ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΚΙ ( Αφοί Κατσιμίχα )

Προχτές εκεί που τα' πινα με κάποιον κολλητό μου ,
      ΣΟΛ+           ΡΕ+          ΝΤΟ+           ΣΟΛ+
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυό μάτια , δυό ματάκια.
    ΣΟΛ+          ΝΤΟ+             ΣΟΛ+            ΡΕ+
Γυρίζω στον δικό μου , "ο τύπος μου Νικόλα"
   ΜΙ-                               ΣΙ-
κι εμένα μ' απαντάει κι εκεί αρχίσαν όλα.
     ΝΤΟ+                      ΡΕ+

Εγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να την μαγνητίσω ,
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.
Αλήθεια σας το λέω , απότυχα τελείως ,
δεν μου' δινε καμία , μα καμία σημασία.
 
Οπως καταλαβαίνετε , δεν μ' έπαιρνε καθόλου ,
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω.
Ο φίλος μου εγκρίνιαζε "ρε Χάρη σου μιλάω" ,
"για πες μου αν σε κοιτάει" , "Καθόλου" τ' απαντάω.
 
Σε μιά στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο ,
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε.
Ταράχτηκα και σκέφτηκα "Θεέ μου εμένανε κοιτάει" ,
όμως εκείνη κοίταγε να βρεί τον σερβιτόρο.
 
Βοήθεια χριστιανοί , κοντεύω να φλιπάρω ,
εγώ για κείνη χάνομαι κι εκείνη ούτε με ξέρει.
Αχ νά' μουν αεράκι , καπνός από τσιγάρο ,
στα στήθια της να μπαίνω κι εκείνη ας μη με θέλει.
 
Βοήθεια χριστιανοί , κοντεύω να φλιπάρω ,
ζηλεύω όποιον της μιλά και όποιον την κοιτάει.
Μα πιο πολύ ζηλεύω , εκείνον που αγαπάει,
σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει.