
κι αφού κοιμήθηκε βαριά μεσ'το γλυκό μεθύσι
στειλιάρι έφιαξ'αιχμηρό απ'ίσιο κυπαρίσσι
κι αφού τον έγδυσε καλά, του το'χωσαν στο μάτι
και του'μπιξαν ταυτόχρονα στον κώλο άλλο κατάρτι
οι δυνατοί συντρόφοι του με βία και γινάτι
κι έφυγαν τρέχοντας μαζί από το μονοπάτι.

Εφτάσανε στο πλοίο τους, στο φίνο ακρογιάλι
μπήκανε μέσα στη στιγμή και με ορμή μεγάλη
ξεκίνησαν με τα κουπιά κι έφυγαν τρομαγμένοι
πιστεύοντας πως ήτανε απ'τη ζωή χαμένοι.



Ραψωδία 7η.

Σε λίγο έφτασε ο Οδυσσεύς, στη νήσο Αιολία
χώρα που'χε σαν έμβλημα, μόρφωση και σχολεία.
Στην πράξη όμως ήτανε πρόστυχο κωλονήσι
που οι κάτοικοι του ζούσανε με χάδια και γαμήσι.

Από το γέρο Αίολο επήρε τ'όνομα του
το σεξ και κάργα πουτανιά επήρε απ'τη μαμά του
και τώρα ας προσέξουμε τι λέγει η Ιστορία
για τους κατοίκους του νησιού για σεξ και πονηρία.

Μία ντουζίνα από παιδιά ο Αίολος είχε κάνει
έξι αγόρια φρόνιμα, ψηλά σαν πελεκάνοι
κι έξι κορίτσια όμορφα, γλυκά και μορφωμένα
για σπιτικό νοικοκυριό, μονάχα γεννημένα...

Τα πράγματα όμως δυστυχώς ήταν τελείως άλλα
Κι'ολημερίς βρισκόντουσαν σ'ανάσκελη καβάλα
μα την αλήθεια άλλαξε σαφώς ο ιστορικός
όταν εγάμησε τρελά κι'αυτός περαστικός.

Με μια κουβέντα ήτανε φαμίλια που γαμιότανε
κι όλο για πούτσους και μουνιά ολημερίς σκεφτότανε
με κατευθύνσεις και σκοπούς σε σύλληψη απίθανες
σταμάταγαν το ξέσκισμα και γίνονταν ημίθανες.

Και γράφει ένας διαβατικός πολύ χαριτωμένος
από παρακολούθηση, γιατί ειχ'αυτό το μένος
δυο αδελφιών που σκίζονταν επάνω στο κρεβάτι
και φώναζαν και μίλαγαν με καύλα και γινάτι:

"Μωρό μου, γλύκα μου εσύ, τεχνήτρα στο γαμήσι
τέτοια ηδονή αγάπη μου, τέτοιο γλυκό μεθύσι
ούτε η πορνομάνα μας δεν ξέρει τόσα κόλπα".

Κι εκείνη αποκρίθηκε "Πάψε βρε πούστη, σώπα
γιατί τα ίδια πράγματα μου λέει κι ο πατέρας"

"Ωστε γαμεί και'σενανε το βρωμερό το τέρας
και μου'λεγε ο άτιμος, ο ψεύτης, ο αλήτης
πως μόνο εμένανε γαμεί, εγώ ειμ'ο τεχνίτης"

Τώρα λοιπόν γνωρίσατε τη χώρα Αιολία
που'ταν πανεπιστήμιο σε προστυχοσχολεία
Γι'αυτό περάσανε καλά και μάθανε τερτίπια
του Οδυσσέα οι σύντροφοι μα γίνανε ερείπια.

Ραψωδία 8η.

Τέλειωσαν με τους Αίολες και φθάσαν σε λιμάνι
κι ανέβηκε ο Οδυσσεύς γοργά και μάνι-μάνι
σε ένα λόφο υψηλό για να'βρει κάποιο σπίτι
ν'ακούσει ανθρώπινη φωνή, να δει κάνα πολίτη.

Εχώρισε τους άνδρες του σε δυο μικρές ομάδες
και είπε στον Εβρύλογο να πάει στις κοιλάδες
που'δε χτισμένο ακίνητο μεγάλο σαν σχολείο
μα ήτανε ανάκτορο τρανό με μεγαλείο.

Σε λίγο επλησίασαν και μπαίνουν στο παλάτι
μόνος κρυμμένος έμεινε και μ'άγρυπνο το μάτι
ο αρχηγός Εβρύλογος στην άκρη μιας σχισμάδας
παραμονεύοντας να δει την τύχη της ομάδας.

Από την κρύπτη του αυτή, που ήτανε χωμένος
πήρε τρομάρα φοβερή, κοιτούσε μαγεμένος
σύντροφους λεβεντόκορμους, δυο μέτρα παλικάρια
να γίνουν χοίροι στο λεπτό, να βόσκουν στα λιθάρια.

Μα στη στιγμή αντέδρασε και έτρεξε να φύγει
στο Οδυσσέα για να πει, τον πόνο που τον πνίγει.
Ο Οδυσσεύς στο μεταξύ μ'Ερμή εσυναντήθει
κι αφού τον εδασκάλεψε, προς το παλάτι εχύθει.

Εκεί την Κίρκη εγάμησε μ'ασύγκριτη γλυκάδα
την έδειρε, την μαύρισε, σαν να'τανε φοράδα
Γιατί ήταν μαζοχίστρια κι ήθελε κάργα ξύλο
και πούτσο να την εγαμεί, σαν της ΔΕΗ το στύλο.

Και όταν γλυκαθήκανε απ'το τρελό γαμήσι
και το μουνί της έχυνε σαν να'τανε μια βρύση
τότε με μαγικά ραβδιά τους χτύπαγε ένα-ένα
κι άνθρωποι εγινόντουσαν και τα'χανε χαμένα.

Ετσι ξεπέρασε κι αυτό της μοίρας το γραμμένο
και το'νε βρήκε το πρωί με πούτσο μαραμένο
μα είχε κράση δυνατή, κι ήταν μυαλό σπουδαίο
κι αμέσως ασχολήθηκε με κάτι το ωραίο.
Εσκέφθει να επισκεφθεί τους φίλους του στον Αδη
και στη θεά το ζήτησε με θάρρος και με χάδι.


Ραψωδία 9η.

Πήρε λοιπόν την άδεια, και την θεά την πείθει
αφού την εκατάσκεψε τον όμορφο τον πυθι
να πάει στα βασίλεια του Αδη να γαμήσει
κι όσο πιο γρήγορα μπορεί οπίσω να γυρίσει.

Νυφούλες, νέοι πούστηδες μυριοβασανισμένοι
κοπέλες ομορφότατες με την καρδιά θλιμμένη
σαν άμμος εμαζεύτηκαν τριγύρω του με λύσσα
εχαΐδευαν τον πούτσο του και του'γλυφαν τα χύσια.

Και τότε μια καμπαρετζού, μεγάλη πουτανάρα
φώναξε με φωνή βραχνή και κάργα παιχνιδιάρα:

"Βλέπω έναν άντρα να'ρχεται και καβλοχτυπημένο
στης Αφροδίτης τα όργια τον εθαρρώ μπλεγμένο
τον έρωτα μου προς εσέ θε να σου δείξω η ίδια"
κι αμέσως του τον άρπαξε κρατώντας του τ'αρχίδια.

Τι καύλα είναι τούτη δω αλήτη και καυλιάρη
έχεις μια πούτσα κάθετη σα να'τανε στειλιάρι.
Θε να σηκώσω αψηλά τα σκέλια στο ταβάνι
και θα σκιστώ σαν πούτανος, σαν πόρνη που το κάνει.

Μίλησε τότε ο Οδυσσεύς, μουγκρίζοντας λιγάκι
γιατί από καύλα φούντωνε σα να'τανε γεράκι.
Αλί σε με ο δύστυχος τι καύλα μ'έχει πιάσει
σα να με δέσαν σε τροχό τ'αρχίδια μου'χουν σπάσει
και τώρα αγάπη μου γλυκεία μη λες ανοησίες
έχεις τον πόθο για ψωλή και μέχρι αφασίας.

Και ύστερα εδιάλεξε διάφορες περιπτώσεις
με ζηλευτή ειδίκευση και άπειρες τις γνώσεις
τους άλλους καθησύχασε λέγοντας θα γυρήσω
να σας γαμήσω απάνθρωπα από εμπρός και πίσω.

Μετά εσυναντήθηκε με μάντη Τειρεσία
να τον γαμήσει και αυτόν, κάνοντας τη θυσία
να γλυκαθεί ο πουσταρος, μήπως και βοηθήσει
στην όμορφη πατρίδα του πίσω για να γυρίσει.

Μα στάθηκε αδύνατο όλους να τους ευχαριστήσει
και βρύση να'ταν η ψωλή του δεν θα'χε άλλο να χύσει
και γύρισε μονομερής εις την θεάν την Κίρκη
να της ξεσκίσει το μουνί με τρομερό μανίκι.

Ραψωδία 10η.

Μετά τον Αδη σάλπαρε και πάλι το καράβι
κατεύθυνση για το νησί με σκέψη που σ'ανάβει
και η θεά στην αμμουδιά χαρούμενη πηδούσε
προσμένοντας τον ψωλαρά που θα την εγαμούσε.

Πατώντας έξω στη στεριά τον φίλησε με πάθος
και έσπρωξε τον πούτσο του στ'ολόγλυκο της βάθος.
Κι αφού γλεντήσανε μαζί ολόκληρο το βράδυ
τη μέρα τον βοήθησε για πλοίο και κοπάδι
για τρόφιμα και υλικά χρήσιμα στο ταξίδι
τη νύχτα πάλι έρωτα, πρήστηκε το γλωσσίδι.

Ετσι χορτάτη η θεά απ'το τρελό γαμήσι
ώρα πολλή ορμήνευε σ'ένα γλυκό μεθύσι
τον άντρα που την έσκισε, το φίνο, τον αλήτη
πως να σωθεί και τι να πει σ'ανθρώπους και προφήτη.

Κι όταν ξημέρωσε καλά, γλυφόντουσαν ακόμα
ώσπου σχεδόν αναίσθητοι και με βαρύ το σώμα
επέσανε ημιθανείς, μα η ψυχή πετούσε
σφάδαζε η κορμαρα της, τον πούτσο του μασούσε
κι αυτός της έγλυφε γλυκά τ'ασύγκριτο κορμί της
ρουφώντας μέλι αθάνατο απ'το γλυκό μουνί της.

Μα ξάφνου όλα σώπασαν, τα μουγκρητά χαθήκαν
και δυο κορμιά σαν νεκρικά σε ένα ενωθήκαν
για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσαν πεθαμένοι
κι από την καύλα την πολλή, χαμένοι μαγεμένοι.

Μα γρήγορα συνήλθανε και στο λουτρό επήγαν
και λούστηκαν και πλήθηκαν, για το καράβι φύγαν.

Και τότε ο μέγας Οδυσσεύς φωνάζει στους συντρόφους
να ετοιμαστούν και να'ρθουνε από τους γύρω λόφους
για τη γλυκεία πατρίδα τους να ξεκινήσουν πάλι
φίλους, γνωστούς και συγγενείς να σφίξουν στην αγκάλη.

συνεχεια...Odysseia (Raps.11 - 14)

επιστροφη...Αρχικη Σελιδα